Στα κείμενα που έγραψε ο Φρέντυ Γερμανός,
συναντάμε όλα τα στραβά και τα παράλογα
της ελληνικής κοινωνίας,
τα οποία υπάρχουν γύρω μας μέχρι σήμερα
- γράφει η Κόκκινη Ματριόσκα
Από χθες, ημέρα μνήμης του θανάτου του Φρέντυ Γερμανού, προσπαθώ να γράψω ένα κείμενο-βιογραφία. Μου είναι εξαιρετικά δύσκολο να το κάνω αυτό στο Φρέντυ Γερμανό. Να μεταφέρω ξερά βιογραφικά στοιχεία και να τα παραθέσω σαν αντικειμενική καταγραφέας τους. Δεν τον γνώρισα ποτέ από κοντά. Όταν έφυγε από την ζωή ήμουν γύρω στα 14. Τον γνώρισα μέσα από τα κείμενά του και τον αγάπησα μέσα από αυτά.
Ξέρω πως σε πολλούς θα ξενίσει το γεγονός πως ο Φρέντυ Γερμανός αποτελεί για μένα πρότυπο γιατί θα σπεύσουν να πουν: “έχουμε τόσους καλούς αριστερούς δημοσιογράφους και εσύ επιλέγεις να εκθειάσεις έναν δεξιό;”… Θα πρέπει να ‘σαι μιζεράκι μέσα σου για να μην τον αναγνωρίσεις σαν δημοσιογράφο και συγγραφέα, μόνο και μόνο γιατί δεν ανήκει πολιτικά στην αριστερά. Αντικειμενικά ο Γερμανός ήταν ένα οξυδερκές μυαλό και μια εκπληκτική πένα με φινέτσα και χιούμορ. Το να του αναγνωρίσεις πως ήταν ταλαντούχος σε αυτό που επέλεξε, δεν σε κάνει λιγότερο φορτώκα αριστερό ή κομμουνιστή. Σε κάνει άνθρωπο με καθαρή ματιά και κρίση, χωρίς κόμπλεξ και παρωπίδες, όταν πρέπει να σταθεί αντικειμενικός κριτής μιας προσωπικότητας.
Άλλωστε ο ίδιος είπε και μεγάλες αλήθειες για την αριστερά όπως: ”Το πρόβλημα της Ενωμένης Αριστεράς είναι το πώς να μείνει ενωμένη και πώς να μείνει αριστερά” Πράγμα που περιγράφει υπέροχα με λίγες λέξεις όλο το πρόβλημα που διέτρεχε εκείνο τον βραχύβιο εκλογικό συνασπισμό, αλλά και την πορεία της αριστεράς μέχρι σήμερα. Θα μπορούσε να αποτελεί πχ συμπυκνωμένη περιγραφή της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ από το 2015 έως το 2019.
Οι γονείς μου φρόντιζαν πάντα να έχουμε πολλά βιβλία μέσα στο σπίτι μας, κυρίως αριστερών συγγραφέων, κάτι που φυσικά δεν ήταν ο Φρέντυ Γερμανός. Έτσι ήρθα σε επαφή με τα κείμενά του όντας φοιτήτρια στην Θεσσαλονίκη. Πήγαινα πολύ συχνά στην Δημοτική Βιβλιοθήκη, εκεί στην Εθνικής Αμύνης αν θυμάμαι καλά, και καθόμουν με τις ώρες διαβάζοντας σχεδόν τα πάντα. Τυχαία έπεσαν στα χέρια μου τα βιβλία του, κυρίως τα κωμικά κείμενα που έγραφε σε εφημερίδες την εποχή που αρθρογραφούσε. Φυσικά, τον γνώριζα από εκπομπές που έβλεπα μικρή, όπου τον καλούσαν αλλά δεν είχε τύχει να διαβάσω κάτι από εκείνον. Άκουγα βέβαια για την πένα του αλλά αυτά δεν τα πολυπιστεύω γιατί πάντα οι άνθρωποι κάνουν φιλοφρονήσεις, θέλοντας να γεμίσουν το κενό μεταξύ των συζητήσεών τους.
