.
Η ταυτότητα της ημέρας
και τα γεγονότα που την «σημάδεψαν»
4 Νοεμβρίου 2024
Είναι η 309η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Υπολείπονται 57 ημέρες για τη λήξη του
🌅 Ανατολή ήλιου: 06:54 – Δύση ήλιου: 17:23 – Διάρκεια ημέρας: 10 ώρες 29 λεπτά
🌒 Σελήνη 2.7 ημερών
Χρόνια πολλά στους: Ερμαίο, Ερμαία, Ιωαννίκιο, Ιωανίκιο
Γεγονότα
1828 – Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία υπογράφουν το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, με το οποίο θέτουν υπό την προστασία τους την Πελοπόννησο και τις Κυκλάδες, έως ότου αποφασισθούν οριστικώς τα όρια της Ελλάδας, κατόπιν διαπραγματεύσεων με την Πύλη. Το Πρωτόκολλο της ανεξαρτησίας του Ελληνικού κράτους (γνωστό και ως Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830) υπογράφτηκε από την Αγγλία, τη Γαλλία και τη Ρωσία στις 3 Φεβρουαρίου του 1830. Ήταν η πρώτη επίσημη, διεθνής διπλωματική πράξη που αναγνώριζε την Ελλάδα ως κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος με όλα τα δικαιώματα –πολιτικά, διοικητικά, εμπορικά– που εκπορεύονταν από την ανεξαρτησία της, το οποίο θα επεκτεινόταν νότια της συνοριακής γραμμής που όριζαν οι ποταμοί Αχελώος και Σπερχειός. Πρώτος Κυβερνήτης του νεοσύστατου κράτους (1830-1831) υπήρξε ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο οποίος ήδη από το 1828 είχε φθάσει στην Ελλάδα ως Κυβερνήτης, μετά από ψήφισμα της Γ’ Εθνοσυνέλευσης της Τροιζήνας την 1η Απριλίου 1827) Με τη Συνθήκη οριζόταν επίσης ότι πολίτευμα του ελληνικού κράτους θα ήταν η μοναρχία και ο ηγεμόνας του θα είχε τον τίτλο “Ηγεμών Κυριάρχης της Ελλάδος”. Για τη θέση του μονάρχη οι συμβαλλόμενες χώρες επέλεξαν τον πρίγκιπα Λεοπόλδο του Σαξ-Κόμπουργκ & Γκότα (μετέπειτα Βασιλιά του Βελγίου), ο οποίος, παρά την αρχική του αποδοχή, τελικά δεν δέχτηκε την πρότασή τους. Μετά την παραίτηση του Λεοπόλδου[1] και τη δολοφονία του Καποδίστρια, με νέα συνθήκη της 25ης Απριλίου / 7ης Μαϊου 1832, ο μόλις 17χρονος πρίγκηπας Όθωνας των Βίττελσμπαχ της Βαυαρίας αναγορεύεται ως Βασιλιάς της Ελλάδος και το νέο κράτος ονομάζεται Βασίλειον της Ελλάδος. Σε αυτό συνέβαλε και ο φιλελληνισμός του πατέρα του Λουδοβίκου Α΄ της Βαυαρίας. Οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν ήταν απόλυτα σύμφωνες με την επιλογή, ιδιαίτερα η Μεγάλη Βρετανία έφερε εμπόδια.
1918 – Συνέρχεται το ιδρυτικό συνέδριο του ΣΕΚΕ (νυν ΚΚΕ) στα γραφεία του Συνδέσμου Μηχανικών Ατμοπλοίων στον Πειραιά. Ηταν Κυριακή 4 Νοέμβρη του 1918 (17 Νοέμβρη με το νέο ημερολόγιο), ώρα 10.30 το πρωί. Στα γραφεία του Συνδέσμου Ατμοπλοίων Πειραιά του Πειραιά, εκεί όπου βρίσκονται σήμερα τα γραφεία της ΠΕΜΕΝ, έχουν συγκεντρωθεί μια χούφτα άνθρωποι, με σκοπό να πραγματοποιήσουν το πρώτο Πανελλαδικό Σοσιαλιστικό Συνέδριο και να ιδρύσουν το πρώτο Εργατικό Κόμμα στην Ελλάδα. Λίγες μέρες πριν, στο διάστημα από 21 Οκτώβρη/3 Νοέμβρη έως τις 28 Οκτώβρη/10 Νοέμβρη είχε πραγματοποιηθεί το πρώτο εργατικό συνέδριο στη χώρα, που ίδρυσε τη Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος.
