Μνήμη χρονολογίου της 29ης Φεβρουαρίου

29 Φεβρουαρίου 2024

Είναι η 60ή ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο
Υπολείπονται 306 ημέρες για τη λήξη του
🌅 Ανατολή ήλιου: 06:57 – Δύση ήλιου: 18:17
Διάρκεια ημέρας: 11 ώρες 20 λεπτά
🌖 Σελήνη 19.1 ημερών
Χρόνια πολλά στους: Κασσιανό, Κάσσιος και Κάσσο

Γεγονότα

 

1584 – Πρώτη εμφάνιση της 29ης Φεβρουαρίου ως πρόσθετης ημέρας κάθε δίσεκτου έτους. Η προσθήκη αυτή αποφασίστηκε το 1581 από τον Πάπα Γρηγόριο ΧΙΙΙ, ο οποίος αφαίρεσε και 11 ημέρες, μετονομάζοντας την 4η Οκτωβρίου 1582 σε 15η Οκτωβρίου 1582 και εγκαινιάζοντας το ημερολόγιο που πήρε το όνομά του. Η επιπλέον ημέρα του Φεβρουαρίου υφίσταται ήδη από το 45 π.Χ. βάσει της ρύθμισης του Ιουλίου Καίσαρα, με τη διαφορά ότι εμφανιζόταν μεταξύ 24ης και 25ης ημέρας και από την οποία προέρχεται ο όρος δίσεκτο έτος, αφού στο ρωμαϊκό ημερολόγιο υπήρχαν κάθε 4 χρόνια δύο φορές έκτες καλένδες (δις έκτες).
Για να προσδιορίσουμε αν ένα έτος είναι δίσεκτο εφαρμόζουμε τα εξής:
Ελέγχουμε το υπόλοιπο της ακέραιας διαίρεσης του έτους με το 4. Αν είναι μηδέν ελέγχουμε το υπόλοιπο της ακέραιας διαίρεσης του έτους με το 100. Αν αυτό το υπόλοιπο είναι διαφορετικό του μηδενός τότε το έτος είναι δίσεκτο.
Αν από τον έλεγχο 1 δεν προκύψει ότι το έτος είναι δίσεκτο ελέγχουμε το υπόλοιπο της ακέραιας διαίρεσης του έτους με το 400. Αν είναι μηδέν τότε το έτος είναι δίσεκτο, άσχετα από το αποτέλεσμα του ελέγχου 1.
Η ημέρα που προστίθεται στο έτος κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο είναι η 29η Φεβρουαρίου. Τα επόμενα δίσεκτα έτη είναι: 2024, 2028, 2032, 2036, 2040, 2044, 2048, 2052, 2056, 2060, 2064, 2068, 2072, 2076, 2080, 2084, 2088, 2092, 2096, 2104 κλπ . Το 2000 ήταν δίσεκτο λόγω του ελέγχου 2. Αν ίσχυε μόνο η διαίρεση με το 4 και ο έλεγχος 1 το 2000 δε θα ήταν δίσεκτο όπως δεν είναι π.χ. το 2100, 2200, 2300.
Οι διορθώσεις στο ημερολόγιο επιβάλλονται από το γεγονός ότι η περιφορά της γης γύρω από τον ήλιο διαρκεί 365,242199 μέρες. Η κύρια διόρθωση (προσθήκη μιας μέρας κάθε 4 χρόνια) θα ήταν απόλυτα σωστή αν η περιφορά διαρκούσε 365.25 μέρες, δηλαδή περίπου 365 μέρες και 1/4 της μέρας. Όμως δε διαρκεί ακριβώς τόσο! Η διαφορά, που είναι 11 λεπτά και 14 δευτερόλεπτα κατ΄ έτος, επιβάλλει την παράλειψη της προσθήκης μιας ημέρας κάθε 129 χρόνια.[1] Ο έλεγχος 1 προβλέπει την παράλειψη της προσθήκης μιας ημέρας κάθε 100 χρόνια, οπότε για μεγαλύτερη ακρίβεια (περίπου κάθε 133 χρόνια) δεν παραλείπεται η προσθήκη μιας μέρας κάθε 400 χρόνια μέσω του ελέγχου 2. Έτσι το ημερολόγιο θα ήταν απολύτως σωστό αν η διάρκεια της περιφορά της γης ήταν 365.2425 που είναι πολύ κοντά στο πραγματικό και πλέον απαιτεί διορθώσεις σε χρόνους της τάξης των 3000-4000 χρόνων.

