Μια μέρα σαν σήμερα, 7 Ιανουαρίου 1944,
βάζει τέλος στη ζωή του ο Ναπολέων Λαπαθιώτης
Ένας ποιητής, αντισυμβατικός για τα ήθη της εποχής του
Έγραψε με τόλμη και μελαγχολία για τα χαμένα ιδανικά και τις ματαιώσεις της ζωής.
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης γεννήθηκε στην Αθήνα στις 31 Οκτωβρίου 1888. Ο ανώτατος στρατιωτικός πατέρας του, που το 1909 έγινε και υπουργός στρατιωτικών, επιλέγει ένα γεμάτο συμβολισμούς όνομα για το γιο που απέκτησε με την ανιψιά του Χαρίλαου Τρικούπη, Βασιλική Παπαδοπούλου. Ο μικρός μεγαλώνει στα πούπουλα, μαθαίνει αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά, ενώ παρακολουθεί μαθήματα πιάνου και ζωγραφικής. Το 1905 γράφεται στη Νομική Σχολή Αθηνών και παρότι θα πάρει κανονικά το δίπλωμά του, δε θα ασκήσει ποτέ το επάγγελμα του δικηγόρου. Την ίδια χρονιά δημοσιεύεται στο περιοδικό «Νουμάς» το ποίημά του «Έκσταση» και το 1907 γίνεται ιδρυτικό μέλος του βραχύβιου ποιητικού περιοδικού «Ηγησώ». Στη συνέχεια συνεργάζεται με τα περισσότερα περιοδικά της εποχής του γράφοντας, εκτός από ποιήματα, πεζοτράγουδα και διηγήματα, ενώ δημοσιεύει κριτικά άρθρα και μελέτες στο «Ελεύθερον Βήμα». Το 1917, όντας βενιζελικός, συμμετέχει στο κίνημα της Εθνικής Άμυνας μαζί με τον πατέρα του. Στη δεκαετία του ’20 φυσά ο αέρας της Οκτωβριανής Επανάστασης, επηρεάζει τους ποιητές του καιρού του, μαζί και τον Λαπαθιώτη που ενστερνίζεται τον κομμουνισμό.
Σε γράμμα του στο Ριζοσπάστη 13/6/1921 γράφει μεταξύ άλλων: «Κάθε μέρα όμως που περνά βλέπω πως τα πράγματα βαδίζουν ραγδαιότερα και πλέον επιτακτικά. Εκείνο που προχθές ήταν μια ευγενική διάθεσις και χθες μια ωραία προσπάθεια σήμερα πλέον αποβαίνει μια ανάγκη σιδηρά· όπως κι αν κάμωμε, προς οποιοδήποτε δρόμο και αν στραφούμε, το ίδιο πρόβλημα προβάλλει απ’ όλες τις μεριές και μας ζητεί μίαν λύσιν. Οποθενδήποτε και αν ορμώμεθα –οι μεν από την φυσικήν πνευματικήν ευγένειάν τους, οι δε από την άμεσον ανάγκην της λυτρώσεως– σήμερα συναντώμεθα όλοι επί ταυτόν· ο Σκοπός επείγει. Μ’ αυτό το γράμμα θέλω να σου διαπιστώσω, ότι ανήκω ολόψυχα στας τάξεις των θερμών στρατιωτών σου, πρώτη φορά γυμνά χωρίς προσχήματα σ’ εκείνους που παλαίουν για τον σκοπόν. Με την ελπίδα πως θα ’ρθεί μια μέρα καθώς όλοι να χρησιμοποιηθώ επίσης στον Αγώνα. Σε χαιρετώ με το μέτωπο ψηλά.»
Λάτρης του Όσκαρ Ουάιλντ, ο ευαίσθητος, ερωτικός αλλά και αιχμηρός ποιητής γράφει ποιήματα σαφώς επηρεασμένος από τον αισθητισμό, ενώ πολύ αργότερα η μελαγχολική του διάθεση τον οδηγεί στον συμβολισμό. Οι τολμηροί του στίχοι, η διαρκής αναζήτηση της ηδονής και η δεδηλωμένη του ομοφυλοφιλία προκαλούν, η κομψότατη όσο και εξεζητημένη του εμφάνιση τραβά τα βλέμματα. Το 1937 πεθαίνει η λατρεμένη του μητέρα και πέντε χρόνια αργότερα ο πατέρας του, αφήνοντάς τον απροστάτευτο, καθώς ο Λαπαθιώτης δεν είχε στην πραγματικότητα υπάρξει ποτέ οικονομικά και ουσιαστικά ανεξάρτητος. Εθισμένος στην ηρωίνη, αρχίζει να ξεπουλά την πατρική περιουσία, χωρίς να γλυτώσει το πιάνο αλλά και η αγαπημένη του βιβλιοθήκη, μία από τις πλουσιότερες ιδιωτικές βιβλιοθήκες της εποχής.