Το Α` Πανελλαδικό Σοσιαλιστικό Συνέδριο ξεκίνησε τις εργασίες του με σύντομη ομιλία του ηλεκτροτεχνίτη και προσωρινού προέδρου των εργασιών Στ. Κόκκινου, ο οποίος, μιλώντας εκ μέρους της οργανωτικής επιτροπής, είπε: «Η αίθουσα εις την οποίαν συνεδριάζομεν δεν ανήκει εις το Σοσιαλιστικόν Κόμμα και ως εκ τούτου δεν πρέπει να κάμει εις το κοινόν η διακόσμησις, η κάθε άλλο παρά σοσιαλιστική, εντύπωσιν. Εύχομαι, όπως εις το ερχόμενον συνέδριον έχωμεν αίθουσαν ιδικήν μας, όπως ημείς θέλωμεν». Στη συνέχεια ακολουθούν χαιρετιστήριες, σύντομες ομιλίες. Πρώτος πήρε το λόγο ο Γ. Πισπινής ως εκπρόσωπος των σοσιαλιστών του Πειραιά. Μετά μίλησε ο Α. Αρβανίτης εκ μέρους της Οργανωτικής Επιτροπής του Συνεδρίου. Ακολούθησαν ο Δημοσθένης Λιγδόπουλος από την εφημερίδα «Εργατικός Αγών», ο Μιχάλης Οικονόμου εκ μέρους της Σοσιαλιστικής Νεολαίας Αθηνών, ο Αβραάμ Μπεναρόγια ο οποίος διάβασε εκ μέρους της Οργανωτικής Επιτροπής χαιρετιστήρια τηλεγραφήματα και στη συνέχεια το λόγο πήρε ο Αντζελ Πεχνά εκ μέρους των Σοσιαλιστών Καβάλας, ο οποίος και ζήτησε τη διακοπή των εργασιών για το απόγευμα της ίδιας μέρας, σε ένδειξη συμπαράστασης προς τη Γερμανική Επανάσταση. Τέλος, το λόγο ξαναπήρε ο Μπεναρόγια, ο οποίος, μεταξύ άλλων, ζήτησε την άδεια «να αποστείλει χαιρετιστήρια τηλεγραφήματα, όπου πρέπει».
1922 – Ο άγγλος αρχαιολόγος Χάουαρντ Κάρτερ ανακαλύπτει τον τάφο του Φαραώ Τουταγχαμών στην Αίγυπτο. Το 1907, μετά από μια δύσκολη τριετία για τον Κάρτερ, ο Λόρδος Κάρναρβον τον προσέλαβε για να διευθύνει ανασκαφές στους τάφους ευγενών στο Ντέιρ ελ-Μπαχάρι, κοντά στις Θήβες. Ο Γκαστόν Μασπερό είχε συστήσει τον Κάρτερ στον Κάρναρβον, έχοντας υπόψη τις σύγχρονες αρχαιολογικές του μεθόδους και συστήματα καταγραφής.
Το 1914 ο Λόρδος Κάρναρβον έλαβε την άδεια να ανασκάψει στην Κοιλάδα των Βασιλέων και ο Κάρτερ διεύθυνε τις εργασίες. Ωστόσο, οι ανασκαφές διακόπηκαν σύντομα από την έναρξη του Α΄Παγκόσμιου Πολέμου και ο Κάρτερ πέρασε τα χρόνια του πολέμου ως διπλωματικός μεταφορέας και μεταφραστής. Επέστρεψε με ενθουσιασμό στο ανασκαφικό έργο του προς τα τέλη του 1917.
Το 1922 ο Λόρδος Κάρναρβον είχε απογοητευθεί πλέον με την έλλειψη ευρημάτων και πληροφόρησε τον Κάρτερ ότι είχε μία ακόμη ανασκαφική περίοδο με χρηματοδότηση για να βρει κάτι σημαντικό στην Κοιλάδα των Βασιλέων.
Ο Κάρτερ τότε ερεύνησε μία γραμμή από καλύβες που είχε εγκαταλείψει μερικές περιόδους νωρίτερα. Οι ανασκαφείς καθάρισαν τις καλύβες και τα συντρίμματα βράχων από κάτω τους. Στις 4 Νοεμβρίου 1922 το παιδί που είχαν για να τους φέρνει νερό σκόνταψε τυχαία σε μια πέτρα που αποδείχθηκε το πρώτο σκαλοπάτι μιας σκάλας σκαλισμένης πάνω στον βράχο. Ανέσκαψαν τότε μερικώς τα σκαλοπάτια, μέχρι που αποκαλύφθηκε το επάνω μέρος μιας θύρας καλυμμένης με σοβά λάσπης και φέρουσας βασιλικές δέλτους (οβάλ με ιερογλυφικά). Ο Κάρτερ είπε και ξανακάλυψαν τη σκάλα, και έστειλε ένα τηλεγράφημα στον Κάρναρβον, ο οποίος έφθασε δυόμισυ εβδομάδες αργότερα, στις 23 Νοεμβρίου.