 

 

1940 – Η ταινία του Βίκτορ Φλέμινγκ «Όσα παίρνει ο άνεμος» κερδίζει 8 Βραβεία Όσκαρ.
Η ηθοποιός Χάτι Μακ Ντάνιελ γίνεται η πρώτη αφροαμερικανίδα που κερδίζει Όσκαρ. Η Χάτι Μακ Ντάνιελ (Hattie McDaniel, 10 Ιουνίου 1895 – 26 Οκτωβρίου 1952) ήταν Αμερικανίδα ηθοποιός, τραγουδίστρια και στιχουργός, και κωμικός. Είναι γνωστή για το ρόλο της ως Μάμι στο Όσα παίρνει ο άνεμος (1939) για το οποίο κέρδισε το Όσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου, και έγινε έτσι η πρώτη Αφροαμερικανίδα που κέρδισε Βραβείο Όσκαρ.
Εκτός από τη συμμετοχή της σε πολλές ταινίες, η ΜακΝτάνιελ ήταν επαγγελματίας στιχουργός και τραγουδίστρια, κωμικός, θεατρική ηθοποιός, ραδιοφωνική καλλιτέχνις και τηλεοπτική ηθοποιός, καθώς και η πρώτη μαύρη γυναίκα στις ΗΠΑ που τραγούδησε στο ραδιόφωνο. Κατά τη διάρκεια της καριέρας της, η ΜακΝτάνιελ εμφανίστηκε σε περισσότερες από 300 ταινίες, αν και αναφερόταν στους τίτλους μόνο 80 περίπου.
Η Μακ Ντάνιελ έχει δύο αστέρια στη Hollywood Walk of Fame: ένα στη Λεωφόρο Χόλιγουντ 6933 για τις συνεισφορές της στο ραδιόφωνο και ένα στην Οδό Βάιν 1719 για τη συμμετοχή της σε ταινίες. Το 1975 εισήλθε στο Black Filmmakers Hall of Fame και το 2006 έγινε η πρώτη μαύρη βραβευμένη με Όσκαρ που τιμήθηκε σε αμερικανικό γραμματόσημο.

 

 

1944 – Υπογράφεται στην Πλάκα της Ηπείρου η ομώνυμη συμφωνία ανάμεσα στις αντιστασιακές οργανώσεις ΕΛΑΣ, ΕΚΚΑ, ΕΔΕΣ. Η συμφωνία της Πλάκας – Μυρόφυλλου ήταν η ειρηνευτική συμφωνία που υπογράφηκε, στις 29 Φεβρουαρίου του 1944, μεταξύ των κυριότερων και ταυτόχρονα αντιμαχόμενων ελληνικών αντιστασιακών οργανώσεων, ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, ΕΔΕΣ και ΕΚΚΑ. Υιοθετήθηκε με την παρουσία του Βρετανού Συνταγματάρχη Κρις Γουντχάους ως αντιπροσώπου της Ελληνικής Στρατιωτικής Διοίκησης Αιγύπτου, την περίοδο που η Ελλάδα βρισκόταν ακόμη υπό γερμανο-βουλγαρική κατοχή, κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αδιαμφισβήτητη επιτυχία της διάσκεψης αυτής ήταν η αποκήρυξη της δοσιλογικής κυβέρνησης του Ι. Ράλλη και των Ταγμάτων Ασφαλείας.
Σκοπός της συμφωνίας αυτής ήταν κυρίως να δοθεί ένα τέλος στον εμφύλιο σπαραγμό που είχε προηγηθεί κατά το τελευταίο τετράμηνο. Οι διαπραγματεύσεις, που οδήγησαν στην υπογραφή της, ξεκίνησαν επίσημα στις 19 Φεβρουαρίου στο χωριό Μυρόφυλλο Τρικάλων, εξ ου και η ονομασία της συμφωνίας. Συμμετείχαν αντιπρόσωποι των ΕΛΑΣ, ΕΔΕΣ και ΕΚΚΑ καθώς και μέλη της συμμαχικής στρατιωτικής αποστολής στην Ελλάδα. Οι τελευταίοι εκπροσωπούσαν το Στρατηγείο Μέσης Ανατολής καθώς και την ελληνική Στρατιωτική Διοίκηση του Καΐρου.
Συγκεκριμένα, στις διαπραγματεύσεις αυτές, εκ μέρους του ΕΛΑΣ, συμμετείχε τριμελής επιτροπή που συγκροτούσαν οι Στέφανος Σαράφης, το στέλεχος του ΚΚΕ, Πέτρος Ρούσσος, ως πολιτικός εκπρόσωπος, και ο Μπάμπης Κλάρας, αδελφός του Άρη Βελουχιώτη, ως γραμματέας της αντιπροσωπείας. Την τριμελή αντιπροσωπεία του ΕΔΕΣ αποτελούσαν ο Κομνηνός Πυρομάγλου, ο αντισυνταγματάρχης ιππικού Πέτρος Νικολόπουλος και ο υπολοχαγός Νίκος Βεργέτης ως γραμματέας της αντιπροσωπείας. Εκ μέρους της ΕΚΚΑ, συμμετείχαν ο Δημήτριος Ψαρρός και ο Γεώργιος Καρτάλης. Και τέλος, ο Αμερικανός ταγματάρχης Ουάινς, ως εκπρόσωπος του Στρατηγείου Μέσης Ανατολής (ΣΜΑ) και ο Άγγλος συνταγματάρχης Κρίστοφερ Γουντχάους ως εκπρόσωπος τόσο του ΣΜΑ όσο και της Ελληνικής Στρατιωτικής Διοίκησης, και κατ΄ ουσία της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης. Οι δύο τελευταίοι συμμετείχαν μόνο στις συζητήσεις επί στρατιωτικών θεμάτων.

