...
Νίκος Γκάτσος |
Από την Ασέα ως την Αθανασία |
«Κόσμε, του μπαξέ μου δυόσμε, του θεού ματιά,
κάμε αγεράκι νά ‘μαι πάνω απ’ τη φωτιά» |
12 Μαΐου 1992: Ένας από τους σπουδαιότερους ποιητές και στιχουργούς της νεοελληνικής τέχνης αφήνει την τελευταία του πνοή. Ο Νίκος Γκάτσος δεν χρειάστηκε να μιλήσει πολύ, να εκτεθεί ή να εξηγήσει το έργο του. Το έκανε η ίδια του η ποίηση. Το έκανε η «Αμοργός». Το έκανε το «Χάρτινο φεγγαράκι» και όλα εκείνα τα τραγούδια που έγιναν κομμάτι της ελληνικής ψυχής.
Η πορεία του ξεκινά στις 12 Δεκεμβρίου του 1911 ή του 1914, στην Ασέα της Αρκαδίας, ένα μικρό χωριό, που όμως θα στείλει έναν υπερρεαλιστή στην αθανασία. Έχασε τον πατέρα του πολύ μικρός, μια τραγική εμπειρία που τον σημάδεψε για πάντα: «Τρόμαξε τόσο, που από τότε τρέμανε τα χέρια του σε όλη του τη ζωή», θυμάται η σύντροφός του Αγαθή Δημητρούκα. Στα 18 του μετακόμισε με τη μητέρα και την αδερφή του στην Αθήνα για να σπουδάσει στη Φιλοσοφική. Έφτασε, όπως είπε ο Οδυσσέας Ελύτης, «με πλήρη εξάρτυση»: Έλιοτ, Λόρκα, Κάφκα, Σαρτρ και τη δημοτική παράδοση στο αίμα του.
Με τον Ελύτη
Μαζί με τον Ελύτη, τον Σεφέρη, τον Κατσίμπαλη, τον Σαραντάρη και άλλους σχηματίζουν τον πυρήνα της νεοελληνικής ποιητικής πρωτοπορίας, μέσα από το περιοδικό Νέα Γράμματα και το φιλολογικό καφενείο Ηραίον. Όταν η παρέα διασκορπίζεται, ο Γκάτσος παραμένει στην Αθήνα, συνεχίζοντας την πνευματική του δραστηριότητα ακόμη και κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
Το 1943 κυκλοφορεί το μοναδικό ποιητικό του έργο, η Αμοργός — ένα ποίημα-σταθμός στην ελληνική λογοτεχνία. Το έργο δεν έγινε άμεσα αποδεκτό· αντιμετωπίστηκε με ειρωνείες. Μόνο χάρη στην Ποιητική Νοημοσύνη του Ελύτη αποκαλύφθηκε η σημασία του: ο συνδυασμός του δωρικού ρομαντισμού, της ελληνικής παράδοσης και του μοντέρνου υπερρεαλισμού.
Η Αμοργός του Γκάτσου
Όταν μιλάμε για την Αμοργό του Νίκου Γκάτσου, δεν αναφερόμαστε μόνο σε μια ποιητική συλλογή — μιλάμε για την αιώνια αναγέννηση της ποίησης, για ένα έργο-τομή που εισήγαγε στην ελληνική γραφή την υπερρεαλιστική ευαισθησία, αναμιγνύοντας τη βαθιά ελληνικότητα με τη δυτική καλλιτεχνική πρωτοπορία. Γραμμένη το 1943, εν μέσω Κατοχής, η Αμοργός γεννήθηκε ως ποιητική αντίσταση σε μια εποχή τρομοκρατίας. Είναι ένα ποίημα-ξέσπασμα που φέρνει φως, λυρισμό και ελπίδα μέσα από σκληρές εικόνες. Δεν είναι γεωγραφία· είναι μια ψυχική κατάσταση, ένα ονειρικό τοπίο, που όπως σημειώνει ο Τάσος Λιγνάδης, στραγγίζει την ύλη και αποστάζει το πνεύμα.
