Νίκος Καρούζος – Μια ξαφνική αταξία που συναρπάζει

Νίκος Καρούζος: «Ο ουρανός είναι γιομάτος αστερισμούς,
με τάξη εναρμονισμένους. Φουτουριστές, ντανταϊστές, λεττριστές, μπήτνικς κλπ.
Κάπου-κάπου μιά ξαφνική αταξία μας συναρπάζει.
Οι διάττοντες. Αυτό είμαι εγώ στην ποίηση.»

 

  • επιμέλεια κειμένου:
    Λευτέρης Τηλιγάδας

 

Βιογραφία

Ο Νίκος Καρούζος γεννήθηκε στις 17 Ιουλίου του 1926 στο Ναύπλιο και πέθανε στις 28 Σεπτεμβρίου του 1990 στην Αθήνα. Ο πατέρας του ήταν δάσκαλος. Στρατευμένος στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, διώχτηκε κατά τη διάρκεια του εμφυλίου και εξορίστηκε μετά τη συνθηκολόγηση της Βάρκιζας.
Η μητέρα του ήταν κόρη ιερωμένου και δασκάλου. Κατά τη διάρκεια των γυμνασιακών του χρόνων, ο Καρούζος έδρασε στην ΕΠΟΝ και εξορίστηκε στην Ικαρία (1947) και στη Μακρόνησο (1951), από όπου έφυγε τελικά το 1953 μετά το νευρικό κλονισμό.

Παντρεύτηκε δύο φορές, το 1955 τη Μαρία Δαράκη, με την οποία έζησε λίγους μόλις μήνες και το 1963 τη Μαίρη Μεϊμαράκη, από την οποία χώρισε το 1980. Από το 1981 και ως το τέλος της ζωής του, τον συντρόφεψε η Εύα Μπέη. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στην Αθήνα, δεν ολοκλήρωσε όμως τις σπουδές του, καθώς ήδη από το 1941 είχε στραφεί στην ποίηση.

Το 1949 πραγματοποίησε την πρώτη επίσημη εμφάνιση του στο χώρο των γραμμάτων με τη δημοσίευση του ποιήματός του «Σίμων ο Κυρηναίος» στο περιοδικό «Ο Αιώνας μας». Η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Η επιστροφή του Χριστού» εκδόθηκε το 1954.

Στους λογοτεχνικούς κύκλους έγινε πιο γνωστός στη δεκαετία του 60’ με τις συλλογές «Η έλαφος των άστρων», «Ο υπνόσακκος» και «Πενθήματα». Ακολούθησαν πολλές ακόμη συλλογές και συγκεντρωτικές εκδόσεις των ποιημάτων του, ως τη συγγραφή του τελευταίου του ποιητικού έργου «Αιώρηση», γραμμένου στις 29 Αυγούστου 1990 στο νοσοκομείο, όπου ο ποιητής νοσηλευόταν τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του, άρρωστος από καρκίνο.

Συνεργάστηκε με πολλά περιοδικά, ενώ τιμήθηκε με το Β’ Κρατικό Βραβείο ποίησης (1963), το βραβείο της ομάδας των Δώδεκα (1963), το Α’ Εθνικό Βραβείο ποίησης, από κοινού με τους Τάκη Βαρβιτσιώτη και Μίλτο Σαχτούρη (1972) και το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1988).

 

Σε πρώτο πρόσωπο

 

Η τέχνη θα επιβιώσει*

«Η τέχνη θα επιβιώσει των ιδεολογιών και θα πάει προς στέρεες μορφές. Θα χρειαστεί ίσως να κάνει λίγο πίσω, για να πάει μπροστά».

«Εγώ δεν υπήρξα ποτέ υπερρεαλιστής, αλλά ως προς την τολμηρότητα της γραφής μου κάτι διδάχθηκα, γιατί ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω την απουσία της διαύγειας. Δεν υπέκυψα στη θολούρα. Εχω πάρει τις βάσεις από τις φυσικές επιστήμες, γιατί, όπως και η τέχνη, έχουν πλήρη και βέβαιη επιβίωση και στο μέλλον. Δεν υπήρξα ποτέ στρατευμένος ποιητής, χωρίς να θεωρώ ότι η στράτευση είναι τίποτα το άσχημο. Πιστεύω ότι στην ποίηση αρκεί η στράτευσή της στην ποίηση, δεν χρειάζεται άλλη στράτευση. Και πιστεύω ακόμα ότι ένα δυνατό ποίημα, χωρίς να είναι στρατευμένο, μπορεί να οδηγήσει κατευθείαν στον κομμουνισμό».