 

 

1956 – Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής σχηματίζει την πρώτη του κυβέρνηση που προήλθε από εκλογές. Η Λίνα Τσαλδάρη (69 ετών) αναλαμβάνει το υπουργείο Πρόνοιας και γίνεται έτσι η πρώτη ελληνίδα υπουργός. Η (2η) Κυβέρνηση Κωνσταντίνου Γ. Καραμανλή 1956 ανέλαβε την διακυβέρνηση της χώρας, μετά την νίκη του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του νεοσύστατου κόμματός του, της ΕΡΕ, στις Βουλευτικές εκλογές της 19ης Φεβρουαρίου 1956.
Η ΕΡΕ κατάφερε μέσα από ένα περίπλοκο εκλογικό σύστημα, το λεγόμενο “τριφασικό”, να αποκτήσει την πλειοψηφία των εδρών του Κοινοβουλίου χωρίς την πλειοψηφία των ψήφων των Ελλήνων πολιτών.
Σημαντική στιγμή στην ελληνική πολιτική ιστορία οι βουλευτικές εκλογές του 1956, καθώς οι γυναίκες ψηφίζουν για πρώτη φορά αλλά και γιατί στην Κυβέρνηση γίνεται δεκτή, η πρώτη Ελληνίδα υπουργός, η Λίνα Τσαλδάρη, (σύζυγος του πρώην «Λαϊκού» πρωθυπουργού, Παναγή Τσαλδάρη) «διττό σύμβολο συνέχειας και εκσυγχρονισμού».
Η πρώτη αυτή κυβέρνηση Καραμανλή θα θέσεις τις βάσεις για την υπεροχή του κεντροδεξιού πολιτικού χώρου στην Ελλάδα τις επόμενες δεκαετίες και την μετατροπή του Κ. Καραμανλή σε εθνικό ηγέτη.
Με μια σειρά μέτρων, που θα ενταχτούν στο λεγόμενο «Πενταετές οικονομικό πρόγραμμα» όπως η σταδιακή αύξηση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, η φορολογική ελάφρυνση των μεσαίων εισοδημάτων, οι κρατικές επιχορηγήσεις για την δημιουργία ελληνικών βιομηχανιών, η παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και συνταξιοδότησης του αγροτικού πληθυσμού με την ίδρυση του ΟΓΑ, η Ελλάδα θα μπει στο μονοπάτι της οικονομικής ανάκαμψης και του εκσυγχρονισμού. Η εφημερίδα Καθημερινή περιγράφει χαρακτηριστικά :«Η Κυβέρνηση της χώρας αναγγέλλει οικονομικά μέτρα. Ανακοίνωσε ήδη πρόγραμμα μείωσης της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος. Ανακοίνωσε επίσης πρόγραμμα δημοσίων έργων και πρόγραμμα μεγάλων ιδιωτικών έργων, η εκτέλεσις των οποίων απαιτεί την έγκριση και τη συνδρομή του Κράτους και σχεδόν κάθε βράδυ εις το γραφείον του πρωθυπουργού, υπό την προεδρία του, συνέρχονται οι “οικονομικοί” υπουργοί και εξετάζουν νέας ιδέας, νομοσχέδια για έργα, δυνατότητες για να πάει η χώρα μπροστά».
Το Κυπριακό ήταν το σημαντικότερο πρόβλημα που κλήθηκε να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση. Η σκλήρυνση της στάσης των Άγγλων με την απόφαση να εξορίσουν τον ανυπότακτο αρχιεπίσκοπο Μακάριο στις Σεϋχέλλες και να απαγχονίσουν τους δυο Κύπριους αγωνιστές φοιτητές Καραολή και Δημητρίου, έφερε μεγάλη ένταση στο εσωτερικό της χώρας, με συνεχείς πορείες, διαδηλώσεις και συγκρούσεις με τους αστυνομικούς.
Την 1η Μαρτίου 1958 και με αφορμή νομοσχέδιο αλλαγής του εκλογικού νόμου, σημειώθηκε σοβαρή κυβερνητική κρίση. Το νομοσχέδιο που προέβλεπε σύστημα ενισχυμένης αναλογικής και μείωση του αριθμού των βουλευτών σε 250, προκάλεσε αντιδράσεις στο εσωτερικό της κυβέρνησης και του κόμματος, με αποτέλεσμα να παραιτηθούν οι υπουργοί Γεώργιος Ράλλης και Παναγής Παπαληγούρας καθώς και 15 βουλευτές του κόμματος, και η χώρα να οδηγηθεί σε νέες εκλογές.