Το 1927 ο Ναπολέων Λαπαθιώτης δημοσιοποιεί ότι ασπάστηκε την κομμουνιστική ιδεολογία, ενώ με γράμμα του προς τον αρχιεπίσκοπο Αθηνών θα ζητήσει τον αφορισμό του, αφού, όπως γράφει: «η χριστιανική θρησκεία όπως επίσης και κάθε άλλη θρησκεία μου έχει αποβή τελείως περιττή» (το γράμμα δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη).
«Ο κομμουνισμός είναι το τελευταίο ατού της ταλαιπωρημένης ανθρωπότητας. Αν αποτύχει και σ’ αυτό, δεν της απομένει παρά η επιστροφή στο σκοτάδι και την αποκτήνωση» (23.11.1932).
Το 1932 και μετά αρθρογραφούσε στο αριστερό περιοδικό «Πρωτοπόροι» και γράφει το πεζό «Τραγούδι για το ξύπνημα του προλεταριάτου».
Ακούς, ακούς; ζυγώνουν οι ξυπόλυτοι -ζητιάνοι της χαράς και της αγάπης- οι καταφρονεμένοι, με τα χοντρά, τα ροζιασμένα δάχτυλα και την αδέξια την περπατησιά, για να σου στρίψουν το άσπρο σου λαιμάκι -και για να σ’ αφανίσουν, μια για πάντα, μεταξωτή μυγιάγγιχτη κουκλίτσα, καμαρωτή μικρούλα τιγριδούλα, κοκώνα με τη σάπια την ψυχή!…
… Φτάνουν απ’ τα πέρατα του κόσμου, μ’ αξίνες, με σφυριά και με δρεπάνια, για να σου δώσουν τώρα, μια για πάντα, το μεγάλο μάθημα τ’ αξέχαστο, της πρώτης και στερνής δικαιοσύνης, καθώς την πήραν απ’ τα χέρια της ζωής -με τα θαμπά και τ’ άξεστα μυαλά τους πυρπολημένα από την αγανάκτηση…
… Φτάνουν οι γυμνοί κι αδικημένοι -κι οι ταπεινοί κι οι καταφρονεμένοι- που μέρα νύχτα τους κεντούσες με τα σίδερα, για να σου γλύφουν δουλικά τη φτέρνα- πλακώνουν τώρα, κύμα μανιασμένο, να τραγανίσουν τη ζεστή καρδιά σου, για το μεγάλο κρίμα που τους έκανες, να τους σκοτώνεις αναμεταξύ τους, για να ρουφάς τα δόλια τους μεδούλια, και να χορταίνεις, μέσ’ στην ξενοιασά σου, καλοθρεμμένο τέρας αστικό…
Ο θάνατος της μητέρας του, το 1937, θα τον κλονίσει ψυχολογικά. Το 1939 τυπώνει την πρώτη του ποιητική συλλογή. Η Κατοχή τον βρίσκει πάμφτωχο και εξουθενωμένο από τις καταχρήσεις. Όταν πεθαίνει ο πατέρας του, για να επιβιώσει αναγκάζεται να πουλάει τα βιβλία του και άλλα προσωπικά του αντικείμενα. Αυτό δεν θα τον αποτρέψει από το να φιλοξενήσει πολλούς ΕΛΑΣίτες στο σπίτι του, ενώ τα όπλα του πατέρα του (ήταν στρατιωτικός) θα τα παραδώσει στον ΕΛΑΣ Εξαρχείων.
«Αυτό, που με πτοεί και με συντρίβει, που μου δίνει ίλιγγο και θάμπος, το Δέος και το Ρίγος της Αβύσσου, και που ήδη ζωντανό με εκμηδενίζει, στη σκέψη μου, που κάνω για τον θάνατο, είναι, ότι αυτό, που λέμε θάνατος, είναι κάτι το πολύ μεγαλύτερο, το άπειρα αποκαλυπτικότερο, το απροσμέτρητο και το καταπληκτικότερο, το ριζικά διαφορετικό από ό,τι τώρα είναι δυνατό με την ανθρώπινη νόησή μας να φανταστούμε».