Νομίζω τον ερωτεύτηκα από τις πρώτες του γραμμές… Μπορεί να ήταν και κεραυνοβόλο τώρα που το σκέφτομαι, ίσως από τον τίτλο στο εξώφυλλο… Μ’ αρέσουν πάντα οι συγγραφείς που -όπως λέω- ”μου σκάνε ένα-ένα τα εγκεφαλικά μου κύτταρα” δημιουργώντας νέες διασυνδέσεις μεταξύ τους, αλλάζοντας τον τρόπο που βλέπω τα πράγματα τριγύρω μου. Εκτιμώ ιδιαιτέρως το χιούμορ, γιατί είναι εξαιρετικά δύσκολο να γράψει κάποιος αστεία χωρίς να ξεπέφτει στην υπερβολή. Τα δικά του κείμενα είχαν μια διπλωματία στο χιούμορ, ήταν πάντα σαν ελαφρύ αεράκι μέσα στις γραμμές του κειμένου, δεν σε εκβίαζε. Είχε φινέτσα και η κάθε λέξη που ακολουθούσε την επόμενη, είχε λόγο ύπαρξης. Δεν υπήρχε κάτι το περιττό, που τόσο αγαπάμε όσοι γράφουμε ή τουλάχιστον το προσπαθούμε.
Στα κείμενα του Γερμανού, συναντάμε όλα τα στραβά και τα παράλογα της ελληνικής κοινωνίας τα οποία υπάρχουν γύρω μας μέχρι σήμερα. Είναι η κληρονομιά μας να είμαστε αγενείς, γκρινιάρηδες, παρτάκηδες, βολεψάκηδες, ανώριμοι. Μέσα από τα αστεία του κείμενα αναδείκνυε αυτή την καθημερινότητα και πλευρά μας σαν λαό και ήταν σαν να μας έβγαζε την γλώσσα προσπαθώντας να μας τσιγκλίσει να αλλάξουμε τα κακώς πεπραγμένα μας. Να δούμε με χιούμορ τον γκρινιάρη γείτονα μας που μας εκνευρίζει, τα θεόστενα πεζοδρόμια της Αθήνας να τα δούμε σαν τα ιδανικά πεζοδρόμια για μονοπόδαρους πολίτες. Είναι καθαρά θέμα οπτικής και διάθεσης.
Στις βιογραφίες σημαντικών προσώπων, μυθοποιούσε τα πρόσωπα για τα οποία έγραφε. Εκεί που οι άλλοι βιογράφοι, γράφουν για τις ζωές των άλλων με βάναυσο τρόπο προσπαθώντας να τα κατεβάσουν στα μάτια του αναγνώστη, εκείνος τα εξύψωνε. Τα έκανε μύθους. Τα τύλιγε με ακόμα περισσότερα πέπλα αίγλης και μυστηρίου. Είναι κάτι που αγαπώ γιατί έχουμε ανάγκη τους μύθους στην σύγχρονη εποχή. Έχω βαρεθεί να διαβάζω για το πόσο ταπεινοί και ίδιοι με μας είναι όλοι αυτοί οι διάσημοι.
Όχι, ο κόσμος χρειάζεται το παραμύθι. Χρειάζεται την απόσταση ανάμεσα σε αυτόν που βλέπει, ακούει ή διαβάζει. Δεν με ενδιαφέρει να δω την Κοτοπούλη να πλένει τα δόντια της, θέλω να την δω πάνω στην σκηνή. Ακόμα και όταν την περιγράφει να χτυπιέται στα πατώματα με τον Δραγούμη δεν μου την ευτελίζει σαν γυναικούλα αλλά μου την εξυψώνει σε μια μαινάδα η οποία με την υπερβολική της ζήλια για τον αγνό έρωτα μεταξύ της Δέλτα και του Δραγούμη θέλει να του ξεσκίσει την σάρκα, να του φάει την ψυχή του που ανήκει σε κάποια άλλη. Είναι μύθος εκείνη την στιγμή, όχι μια κοινή απελπισμένη γυναίκα που καυγαδίζει μέσα σε ένα ερωτικό τρίγωνο.
Μ’ αρέσει να γράφω και η ίδια για πρόσωπα του παρελθόντος. Έχω την ίδια τρομερή εμμονή με την εποχή που ξεψάχνιζε και ο ίδιος, του Μεσοπολέμου.