 

 

Γεννήσεις

 

 

1792 – Τζοακίνο Ροσίνι, ιταλός συνθέτης. Κατά τη διάρκεια της ζωής του ο Ροσσίνι χρημάτισε πρεσβευτής του Ιταλικού Ινστιτούτου και έλαβε αμέτρητες τιμές, με πιο σπουδαίο ίσως το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής. Μετά τον θάνατό του ο Τζουζέππε Βέρντι πρότεινε τη συλλογική σύνθεση ενός ρέκβιεμ προς τιμήν του· η παρουσίαση του έργου, ανήμερα του μνημοσύνου του, εγκαταλείφθηκε. Ωστόσο, ο Βέρντι χρησιμοποίησε ένα μέρος που είχε γράψει, συνθέτοντας το περίφημο πια Ρέκβιεμ του για τον Μαντσόνι. Μόλις το 1989, ο Γερμανός διευθυντής ορχήστρας Χέλμουτ Ρίλλινγκ, παρουσίασε την παγκόσμια πρώτη του αυθεντικού “Ρέκβιεμ για τον Ροσσίνι”.
Ο συνθέτης Μάουρο Τζιουλιάνι, επηρεασμένος από τη μουσική του, έγραψε έξι σετ παραλλαγών για κιθάρα, πάνω σε θέματα του Ροσσίνι. (έργα 119-124). Το κάθε σετ τιτλοφορείται Ροσσινιάνα και αποτελεί την πρώτη εφαρμογή της κατάλληξης -άνα, προς τιμήν κάποιου συνθέτη. Το 1925, ο Οττορίνο Ρεσπίγκι ενορχήστρωσε τέσσερα κομμάτια από τις Αμαρτίες του παλιού καιρού, συνθέτοντας τη σουίτα Ροσσινιάνα.
Συνήθη πρακτική για τον Ροσσίνι αποτελούσε ο πλαγιαρισμός, η παραβολή δηλαδή μελωδιών και αποσπασμάτων από έργα του, σε άλλα του έργα. Η πρακτική αυτή δεν ήταν κάτι καινούργιο – ο Μπαχ, ο Χαίντελ και τόσοι άλλοι πριν απ’ αυτόν έκαναν ακριβώς το ίδιο. Χαρακτηριστική μανιέρα στις ενορχηστρώσεις του αποτελεί μια σταδιακή δόμηση έντασης, με βάση ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο· η τεχνική αυτή, που στα χέρια του αναπτύχθηκε αριστουργηματικά, ευθύνεται και για το παρατσούκλι της εποχής, «Signor Crescendo».
Οι περισσότερες από τις όπερές του έπεσαν στη λήθη κατά τη διάρκεια της ζωής του· κάποιες ανασύρθηκαν στην επιφάνεια τα τελευταία 50 χρόνια, χάρη στην αναβίωση του μπελ κάντο, του οποίου και θεωρείται ένας από τους κύριους εκφραστές.
Κατά τον βιογράφο Χέρμπερτ Βάινστοκ, η περιουσία του Ροσσίνι αποτιμήθηκε σε 2,5 εκατομμύρια φράγκα, που αντιστοιχούν σε περίπου 1,4 εκατομμύρια σημερινά δολλάρια. Ένα μέρος τους κληρονομήθηκε από τους συγγενείς του και το υπόλοιπο -σύμφωνα με τη διαθήκη του- παραχωρήθηκε στην Κοινότητα του Πεζάρο. Με το κληροδότημα ιδρύθηκε το Ωδείο της πόλης, το οποίο αργότερα μετετράπη στο Κρατικό Ωδείο Τζοακίνο Ροσσίνι. Το μετέπειτα Ίδρυμα Ροσσίνι έχει την επιμέλεια του Ωδείου και σκοπός του είναι η προώθηση του έργου και της προσωπικότητας του συνθέτη. Στους αδελφούς συνεργάτες του ιδρύματος περιλαμβάνεται και το Φεστιβάλ Όπερας Ροσσίνι.

 

 