Στο έργο, όπως και σε όλη την υπερρεαλιστική γραφή, οι τέχνες δεν στέκουν χωριστές. Αντιθέτως, συγκατοικούν. Η ποίηση συνομιλεί με τη μουσική, τη ζωγραφική, τον κινηματογράφο. Και η Αμοργός το αποδεικνύει: ο Νίκος Γκάτσος σκέφτεται και μιλά μόνο με εικόνες – ένα ποιητικό υλικό που προκαλεί εικαστικές απαντήσεις, όπως συνέβη και στην έκθεση του 2020 στην Art Prisma, όπου ζωγράφοι απόδωσαν την Αμοργό οπτικά, με χρώματα και μορφές που ζωντανεύουν τη «μουσική των εικόνων» του ποιήματος.
Ο Μάνος Χατζιδάκις μίλησε για ένα έργο παγκόσμιας ποιητικής εμβέλειας, που αν και πατά στην ευρωπαϊκή παράδοση, διαφυλάσσει με σεμνότητα την ελληνική ρίζα. Η Αμοργός είναι ένας συνδυασμός Δύσης και Ανατολής, λογικής και ονείρου, παράδοσης και νεωτερικότητας. Είναι ένα κέντημα από ελιές, σκίνους, φουντουκιές και φως – μια μεταφυσική ακτή όπου η γλώσσα μεταμορφώνεται σε εικόνα, και η εικόνα σε ψίθυρο ελπίδας.
Το έργο του Γκάτσου, τελικά, δεν χρειάζεται ανάλυση. Επιδιώκει να γίνει βίωμα. Ζητά να σταθεί ο αναγνώστης μπροστά του όπως μπροστά σε έναν πίνακα, αφήνοντας τις αισθήσεις και τη συνείδηση να τον οδηγήσουν σε μια ακρογιαλιά που αν και άγνωστη, είναι ασυνείδητα οικεία: «Φθάνει να βρεθεί ένα αλέτρι κι ένα δρεπάνι κοφτερό σ’ ένα χαρούμενο χέρι…»
Όταν ο Μάνος συνάντησε τον Νίκο
Την ίδια χρονιά (1943), μπαίνει στη ζωή του ένας νεαρός με μέτριους στίχους, που γρήγορα δηλώνει συνθέτης: ο Μάνος Χατζιδάκις και ξεκινάει μια από τις πιο βαθιές και δημιουργικές φιλίες στην ιστορία του σύγχρονου ελληνικού τραγουδιού. Όταν γνωρίστηκαν, ο Χατζιδάκις ήταν μόλις 17 ετών, ενώ ο Γκάτσος 28. Η γνωριμία αυτή εξελίχθηκε σε μια σχέση ζωής που κράτησε σχεδόν μισό αιώνα και απέδωσε αριστουργήματα του ελληνικού ρεπερτορίου.
Πρώτος καρπός της συνεργασίας τους ήταν ο «Ματωμένος Γάμος» (1948), βασισμένος στο θεατρικό του Λόρκα, με το διαχρονικό «Χάρτινο το φεγγαράκι» να γίνεται σύμβολο μέσα από τη φωνή της Μελίνας Μερκούρη στην παράσταση «Λεωφορείον ο Πόθος» του 1949.
Ακολούθησαν έργα όπως «Ελλάς, η χώρα των ονείρων» (1960), «Αμέρικα – Αμέρικα» (1963), «Μυθολογία» (1965), «Αθανασία» (1976), «Τα Παράλογα» (1976), «Σκοτεινή Μητέρα» (1986), και «Αντικατοπτρισμοί» (1993) – η ελληνική εκδοχή των Reflections (1970). Συχνά, κορυφαίοι ερμηνευτές όπως η Μαρία Φαραντούρη, ο Διονύσης Σαββόπουλος και η Μελίνα Μερκούρη συμμετείχαν στα έργα αυτά.
Ξεχωριστή θέση στην κοινή τους διαδρομή έχει η «Αμοργός». Ο Χατζιδάκις ξεκίνησε να τη μελοποιεί το 1972 στη Νέα Υόρκη, ωστόσο το έργο έμεινε ημιτελές. Τη χαρακτήριζε ως τη «μουσική του Ιθάκη» και τη θεωρούσε το πληρέστερο ποιητικό κείμενο της εποχής του. Μετά τον θάνατό του, κυκλοφόρησε η καντάτα του έργου από τον «Σείριο», σε ενορχήστρωση του Νίκου Κυπουργού.