«Η πνευματική ηγεσία δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Οταν έγινε η εισβολή στην Πράγα, υπογράφηκε η γνωστή χάρτα. Τι ρόλο έπαιξε; Τίποτα. Συνετέλεσε όμως στην κατάρρευση του σταλινικού καθεστώτος της Τσεχοσλοβακίας. Επηρεάζει η πνευματική ηγεσία, συχνά με πολύ βραδυφλεγή τρόπο, αλλά δεν ανατρέπει.

Πιστεύω ότι η μοίρα της Ελλάδας θα εξαρτηθεί μετά το ’92, με την πλήρη, δηλαδή, προσχώρηση στην αγορά της ΕΟΚ. Εκεί θα φανεί αν θα φτουρήσει. Είναι όμως βέβαιο ότι το μόνο που μπορεί να πουλήσει είναι το πνεύμα, η κουλτούρα της. Μόνο πνεύμα έχουμε να προσφέρουμε, τίποτ’ άλλο, αλλιώς πάμε για βούλιαγμα οριστικό. Αλλά για να γίνει αυτό, απαιτούνται δαπάνες, για τη γνωριμία και τη διάδοση της ελληνικής τέχνης στις χώρες της Ευρώπης, σε μεγάλη κλίμακα».

 

 

Επιρροές**

Κάθε άνθρωπος διδάσκεται στη ζωή του από χίλια πράγματα. Βέβαια, υπάρχουν για τον καθένα και μερικά, θα τα έλεγα, σταθμικά διδάγματα πού όμως περιπλέκονται κι’ αυτά μ’ ένα τόσο αξεδιάλυτο τρόπο το ένα με το άλλο, ώστε χάνεις το νόημα. Για μένα, πάντως, τα μεγάλα μου διδάγματα υπήρξαν οι αρχαίοι και οι βυζαντινοί-τους έχω διαβάσει σε μεγάλες ποσότητες κι’ απ’ τους δεύτερους με τράβηξε ιδιαίτερα η ποίηση. Παράλληλα με τις δύο αυτές μακραίωνες κατευθυντήριες, θα πρέπει να προσθέσω πως λειτούργησε μέσα μου αποφασιστικά ένας παράξενος διδαχτικός συνδυασμός Κάλβου-Σολωμού-Καβάφη.

Στο μεταξύ, βέβαια, κέρδισα πράγματα κι’ απ’ τη γενιά του Σεφέρη κι’ από «βυθίσματά» μου στην παλιότερη και στην νεώτερη γενιά μέχρι και τους υπερρεαλιστές της γαλλικής σχολής. Τα ζητήματα όμως της ποίησης αντιμετωπίζονται στην Ελλάδα από ένα επίπεδο απελπιστικά χαμηλό, κάτι σαν αστυνόμευση των κειμένων. Και μου φέρνουν γέλια όσοι μιλώντας για την τέχνη λένε “θυμίζει ετούτο” ή “θυμίζει εκείνο”. Φυσικά όσοι κριτικάρουν μ’ αυτόν τον τρόπο τους δημιουργούς, αντί να τους μειώνουν όπως νομίζουν, στ’ αλήθεια τους επαινούν. Γιατί οι άξιοι δημιουργοί, “θυμίζουν” πάντα με την προσωπική τους δύναμη και τον ανεπανάληπτο δικό τους τρόπο. Ο Μπραμς όταν κάποτε του ειπώθηκε ότι “θυμίζει Βάγκνερ” απάντησε: “Μα, αυτό, κάθε ηλίθιος το καταλαβαίνει…”»

 

 