1900 – Γιώργος Σεφέρης, φιλολογικό ψευδώνυμο του Γεωργίου Σεφεριάδη, έλληνας νομπελίστας ποιητής δοκιμιογράφος, μεταφραστής και διπλωμάτης. Από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1963. Γραμματολογικά ανήκει στη «Γενιά του ’30».
Ο Γεώργιος Σεφεριάδης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 29 Φεβρουαρίου του 1900 στη Σμύρνη. Ήταν το μεγαλύτερο παιδί του Στυλιανού Σεφεριάδη (1873-1951) – δικηγόρου, σημαντικού κοινωνικού παράγοντα της Σμύρνης και ανθρώπου με λογοτεχνικές ανησυχίες – και της Δέσποινας Τενεκίδη με καταγωγή από τη Νάξο. Το ζευγάρι είχε άλλα δυο παιδιά, τον Άγγελο (1905-1950) και την Ιωάννα (1902-2000), σύζυγο του φιλόσοφου και πολιτικού Κωνσταντίνου Τσάτσου.
Ο Σεφέρης ξεκίνησε τις εγκύκλιες σπουδές του το 1906 στη Σμύρνη και τις ολοκλήρωσε το 1918 στην Αθήνα, όπου είχε εγκατασταθεί η οικογένειά του από το 1914. Στη συνέχεια γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, από την οποία αποφοίτησε με διδακτορικό το 1924. Τα χρόνια παραμονής του στο Παρίσι ήταν καθοριστικά για τη διαμόρφωση της ποιητικής του φυσιογνωμίας. Ήταν η εποχή που το κίνημα του μοντερνισμού βρισκόταν στην ακμή του.
Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα διορίστηκε υπάλληλος του Υπουργείου Εξωτερικών (1926), αρχίζοντας έτσι μια λαμπρή καριέρα στο διπλωματικό σώμα, που κορυφώθηκε το 1957, με την τοποθέτησή του ως πρεσβευτή της Ελλάδας στη Μεγάλη Βρετανία. Παρέμεινε στο Λονδίνο έως το 1962, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε. Στις 10 Απριλίου του 1941, μία ημέρα μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Γερμανούς, είχε νυμφευτεί στην Πλάκα τη Μαρώ Ζάννου, με την οποία δεν απέκτησε παιδιά.
Στα ελληνικά γράμματα ο Γιώργος Σεφέρης εμφανίστηκε το 1931, με την ποιητική συλλογή Στροφή, η οποία από την πρώτη στιγμή της κυκλοφορίας της προκάλεσε το ενδιαφέρον της λογοτεχνικής κοινότητας της Αθήνας, με θετικές και αρνητικές αντιδράσεις. Οι θαυμαστές του -Γιώργος Θεοτοκάς, Γιώργος Κατσίμπαλης και Ανδρέας Καραντώνης- υποστήριξαν ότι η Στροφή εγκαινιάζει μια καινούργια εποχή για την ελληνική ποίηση, ενώ οι επικριτές του, όπως ο Άλκης Θρύλος και ο Τάκης Παπατσώνης, ισχυρίστηκαν ότι η ποίηση του Σεφέρη είναι σκοτεινή και εγκεφαλική, χωρίς πραγματικό συναίσθημα. Με την πάροδο του χρόνου, η Στροφή απέκτησε τεράστιο συμβολικό βάρος, επειδή θεωρήθηκε από την κριτική ότι έστρεψε την ελληνική ποίηση από την παραδοσιακή στη μοντέρνα γραφή. Ο Μοντερνισμός του Σεφέρη, παρατηρεί ο Γιώργος Θεοτοκάς, υπήρξε «ένας μοντερνισμός τολμηρός, αλλά που κρατούσε το νήμα της παράδοσης, με αίσθημα ευθύνης και με σεβασμό για τη γλώσσα».