Στις 26 Νοεμβρίου ο Κάρτερ έσκαψε ένα «μικροσκοπικό άνοιγμα στην επάνω αριστερή γωνία» της θύρας, ενώπιον του Κάρναρβον, της κόρης του και άλλων, με μία σμίλη που του είχε δωρίσει η γιαγιά του για τα δέκατα έβδομα γενέθλιά του. Μπόρεσε να δει με το φως ενός κεριού πολλούς χρυσούς και εβένινους θησαυρούς άθικτους. Δεν γνώριζε ακόμα αν ήταν καν «τάφος ή απλώς ένα παλαιό θησαυροφυλάκιο», αλλά μπόρεσε να διακρίνει μια πολλά υποσχόμενη σφραγισμένη θύρα ανάμεσα σε δύο αγάλματα-φρουρούς. Ο Κάρναρβον τον ρώτησε: «Μπορείς να δεις τίποτα;» και ο Κάρτερ απάντησε με λέξεις που έμειναν ιστορικές: «Ναι, θαυμαστά πράγματα!» Στην πραγματικότητα ο Κάρτερ είχε ανακαλύψει τον τάφο του φαραώ Τουταγχαμών, που αναφέρεται από τους αιγυπτιολόγους ως KV62.
Οι σημειώσεις του Κάρτερ και φωτογραφίες υποδεικνύουν ότι ο ίδιος μαζί με τον Λόρδο Κάρναρβον και τη λαίδη Έβελυν Χέρμπερτ εισήλθαν στον ταφικό θάλαμο τον Νοέμβριο του 1922, πριν από το επίσημο άνοιγμά του.
Οι επόμενοι αρκετοί μήνες καταναλώθηκαν για την καταλογογράφηση των περιεχομένων του προθαλάμου, υπό τη «συχνά αγχογόνο» επίβλεψη του Πιερ Λακώ, γενικού διευθυντή του Υπουργείου (πλέον) Αρχαιοτήτων της Αιγύπτου. Στις 16 Φεβρουαρίου 1923 ο Κάρτερ άνοιξε τη σφραγισμένη θύρα και διαπίστωσε πως πράγματι οδηγούσε σε έναν νεκρικό θάλαμο, όπου αντίκρισε για πρώτη φορά τη σαρκοφάγο του Τουταγχαμών. Ο τάφος θεωρήθηκε ο καλύτερα διατηρημένος και ο μοναδικός ίσως άθικτος τάφος φαραώ που βρέθηκε ποτέ στην Κοιλάδα των Βασιλέων, οπότε η ανακάλυψη καλύφθηκε με ενθουσιασμό από τον παγκόσμιο τύπο, αλλά οι περισσότεροι από τους ανταποκριτές του περιορίσθηκαν στα ξενοδοχεία τους, προς μεγάλη τους απογοήτευση. Μόνο στον Χένρυ Βόλαμ Μόρτον των Times του Λονδίνου επιτράπηκε να επισκεφθεί τον τάφο και οι ζωηρές περιγραφές του βοήθησαν να εδραιωθεί η φήμη του Κάρτερ στο βρετανικό κοινό.
Τον Φεβρουάριο του 1923 μια ρήξη ανάμεσα στον Κάρτερ και στον Λόρδο Κάρναρβον, πιθανώς εξαιτίας διαφωνίας στο πώς να χειρισθούν τις εποπτεύουσες αιγυπτιακές αρχές, προκάλεσε το προσωρινό κλείσιμο της ανασκαφής. Οι εργασίες ξανάρχισαν στις αρχές Μαρτίου, αφού ο Κάρναρβον ζήτησε πρώτα συγγνώμη από τον Κάρτερ. Αργότερα τον ίδιο μήνα ο Λόρδος μολύνθηκε στο ξύρισμα στο Λούξορ και πέθανε από σηψαιμία στο Κάιρο στις 5 Απριλίου 1923. Η σύζυγός του Αλμίνα διατήρησε την εκχώρηση της Κοιλάδας για ανασκαφές στον σύζυγό της, κάτι που επέτρεψε στον Κάρτερ να συνεχίσει το έργο του.
Η λεπτομερής και προσεκτική καταγραφή από τον Κάρτερ των χιλιάδων αντικειμένων που βρέθηκαν μέσα στον τάφο συνεχίσθηκε μέχρι το 1932, με τα περισσότερα να μεταφέρονται στο Μουσείο Αιγυπτιακών Αρχαιοτήτων Καΐρου. Οι εργασίες διακόπηκαν και αρκετές άλλες φορές, τη μία επί σχεδόν ένα έτος (1924–1925), όταν σημειώθηκε διαφωνία σχετικώς με αυτό που ο Κάρτερ θεωρούσε ως υπερβολικό έλεγχο της ανασκαφής από την Υπηρεσία Αρχαιοτήτων. Οι αιγυπτιακές αρχές συμφώνησαν τελικώς ότι ο Κάρτερ έπρεπε να ολοκληρώσει την εκκαθάριση του τάφου. Παρά το γεγονός ότι πρωτοστάτησε στη μεγαλύτερη ίσως αρχαιολογική ανακάλυψη της εποχής του, ο Κάρτερ δεν τιμήθηκε ποτέ από το βρετανικό κράτος. Ωστόσο, το 1926 τιμήθηκε με το παράσημο του Τάγματος του Νείλου Γ΄ τάξεως, από τον βασιλιά Φουάντ Α΄ της Αιγύπτου. Την ίδια δεκαετία ανακηρύχθηκε επίσης επίτιμος διδάκτορας από το Πανεπιστήμιο Γέιλ και έγινε επίτιμο μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας Ιστορίας της Μαδρίτης.