H βραχονησίδα.**

Εγώ αισθάνομαι σαν βραχονησίδα. Δεν έχω το αίσθημα πως ανήκω σε καμιά γενιά. Νομίζω μάλιστα πώς δεν υπάρχουν ουσιαστικά γενιές. Υπάρχουν μονάχα οι αληθινοί ποιητές, και υπάρχουν όλοι σαν βραχονησίδες. Το δικό μου κριτήριο είναι η αληθινότητα. Υπάρχουν γενιές του χειμώνα υπάρχουν γενιές του έαρος. Η αληθινότητα είναι μία και αναλλοίωτη στο νόημά της και μέσα στη κίνηση της ζωής αντιμετωπίζει κάθε τόσο διαφορετικούς περίγυρους γεγονότων και καταστάσεων. Το δράμα του ποιητή, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι να εκφράσει την πραγματικότητα, αλλά να την ξεπεράσει. Ο αληθινός ποιητής ανοίγει λογαριασμούς με την ύπαρξη-εγώ έτσι πιστεύω-και το όραμά του, χιμαιρικό αν θέλετε, είναι να σπάσει τον κλοιό της πραγματικότητας. Η ποίηση είναι για μένα μιά αυταπάτη, εκτός αν ο ποιητής συναντήσει και κατορθώσει την αγιότητα, που θραύει την πραγματικότητα και οδηγεί τον άνθρωπο στο ζωντανό άπειρο της καθολικότητας…

Κριτική στην Ελλάδα δεν υπάρχει. Μισοδουλειές και φληναφήματα. Πού και πού, βέβαια, ο άξεστος αυτός τόπος βγάζει και μερικά κριτικά αναστήματα. Σχετικά με την ποίηση, ο τελευταίος μεγάλος και πραγματικά σοφός κριτικός ήταν ο Γιώργος Σεφέρης. Και βέβαια στη γενιά «του» ξεχωρίζει αφάνταστα, είναι πραγματικά μεγάλος ποιητής και το λέω αυτό με τη σημασία που πραγματικά έχει η τόσο ταλαιπωρημένη στις μέρες μας, ετούτη έκφραση. Κριτική, λοιπόν, δεν υπάρχει για κανένα ιδιαίτερα και επομένως ούτε για μένα. Ούτε και κανένα κοινό έχω, γιατί δεν μπορώ να λογαριάσω για «κοινό» μερικούς εκλεκτούς ανθρώπους, λίγες δεκάδες, που αγαπούν το έργο μου. Άλλωστε τα βιβλία μου τα βγάζω μονάχος μου, σε μερικές εκατοντάδες αντίτυπα, γιατί δεν μ’ έχει καλέσει ποτέ κανένας εκδότης-και το βρίσκω φυσικό αυτό: το μή εμπορικό γράψιμο δεν ήταν ποτέ καλή «επένδυση» για τους εκδότες.

Μιά κακή κριτική σε πεισματώνει για να γίνεις καλύτερος. Μιά καλή κριτική σε ενισχύει ψυχικά για να γίνεις ακόμη καλύτερος. Αλλά δεν έχουμε ολοκληρωμένους κριτικούς στην Ελλάδα. Το λέω με λύπη. Ο πλήρης κριτικός διαθέτει τρείς προϋποθέσεις. Πρώτη: Ερωτική δεχτικότητα. Δεύτερη: Διεισδυτική νόηση. Τρίτη: Ανοιχτές αντιλήψεις. Τέτοιος πλήρης κριτικός υπήρξε στον τόπο μας, μονάχα ο Γρηγόριος Ξενόπουλος. Καλός κριτικός, ας πούμε, ήτανε κι ο Παλαμάς, εγώ του αναγνωρίζω τις δύο από τις προϋποθέσεις πού ανέφερα, δεν είχε όμως ανοιχτές αντιλήψεις. Το ότι αρνήθηκε ολωσδιόλου φαντάζομαι καλόπιστα, την αξία του Καβάφη το μαρτυρεί περιτράνως. Από όλους τους νεοέλληνες κριτικούς, παλιότερους και νεότερους, μοναδική περίπτωση κριτικού με ανοιχτό πνεύμα είν’ ο Ξενόπουλος. Μεγάλος και πλήρης κριτικός. Μακάρι νάβγαινε στο μέλλον ένας ανάλογος.

