...
| Λευτέρης Τηλιγάδας |
Ο δρόμος Αγρίνιο – Καρπενήσι το 1928
| Από τη διαμαρτυρία του Δεκέμβρη 1928 για τον άξονα Αγρίνιο–Καρπενήσι,
στη διαχρονική εγκατάλειψη της ορεινής Ρούμελης και το πολιτικό έλλειμμα των υποδομών |
Το κείμενο του Δεκέμβρη του 1928 δεν είναι ένα ντοκουμέντο κοινωνικής αγανάκτησης σε μια κρίσιμη πολιτική στιγμή. Η χώρα βρισκόταν ήδη στον πυρήνα της βενιζελικής «εκσυγχρονιστικής» ρητορικής: μεγάλα έργα, ανασυγκρότηση, κρατικός εξορθολογισμός, ανάπτυξη. Όμως αυτή η ανάπτυξη είχε σαφή γεωγραφικά όρια. Στα αστικά κέντρα και στους πολιτικά χρήσιμους άξονες, άσφαλτος και έργα. Στην ενδοχώρα, εγκατάλειψη. Η ύπαιθρος το 1928 δεν ήταν πολιτικά αόρατη. Οι αγρότες, οι ορεινοί πληθυσμοί της Ρούμελης, της Αιτωλοακαρνανίας και της Ευρυτανίας πλήρωναν φόρους, στρατολογούνταν, παρήγαν, αλλά δεν ανταμείβονταν με το στοιχειώδες: τη δυνατότητα μετακίνησης. Ο δρόμος που κανονικά θα έπρεπε να ήταν όρος ζωής, ήταν ανύπαρκτη πολυτέλεια. Χωρίς δρόμο δεν υπήρχε αγορά, δεν υπήρχε περίθαλψη, δεν υπήρχε διοίκηση. Υπήρχε μόνο αποκλεισμός.
«Μετά το σχολείο, το σοβαρότερο πρόβλημα της ελληνικής υπαίθρου παραμένει η συγκοινωνία», αναφέρει ο συντάκτης του ΕΜΠΡΟΣ στις 23.12.1928, σε ένα ρεπορτάζ για το Νεοχώρι Τυμφρηστού με τίτλο «η φτώχεια και η ανάγκη των πολιτών».
Και συνεχίζει «Σ’ αυτόν τον τομέα η Ελλάδα υστερεί ακόμη και σε σύγκριση με την Αλβανία, η οποία τα τελευταία χρόνια ανοίγει δρόμους μέχρι και στο πιο απομονωμένο χωριό της. Ιδιαίτερα οι ορεινές ελληνικές επαρχίες έχουν αφεθεί κυριολεκτικά στο έλεος του Θεού. Το κράτος θυμάται τους τσοπάνηδες και τους κατοίκους τους μόνο στις επιστρατεύσεις. Και οι βουλευτάδες, μόνο σε κάθε εκλογική αναμέτρηση! Να τους χτυπήσουν φιλικά στον ώμο, να τους κεράσουν ένα τσίπουρο και να τους αποσπάσουν —με τον έναν ή τον άλλον τρόπο— την ψήφο. Ένα εισιτήριο ύπνου διαρκείας στο Καλλιμάρμαρο της οδού Σταδίου, κι ύστερα σιωπή.
»Η μόνη διαφορά είναι πως, ενώ ο ελληνικός λαός κοιμάται νηστικός και πληρώνει φόρους στερούμενος τα στοιχειώδη, οι κύριοι βουλευτές του κοιμούνται στα έδρανα της Βουλής —αφού πρώτα αφού πρώτα την τυλώσουν πλούσια. Αυτά, για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις.
»Σε ποιον να απευθυνθούμε; Είναι η πρώτη φορά ή η χιλιοστή που φωνάζουμε; Στην πρωτεύουσα οι δρόμοι στρώνονται με άσφαλτο, σύμβολο ενός “υπερπολιτισμού”. Στην επαρχία, όμως, η συγκοινωνία παραμένει υπερπρωτόγονη. Κι αυτό βαφτίζεται αγροτική μέριμνα και δικαιοσύνη. Ο λαός της υπαίθρου, εκείνος που πληρώνει το μεγαλύτερο μέρος των κρατικών δαπανών, δεν λαμβάνεται καν υπόψη. Αυτή είναι η αλήθεια — και να γιατί. Από την εποχή που “λύτρωσε” το δύσμοιρο αυτό κράτος, το αεράκι του πολιτισμού, χάρη στον έναν ή στον άλλον πολιτικό, έφτασε σε πολλές επαρχίες: δρόμοι αμαξιτοί, σιδηρόδρομοι, βατές διαδρομές. Στη Φθιώτιδα και την Αιτωλοακαρνανία; Τίποτα. Σαν να διαγράφηκαν από τον χάρτη της Ελλάδας.