1944 – Ολοκληρώνεται η εκκένωση της Ελλάδος από τους Γερμανούς. Γερμανικές φρουρές παραμένουν μόνο στα νησιά Ρόδο, Κάλυμνο, Κω, Λέρο, Τήνο, Μήλο, και στο ΒΔ τμήμα της Κρήτης μέχρι τον Μάιο του 1945. Στις 12 Οκτωβρίου, αποχώρησαν και οι τελευταίοι Γερμανοί από την Αθήνα, γεγονός που σηματοδοτεί το τέλος της κατοχής της Ελλάδας. Με την αποχώρησή τους, χιλιάδες πολίτες πλημμύρισαν τους δρόμους και τις πλατείες της πόλης πανηγυρίζοντας. Μια τριμελής κυβερνητική επιτροπή εγκαταστάθηκε στην Αθήνα για να προετοιμάσει το έδαφος για την έλευση της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας του Γεωργίου Παπανδρέου. Μέχρι τις 18 Οκτωβρίου, οπότε και εγκαταστάθηκε η κυβέρνηση Παπανδρέου στην Αθήνα, υπήρξαν έξι ημέρες ταραχών. Δυνάμεις του ΕΛΑΣ επιχειρούσαν κατά των Ταγμάτων Ασφαλείας, που είχαν καταφύγει αρχικά στην περιοχή του Μετς. Στις 15 Οκτωβρίου, κατά τη διάρκεια πανηγυρισμών στην περιοχή της Ομόνοιας, ακροδεξιοί άνοιξαν πυρ εναντίον του πλήθους και σκότωσαν 7 άτομα.
Στις 18 Οκτωβρίου, εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα η κυβέρνηση Παπανδρέου, που λίγο αργότερα μετασχηματίστηκε στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Σύντομα, επήλθε κυβερνητική κρίση, που υπήρξε προϊόν της άρνησης της πλευράς του ΕΑΜ για πλήρη αφοπλισμό του ΕΛΑΣ. Στις 2 Δεκεμβρίου, παραιτήθηκαν από την κυβέρνηση οι έξι από τους επτά υπουργούς που προέρχονταν από τις τάξεις του ΕΑΜ και στις 4 Δεκεμβρίου, παραιτήθηκε και ο έβδομος. Είχε προηγηθεί η αιματηρή καταστολή του συλλαλητηρίου του ΕΑΜ που είχε πραγματοποιηθεί την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου. Την επίθεση των κυβερνητικών δυνάμεων δέχτηκε και η απεργία που οργανώθηκε από το ΕΑΜ τη Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου και υπήρξε εξίσου αιματηρή. Τα γεγονότα αυτά αποτέλεσαν την αρχή των ένοπλων συγκρούσεων στην Αθήνα μεταξύ δυνάμεων του ΕΛΑΣ και κυβερνητικών δυνάμεων, συνεπικουρούμενων από αγγλικά στρατιωτικά σώματα. Οι συγκρούσεις, που έμειναν γνωστές ως Δεκεμβριανά, τερματίστηκαν στις 5 Ιανουαρίου, με την αποχώρηση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ από την Αθήνα. Ακολούθησε υπογραφή ανακωχής στις 11 Ιανουαρίου και η υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας στις 12 Φεβρουαρίου 1945. Ενδιάμεσα, η κυβέρνηση Παπανδρέου είχε παραιτηθεί και είχε αντικατασταθεί από την κυβέρνηση Πλαστήρα.
