Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν γεννηθεί να μαγεύουν.
Που έχουν προσήλωση σε αυτό που αγαπάνε,
και μάχονται μέχρις εσχάτων.
Όπως συνέβη με την Νίκη Τριανταφυλλίδη
Δεκαετία του 60 και το Ελληνικό star system είναι στο ζενίθ του. Νέο κορίτσι εμφανίζεται στο χώρο της υποκριτικής. Όχι απλά «τα λέει», αλλά είναι και αυτό που λαϊκά θα έλεγε κάποιος «ταλεντάρα». Έχει περάσει από τη σχολή του Εθνικού θεάτρου αλλά και του Πέλου Κατσέλη. Και επίσης είναι πανέμορφη. Όχι με την ποπ ομορφιά που κυκλοφορούσε τότε, αλλά με ένα σπάνιο, σχεδόν εξωτικό πρόσωπο. Όχι όμως δεν είναι ξένη, είναι η Νίκη Τριανταφυλλίδη. Πόντια και κόρη του συνθέτη Νίκου Τριανταφυλλίδη. Οι πρώτες της δουλειές σε κινηματογράφο και θέατρο είναι ενδεικτικές για το τι δρόμο θέλει να ακολουθήσει.
Στον Κινηματογράφο κάνει το ντεμπούτο της στον «Ουρανό» του ποιητή του εγχώριου σινεμά –έτερος ανένταχτος– του Τάκη Κανελόπουλου.
Στο θέατρο συμμετέχει σε μια παράσταση σταθμό: Το σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα που ανέβασε η Αλέκα Κατσέλη, που ακόμα και στις μέρες μας κυκλοφορεί σαν μύθος. Και ακολουθεί το «Λεωφορείο ο πόθος». Η Έλλη Λαμπέτη της δίνει ασυζητητί, το δεύτερο σπουδαίο γυναικείο ρόλο του έργου, αυτό της Στέλλας. Και κάθε βράδυ καταχειροκροτείται.
Από κοντά ο κινηματογράφος. Θα παίξει σε μικρές ταινίες, κυρίως μελό, αλλά δεν θα διστάσει να πρωταγωνιστήσει στον Τάφο των εραστών του Νίκου Τζήμα. Ο τελευταίος τη βάζει λίγο μετά ως συμπρωταγωνίστρια σε μια γκράντε επιτυχία. Τον Αστραπόγιαννο. Και η ηθοποιός, όχι μόνο δεν επισκιάζεται από την μοναδική ερμηνεία του Νίκου Κούρκουλου, αλλά αποδεικνύει την δική της οντότητα. Την ίδια περίοδο, το 1971 το Κέντρο Μελέτης και Έρευνας του Ελληνικού Θεάτρου της απένειμε το βραβείο «Μαρίκα Κοτοπούλη» ως την καλύτερη ηθοποιό της περιόδου 1970-1971.
«Οι κωμωδίες που παίζονται στον κινηματογράφο είναι πολύ χαμηλού επιπέδου. Βέβαια και ένα μέρος του κοινού είναι ακαλλιέργητο και αποστολή μας είναι να το καλλιεργήσουμε. Η καλύτερη ταινία που έχω γυρίσει μέχρι τώρα είναι “ο τάφος των εραστών” και η χειρότερη μια ταινία που έκανα την τυφλή».
Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στη Νίκη Τριανταφυλλίδη και τα είπε σε μια συνέντευξη που είχε δώσει, το 1969, στο περιοδικό Ρομάντζο. Προσέξτε σημειολογία: Σε ένα λαϊκό έντυπο δηλώνει τα παραπάνω, που σήμερα θα έκαναν έναν υπεύθυνο δημοσίων σχέσεων, «να ετοιμάζεται να πέσει από το μπαλκόνι του». Η ίδια όμως δεν είχε πρόβλημα να καταθέσει την αλήθεια της. Και μάλιστα στην ίδια συνέντευξη είχε δηλώσει: «Δεν προσαρμόζομαι εύκολα γιατί δεν κάνω συμβιβασμούς στη ζωή μου και επειδή τη ζωή μας την διαμορφώνουμε συνήθως οι ίδιοι, είμαι αρνητική σε κάθε συμβιβασμό».
1975 και ο μέγας Βασίλης Γεωργιάδης σκηνοθετεί το έργο του Νίκου Καζαντζάκη Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, για την τηλεόραση. Τολμηρό εγχείρημα με πολλά εξωτερικά προβλήματα αλλά και με όλο το ελληνικό θέατρο στο πλατό. Και παίρνει την Νίκη Τριανταφυλλίδη για τον κορυφαίο γυναίκειο ρόλο, την «Κατερίνα» που στην ουσία είναι η Μαρία η Μαγδαληνή. Και εκείνη όχι απλά τον δικαιώνει, αλλά κάνει και τεράστια προσωπική επιτυχία. Την ίδια ώρα που δεν διστάζει να δοκιμαστεί και σε διαφορετικά πράγματα όπως στο φιλμ Ευρυδίκη ΒΑ 2037 του Νίκου Νικολαΐδη. Στο θέατρο είναι υπολογίσιμη δύναμη, άρα όλα μια χαρά.