Ο Γκάτσος όμως δεν συνεργάστηκε μόνο με τον Χατζιδάκι. Με τον Μίκη Θεοδωράκη συνυπέγραψε τραγούδια-σταθμούς όπως τα: «Αν θυμηθείς τ’ όνειρό μου», «Σε πότισα ροδόσταμο», «Κοιμήσου παλικάρι», αλλά και κύκλους όπως τα «Έξι φεγγάρια της θάλασσας» (1965) και το «Αρχιπέλαγος» (1962).
Σημαντική υπήρξε και η συνεργασία του με τον Σταύρο Ξαρχάκο. Μαζί δημιούργησαν το «Ένα μεσημέρι» (1966), τη «Συλλογή» με ερμηνευτή τον Νίκο Ξυλούρη, το κινηματογραφικό «Ρεμπέτικο» (1983), όπου η γραφή του Γκάτσου έδεσε με τις ρεμπέτικες ρίζες της μουσικής, προσδίδοντας νέο βάθος στο έντεχνο τραγούδι.
Το 1975 οι «Δροσουλίτες», αποτέλεσμα της συνεργασίας του με τον Χριστόδουλο Χάλαρη, έφεραν μια γλώσσα βγαλμένη από τη λαϊκή μας παράδοση, τα μοιρολόγια και τα ακριτικά έπη, ενώνοντας την ποίηση με το μουσικό ένστικτο του χρόνου.
Τέλος, η συμπόρευσή του με τον Δήμο Μούτση στη δεκαετία του ’60 γέννησε εμβληματικά τραγούδια όπως «Βρέχει ο Θεός», «Πού να βρω ταχυδρόμο», «Άπονη καρδιά», καθώς και τον κύκλο «Ένα χαμόγελο» (1969). Το 1979 κατέθεσαν το «Δρομολόγιο», έναν δίσκο-μαρτυρία της νεότερης Ελλάδας, με ερμηνευτή τον Μανώλη Μητσιά.
Η πορεία του Νίκου Γκάτσου, μέσα από την πολυφωνία των συνεργασιών του, απέδειξε ότι η ποίηση μπορεί να γίνει τραγούδι χωρίς να χάσει τη δύναμη και το βάθος της. Με λόγο λιτό και εσωτερικό, υπηρέτησε την τέχνη της με συνέπεια και οραματισμό, αφήνοντας ένα έργο που ακόμα συγκινεί και εμπνέει.
Ο Γκάτσος δεν ξαναγράφει ποίηση μετά την Αμοργό. Μεταφράζει θεατρικά έργα — κυρίως του Λόρκα, αλλά και των Στρίντμπεργκ, Ζενέ, Ο’Νιλ, Τενεσί Ουίλιαμς, Λόπε ντε Βέγα. Και πάνω απ’ όλα, γράφει στίχους: για τον Χατζιδάκι, τον Θεοδωράκη, τον Ξαρχάκο, τον Μαρκόπουλο, τον Λοΐζο, τον Χατζηνάσιο, τον Μούτση. Τα τραγούδια του —Χάρτινο το φεγγαράκι, Άσπρο περιστέρι, Αθανασία, Τ’ αστέρι του βοριά, Έλα σε μένα— είναι ποιήματα με μουσική.
Στις 12 Μαΐου 1992, ο Γκάτσος «έφυγε για το δικό του μεγάλο ταξίδι». Δεν έδωσε ποτέ συνέντευξη, δεν πήγε ποτέ στην Αμοργό, έζησε βίον «ασκητικόν» και δίδαξε με το παράδειγμά του..
Ο Χατζιδάκις δεξιά και ο Γκάτσος στη μέση στο γνωστό στέκι τους. Καφεπωλείο Λουμίδη
Τα πρόσωπα του Γκάτσου για τον Γκάτσο
Πρώτη γνωριμία με την Αγαθή Δημητρούκα
«Το χαρακτηριστικό της πρώτης μου συνάντησης με τον Γκάτσο ήταν αυτό των ανθρώπων που σαν να έχουν γνωριστεί από πριν με κάποιον τρόπο. Μια αμοιβαία εμπιστοσύνη και μια «φτιαγμένη» ατμόσφαιρα πέραν του τρακ της στιγμής. Ο Νίκος κατέβηκε στο Μεσολόγγι στις 17 Μαΐου του 1975, για τα γενέθλιά μου. Έμπαινα στα 17. Τον ήξερα μόνο από τα τραγούδια, ούτε καν πώς έμοιαζε εμφανισιακά. Είδα την εικόνα ενός αστού, εγώ που τότε έτρεχα με τις αριστερές μαθητικές οργανώσεις.