Ο θόρυβος που δημιουργήθηκε, αλλά και το ειδικό βάρος των Κατσίμπαλη και Καραντώνη στα λογοτεχνικά πράγματα, τον βοήθησε να επιβληθεί ως ένας πολλά υποσχόμενος νέος ποιητής. Η καθιέρωση του Σεφέρη ως μείζονος ποιητή έγινε το 1935, με την ποιητική συλλογή Μυθιστόρημα. Σ’ αυτό το έργο βλέπουμε πλήρως διαμορφωμένα τα σύμβολα που συνθέτουν την ποιητική μυθολογία του Σεφέρη: το «ταξίδι», οι «πέτρες», τα «μάρμαρα», τα «αγάλματα», η «θάλασσα», ο «Οδυσσέας» κ.ά.
Εκτός από το πλούσιο ποιητικό έργο του, ο Σεφέρης διακρίθηκε και στον δοκιμιακό λόγο, με μία σειρά ρηξικέλευθων κριτικών δοκιμίων, στα οποία τόνισε τη σημασία της ελληνικής παράδοσης και ανέδειξε το έργο περιθωριακών μορφών της, όπως του Γιάννη Μακρυγιάννη και του Θεόφιλου. Το μεταφραστικό του έργο είναι μικρό σε ποσότητα, αλλά σημαντικό. Μετέφρασε δύο έργα του αμερικανού ποιητή Τ.Σ. Έλιοτ (Έρημη Χώρα και Φονικό στην Εκκλησιά), ενώ μετέφερε στη νέα ελληνική δύο έργα της Βίβλου (Άσμα Ασμάτων και Αποκάλυψη του Ιωάννη). Ο Τ.Σ. Έλιοτ, ηγετική φυσιογνωμία της μοντερνιστικής ποίησης του 20ου αιώνα, ήταν ο ποιητής που τον επηρέασε όσο κανένας άλλος.
Από τη δεκαετία του ’50 το έργο του Σεφέρη μεταφράστηκε και εκτιμήθηκε στο εξωτερικό. Συνεπεία αυτού ήταν η βράβευσή του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας τον Δεκέμβριο του 1963, «για το υπέροχο λυρικό ύφος του, που είναι εμπνευσμένο από ένα βαθύ αίσθημα για το ελληνικό πολιτιστικό ιδεώδες», όπως αναφέρεται στο σκεπτικό της Σουηδικής Ακαδημίας.
Κατά τη διάρκεια της επτάχρονης δικτατορίας, έσπασε τη σιωπή του στις 28 Μαρτίου του 1969 και στηλίτευσε τη χούντα με την περίφημη δήλωσή του στο ραδιόφωνο του BBC. «Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης, όπου όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι αυτές να καταποντισθούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά» τόνισε μεταξύ άλλων.
Στις αρχές Αυγούστου του 1971 ο Γιώργος Σεφέρης εισάγεται στον Ευαγγελισμό και εγχειρίζεται στον δωδεκαδάκτυλο. Θα πεθάνει από μετεγχειρητικές επιπλοκές τα ξημερώματα της 20ης Σεπτεμβρίου του 1971. Η κηδεία του, δύο ημέρες αργότερα, θα είναι πάνδημη και θα λάβει αντιδικτατορικό χαρακτήρα. Στη νεκρώσιμη πομπή προς το Α’ Νεκροταφείο, μπροστά στην Πύλη του Αδριανού, το πλήθος σταματά την κυκλοφορία και αρχίζει να τραγουδά το απαγορευμένο τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη σε στίχους Σεφέρη Άρνηση (Στο περιγιάλι το κρυφό, όπως είναι πιο γνωστό). Στις 23 Σεπτεμβρίου, δημοσιεύεται στην εφημερίδα Το Βήμα, το τελευταίο ποίημα του Γιώργου Σεφέρη Επί Ασπαλάθων, που έγραψε στις 31 Μαρτίου 1971 και αποτελεί μία ακόμη καταγγελία κατά της δικτατορίας.
Αρκετοί συνθέτες έχουν ενσκήψει στο έργο του Σεφέρη και μελοποιήσει ποιήματά του, όπως οι Μίκης Θεοδωράκης, Νίκος Μαμαγκάκης, Μίλτος Πασχαλίδης, Αδελφοί Κατσιμίχα, Ηλίας Ανδριόπουλος, Δήμος Μούτσης, Αργύρης Μπακιρτζής, Δημήτρης Αγραφιώτης, Θεόδωρος Αντωνίου, Λεωνίδας Ζώρας, Θεόδωρος Καρυωτάκης, Περικλής Κούκος, Γιώργος Κουρουπός, Γεώργιος Πονηρίδης, Θάνος Μικρούτσικος και Τζον Τάβενερ.