Μ’ αρέσει ο τρόπος που μεταφέρει το πάθος αυτών των προσώπων, παραθέτοντας αυτούσια τα γραπτά τους, χωρίς προσπάθεια να τα στρογγυλέψει και να τα εξαγνίσει. Με στοιχειώνει χρόνια η φράση ” Σ’ αγαπάω άγρια σαν το θηρίο, ξέρε το” του Δραγούμη πάλι προς την Κοτοπούλη, γιατί και η ίδια τον έρωτα τον αντιλαμβάνομαι πρωτόγονο, άγριο, σκληρό, αδυσώπητο, οπότε το να βλέπω ανθρώπους που τους γνώριζα μέσα από ιστορικά βιβλία, στα οποία ήταν στεγνοί χωρίς ίχνος ενδιαφέροντος και ζωής, να περνούν μέσα από την πένα του Γερμανού στις σελίδες των βιογραφιών τους, ξανά με σάρκα, αίμα, πόθο και γεμάτοι δίψα για ζωή, για ερωτικά συναισθήματα, για σαρκική επαφή, για μένα είναι κάτι το μαγευτικό.
Πέρα από την συγγραφή βιβλίων υπήρξε δημοσιογράφος σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά της εποχής. Ο μόνος Έλληνας δημοσιογράφος ο οποίος βρέθηκε στο Κανάβεραλ ώστε να καλύψει το ρεπορτάζ για το πρώτο βήμα του ανθρώπου στο φεγγάρι αλλά και ο μοναδικός ο οποίος κάλυψε, κατά αποκλειστικότητα τους πριγκιπικούς γάμους, τόσο του τέως Βασιλιά Κωνσταντίνου καθώς και της αδερφής του Σοφίας με τον Χουάν Κάρλος της Ισπανίας. Μπορούσε και τα δυο να τα καλύψει τόσο καλά. Η πένα του ήταν τέτοια που είτε μιλούσε για το μεγάλο βήμα της ανθρωπότητας στο διάστημα είτε τα πέπλα της Σοφίας ως κοσμικογράφος, το έπραττε με την ίδια ευκολία. Δεν είναι απλό να κάνεις την πένα σου να σε υπακούει και να την προσαρμόζει τόσο καλά.
Όπως και ο ίδιος είχε παραδεχτεί, ενώ γνώριζε πως το μεράκι του ήταν η συγγραφή, έμπλεξε και με την δημοσιογραφία και με την τηλεόραση. ‘Ξεκίνησα να γίνω συγγραφέας, αλλά στον δρόμο έκανα δύο λάθη: έγινα δημοσιογράφος και έκανα τηλεόραση. Ήταν σαν να ξεκίνησα για να χορέψω μπλουζ και όταν έφτασα στην πίστα η ορχήστρα το γύρισε σε ροκ. Tι κάνεις στην περίπτωση αυτή; Χορεύεις ροκ όσο καλύτερα μπορείς.”
Οι εκπομπές του στην τηλεόραση ήταν φυσικά αντιγραφές αντίστοιχων προγραμμάτων της Αμερικής. Η πιο γνωστή από όλες με τον τίτλο ”Αλάτι και πιπέρι” φιλοξένησε στο πλατό της διάσημους καλλιτέχνες της εποχής καθώς και πρωταγωνιστές γεγονότων που απασχολούσαν την επικαιρότητα. Πολλές από αυτές τις εκπομπές δυστυχώς δεν σώζονται αλλά ο απόηχος που έχουν αφήσει πίσω τους παραμένει ζωντανός στην μνήμη όλων όσων έτυχε να τις παρακολουθήσουν.
Εδώ θα σταθώ λίγο σκεπτική καθότι ένα μέρος του υλικού που έχω δει η ίδια αποσπασματικά πολλές φορές μου δημιουργεί αμηχανία. Η τηλεόραση σαν να μου ξεμαγεύει λίγο την εικόνα του και να μου τον φέρνει σε διαστάσεις ενός δημοσιογράφου που βεβιασμένα πρέπει να βγάλει το συναίσθημα στον τηλεθεατή. Αστεία που μένουν κρύα και μετέωρα, καλλιτέχνες που έρχονται σε δύσκολη θέση, κλάμα και γέλιο το οποίο πρέπει να χωρέσει σε ένα πλάνο…
Ίσως να μην ήταν τόσο ο ίδιος λάθος μέσα στην τηλεόραση όσο η τηλεόραση της εποχής να ήταν λάθος για την δική του προσωπικότητα. Στα πρώτα βήματά της, η τηλεόραση ήταν μια καλοστημένη βιτρίνα της ελληνικής κοινωνίας. Βιτρίνα που απέκρυπτε από το κοινό την αλήθεια που συνέβαινε μέσα στην κοινωνία. Όταν ο Γερμανός βρισκόταν μέσα σε αυτήν, απέξω στους δρόμους οι αριστεροί έτρωγαν ξύλο σε πορείες και φυλακές. Υπήρχε Χούντα όταν ξεκίνησε το 1969 την εκπομπή ”Καλειδοσκόπιο” καθώς και την εκπομπή ”Αλάτι και Πιπέρι” από το 1970 έως το 1976.