Ρεύματα ή κινήματα μπορεί να έχουν ενδιαφέρον, εμένα όμως η μοίρα μου παιζότανε στα σπλάχνα μου. Σ’ αυτή τη ζήση όλοι οι άνθρωποι είμαστε διαφόρων τύπων ηλίθιοι. Για να μείνουμε στους ποιητές: Οι ακολουθούντες ρεύματα και τα παρόμοια είναι οι εύκολοι και αλληλεγγύως (από φόβο) ηλίθιοι. Εγώ είμαι δύσκολος ηλίθιος: Ένας αυτοηλίθιος. Έτσι λειτούργησα και έτσι πάντα λειτουργώ. Δεν αρπάζομαι από κάτι για σίγουρα γαντζώματα. Πρόσεξε να δεις… Ο ουρανός είναι γιομάτος αστερισμούς, με τάξη εναρμονισμένους. Φουτουριστές, ντανταϊστές, λεττριστές, μπήτνικς κλπ. Κάπου-κάπου μιά ξαφνική αταξία μας συναρπάζει. Οι διάττοντες. Αυτό είμαι εγώ στην ποίηση.

 

Γκράφιτι στο Ναύπλιο

 

Το μονοτονικό***

Είμαι υπερ (του μονοτονικού). Δεν υπάρχει σωστότερη απόφαση της κυβέρνησης, μαζί με εκείνη για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης. Ταλαιπωρούμε τα Ελληνόπουλα δωρεάν με πνεύματα και τόνους. Λένε οι άνθρωποι της συντήρησης ότι καταλύεται δια του μονοτονικού η παράδοση. Πρέπει να τους απαντήσουμε: Παράδοση άνευ όρων στην παράδοση ισοδυναμεί με ανοησία και αποκέντρωση. Και επιτέλους ποια ακριβώς παράδοση να σεβαστούμε; Όταν, λόγου χάρη, ο Αλέξανδρος Πάλλης τύπωσε, πάλαι ποτέ, τη μετάφρασή του της «Ιλιάδας» στην Αγγλία, με τ’ αρχαία κεφάλαια, στάθηκε παραδοσιακότερος από τους κ.κ. της συντηρητικής νοοτροπίας σήμερα. Παραλείπω που έτσι μας γλύτωσε κι από την κουκίδα. Δεν είναι σοβαρά τα επιχειρήματα των συντηρητικών μας. Λένε: Οι Ευρωπαίοι σέβονται τη δασεία με το γράμμα «h» στις δασυνόμενες ελληνικές λέξεις που έχουν ενσωματώσει και εμείς θα την καταργήσουμε; Αλλά το γεγονός ότι σε ορισμένες ευρωπαϊκές γλώσσες το γράμμα «Η» υποκαθιστά τη δασεία στις δασυνόμενες ελληνικές λέξεις πού έχουν πάρει, δεν είναι δυνατό να αποτελέσει για μας τροχοπέδη στο δρόμο της απελευθέρωσης της γλώσσας μας από άχρηστα «σημαδάκια». Τι μας ενδιαφέρει εμάς το γράμμα «h» των Ευρωπαίων; Είναι σα να πρέπει να ανοίξει κανείς την ομπρέλα του με ξαστεριά, γιατί την ίδια εκείνη ώρα βρέχει στο Παρίσι.

 

Το σπίτι του Καρούζου στο Ναύπλιο

 

Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ και Αριστερά*

«Η Ελλάδα είναι μια χώρα της καπιταλιστικής περιφέρειας. Το ΠΑΣΟΚ έκανε αυτά που έκανε – τι να πρωταριθμήσει κανείς από τα λάθη και τις αχρειότητες; Τώρα έχουμε τη Ν.Δ. Η Ν.Δ. όμως είναι ένα κόμμα που ανήκει στην άρχουσα τάξη. Μπορεί να μην το λέει, το αποδεικνύουν όμως οι πράξεις της. Δεν νομίζω ότι θα πάψει ποτέ να είναι το κόμμα της άρχουσας τάξης, με τις κάποιες παραχωρήσεις στους εργαζομένους. Παραχωρήσεις που δεν θα είχε κάνει ο καπιταλισμός αν δεν υπήρχε ο κομμουνισμός. Οι παραχωρήσεις όμως, αυτές μάλλον θα μειωθούν, γιατί τώρα έχουν και το επιχείρημα: κοιτάχτε τι έγινε με την ελεγχόμενη οικονομία. Η Ν.Δ., λοιπόν, με τις κάπως εκσυγχρονιστικές τάσεις της, μπορεί να σταθεροποιήσει μια κατάσταση, που όμως δεν θα είναι υπέρ των εργαζομένων».