 

 

Θάνατοι

 

 

1868 – Λουδοβίκος Α’, Ο Λουδοβίκος Κάρολος. Γεννήθηκε στις 25 Αυγούστου 1786 στο Στρασβούργο. Γονείς του ήταν ο Μαξιμιλινός Α΄ Ιωσήφ, Εκλέκτορας (μετά Βασιλιάς) της Βαυαρίας, του Οίκου του Παλατινάτου-Μπίρκενφελντ-Ζβαϊμπρύκεν, κλάδου του Οίκου των Βίττελσμπαχ, και η Αυγούστα Βιλελμίνη, κόρη του Γεωργίου Γουλιέλμου της Έσσης-Ντάρμστατ. Τον Οκτώβριο του 1810 νυμφεύτηκε τη Θηρεσία, κόρη του Φρειδερίκου της Σαξονίας-Χιλντμπουργκχαουζεν. Ο γάμος του αποτέλεσε το πρώτο Οκτόμπερφεστ. Ο Λουδοβίκος απέρριψε έντονα τη συμμαχία του πατέρα του με τον Ναπολέοντα Α΄ της Γαλλίας.
Ήταν φιλέλληνας, φανατικός ελληνιστής, συλλέκτης και φίλος των τεχνών. Επί βασιλείας του το Μόναχο αναδείχτηκε καλλιτεχνικά. Άρχισε τις ανοικοδομητικές εργασίες πριν ακόμα βασιλεύσει, όταν ήταν πρίγκηπας, και συνέχισε ακόμα και μετά την καθαίρεσή του. Διέταξε την ανέγερση πολλών νεοκλασικών και νεο-ουμανιστικών κτηρίων, με πρότυπο την αρχιτεκτονική της αρχαίας Ελλάδας. Πολλά από τα έργα του διατηρούνται μέχρι σήμερα και βρίσκονται στο Μόναχο. Διαρρύθμισε την Λούντβιχστρασσε (Ludwigstraße, ‘Οδός Λουδοβίκου’) με το Πανεπιστήμιο του Μονάχου που το μετέφερε από την πόλη Λούντβιγκσμπουργκ, την Φέλντχερνχαλλε (Feldherrnhalle, ‘Αίθουσα των Στραταρχών’), το Ζίγκεστορ (Siegestor, ‘Πύλη της Νίκης’), η Εθνική Βιβλιοθήκη του Μονάχου, η Πλατεία του Βασιλέα (Königsplatz), η Γλυπτοθήκη, τα Προπύλαια, η Κρατική Αρχαιολογική Συλλογή Μονάχου, η Νέα και η Παλαιά Πινακοθήκη, η Ρούμεσχαλλε (Ruhmeshalle, ‘Αίθουσα της Δόξας’), και το Άγαλμα της Βαυαρίας. Σε δύο βουνοπλαγιές έκτισε το Μνημείο της Βαλχάλλα και την Αίθουσα της Απελευθέρωσης.
Ο Λουδοβίκος υποστήριξε την ελληνική επανάσταση του 1821 και αναδείχθηκε σπουδαίος φιλέλληνας (ο Διονύσιος Κόκκινος στο πεντάτομο έργο του “Η Ελληνική Επανάστασις”, έκδοση “Μέλισσα”, Αθήνα, 1974, στον 5ο τόμο, σελ. 549, αναφέρει ότι, μόλις ο Λουδοβίκος πληροφορήθηκε τη θριαμβευτική νίκη του Καραϊσκάκη στη μάχη της Αράχωβας, αναφώνησε ευτυχής: “Ανεστήθη η Ελλάς μου”) ενώ ο δευτερότοκος γιος του Όθων επιλέχτηκε ως βασιλιάς της Ελλάδας το 1832. Μετά από την επανάσταση του Ιουλίου στη Γαλλία το 1830, η προηγούμενη φιλελεύθερη πολιτική του έγινε όλο και περισσότερο κατασταλτική. Στο δημοκρατικό φεστιβάλ στο Χάμπακερ το 1832 εκδηλώθηκε η δυσαρέσκεια του πληθυσμού, που υπέφερε από τους υψηλούς φόρους και τη λογοκρισία. Η σχέση του με την χορεύτρια και ηθοποιό Λόλα Μοντέζ προκάλεσε επίσης σκάνδαλο.
Παραιτήθηκε στις 20 Μαρτίου του 1848 υπέρ του γιου του Μαξιμιλιανού. Ακόμη και μετά την παραίτησή του ο Λουδοβίκος παρέμεινε σημαντικός χορηγός των τεχνών. Ωστόσο, στη διαδικασία ανοικοδόμησης των Νέων Ανακτόρων, επίσημη κατοικία του εν Ελλάδι εστεμμένου γιου του, η παρέμβασή του αποδείχτηκε ζημιογόνος για τα ελληνικά δημοσιονομικά δεδομένα, ενώ για την αποπεράτωσή τους καταχράσθηκε και απέστειλε στην Ελλάδα χρήματα του βαυαρικού ταμείου, τα οποία προορίζονταν για τεχνικά έργα υψίστης σημασίας.
Πέθανε στη Νίκαια σε ηλικία 81 ετών το 1868, 20 χρόνια μετά την παραίτησή του. Τάφηκε στο Αββαείο του Αγίου Βονιφατίου στο Μόναχο που ο ίδιος είχε ιδρύσει το 1835.

 

 