Λίγους μήνες αργότερα, απελευθερώθηκαν και οι τελευταίες περιοχές στην Ελλάδα, που παρέμεναν υπό τον έλεγχο γερμανικών φρουρών. Αυτές ήταν η Κρήτη, η Μήλος και ορισμένα νησιά των Δωδεκανήσων. Με την τελική συνθηκολόγηση της Γερμανίας, στις 8 Μαΐου 1945, οι τελευταίες γερμανικές φρουρές που είχαν απομείνει στην Ελλάδα παραδόθηκαν και η ξένη κατοχή τελείωσε οριστικά. Τα Δωδεκάνησα πέρασαν για ένα διάστημα κάτω από αγγλική και ελληνική στρατιωτική διοίκηση και ενσωματώθηκαν επίσημα στην Ελλάδα στις 7 Μαρτίου του 1948. Την ίδια περίοδο, στην Ελλάδα βρισκόταν σε εξέλιξη ο εμφύλιος πόλεμος, που υπήρξε συνέπεια του διχασμού που άρχισε να αναπτύσσεται κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της κατοχής
1979 – Ιρανοί ισλαμιστές καταλαμβάνουν την πρεσβεία των ΗΠΑ στην Τεχεράνη και κρατούν ομήρους 63 Αμερικανούς για 444 μέρες. Οι εισβολείς, στην πλειοψηφία τους φοιτητές, ζητούν από τις ΗΠΑ να στείλουν τον πρώην Σάχη πίσω στο Ιράν για να δικαστεί. Η κρίση που ξεσπά σφραγίζει οριστικά το μέλλον του αμερικανού προέδρου Τζίμι Κάρτερ. Μήνες πριν από την Ιρανική Επανάσταση, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1977, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Τζίμι Κάρτερ εξόργισε περαιτέρω τους Ιρανούς κατά του Σάχη με μια τηλεοπτική ομιλία για τον Παχλαβί, υποστηρίζοντας ότι ο Σάχης ήταν «αγαπητός» από τον λαό του. Μετά την έναρξη της επανάστασης τον Φεβρουάριο του 1979 με την επιστροφή του Αγιατολάχ Χομεϊνί, η Αμερικανική Πρεσβεία καταλήφθηκε και το προσωπικό της κρατήθηκε σε ομηρία για λίγο. Πέτρες και σφαίρες είχαν σπάσει τόσα πολλά από τα μπροστινά παράθυρα της πρεσβείας που αντικαταστάθηκαν με αλεξίσφαιρο γυαλί. Το προσωπικό της πρεσβείας μειώθηκε σε λίγο περισσότερο από 60 από ένα σχεδόν 1000 νωρίτερα τη δεκαετία. Το Ιράν προσπάθησε να χρησιμοποιήσει την ομηρία για να διαπραγματευθεί το αίτημά του για την επιστροφή του σάχη στο Ιράν προκειμένου να δικαστεί.
Η κυβέρνηση Κάρτερ προσπάθησε να μετριάσει το αντιαμερικανικό αίσθημα προωθώντας μια νέα σχέση με την ντε φάκτο ιρανική κυβέρνηση και συνεχίζοντας τη στρατιωτική συνεργασία με την ελπίδα ότι η κατάσταση θα σταθεροποιηθεί. Ωστόσο, στις 22 Οκτωβρίου 1979, οι Ηνωμένες Πολιτείες επέτρεψαν στον Σάχη, ο οποίος είχε βρεθεί να πάσχει από λέμφωμα, να εισέλθει στο Ιατρικό Κέντρο Κόρνελ της Νέας Υόρκης για ιατρική περίθαλψη. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ είχε αποθαρρύνει αυτή την απόφαση, κατανοώντας την πολιτική λεπτότητα. Αλλά ως απάντηση στην πίεση από προσωπικότητες με επιρροή, όπως ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ και ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων Ντέιβιντ Ροκφέλερ, η κυβέρνηση Κάρτερ αποφάσισε να την χορηγήσει.
Η αποδοχή του Σάχη στις Ηνωμένες Πολιτείες ενέτεινε τον αντιαμερικανισμό των Ιρανών επαναστατών και γέννησε φήμες για ένα άλλο πραξικόπημα με την υποστήριξη των ΗΠΑ που θα τον επανεγκαταστήσει. Ο Χομεϊνί, ο οποίος είχε εξοριστεί από τον σάχη για 15 χρόνια, ενίσχυσε τη ρητορική εναντίον του «Μεγάλου Κακού», όπως αποκαλούσε τις ΗΠΑ, μιλώντας για «στοιχεία αμερικανικής συνωμοσίας». Εκτός από τον τερματισμό αυτού που πίστευαν ότι ήταν αμερικανική δολιοφθορά της επανάστασης, η ομηρία είχε σαν στόχο να καθαιρεθεί η προσωρινή επαναστατική κυβέρνηση του πρωθυπουργού Μεχντί Μπαρζαγκάν, η οποία πίστευαν ότι σχεδίαζε την εξομάλυνση των σχέσεων με τις ΗΠΑ και την εξάλειψη της ισλαμικής επαναστατικής ομάδας του Ιράν. Η κατάληψη της πρεσβείας στις 4 Νοεμβρίου 1979 προοριζόταν επίσης ως μοχλός πίεσης για να απαιτηθεί η επιστροφή του Σάχη για να δικαστεί στο Ιράν με αντάλλαγμα τους ομήρους.
