Νίκος Πλουμπίδης: Τον δίκασε και τον καταδίκασε το κράτος
Οι σύντροφοι τον «δολοφόνησαν»
κι οι χωροφύλακες τον εκτέλεσανΚατά την εκτέλεση του τραγουδούσε τη «Διεθνή»
Επιμέλεια: Λευτέρης Τηλιγάδας
Μπορεί να έχουν περάσει 70 ολόκληρα χρόνια από τότε, αλλά η ιστορία μιας από τις πιο τραγικές φιγούρες του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, εξακολουθεί να «καίει». Ήταν 27 Νοεμβρίου του 1952 όταν «έσκασε» σαν βόμβα η είδηση: «Η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ ανακοινώνει στο εξωτερικό ότι ο συλληφθείς Πλουμπίδης «είναι από 27ετίας πράκτορας της Ασφάλειας». Δύο χρόνια αργότερα, το 1956 εκτελέστηκε με ψηλά το κεφάλι. Έπρεπε να έρθει το 1958, η «αποσταλινοποίηση» του ΚΚΕ και η εκπαραθύρωση του Νίκου Ζαχαριάδη από την ηγεσία του κόμματος, για να αποκατασταθεί η μνήμη και η τιμή του Πλουμπίδη.
Ο Νίκος Πλουμπίδης γεννήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 1902 στα Λαγκάδια Αρκαδίας. Φοίτησε στο Διδασκαλείο του Πύργου Ηλείας, όπου μυήθηκε στις σοσιαλιστικές ιδέες, και το 1924 διορίσθηκε δάσκαλος στην Ελασσόνα. Ανέπτυξε συνδικαλιστική δράση στον κλάδο του και το 1926 έγινε μέλος του ΚΚΕ. Εξελέγη στην Εκτελεστική Επιτροπή της Δημοσιοϋπαλληλικής Ομοσπονδίας και στη συνέχεια της Πανυπαλληλικής Συνομοσπονδίας.
Το 1931 συνελήφθη για τη συνδικαλιστική και κομματική του δράση. Φυλακίστηκε για τρεις μήνες και στη συνέχεια απολύθηκε από τη θέση του. Από τότε, αφιέρωσε όλες τις δυνάμεις του στον συνδικαλισμό και στο κόμμα του και αναδείχθηκε σε ηγετικό στέλεχος της Ενωτικής Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος (ΕΓΣΕΕ), που είχε ιδρύσει το ΚΚΕ και η οποία έχοντας διαλυθεί με δικαστική απόφαση, λόγω του «ιδιωνύμου», βρισκόταν στην παρανομία.
Το καλοκαίρι του 1935 μετείχε στην αντιπροσωπεία του ΚΚΕ στο 7ο Συνέδριο της Γ’ Διεθνούς στη Μόσχα. Κατά τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου ήταν αρχικά γραμματέας της παράνομης κομματικής επιτροπής της περιοχής Θεσσαλίας και στη συνέχεια της Μακεδονίας. Το 1938 προωθήθηκε στο Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ, με γενικό γραμματέα τον Γιώργη Σιάντο.
Φυματικός και αγωνιστής
Το χρονικό διάστημα μέχρι τον Μάιο του 1939 η ηγεσία του ΚΚΕ βρέθηκε αντιμέτωπη με τις πολλαπλές συλλήψεις ηγετικών στελεχών και μελών του κόμματος και προσπαθούσε σε πολύ δύσκολες συνθήκες να συντονίσει την καθοδήγηση του ΚΚΕ. Η ΚΕ του ΚΚΕ με εισήγηση των Θέου-Πλουμπίδη διέγραψε τον Φεβρουάριο του 1939 τα ηγετικά στελέχη του κόμματος Σ. Σκλάβαινα, Μ. Μανωλέα και Π. Δαμασκόπουλο. Οι δύο πρώτοι είχαν υπογράψει δήλωση μετανοίας στις φυλακές τις Κέρκυρας που εκρατούντο, ο δε Μανωλέας είχε περάσει στην υπηρεσία της Ασφάλειας. Για τον Δαμασκόπουλο που ήταν κουμπάρος του, ο Πλουμπίδης σχημάτισε λανθασμένα την εντύπωση ότι ήταν χαφιές της Ασφάλειας.