»Η Καλυδώνα στέκει αιώνιος μάρτυρας της ελληνικής οπισθοδρομικότητας. Πάτρα–Κουονέρι, κι από εκεί ένα κάρο μέχρι το Αγρίνιο για την Αιτωλοακαρνανία. Ένας και μοναδικός αμαξιτός για τη Φθιώτιδα. Ο δρόμος Λαμίας–Καρπενησίου κατόρθωσε μεν να γίνει, αλλά παραμένει σχεδόν πάντα αδιάβατος — χάρη στις “κρατικές φροντίδες”.
»Χρόνια τώρα διαμαρτύρονται οι κάτοικοι των χωριών Νεοχώρι, Μαρίλλου, Μαρκάδος, Παλαιόκαστρο, Αγία Τριάδα, Ελλόβας, Αραχωβίτσα, Δομιανός, Κλειτσός, Χόχλιας, Βράχα, Φουρνάς και τόσων άλλων. Ζητούν έναν αμαξιτό δρόμο: Διπόταμα–Παλαιόκαστρο–Ταμπούρια–Σμόκοβο ή Καψή–Νεοχώρι–Αγία Τριάδα–Δομιανός–Στένωμα, που να συνδεθεί με τον αμαξιτό Καρπενησίου–Αγρινίου. Οι αρμόδιοι, όμως, απαντούν πάντα το ίδιο: “Θα το ερευνήσουμε”. Έτσι το χαρακτήρισε και ο κ. Στέλιος Παρούτσης από την Αγία Τριάδα, ως ζήτημα που μένει διαρκώς σε “έρευνα”. Ως πότε, λοιπόν, θα ερευνούν;
»Κι αν δεν μπορεί να γίνει ο προτεινόμενος δρόμος, δεν είναι δυνατόν έστω να κατασκευαστούν μερικοί βατοί; Διπόταμα–Νεοχώρι–Αγία Τριάδα, μια διαδρομή που θα εξυπηρετούσε τόσα χωριά. Δεν μπορούν να φτιαχτούν μερικά γεφύρια; Η έλλειψή τους αποκλείει ολοκληρωτικά τους ταλαιπωρημένους πληθυσμούς, ιδίως τον χειμώνα, όταν τα ρέματα φουσκώνουν και γίνονται απροσπέλαστα. Το χειρότερο, όμως, είναι άλλο: με αυτή τη φριχτή κατάσταση, τον χειμώνα οι άνθρωποι δεν μπορούν να προμηθευτούν ούτε ένα φορτίο καλαμποκιού. “Πρέπει να βυζάξει κανείς το γάλα της μάνας του”, όπως λέει χαρακτηριστικά ο κ. Σιάννος, για να φέρει ένα σακί καλαμπόκι.
»Αν γίνει ο προτεινόμενος δρόμος, όχι μόνο θα σωθούν οι κάτοικοι —θα μπορούν πια να εκμεταλλευτούν τα καθόλου ευκαταφρόνητα προϊόντα τους: καρύδια, κάστανα, φασόλια, μήλα και τόσα άλλα φρούτα που σήμερα χάνονται λόγω έλλειψης συγκοινωνίας— αλλά θα ωφεληθεί και το ίδιο το κράτος. Υπάρχουν δάση εκμεταλλεύσιμα. Υπάρχει απέραντο πεδίο δράσης, μια πλουτοπαραγωγική πηγή: το Βελούχι με τις διακλαδώσεις του. Μια μικρή Ελβετία.
»Δεν το έλεγε τυχαία ένας Γερμανός περιηγητής, κατεβαίνοντας από το Βελούχι: “Ελμπέτια! Ναι, Ελμπέτια, μα ντεν έκει δρόμους. ντεν έκει δρόμους”.
Το μεγαλύτερο, αν όχι το πρώτο, από τα κακά του ψωρορωμαίικου. Κι επειδή ξέρουμε πως οι κουβέντες μας δύσκολα θα φτάσουν στ’ αυτιά των βαρήκοων αρμοδίων, παύουμε εδώ — για να στραφούμε σε μια άλλη κίνηση, σε μια άλλη όψη της ζωής του Νεοχωριού.»