Ο νόμος του Μέρφυ
1981 και η διοίκηση της ΕΡΤ αλλάζει και αποφασίζει να μην προβάλει τις σειρές που είχε εγκρίνει η προηγούμενη. Μία από αυτές ήταν Οι φρουροί της Αχαΐας –που μια 10ετία μετά θα γυριστεί με άλλους συντελεστές για το Mega – που πρωταγωνιστούσε η Νίκη Τριανταφυλλίδη. Αρχίζει η προβληματική σχέση με την τηλεόραση. «”Γυναικείες μορφές της ελληνικής ιστορίας” έτοιμο σίριαλ, κόβεται. “Συμμορία της Μαίρης”, έτοιμο σίριαλ, κόβεται στη μέση. “Περσεφόνη” του Ρίτσου, μαγνητοσκοπημένη παράσταση, δεν προβάλλεται ποτέ», δηλώνει το 1999 σε συνέντευξή της στο Ριζοσπάστη, κάνοντας τον τηλεοπτικό απολογισμό της.
Και τα άσχημα δεν σταματάνε εκεί. Το 1985 ενώ ήταν έτοιμη να πρωταγωνιστήσει στον «Καλό άνθρωπο του Σετσουάν» του Μπέρτολτ Μπρεχτ, απολύεται από το Εθνικό θέατρο. Κινείται μεν νομικά κατά του τότε διευθυντή Κώστα Νίτσου, αλλά ήδη τα δυσάρεστα πληθαίνουν.
Εκεί στη Βάθης
Το 1992 κάνει ένα όνειρό της πραγματικότητα. Την απόκτηση θεατρικής στέγης. Στην πλατεία Βάθης που έφερε το όνομα της –το σημερινό θέατρο «Προσκήνιο»–με πολύ κόπο και χρήμα. Το όνειρο όμως αρχίζει σιγά-σιγά να γίνεται εφιάλτης. Οι οικονομικές ανάγκες στέγασης και συντήρησης του θεάτρου μετριάζονταν κάπως με την επιχορήγηση, που την αξιοποιούσε για την παραγωγή των παραστάσεων.
Το 1997 εξαιρέθηκε από τις επιχορηγήσεις, γεγονός που της στοίχισε και την οδήγησε όχι μόνο σε οικονομική καταστροφή, αλλά δημιούργησε και προβλήματα στην υγεία της. Όταν βρισκόταν στο νοσοκομείο, μετά από μια κρίση που υπέστη στα γραφεία του ΙΚΑ, της έδωσαν την υπόσχεση ότι με κάποιο τρόπο θα λυθεί το πρόβλημα. Τουλάχιστον να άρουν την κατάσχεση στο μοναδικό περιουσιακό της στοιχείο, ένα οικόπεδο, ώστε να μπορέσει να το πουλήσει και να εξοφλήσει το ΙΚΑ και με το υπόλοιπο να μπορέσει να συνεχίσει τη θεατρική της δραστηριότητα.
Όμως, ούτε αυτή η υπόσχεση, όπως η ίδια είχε πει, τηρήθηκε. Αντ’ αυτού, το ΥΠΠΟ αρνήθηκε να της καταβάλει ακόμη και το ποσό της επιχορήγησης της προηγούμενης χρονιάς με την αιτιολογία ότι εκκρεμεί μια διοικητική εξέταση για τις καταγγελίες που είχε κάνει η ίδια για τον τρόπο που δίνονταν οι επιχορηγήσεις.
Μακριά από τον κόσμο
Το 1999 δίνει συνέντευξη Τύπου για τη νέα παράσταση που ανέβαζε. Ήταν η «Τρελή Ελένη», έργο που είχε γράψει η ίδια. «Είναι κατά πάσα πιθανότητα η τελευταία φορά που παίζω θέατρο. Μπορεί σε ένα μήνα, μπορεί αύριο, να με βάλουν στη φυλακή». Οι δυσκολίες που αντιμετώπιζε, όχι μόνο δεν την έκαναν να τα παρατήσει, αλλά γινόταν ακόμα πιο μάχιμη. Όταν είχε ανεβάσει το Μυστικό της κοντέσας Βαλέραινας είχε ένα ατύχημα στο πόδι. Γεγονός που δεν την πτόησε και έπαιζε με χτυπημένο το πόδι.
Όμως έρχεται κάποια στιγμή που η αναμέτρηση με τη μοίρα γίνεται άνισος αγώνα. Κάποια προβλήματα που είχε με τα κάτω άκρα από τα νεανικά της χρόνια, χειροτερεύουν. Αναγκάζεται να κινείται με αναπηρικό καροτσάκι. Έχασε και το θέατρο, την έπνιγαν τα οικονομικά προβλήματα και κλείνεται κυριολεκτικά και μεταφορικά στο σπίτι της. Ο βιολογικός θάνατος ήρθε στις 13 Μαΐου 2013.
Κύκνειο συγγραφικό της άσμα ήταν η μετάφραση-διασκευή του έργου του Αριστοφάνη «Εκκλησιάζουσες», που ανέβασε η κόρη της από τον γάμο με τον ηθοποιό Κώστα Μεσσάρη, Ζωή Μασούρα αφιερώνοντας την παράσταση στη μνήμη της μητέρας της, με τη θεατρική ομάδα «Πενίας Τέχνες», τον Ιούνιο του 2013.
Πολιτικά ανήκε στην Αριστερά και για ένα διάστημα υπήρξε δημοτική σύμβουλος του ΚΚΕ.