Στις 22 Μαΐου 1939 ο Πλουμπίδης συνελήφθη στο Κουκάκι από την Ασφάλεια σε κομματικό ραντεβού με τον Γ. Μιχαηλίδη, κατόπιν προδοσίας του Δ. Κουτσογιάννη, αλλά επειδή έπασχε από φυματίωση μεταφέρθηκε στο σανατόριο «Σωτηρία» στην πτέρυγα πολιτικών κρατουμένων. Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους η Ασφάλεια πέτυχε τη σύλληψη του Σιάντου και του Σκαφίδα, οπότε η εκλεγμένη ΚΕ από το 6ο Συνέδριο του ΚΚΕ τον Δεκέμβρη του 1935 αποκεφαλίστηκε. Το μόνο ασύλληπτο μέλος εκείνης της ΚΕ ήταν ο Δαμιανός Μάθεσης ο οποίος είχε τεθεί στο περιθώριο γιατί υπήρχαν υποψίες ότι ήταν χαφιές της Ασφάλειας.
Τα ασύλληπτα στελέχη του ΚΚΕ Δημήτρης Παπαγιάννης, Βαγγέλης Κτιστάκης, Χρήστος Κανάκης και Σταματία Βιτσαρά – Κτιστάκη συγκρότησαν στα τέλη του 1939 νέα καθοδήγηση, τη λεγόμενη Παλιά Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ (ΠΚΕ). Ο Πλουμπίδης που ήταν έγκλειστος στη Σωτηρία μέσω ενός παρανόμου δικτύου, συνδέθηκε με την ΠΚΕ και είχε την καθοδήγηση της, αρθρογραφώντας κατά διαστήματα στον παράνομο Ριζοσπάστη που εξέδιδε.
Η ΠΚΕ ήρθε σε σφοδρή αντιπαράθεση με την ασφαλίτικη Προσωρινή Διοίκηση που προκάλεσε μεγάλη σύγχυση στα μέλη του παράνομου ΚΚΕ. Μάλιστα η καθαρή ΠΚΕ κατηγορήθηκε ακόμα και από τον έγκλειστο στις φυλακές Νίκο Ζαχαριάδη σαν ασφαλίτικη και χαφιέδικη.
Η ΠΚΕ πήρε θέση κατά του πολέμου με την Ιταλία, λέγοντας ότι “τον πόλεμο τον έφερε η λαομίσητη δικτατορία που τάχθηκε με το μέρος της ιμπεριαλιστικής Αγγλίας που απειλεί τις δυνάμεις του άξονα”, οπότε είναι σύγκρουση μεταξύ της Ιταλίας και Αγγλίας, δηλαδή είναι “ιμπεριαλιστικός και από τις δυο πλευρές” και ότι “δεν έχει σχέση με την υπεράσπιση της πατρίδας, αλλά εξυπηρετεί τους εγγλέζους πλουτοκράτες και μια χούφτα από ντόπιους μεγαλοκαρχαρίες-ληστές”.
Επίσης ο Πλουμπίδης σε άρθρα του στον Ριζοσπάστη (Μάρτης & Ιούνης 1941) της ΠΚΕ κατήγγειλε το γνωστό γράμμα του Ζαχαριάδη της 31ης Οκτώβρη 1940 σαν πλαστό και προϊόν της Ασφάλειας.
Τον Ιούλιο του 1941 ο Πλουμπίδης έδωσε εντολή στα μέλη της ΠΚΕ να προσχωρήσουν στη Νέα Κεντρική Επιτροπή που είχε σχηματιστεί από στελέχη του ΚΚΕ που είχαν αποδράσει από τους τόπους κράτησής τους και να τους παραδώσουν τον παράνομο εκδοτικό μηχανισμό.