Στο βίντεο που ακολουθεί ο Μανώλης Γλέζος και ο Απόστολος Σάντας διηγούνται στον Γερμανό όλη την ιστορία του κατεβάσματος της γερμανικής σημαίας.
Χωρίς διάθεση μια Ρωσίδα να ξεπλύνει έναν Γερμανό, θέλω να πω πως είναι εύκολο να ασκούμε κριτική μέσα στην ασφάλεια της αστικής δημοκρατίας του σήμερα αλλά κανείς δεν ξέρει σε τι πιέσεις, συμβιβασμούς, εκβιασμούς, ανάγκες μπορεί να έπεφτε μπροστά, αν ζούσε εκείνη την περίοδο. Προφανέστατα και ο Γερμανός δεν ήταν από την στόφα του επαναστάτη ή δεν απολάμβανε την κοινωνική αποδοχή και την παγκόσμια εμβέλεια του Μάνου Χατζιδάκι, ώστε αν και δεξιός, να μπορούσε να εκστομίζει πράγματα υπέρ της αριστεράς χωρίς να τον αγγίζει κανείς. Προσπάθησε να κρατηθεί όσο το δυνατόν μπορούσε έξω από την πολιτική δημοσιογραφία και να μην πάρει ανοιχτά θέση. Μπορεί να ήταν επιλογή του γιατί δεν του άρεσε, μπορεί και κάποιοι γύρω του να ήξεραν πως αν το έκανε θα τους ”έκαιγε” οπότε τον χρησιμοποίησαν εκεί που θα τους ήταν χρήσιμος και ανώδυνος. Προφανώς, έστω και σιωπηρά, βοήθησε αυτή την επίπλαστη πραγματικότητα να βγαίνει στο γυαλί και τα κείμενά του υπήρξαν ανώδυνα πολιτικά αλλά το πλήρωσε και το πληρώνει πολύ ακριβά.
Μετά το 1981, στην τηλεόραση στέριωσε ελάχιστες φορές και τα περισσότερα κείμενά του παραμένουν άγνωστα στο ευρύ κοινό παρότι πολλοί τύποι και τύπισσες που παρέλασαν μέσα από την τηλεόραση και την δημοσιογραφία επί εποχής ΠΑΣΟΚ κάθε άλλο παρά αθώες περιστερές υπήρξαν επί Χούντας. Κάποιοι την φίδιασαν όσο και ο Γερμανός, αν όχι παραπάνω, και η αισθητική που πρόσφεραν, για να μην μιλήσουμε για τα ελληνικά που μίλαγαν, οδήγησαν σε μια περίοδο έκπτωσης μέσα στην κοινωνία σε όλα τα επίπεδα.
Θα κλείσω όπως ξεκίνησα, κυκλικά. Ο Φρέντυ Γερμανός υπήρξε μια από τις καλύτερες δημοσιογραφικές και συγγραφικές πένες του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα της νεότερης Ελλάδας. Αν άνηκε στην αριστερά, αυτή την στιγμή θα τον είχαμε λάβαρο και παράσημο. Δυστυχώς δεν ανήκε. Ήταν αστός. Από τους ωραίους όμως αστούς που έχουν λόγο, φινέτσα και χαίρεσαι να τους έχεις απέναντι. Θα ‘ταν πολύ ιντριγκαδόρικο για τους αριστερούς δημοσιογράφους να τα βάζουν με αστικές πένες τέτοιου επιπέδου αν αυτές έγραφαν για πολιτική. Έκανε καριέρα σε μια εποχή δύσκολη, όπου έπρεπε να ακροβατεί συνεχώς. Αυτή του την ακροβασία την πλήρωσε, όμως κάποια στιγμή θα πρέπει το έργο του να αποσπαστεί από αυτή την ”ρετσινιά”.
Το κείμενο για τον Φρέντυ Γερμανό δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο katiousa.gr στις 22-05-2020 [Επιμέλεια Λ.Τ.]