1908 – Πατ Γκάρετ. Θρυλική φιγούρα του Φαρ-Ουέστ. Γελαδάρης, βουβαλοκυνηγός μπάρμαν και άνθρωπος του νόμου, που διετέλεσε σερίφης και τελώνης. Ο Πάτρικ Φλόιντ Γκάρετ (Patrick Floyd “Pat” Garrett) γεννήθηκε στην πόλη Κασέτα της Αλαμπάμα στις 5 Ιουνίου 1850 και μεγάλωσε στο Χέινσβιλ της Λουιζιάνας. Σε ηλικία 19 ετών εγκατέλειψε την οικογενειακή στέγη για να δουλέψει ως γελαδάρης (cowboy) στο Τέξας. Το 1875 άλλαξε επάγγελμα κι έγινε βουβαλοκυνηγός. Το 1878 σκότωσε ένα συνάδελφό του βουβαλοκυνηγό, ευρισκόμενος σε άμυνα, όταν αυτός του επιτέθηκε με τσεκούρι, ύστερα από ένα καυγά.
Ο τόπος δεν τον χωρούσε και ο Γκάρετ μετακόμισε στο γειτονικό Νέο Μεξικό. Αρχικά δούλεψε ως γελαδάρης και στη συνέχεια άνοιξε το δικό του σαλούν. Διακρινόταν για το ύψος του και οι ντόπιοι του κόλλησαν το παρατσούκλι Μακρυγιάννης (Long John). Το 1879 παντρεύτηκε τη Χουανίτα Γκουτιέρεζ και όταν αυτή πέθανε στη γέννα τον επόμενο χρόνο, την αδελφή της Απολινάρια, η οποία του χάρισε εννέα παιδιά.
Τον Νοέμβριο του 1880 ο σερίφης της κομητείας Λίνκολν του Νέου Μεξικού παραιτήθηκε μη αντέχοντας τον πόλεμο των παρανόμων που είχε ξεσπάσει στην περιοχή του. Ο κυβερνήτης της πολιτείας Λιού Γουάλας (ο συγγραφέας του Μπεν Χουρ) διόρισε στη θέση του τον Πατ Γκάρετ, που εν τω μεταξύ είχε αποκτήσει φήμη ικανού πιστολά και ήταν μέλος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, όπως και ο κυβερνήτης. Αμέσως, ο Γκάρετ βάλθηκε να ξεπαστρέψει την περιοχή από τους παρανόμους, με πρώτο και καλύτερο τον Χένρι ΜακΚάρτι, ένα νεαρό φυγόδικο, γνωστό με το ψευδώνυμο Μπίλι δε Κιντ (Billy The Kid). Ο ΜακΚάρτι φημολογείτο ότι είχε σκοτώσει 21 ανθρώπους, έναν για κάθε χρόνο της ζωής του, και είχε επικηρυχθεί από τον κυβερνήτη για το ποσό των 373.47 δολαρίων. Ήταν ο παράνομος που θα χαρίσει τη δόξα στον Πατ Γκάρ
Το 1901 έγινε φίλος με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Θίοντορ Ρούζβελτ και αυτός τον διόρισε τελώνη στο Ελ Πάσο του Τέξας. Όμως, οι κακές παρέες του οδήγησαν τον αμερικανό πρόεδρο να μη του ανανεώσει τη θητεία το 1906. Ο Γκάρετ επέστρεψε στο ράντσο του στο Νέο Μεξικό, αλλά ήταν πνιγμένος στα χρέη. Ένα μέρος του ράντσου το έδωσε στους πιστωτές του, ενώ νοίκιαζε κάποια άλλα τμήματά του. Με ένα από τους ενοικιαστές του, τον Τζέσε Μπρέιζελ, ήρθε σε ρήξη για τις γίδες του που έβοσκαν χωρίς την άδεια του Γκάρετ. Το πρωινό της 29ης Φεβρουαρίου 1908 τον αντάμωσε στον δρόμο. Ο καυγάς δεν άργησε να ξεσπάσει. Σύμφωνα με την υπερασπιστική γραμμή του Μπρέιζελ, που οδήγησε στην αθώωσή του, ο Γκάρετ κινήθηκε για να πιάσει το όπλο του και αυτός τον πυροβόλησε δύο φορές, την μία στο στομάχι και την άλλη στο κεφάλι, ευρισκόμενος σε νόμιμη άμυνα. Ο θάνατος του Πατ Γκάρετ ήταν ακαριαίος. Ένας πεζός θάνατος για μια θρυλική φιγούρα του Γουέστ.
Η ιστορία του Πατ Γκάρετ και του Μπίλι δε Κιντ έχει μεταφερθεί δεκάδες φορές στον κινηματογράφο, με κορυφαίο το γουέστερν του Σαμ Πέκινπα Pat Garrett & Billy the Kid, παραγωγής 1973, τη μουσική του οποίου έγραψε ο Μπομπ Ντίλαν.

 

2012 – Βασίλης Τσιβιλίκας. Είχε καταγωγή από τα Δομνίστα και Μεγάλο Χωριό Ευρυτανίας. Ήταν το πρώτο παιδί της οικογένειας και είχε δύο αδερφές. Η αδελφή του Ελένη Τσιβιλίκα είναι σημαντική αρχαιολόγος του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Αθηνών, με ανασκαφικό έργο στην Κρήτη και τις Κυκλάδες. Ο πατέρας του ήταν καταστηματάρχης ο οποίος εξασφάλισε άνετη ζωή στην οικογένειά του και αγαπούσε το θέατρο.
Φοίτησε στο Αμερικάνικο Κολέγιο της Θεσσαλονίκης “Anatolia”. Εκεί οι καθηγητές του τον παρότρυναν να ασχοληθεί με την υποκριτική, συμμετέχοντας αρχικά στη θεατρική ομάδα του σχολείου. Μετά την ολοκλήρωση των εγκύκλιων σπουδών του πέρασε στην Αγγλική Φιλολογία, την οποία όμως εγκατέλειψε για να κατεβεί στην Αθήνα και να ασχοληθεί επαγγελματικά πλέον με την υποκριτική.
Μετά από μία αποτυχημένη προσπάθεια να εισαχθεί στο Θέατρο Τέχνης «Κάρολος Κουν», σπούδασε τελικά στη Δραματική Σχολή του Πέλου Κατσέλη.
Πρώτη του εμφάνιση στο θέατρο ήταν το 1965 στη Νέα Ιωνία. Δύο χρόνια αργότερα ο Κάρολος Κουν τον καλεί στο Θέατρο Τέχνης «Κάρολος Κουν». Στις αρχές της δεκαετίας του 70 ξεκινά να ασχολείται με την επιθεώρηση και στα μέσα της με την πρόζα. Η δεκαετία του ’70 ήταν η περίοδος που πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο. Η πρώτη ταινία που συμμετείχε ήταν Η θεία μου η χίπισσα του Αλέκου Σακελλάριου.

 

Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia
Διαβάστε περισσότερα στην ενότητα Χρονολόγιο
με click πάνω στην κάρτα που ακολουθεί
ή στο Posted in Χρονολόγιο