Μερικούς μήνες πριν την κατάληψη της χώρας από τους Γερμανούς ο Πλουμπίδης μεταφέρθηκε από το σανατόριο Σωτηρία στις φυλακές της Τρίπολης από όπου δραπέτευσε στις 26 Φλεβάρη του 1942 Αμέσως μετά την δραπέτευσή του φθάνει στην Αθήνα και εντάσσεται στην καθοδήγηση του ΚΚΕ. Παράλληλα εντάσσεται στις γραμμές της Εθνικής Αντίστασης, αναλαμβάνοντας την καθοδήγηση του Εργατικού ΕΑΜ. Το Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς εξελέγη μέλος του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ στη 2η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη.
Μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς, τον Απρίλιο του 1945, εκλέχτηκε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής από την 11η Ολομέλεια και συμμετείχε στο νέο Πολιτικό Γραφείο. Μετά την επάνοδο όμως του Νίκου Ζαχαριάδη από το Νταχάου το Μάιο του 1945, ο Ν. Πλουμπίδης δεν εκλέχτηκε ξανά στο Πολιτικό Γραφείο.
Όταν στα τέλη του 1947 το ΚΚΕ τέθηκε εκτός νόμου και η ηγεσία του έφυγε για τους ορεινούς όγκους της βόρειας Πίνδου, ο Πλουμπίδης παρέμεινε στην Αθήνα και ανέλαβε την καθοδήγηση των οργανώσεων του ΚΚΕ στην Αθήνα και τον Πειραιά μαζί με την Χρύσα Χατζηβασιλείου. Την άνοιξη του 1948 που έφυγε και η Χατζηβασιλείου για το Γράμμο, ο Πλουμπίδης μαζί με τον Στέργιο Αναστασιάδη ανέλαβαν την καθοδήγηση και μετά τη σύλληψη του Αναστασιάδη τον Μάρτη του 1949 συνέχισε μόνος του την κομματική καθοδήγηση των παράνομων οργανώσεων του ΚΚΕ στην πρωτεύουσα.
Όταν τελείωσε ο Εμφύλιος Πόλεμος τέθηκε επικεφαλής της παράνομης κομματικής οργάνωσης εσωτερικού, φροντίζοντας και την έκδοση της εφημερίδας “Δημοκρατικός” που αποτελούσε και το νόμιμο προσωπείο του παράνομου ΚΚΕ, που διεύθυνε ο Διονύσης Χριστάκος και αρθρογραφούσε ο Μιχάλης Κύρκος (πατέρας του Λεωνίδα Κύρκου).
Σημειώνεται ότι την εποχή εκείνη (1950), το εκτός νόμου ΚΚΕ διέθετε δύο παράνομους μηχανισμούς – κλιμάκια που διεύθυναν τον πολιτικό αγώνα από κρησφύγετα, ο μεν πρώτος ελεγχόταν από τους Ν. Πλουμπίδη και Ν. Μπελογιάννη (που είχε επιστρέψει κρυφά στην Ελλάδα τον Ιούνιο του 1950), το οποίο ερχόταν σε επαφή με το κόμμα μέσω του Ν. Βαβούδη και ο δεύτερος, η λεγόμενη ΕΠΟΝ, που ελεγχόταν από τον Στ. Κασιμάτη. Ο πρώτος είχε χαρακτήρα περισσότερο ανεξάρτητο αλλά συνωμοτικό και συγκροτούνταν από τους παλαιότερους κομμουνιστές ενώ στον δεύτερο συμμετείχαν νέοι, κυρίως Μακρονησιώτες και διάφοροι άλλοι που είχαν υποστεί πρόσφατες διώξεις, που και αυτός όμως ο μηχανισμός δρούσε ανεξάρτητα από τον πρώτο και χωρίς να διατηρούν σχέση μεταξύ τους. Η δε ηγεσία του ΚΚΕ παρέμενε εκτός Ελλάδας σε χώρες του Ανατολικού Συνασπισμού.