Μια μεταγενέστερη μελέτη υποστήριξε ότι δεν υπήρχαν αμερικανικές συνωμοσίες για την ανατροπή των επαναστατών και ότι μια αποστολή συλλογής πληροφοριών της CIA στην πρεσβεία ήταν «ιδιαίτερα αναποτελεσματική, συγκεντρώνοντας λίγες πληροφορίες και η οποία παρεμποδίστηκε από το γεγονός ότι κανένας από τους τρεις αξιωματικούς δεν μιλούσε την τοπική γλώσσα, την περσική» .Το έργο της, ανέφερε η μελέτη, ήταν «συνετή κατασκοπεία που διεξήχθη σε διπλωματικές αποστολές παντού».
1996 – Τραγικό δυστύχημα έξω από το Βαθύ της Σάμου. Το επιβατηγό πλοίο «Σάμαινα» διεμβολίζει την πυραυλάκατο «Κωστάκος», η οποία βυθίζεται. Τέσσερα μέλη του πληρώματος αγνοούνται. Το Εξπρές Σάμινα ήταν ένα επιβατηγό/οχηματαγωγό (Ε/Γ-Ο/Γ) φέρυ-μπωτ (πορθμείο) κλειστού τύπου που αποτελούσε τμήμα του στόλου της εταιρείας Hellas Ferries (σήμερα Hellenic Seaways). Ναυπηγήθηκε το 1966 στα ναυπηγεία Chantiers de l’Atlantique στο Σεν Ναζαίρ της Γαλλίας και τέθηκε σε λειτουργία στην Hellas Ferries το 1999, με την ίδρυσή της. (Λειτούργησε και παλαιότερα, υπό διαφορετικές ονομασίες και πλοιοκτήτες). Ήταν αδελφό πλοίο του Comte De Nice, το οποίο επίσης λειτούργησε στην Ελλάδα, ως “Ναϊάς ΙΙ” (Αργότερα Express Ναϊάς), αλλά οι βασικές διαφορές των δύο πλοίων ήταν ότι το Σάμινα χωρούσε μέχρι 1442 επιβάτες, πριν μειωθούν στους 1300 και 170 αυτοκίνητα και διέθετε 256 καμπίνες, ενώ το Ναϊάς ΙΙ είχε 1408 επιβάτες πριν μειωθούν στους 1300 και 240 αυτοκίνητα και διέθετε 35 καμπίνες. Διαφορετική επίσης ήταν και η ταχύτητα των δύο πλοίων, 21 κόμβοι στο Σάμινα και 20,5 κόμβοι στο Ναϊάς ΙΙ, αλλά είχαν τις ίδιες όψεις, κατασκευαστές και παροχή ενέργειας. Το Σάμινα διέθετε δύο 16κύλινδους δηζελοκινητήρες Pielstick, με συνδυασμένη ισχύ των 10.945kW. Στις 26 Σεπτεμβρίου του 2000, εκτελούσε την ακτοπλοϊκή γραμμή Πειραιάς – Πάρος – Ικαρία – Σάμος – Φούρνοι . Το δρομολόγιο που εκτελέστηκε εκείνη την νύχτα είχε ως κατάληξη μία από τις σοβαρότερες ναυτικές τραγωδίες στην Ελλάδα με 81 νεκρούς.
Γεννήσεις
1883 – Νικόλαος Πλαστήρας. Γιος του Χρήστου Πλαστήρα, ράφτη, και της Στυλιανής Καραγιώργου, υφάντρας, γεννήθηκε στο Μορφοβούνι Καρδίτσας (παλαιά ονομασία: Βουνέσι), το 1883.
Κατά τον πόλεμο του 1897, η οικογένειά του καταφεύγει στην ορεινή Πεζούλα της Νευρόπολης Αγράφων και μετά το τέλος του πολέμου επιστρέφουν στην Καρδίτσα, όπου φοιτά στο δημοτικό και στο ελληνικό σχολείο της πόλης. Η φοίτηση όμως στο σχολείο διακόπτεται όταν εμπλέκεται σε έναν καυγά με τον γιό ενός Τούρκου Αγά και αναγκάζεται να διαφύγει για να μη συλληφθεί, μέσω Βόλου στον Πειραιά. Φοιτά στη Βαρβάκειο Σχολή και στη συνέχεια επιστρέφει, αφού φεύγουν οι Τούρκοι από τη Θεσσαλία, στην ιδιαίτερη πατρίδα του για να ολοκληρώσει τις γυμνασιακές σπουδές του.