Αρχοντάνθρωπος, ψηλός, με το κοστούμι του, με την κοιλάρα του, ήρθε με τα δώρα του, ελβετικές σοκολάτες και δίσκους διαφόρων που του είχα ζητήσει. Μου φάνηκε σαν να ήρθε μπαρουτοκαπνισμένος, μένοντας κιόλας στο ξενοδοχείο «Ξενία» στο λιμάνι του Μεσολογγίου, που δίπλα ήταν ο παλιός ανεμόμυλος. Όλα τα ηρωικά ήρθαν κι έδεσαν! Αγκαλιαστήκαμε και με το αυτοκίνητο κινήσαμε για το χωριό, για το σπίτι μου. Τον βλέπει ο πατέρας μου, ανάπηρος στην πολυθρόνα του, και του φωνάζει «καλώς τον γέροντα» με την έννοια του «δημογέροντα» (γέλια)!
Αγαθή Δημητρού κα Νίκος Γκάτσος
Ο Νίκος ήταν γεννημένος το 1911, ο πατέρας μου το 1905. Η μάνα μου είχε ετοιμάσει εδέσματα, είχε φτιάξει έναν κόκορα κι ένα γλυκό που δεν της είχε πετύχει, δεν είχε φουσκώσει. Οι γονείς μου είχαν, όσο μπορούσαν, επίγνωση του ποιος έμπαινε στο σπιτικό μας, ειδικά ο πατέρας μου που ήξερε γράμματα και με έσπρωχνε κι εμένα προς τα κει. Η μάνα μου ήταν γυναίκα του χωριού, ξωμάχος που δούλευε στα χωράφια. Είχαν έρθει και φίλες μου να τον γνωρίσουν». (Ο άγνωστος Νίκος Γκάτσος μέσα από τις αφηγήσεις της Αγαθής Δημητρούκα)
Ένας μικρός διάλογος του Σαββόπουλου με τον Γκάτσο
– Σαββόπουλος: Η εμπορευματοποίηση της τέχνης κύριε Γκάτσο οδηγεί σε μια κατάσταση όπου κάποιες «μηχανές» παράγουν πλέον τέχνη και όχι ο άνθρωπος.
– Σωστά κύριε Σαββόπουλε, είναι πολύ πιθανό να συμβεί κάτι τέτοιο.
– Και τι κάνουμε εμείς οι καλλιτέχνες κύριε Γκάτσο; θα επιτρέψουμε να κάνουν τη δουλειά μας οι μηχανές;
– Για την τέχνη ενδιαφέρεστε κύριε Σαββόπουλε ή για τον εαυτό σας;
Ένας μικρός διάλογος του Μητσιά με τον Γκάτσο
«Ο Γκάτσος ήξερε την ψυχολογία του νεοέλληνα, την ήξερε καλά. Αυτόν τον ευδαιμονισμό που κυριαρχεί πια σήμερα απ’ άκρου εις άκρον στη χώρα μας. Πως ο Έλληνας το μόνο που κοιτάει πια είναι πώς θα τα οικονομήσει, για να πάει κατευθείαν μετά στα μπουζούκια να τα σπάσει, να τα ξοδέψει όλα τα λεφτά του, αν γίνεται, με τον πιο ευτελή τρόπο. Θυμάμαι, το ’75 :
– Κύριε Γκάτσο, του λέω, με ζητάνε να κατέβω κι εγώ στην παραλιακή, στα μαγαζιά τα μεγάλα.
»Τότε ήταν στις μεγάλες τους δόξες ήδη τα «Δειλινά», η «Νεράιδα»… ξέρετε. Κι εγώ ήμουνα ακόμα στις μπουάτ, με ψίχουλα.
– Τι να κάνω, τον ρωτάω, να πάω;
– Παιδί μου, και δεν πας, μου απαντάει.