«Η μεν Αριστερά έχει μουδιάσει με τα γεγονότα στην Ανατολική Ευρώπη και τα ‘χει χαμένα. Το δε ΠΑΣΟΚ δεν έχει την ηθική στήριξη του λαού, γιατί υπήρξε κόμμα κλεφτών και απατεώνων. Εκτός αν ανανεωθεί, αν φύγει από τη μέση ο Παπανδρέου και οι γύρω του, και έρθει μια νέα εκσυγχρονισμένη ηγεσία, με νέα πρόσωπα, που ίσως δεν τα φανταζόμαστε. Μεγάλη καταστροφή έφερε το ΠΑΣΟΚ. Επίσης, στη γλώσσα – και η καταστροφή στη γλώσσα μεταδίδεται σαν μόλυνση».

 

Προσωπογραφία του Καρούζου από τον Φασιανό

 

Ο σοσιαλισμός***

Ψυχραιμία… Εάν οι τεχνολογικές εξελίξεις πρόκειται να συνδυαστούν με την επικράτηση του σοσιαλισμού στον πλανήτη, τότε η ποίηση θα λάμψει ωσάν δέκα χιλιάδες ήλιοι, θα γίνει ουσία της ζωής του ανθρώπινου είδους. Εάν πρόκειται. Γιατί δεν είναι, όπως πιστεύω, ο σοσιαλισμός «ιστορική νομοτελιακά αναγκαιότητα», είναι απλώς μιά «ιστορική πιθανότητα». Την έχω εκθέσει αναλυτικά την άποψή μου στο μελέτημα «Κοινωνικοί αγώνες και σοσιαλιστική ηθική», που δημοσίεψα πρίν από μερικά χρόνια, στο 1978.

Τα σημάδια δείχνουν ότι, δυστυχώς, ο Μάρξ έπεσε έξω, διατυπώνοντας τα οράματά του ως «ιστορική επιστήμη». Κι ωστόσο, ευτυχώς πού κατασκεύασε τον ιστορικό υλισμό κι ας έπεσε έξω. Δεν κάνει παραδοξολογία. Οι μεγαλοφυείς οραματιστές, καθώς ο Μαρξ ή ο Λένιν ή στην εποχή μας ο πρόεδρος Μάο, χρειάζονται σαν το οξυγόνο κι ας κάνουν οποιαδήποτε θεωρητικά λάθη, έστω και τεράστια, γιατί μ’ αυτούς προχωρεί η ανθρωπότητα, μ’ αυτούς έρχονται και ξανάρχονται στο Αστάθμητο της Ιστορίας τα πανάρχαια αιτήματα της κοινωνικοοικονομικής ισότητας και αδελφότητας όλων των ανθρώπων, μ’ αυτούς αφυπνίζεται και ξαναφυπνίζεται η μαζική θέληση των λαών για έναν κόσμο άξιο του ανθρώπου, μ’ αυτούς τους μεγάλους οραματιστές αναπνέει το παρόν και διαμορφώνεται το μέλλον, όσα λάθη κι αν κάνουν.

Είμαι βέβαιος ότι ο αιώνας μας χωρίς το μαρξισμό και δίχως έναν Λένιν θάτανε κλούβιο αυγό, μάλιστα. Ν’ αγωνιζόμαστε λοιπόν. Ο αγώνας είναι η εμπράγματη ελπίδα. Ν’ αγωνιζόμαστε ακατάβλητα κι ας αντιμετωπίζουμε γιομάτοι ιδανικά τον καταποτήρα του χρόνου.

 

 

 

*Συνέντευξη στον Δημήτρη Γκιώνη | «Δεν υπήρξα ποτέ στρατευμένος ποιητής» | εφ. Ελευθεροτυπία, 28/7/1990
**Συνέντευξη στον Γιώργο Πηλιχό, | Καρούζος: Δεν ανήκω σε καμιά γενιά…! | εφ. Τα Νέα 1/8/1977
***Συνέντευξη στον  Δημοσθένη Δαββέτα |  Νίκος Καρούζος: «Ο αιώνας μας χωρίς τον μαρξισμό θάταν κλούβιο αυγό…» |  εφ. Η Αυγή 25/4/1982.

AgrinioStories | Πηγή