Η αυγή του 1944 θα τον βρει οικονομικά κατεστραμμένο και εξουθενωμένο από τις στερήσεις της Κατοχής. Στις 7 Ιανουαρίου θα αυτοκτονήσει μέσα στο πατρικό του σπίτι στα Εξάρχεια, χρησιμοποιώντας το όπλο του πατέρα του. Η κηδεία του θα πραγματοποιηθεί τέσσερις μέρες αργότερα, μετά από έρανο των φίλων του.
«Χθες την 1η μ.μ. ανευρέθη νεκρός εις την παρά την οδόν Κουντουριώτου 21 οικίαν του ο ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης. (…) Εκ της γενομένης προανακρίσεως εσχηματίσθη αμέσως η εντύπωσις ότι επρόκειτο περί αυτοκτονίας.» (Το Βήμα, 9/1/1944)
«Όσο υπάρχουν άνθρωποι», γράφει ο μελετητής του έργου του, Βαγγέλης Ψαραδάκης, «που αγαπούν τους ανθρώπους, τα λουλούδια, τα ζώα, το φεγγάρι, που ερωτεύονται, ενθουσιάζονται, απογοητεύονται, που γελούν ή κλαίνε – η ποίηση του Λαπαθιώτη παραμένει ενεργή.»
«Σχετικά με το έργο του Λαπαθιώτη πρέπει να κάνουμε μια διάκριση», αναφέρει ο Ψαράδκης, «ανάμεσα στο δημοσιευμένο και στο αδημοσίευτο από τον συγγραφέα έργο. Από το πρώτο γνωρίζουμε ένα μεγάλο μέρος του, γύρω στα 300+ ποιήματα διαφόρων ειδών, γύρω στα 100 διηγήματα και 2 νουβέλες, αλλά και κάμποσα κριτικά–αισθητικά άρθρα και μελέτες. Αυτό τουλάχιστον έχει αποθησαυριστεί μέχρι σήμερα. Στην πορεία θα προκύψει ασφαλώς και νεότερο υλικό. Υπάρχει όμως και το αδημοσίευτο έργο, στο οποίο ο Λαπαθιώτης αναφέρθηκε σε μιαν επιστολή του εμφατικά (1942). Το μεγαλύτερο μέρος μιας ανέκδοτης ποιητικής συλλογής του, σατιρικού περιεχομένου, δημοσιεύτηκε ηλεκτρονικά και παρουσιάστηκε πριν από λίγα χρόνια. Αν και ο λογοτέχνης δεν ήταν ολιγογράφος δεν γνωρίζουμε την έκταση του υπόλοιπου ούτε το είδος του αδημοσίευτου έργου του.»
«Μια και ο Λαπαθιώτης είναι ένας από τους ελάσσονες ποιητές μας, θυμάμαι πάντα κάποιες καίριες σκέψεις του Έλιοτ : “Όταν μιλάμε για Ποίηση, με κεφαλαίο το αρχικό, έχουμε την τάση να σκεφτόμαστε μόνο την πιο έντονη συγκίνηση ή την πιο μαγική φράση – ωστόσο, υπάρχουν πολλά παράθυρα στην ποίηση που δεν είναι μαγικά, που δεν ανοίγουν για να μας δείξουν τους αφρούς μιας μανιασμένης θάλασσας, αλλά που παρ’ όλα αυτά είναι πολύ καλά παράθυρα.”»
«Ένα τέτοιο ακριβώς παράθυρο είναι η ποίηση του Λαπαθιώτη. Στα ανθρώπινα μέτρα. Μας μιλά με απλό και συγκινητικό τρόπο για βασικά συναισθήματα και καταστάσεις όπως ο έρωτας, η χαρά, η λύπη, ο πόνος, η ανάμνηση, η απογοήτευση, ο θάνατος κ.ά. Πιστεύω πως, όσο υπάρχουν άνθρωποι που αγαπούν τους ανθρώπους, τα λουλούδια, τα ζώα, το φεγγάρι, που ερωτεύονται, ενθουσιάζονται, απογοητεύονται, που γελούν ή κλαίνε – η ποίηση του Λαπαθιώτη παραμένει ενεργή. Κι επειδή ο Λαπαθιώτης ήταν τύπος κατεξοχήν νυχτερινός, η ποίησή του, νομίζω, πρέπει να διαβάζεται είτε βράδυ είτε νωρίς το πρωί. Για τις νύχτες που έγιναν – ή όχι».
Καημὸς ἀλήθεια νὰ περνῶ
τοῦ ἔρωτα πάλι τὸ στενό,
ὥσπου νὰ πέσει ἡ σκοτεινιὰ
μιὰ μέρα τοῦ θανάτου…