Κατά την αρχική σύλληψη του Νίκου Μπελογιάννη (20 Δεκεμβρίου 1950) και 90 περίπου άλλων στελεχών του ΚΚΕ, από τις αστυνομικές Αρχές, με την κατηγορία της κατασκοπείας, ο Νίκος Πλουμπίδης διέφυγε τη σύλληψη και έκτοτε παρέμενε “εν κρυπτώ” σε διάφορα κρησφύγετα. Όταν ιδρύθηκε η ΕΔΑ (3 Αυγούστου του 1951) πρότεινε τότε ο Ζαχαριάδης στην εκτελεστική επιτροπή, για τις επικείμενες εκλογές, να χρίσει υποψηφίους βουλευτές της τους Νίκο Πλουμπίδη και Νίκο Μπελογιάννη. Η ΕΔΑ όμως φοβούμενη μην εκτεθεί για συνεργασία με το παράνομο ΚΚΕ, αντ΄ αυτών προτίμησε να συμπεριλάβει τους Μανώλη Γλέζο και Αντώνη Αμπατιέλο, επίσης θανατοποινίτες, που έχαιραν όμως ευρύτερης αποδοχής.
Στη συνέχεια με την ανακάλυψη των δύο παράνομων ασυρμάτων του ΚΚΕ, σε σπίτια στην Ανω Γλυφάδα και την Καλλιθέα (13 Νοεμβρίου 1951), ακολούθησε η δεύτερη δίκη του Ν. Μπελογιάννη και κάποιων συντρόφων του αυτή τη φορά σε τακτικό στρατοδικείο το οποίο την 1η Μαρτίου του 1952 εξέδωσε επίσης θανατική ποινή, όπως είχε εκδώσει και το προηγούμενο έκτακτο στρατοδικείο, “δις εις θάνατον” σε συνολικά οκτώ «εχθρούς της πατρίδος», στους Ν. Μπελογιάννη, Δημήτρη Μπάτση (διαπρεπή οικονομολόγο), Η. Αργυριάδη, Ν. Καλούμενο, Χ. Τουλιάτο, Μ. Μπιομπιάνο, Τ. Λαζαρίδη και Έλλη Παππά, (αδελφή της Διδώς Σωτηρίου), που η ποινή της μετατράπηκε σε ισόβια δεσμά λόγω πρόσφατης μητρότητας.
Στο χρονικό στάδιο που ακολούθησε, σε αναμονή της απόφασης του Συμβουλίου Χαρίτων που είχαν προσφύγει οι θανατοποινίτες και συγκεκριμένα την 12η ημέρα όλως απροσδόκητα ο Ν. Πλουμπίδης έστειλε “ανοικτή επιστολή”, στον τύπο, στην οποία υπήρχαν και τα δακτυλικά αποτυπώματά του για να μην αμφισβητηθεί η γνησιότητά της, στην οποία ανέφερε ότι οι ασύρματοι που είχαν εντοπιστεί και επί των οποίων στηρίχθηκε το κατηγορητήριο ελέγχονταν από τον ίδιο και όχι από τον Μπελογιάννη, ο οποίος είχε σταλεί στην οργάνωση από την Ηγεσία σε αντικατάσταση αυτού (του Πλουμπίδη).