Το πολιτικό σχόλιο του ΕΜΠΡΟΣ εκείνης της εποχής είναι αιχμηρό, σχεδόν κυνικό. Ο «πολιτισμός» παρουσιάζεται ως προνόμιο των πόλεων και η αγροτική μέριμνα ως κενό σύνθημα. Το κράτος εμφανίζεται υπεύθυνο για την καθυστέρηση, μέσω της συνεχούς γραφειοκρατικής υπεκφυγής: «θα το ερευνήσουμε». Πρόκειται για μια πρώιμη, αλλά εξαιρετικά καθαρή, καταγγελία του πελατειακού κράτους και της άνισης ανάπτυξης. Ιδιαίτερη σημασία έχει και η κοινωνική διάσταση της πείνας. Η φράση για το καλαμπόκι —ότι «πρέπει να βυζάξει κανείς το γάλα της μάνας του» για να φέρει ένα σακί— δεν είναι σχήμα λόγου. Είναι περιγραφή συνθηκών αυτάρκειας υπό διάλυση, όπου η έλλειψη δρόμου μετατρέπει ακόμη και τη στοιχειώδη διατροφή σε άθλο. Ο δρόμος εδώ δεν είναι μια βασική υποδομή, είναι σύνορο ανάμεσα στη ζωή και στην εξαθλίωση.
Σχεδόν έναν αιώνα μετά, ο άξονας Αγρίνιο–Καρπενήσι εξακολουθεί να αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα ημιτελούς κρατικής μέριμνας. Παρά τις βελτιώσεις, τις ασφαλτοστρώσεις, τις επιμέρους παρακάμψεις και τις κατά καιρούς εξαγγελίες, ο δρόμος παραμένει δύσβατος, στενός σε πολλά σημεία, επικίνδυνος τον χειμώνα, με κατολισθήσεις, χιονοπτώσεις και μεγάλα τμήματα που δεν ανταποκρίνονται στις σύγχρονες ανάγκες της μετακίνησης.
Το βασικό μοτίβο, ωστόσο, δεν έχει αλλάξει: η σύνδεση της Αιτωλοακαρνανίας με την Ευρυτανία παραμένει χαμηλής προτεραιότητας στον εθνικό σχεδιασμό. Ο δρόμος δεν αντιμετωπίζεται ως αναπτυξιακός άξονας αλλά ως περιφερειακό πρόβλημα. Και αυτό έχει συνέπειες: πληθυσμιακή συρρίκνωση, οικονομική στασιμότητα, τουριστικό δυναμικό που δεν αξιοποιείται, νέοι που φεύγουν. Το πιο πικρό στοιχείο είναι η ιστορική συνέχεια. Τα ίδια επιχειρήματα που διατυπώνονται το 1928 —πλούτος που χάνεται, προϊόντα που δεν φτάνουν στην αγορά, δάση και φυσικοί πόροι αναξιοποίητοι, ένα «Βελούχι–Ελβετία» χωρίς δρόμους— επαναλαμβάνονται σήμερα με άλλους όρους αλλά με το ίδιο αποτέλεσμα.
Το κείμενο του 1928, λοιπόν, δεν διαβάζεται ως παρελθόν. Διαβάζεται ως προειδοποίηση που αγνοήθηκε. Και ο δρόμος Αγρίνιο–Καρπενήσι στέκει ακόμη, όχι μόνο ως γεωγραφική διαδρομή, αλλά ως πολιτικό σύμπτωμα μιας διαρκούς ανισότητας ανάμεσα στο κέντρο και την περιφέρεια, ανάμεσα στις εξαγγελίες και την πραγματικότητα.
——————————————————————————————————————————————————————–
Υποσημείωση: Οι χρονολογίες που καταγράφονται πριν την 16η Φεβρουαρίου 1923 είναι σύμφωνες με την χρονολόγηση των πηγών. Για την αντιστοίχιση με τη σημερινή χρονολόγηση πρέπει στην αντίστοιχη χρονολογία να προστεθούν 13 μέρες.
Παραπομπές:
Πηγή:
Φωτογραφία:
——————————————————————————————————-
Η μνήμη είναι μια δυνατότητα για να διευρύνουμε το μέλλον
και όχι για να το συρρικνώσουμε στο ήδη ξεπερασμένο παρελθόν