– Μα, κύριε Γκάτσο….
– Παιδί μου, μήπως έχεις την εντύπωση πως αυτοί έρχονται ακόμα στην Πλάκα γιατί τους κρατάνε αυτά που γράφουμε εγώ κι ο Χατζιδάκις;
– Γιατί έρχονται τότε;.
– Γιατί δεν έχουνε ακόμα κι αυτοί λεφτά. Μόλις βρούνε το χιλιάρικο, στα «Δειλινά» θα τρέξουνε κι αυτοί. Τι νομίζεις;
»Κι είχε απόλυτο δίκιο, το κατάλαβα μετά…»
Ο Γιώργος Χρονάς για την Αμοργό του Γκάτσου και του Χατζιδάκι
«Όταν κυκλοφορεί η Aμοργός ο Xατζιδάκις είναι 18 χρονών. Όταν αρχίζει να τον ενδιαφέρει μουσικά είναι 45. Στην πραγματικότητα η Aμοργός απασχολεί συνεχώς τον Mάνο Xατζιδάκι, από το 1970 έως το 1987, και έτσι όπως την ακούω τώρα ξανά και ξανά στο δίσκο από τον Σείριο φαντάζει σαν η ελληνική απάντηση στη λατινική λειτουργία του Pέκβιεμ, με τα μέρη Kύριε Eλέησον, Agnus Dei, Dies irae –Oργή θεού–, αποσυρμένο μέρος από το 1932 από τους συνθέτες και λιμπρετίστες γιατί η οργή του θεού έγινε αγάπη –Sanctus, In Paradisum… Kαι αν περνάγαμε στην αγγλική τελετή, στο αγγλικό τελετουργικό της τέχνης της ποιήσεως, η Aμοργός μπορεί να διαβαστεί σαν αντίστιξη απέναντι στην τραγική ελεγεία Άδωνις του Πέρση Mπυς Σέλλεϋ, γραμμένο για το θάνατο, από πνιγμό, του ποιητή Tζον Kητς.
»Aν επιζεί η ποίηση στους βιαστικούς και σκοτεινούς καιρούς μας είναι γιατί κρύβει ένα μυστήριο, σαν αυτό που κρύβει η Aμοργός του Nίκου Γκάτσου, –διαβασμένη για την πιο υψηλή σύνθεση, την κορύφωση στο έργο του Mάνου Xατζιδάκι.»
Αγαθή Δημητρούκα
«Ο Νίκος Γκάτσος “έφυγε” στο νοσοκομείο στις 12 Μαΐου του 1992. Παρόλο που εγώ τον ήθελα στο σπίτι, δεν γινόταν να είναι ελεγχόμενοι οι πόνοι του χωρίς γιατρούς και με την κατάλληλη αγωγή τη στιγμή εκείνη. Επίσημη αιτία θανάτου του ήταν καρκίνος των χοληφόρων οδών. Είχε ένα πρόβλημα με τη χολή του, το οποίο είχε αφήσει, δηλαδή αν την είχε την βγάλει πριν από χρόνια, που έπρεπε, μάλλον δεν θα έφευγε απ’ αυτό.
»Τον πένθησα περισσότερο το διάστημα της ασθένειάς του… Το πένθος της αναχώρησής του ήθελα να το απωθήσω. Προσπαθούσα να κάνω άλλα πράγματα, ξεκίνησα ας πούμε την αντιγραφή της πρώτης έκδοσης της «Αμοργού» με πολύ ωραία γράμματα, σαν ασκήτρια.
»Ο Μάνος έφυγε δύο χρόνια μετά και δεν μπορούσε να σηκώσει το βάρος της απώλειας. Με τον Νίκο συνειδητοποίησα το μέγεθος της αγάπης, αλλά και την αρνητική πλευρά της. Η αγάπη δηλαδή είναι μια μαγική υπόθεση που την εισπράττεις και μετά θες να την επιστρέψεις. Πολλές φορές, λοιπόν, δίνεις την αγάπη σε επόμενα πρόσωπα που δεν την αξίζουν!»
Το τελευταίο του τραγούδι, «Το ταξίδι» (1991),
σηματοδοτεί και το τελευταίο κοινό βήμα με τον Χατζιδάκι.
——–————————————————
Επιμέλεια: Lef.T