Τότε ο Ζαχαριάδης που βρισκόταν με την ηγεσία του κόμματος στο Βουκουρέστι και από εκεί συντόνιζε τη δράση του ΚΚΕ, από τον λεγόμενο τότε “Ραδιοφωνικό σταθμό της ελεύθερης Ελλάδας”, στην ελληνόφωνη εκπομπή “Φωνή της Αλήθειας”, δήλωσε ότι η επιστολή αυτή ήταν κατασκεύασμα της Αστυνομίας και ότι ο Πλουμπίδης βρισκόταν στο εξωτερικό. Αντίθετα στη δήλωση αυτή το Υπουργείο Εσωτερικών ανακοινώνει επίσημα πως ο γραφικός χαρακτήρας της επιστολής και η υπογραφή είναι γνήσια. Η επιστολή του Ν. Πλουμπίδη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Προοδευτική Αλλαγή” στις 16 Μαρτίου (1952) όπου ανέφερε:
«1. Εγώ και όχι ο Μπελογιάννης είμαι υπεύθυνος για την παράνομη οργάνωση του ΚΚΕ. Κατά συνέπεια ευθύνομαι για όλες τις πρωτοβουλίες και ενέργειες αυτής της οργάνωσης. 2. Δεν έχω σκοπό να παραστήσω τον γενναιόψυχο εκ του ασφαλούς. Δεσμεύομαι να παραδοθώ στις Αρχές για να δικαστώ, ευθύς μόλις η καταδίκη του φίλου μου και συντρόφου Μπελογιάνη ακυρωθεί. Νίκος Πλουμπίδης, μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ. Υ.Γ. Πολλοί είναι εκείνοι που γνωρίζουν τον γραφικό μου χαρακτήρα. Εντούτοις για το γνήσιο της επιστολής, προσθέτω τα δακτυλικά μου αποτυπώματα. Αθήνα 12-3-1952.»
Όταν η επιστολή αυτή έγινε γνωστή στον Ν. Μπελογιάννη που ανέμενε στη φυλακή την απόφαση του Συμβουλίου Χαρίτων, φέρεται να δήλωσε στο συνήγορό του Μηνά Γαλέο, που τον επισκέφτηκε, «ο Νίκος Πλουμπίδης σε καμιά περίπτωση δεν ήταν όργανο της ασφάλειας». Αντίθετα όμως, στο παρασκήνιο, το ΚΚΕ είχε ήδη αρχίσει να διαδίδει στις οργανώσεις του ότι ο Πλουμπίδης είναι «χαφιές». Τελικά η επιστολή αυτή ως ομολογία παράνομης πράξης, αν και κρίθηκε επίσημα γνήσια, εντούτοις δεν λήφθηκε υπόψη, παρότι συνιστούσε σοβαρό λόγο αναψηλάφησης, ή τουλάχιστον αναστολής εκτέλεσης της απόφασης, κατά σαφή παράβαση της Ποινικής Δικονομίας. Το γεγονός αυτό συνέτεινε ώστε πολλοί δημοσιογράφοι, ερευνητές, πολιτικοί αναλυτές κ.λπ., να θεωρήσουν και να συνεχίζουν να θεωρούν, ανεξάρτητα πολιτικού χώρου, την εκτέλεση του Ν. Μπελογιάννη ως δολοφονία.
Ο υπεύθυνος των ασυρμάτων Νίκος Βαβούδης έστελνε αναφορές ότι υπήρχαν χαφιέδες στον παράνομο μηχανισμό. Λόγω φόβου, κακής συνεννόησης αλλά και διαφορετικού πολιτικού υποβάθρου διατυπώνονταν διαφορετικές πολιτικές από τους δυο μηχανισμούς, καθώς και υπήρχε αμοιβαία καχυποψία λόγω των συνεχιζόμενων συλλήψεων. Μετά την σύλληψη Μπελογιάννη ο δεύτερος μηχανισμός που καθοδηγούσε το στέλεχος της ΕΠΟΝ Σταύρος Κασσιμάτης καθώς και ο Βαβούδης, διατυπώνανε υποψίες περί προδοσίας του Πλουμπίδη, ενώ και η Έλλη Παππά είχε διατυπώσει ερωτηματικά για τη δράση του αν και τον υπερασπιζόταν.
Τελικά ο Πλουμπίδης συνελήφθη από τις αστυνομικές αρχές στις 25 Νοεμβρίου 1952, επί κυβερνήσεως Α. Παπάγου, πέντε μήνες μετά την εκτέλεση του Ν. Μπελογιάννη, στο κρησφύγετό του στη συνοικία Κολωνό (Αθήνα), σε πολύ προχωρημένο στάδιο φυματίωσης.
Η δίκη του Νίκου Πλουμπίδη άρχισε στις 24 Ιουλίου 1953 στο Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών, με την κατηγορία της κατασκοπίας, βάσει του Αναγκαστικού Νόμου 375/1936. Οι επιθέσεις του κόμματος εναντίον του συνεχίζονταν με αμείωτη ένταση. Στις 27 Ιουλίου, ο ραδιοσταθμός της «Ελεύθερης Ελλάδας» τον κατηγόρησε ότι ήταν αυτός που πρόδωσε τον Μπελογιάννη. Ο ίδιος υπέμεινε με καρτερία το προσωπικό του δράμα, δίνοντας δείγματα ακλόνητης αφοσίωσης στο κόμμα του.
«Ο Ζαχαριάδης είναι ο αρχηγός του Κόμματός μου. Για να με πει πράκτορα θα έχει τους λόγους του. Εγώ μόνο σε Συνέδριο θα μπορούσα να ζητήσω διευκρινίσεις. Το στίγμα του χαφιέ δεν κολλάει σε μένα γιατί και το παρελθόν μου και το παρόν μου είναι καθαρά σαν το κρύσταλλο» έγραφε σε ένα από τα ιδιόχειρα σημειώματά του προς την οικογένεια, στις αρχές του 1954.
Σε άλλο σημείο διεξήχθη ο εξής διάλογος με τον Πρόεδρο του Στρατοδικείου:
Πλουμπίδης: Δεν δικάζετε άτομα, δικάζετε το ΚΚΕ.
Πρόεδρος: Σε θεωρούν προδότη.
Πλουμπίδης: Θέλουν να προστατεύσουν το Κόμμα από έναν υποτιθέμενο εχθρό.
Τελικά, στις 3 Αυγούστου 1953, ο Νίκος Πλουμπίδης καταδικάσθηκε «δις εις θάνατον». Σε θάνατο, αλλ’ ερήμην, καταδικάστηκαν και οι Νίκος Ζαχαριάδης, Γιώργος Βοντίτσιος (Γούσιας), Βασίλης Μπαρτζώτας κ.ά.
Μετά την καταδικαστική απόφαση παρέμεινε για μισό περίπου μήνα στο παράρτημα-φυλακή του σανατορίου “Σωτηρία”.
Ένα χρόνο και δέκα ημέρες μετά την καταδίκη του, ο Νίκος Πλουμπίδης αντίκρισε τις πρώτες πρωινές ώρες της 14ης Αυγούστου 1954 το εκτελεστικό απόσπασμα. Γύρω στις 3:30 π.μ. οδηγήθηκε με χειροπέδες σε μια χαράδρα, κοντά στην Αγία Μαρίνα, στο Δαφνί, όπου πριν από την εκτέλεση διεμήφθη ο εξής διάλογος με τον Βασιλικό Επίτροπο του Στρατοδικείου (νυν εισαγγελέας):
Επίτροπος: Έχεις να εκφράσεις καμιά επιθυμία;
Πλουμπίδης: Θέλω μόνο να πω ότι υπήρξα τίμιος αγωνιστής.
Επίτροπος: Δεν έχεις δίκιο. Οι πράξεις σου δεν υπήρξαν τίμιες.
Πλουμπίδης: Αφήνω τίμιο όνομα με τον τρόπο μου.
Επίτροπος: Καταλαβαίνω τι θέλεις να πεις. Απευθύνεσαι προς άλλους, οι οποίοι, όμως, σε λάσπωσαν.
Πλουμπίδης: Δεν πειράζει. Ο Ζαχαριάδης είναι ο πραγματικός αρχηγός μου. Τον υπακούω και τώρα.
Ο Νίκος Πλουμπίδης εκτελέστηκε λίγο αργότερα με ακάλυπτα τα μάτια, ζητωκραυγάζοντας υπέρ του ΚΚΕ και τραγουδώντας τη «Διεθνή». Το ΚΚΕ συνέχισε να τον στοχοποιεί και μετά τον θάνατό του, όταν υποστήριζε από τα ερτζιανά ότι «ο Πλουμπίδης δεν πέθανε, αλλά μεταφέρθηκε στην Αμερική, όπου γεμίζει τις μέρες και τις τσέπες του με το πικρό αντίτιμο της προδοσίας».
Ο «Μπάρμπας» της παρανομίας
Οπως έγραφε η «Αυγή» σε ένα αφιέρωμα στον Πλουμπίδη, «ο άνθρωπος του κομματικού ταμείου και των ειδικών μηχανισμών, ο «Μπάρμπας» της παρανομίας και της συνωμοτικότητας, γνώριζε εξίσου καλά τους «νόμους και τους κανόνες» της πολιτικής των μετώπων και την αξία του μαζικού κινήματος».
(…) «Για τον Πλουμπίδη το κόμμα δεν μπορούσε να υπάρξει χωρίς το μέτωπο και το μέτωπο χωρίς το κόμμα. Εκπρόσωπος του κλιμακίου του παράνομου στην Ελλάδα
ΚΚΕ, στις εξαιρετικά δύστοκες μετεμφυλιοπολεμικές συνθήκες και μέσα από την πιο βαθιά παρανομία, ανέλαβε την ευθύνη της εφαρμογής των αποφάσεων για τη συγκρότηση του Πανδημοκρατικού Μετώπου από τα τέλη του 1949. Ο Πλουμπίδης και «μια χούφτα άνθρωποι» ανέσυραν από τις στάχτες την ηττημένη Αριστερά, της έδωσαν πνοή, στις εκλογές του Μαρτίου του 1950, μέσα από τις γραμμές της Δημοκρατικής Παράταξης. Λίγους μήνες αργότερα της έδιναν υπόσταση με την ίδρυση ενός πολιτικού σχήματος, του Δημοκρατικού Συναγερμού».
Οπως έγραφε η «Αυγή» «η τρίτη φάση ήταν η δυσκολότερη. Παροπλισμένος κομματικά, ο Πλουμπίδης, ενώ ετοιμάζεται να φύγει για το εξωτερικό κατόπιν εντολής του Πολιτικού Γραφείου, έδωσε την κρισιμότερη, ίσως, μάχη στην πολιτική του ζωή. Ακροβατώντας ανάμεσα στις μισαλλόδοξες οδηγίες του Πολιτικού Γραφείου, στους διαγκωνισμούς του δεύτερου καθοδηγητικού κέντρου, των φυλακισμένων στου Αβέρωφ και των πρόσφατα απολυμένων Μακρονησιωτών, διαχειριζόμενος τις απώλειες των συντρόφων, τους εκβιασμούς αλλά και τα αιτήματα των υποψήφιων εταίρων, ο Πλουμπίδης διέσωσε το μετωπικό σχήμα της ΕΔΑ, που κινδύνευσε να διαρραγεί πριν καν από τη συγκρότησή του. Την οδήγησε στις εκλογές της 9ης Σεπτεμβρίου 1951 και άνοιξε τον δρόμο στο μέτωπο εκείνο που έφερε το ΚΚΕ και την Αριστερά στην αντίπερα όχθη.
Ήταν η τελευταία πολιτική πράξη πριν από τη διπλή δίκη και την τραγική κατάληξη «εν στόματι ρομφαίας».
Δείτε το βίντεο αφιέρωμα στην ΕΤ3 που ακολουθεί
Πηγές: el.wikipedia / sansimera.gr / avgi.gr