Αφού τελείωσε το Γυμνάσιο, κατατάχθηκε στον Στρατό τον Δεκέμβριο του 1903 με τον βαθμό του δεκανέα και υπηρέτησε στο 5ο Σύνταγμα Πεζικού στα Τρίκαλα, όπου προήχθη σε υπαξιωματικό (επιλοχίας). Τον Απρίλιο του 1907 πήρε μέρος στον Μακεδονικό Αγώνα: αφού εγκατέλειψε τη μονάδα του, μαζί με μερικούς συναδέλφους του ήλθε σε επαφή με διάφορα πρόσωπα στην Καρδίτσα συγκροτώντας ομάδα εθελοντών. Με αυτή στη συνέχεια, συνεργάζεται με την ομάδα του καπετάν-Αγραφιώτη και του υπολοχαγού Χαράλαμπου Παπαγάκη σε επιχειρήσεις γύρω από τη λίμνη των Γιαννιτσών. Μετά την ολοκλήρωση της αποστολής του επέστρεψε στη μονάδα του και στα 1908 δίνει εξετάσεις προκειμένου να εισαχθεί στη Σχολή Υπαξιωματικών της Κέρκυρας, ερχόμενος πρώτος επιλαχών. Συμμετείχε ενεργά στον «Σύνδεσμο Υπαξιωματικών» που είχε σκοπό την αξιοκρατία και την εξυγίανση του Στρατού και ήταν παράλληλη με τον «Στρατιωτικό Σύνδεσμο» των αξιωματικών, που έκανε το Κίνημα στο Γουδί το 1909. Το 1910 εισήχθη στη Σχολή Υπαξιωματικών της Κέρκυρας από όπου εξήλθε το 1912 ως Ανθυπολοχαγός. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η σχολή υπαξιωματικών Κέρκυρας (Προπαρασκευαστικόν Υπαξιωματικών Σχολείον), λειτούργησε την περίοδο 1884 έως 1889, όπου και έκλεισε. Επαναλειτούργησε το 1925, όχι στην Κέρκυρα άλλα σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Κεφαλληνία.
Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, υπηρετεί ως υπασπιστής τάγματος στο 5ο Σύνταγμα Πεζικού με έδρα τη Λάρισα, και επειδή αυτό ανήκε στη Στρατιά της Θεσσαλίας, ήταν από τις πρώτες που πολέμησαν και έτσι διακρίθηκε στις μάχες της Ελασσόνας, των Γιαννιτσών και του Λαχανά, και ιδιαίτερα στην τελευταία στην οποία ονομάστηκε από τους συμπολεμιστές του Μαύρος Καβαλάρης. Μετά το πέρας των επιχειρήσεων, το 5ο Σύνταγμα Πεζικού του Πλαστήρα γύρισε στα Τρίκαλα και ένα τάγμα, στο οποίο ανήκε και ο ίδιος, αποσπάστηκε στη Χίο. Την ίδια περίοδο προήχθη σε υπολοχαγό και αργότερα στο βαθμό του λοχαγού λόγω «εξαιρέτων πράξεων».
Στην περίοδο του Εθνικού Διχασμού, κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τάχθηκε με το Κίνημα Εθνικής Αμύνης (Σεπτέμβριος 1916) και συμμετείχε σ’ αυτό.
Πολέμησε στο Μακεδονικό μέτωπο κατά των Γερμανοβουλγάρων, όπου τραυματίστηκε και παράλληλα προάχθηκε σε ταγματάρχη. Επίσης, ορίστηκε Στρατιωτικός Διοικητής στη Χίο. Στη μάχη του Σκρα διακρίθηκε ως διοικητής τάγματος και προήχθη «επ’ ανδραγαθία» σε αντισυνταγματάρχη.
Στη Μικρασιατική εκστρατεία έδωσε πολλές νικηφόρες μάχες με λίγες απώλειες που τον έκαναν γνωστό στους Τούρκους. Οι τελευταίοι τον ονόμασαν «Καρά-Πιπέρ» (μαύρο πιπέρι), ενώ το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων έγινε γνωστό ως «Σεϊτάν Ασκέρ» (Στρατός του Διαβόλου). Επίσης, επικηρύχθηκε από τον Μουσταφά Κεμάλ. Κατά την προέλαση του Ελληνικού Στρατού το καλοκαίρι του 1921 πέρα από τον Σαγγάριο, το Σύνταγμα έφθασε μέχρι το Καλτακλί, 8 χιλιόμετρα από το Καλέ Γκρότο, ως αριστερή πτέρυγα της 13ης Μεραρχίας του Β΄ Σώματος Στρατού. Στην τουρκική επίθεση της 13ης Αυγούστου 1922 στο Αφιόν Καραχισάρ στάλθηκε να ενισχύσει την άμυνα του υψώματος Καλετζίκ, στρατηγικής σημασίας για την ελληνική άμυνα, απέτυχε όμως να το κρατήσει και να το ανακαταλάβει. Την επομένη το 5/42 Σύνταγμά του και οι υπόλοιπες μονάδες, ύστερα από νέες τουρκικές επιθέσεις, ανατράπηκαν και υποχώρησαν, εγκαταλείποντας τα πυροβόλα. Ο διοικητής του Α΄ Σώματος Στρατού διέταξε τακτική υποχώρηση.
Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και την Επανάσταση της 11ης Σεπτεμβρίου των στρατιωτικών δυνάμεων στη Χίο και τη Λέσβο, το 1922, ανέλαβε την αρχηγία της επαναστατικής επιτροπής (από όπου απέκτησε και το προσωνύμιο ‘Αρχηγός’). Τον Σεπτέμβριο του 1922 μετέβη στην Αθήνα όπου ανέτρεψε την κυβέρνηση και υποχρέωσε τον βασιλιά Κωνσταντίνο Α΄ σε παραίτηση υπέρ του γιου του Γεωργίου Β΄ και σχημάτισε επαναστατική κυβέρνηση, χωρίς όμως να συμμετάσχει σ’ αυτήν (όντας όμως ο ουσιαστικός αρχηγός). Με τη φροντίδα του περιθάλπηκαν και στεγάστηκαν εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, και με νομοθετικό διάταγμα (14 Φεβρουαρίου 1923), έδωσε λύση στο αγροτικό ζήτημα, διανέμοντας το μεγαλύτερο μέρος των τσιφλικιών στους ακτήμονες. Χάρη σ’ αυτόν και τον Θεόδωρο Πάγκαλο αναδιοργανώθηκε ο Στρατός και ανασυντάχθηκε η Στρατιά του Έβρου, δίνοντας ένα βοήθημα στον Ελευθέριο Βενιζέλο, κατά τις διαπραγματεύσεις για τη Συνθήκη της Λωζάνης, περιορίζοντας τις απαιτήσεις του Κεμάλ. Επίσης υποστήριξε και ανέλαβε την ευθύνη για την «Εκτέλεση των Έξι», κατευνάζοντας τον λαό που ζητούσε την τιμωρία των υπεύθυνων για την ολέθρια Μικρασιατική καταστροφή.
Με την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στο Παρίσι, μετακομίζει στην ελεύθερη ζώνη (νότιο Γαλλία): φτάνει στις 2 Οκτωβρίου 1940 στη Νίκαια και εγκαθίσταται στο ξενοδοχείο Φράντσια, στον αριθμό 9 της λεωφόρου Βίκτωρ Ουγκώ. Στις 2 Νοεμβρίου αποκτά προσωρινή άδεια παραμονής για έξι μήνες, που του παρέδωσε ο νομάρχης των Αλπ-Μαριτίμ. Στην Ελλάδα, ο Κωνσταντίνος Μανιαδάκης, στις αρχές Νοεμβρίου 1940, έδωσε εντολή στην Ελληνική Πρεσβεία στο Παρίσι ώστε να εμποδίσει τον Πλαστήρα να επιστρέψει στην Ελλάδα. Πράγματι η Ελληνική Πρεσβεία προέβη σε σχετικό διάβημα προς τον υπουργό Εξωτερικών της κυβέρνησης του Βισύ.
Ο Κομνηνός Πυρομάγλου ανέλαβε την αποστολή να έλθει σε επαφή με τον Πλαστήρα, προκειμένου να επιστρέψει μέσω Συρίας και Τουρκίας στην Ελλάδα. Ο Πυρομάγλου ήλθε σε επαφή με τον πλωτάρχη Βουαζέν (Voisin), στέλεχος της Κυβέρνησης του Βισύ, η οποία τελικά μετρίασε τα μέτρα σε βάρος του Πλαστήρα. Όμως όταν οι Άγγλοι και οι Γκωλικοί κατέλαβαν τη Συρία, οι επαφές Πλαστήρα-κυβέρνησης του Βισύ διακόπηκαν περί τις αρχές Ιουνίου του 1941. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς οι Γερμανοί από το Παρίσι, έστειλαν τον αξιωματικό των Ες-Ες Ρόλαντ Νόσεκ (Roland Nosek) στη Νίκαια της Γαλλίας και συνάντησε τον Πλαστήρα προσκαλώντας τον στο Παρίσι. Την ίδια περίοδο κάποιος Νίκος Ρούσσος που εκπροσωπούσε την κυβέρνηση της Αθήνας συναντήθηκε μαζί του· είναι άγνωστο τι συζητήθηκε μαζί του. Ο Πλαστήρας ενημέρωσε αργότερα τις αρχές Ασφαλείας του Βισύ πως του είχε προταθεί να «αναλάβει την εξουσία στην Ελλάδα». Μεταξύ 23 Ιουλίου και 29 Αυγούστου πραγματοποιεί ταξίδι στο Παρίσι και επαφές με τις εκεί γερμανικές Αρχές άγνωστο με ποιο περιεχόμενο.
Αρχές του φθινοπώρου του 1941, έρχεται πάλι σε επαφή με τον Πυρομάγλου τον οποίο στέλνει στην Ελλάδα με σκοπό να αναστείλει κάθε ένοπλη αντίσταση, ο οποίος τελικά προσχώρησε στον ΕΔΕΣ. Ο Πλαστήρας ήταν ένας, παρά τη θέληση τη δική του, πρόεδρος του ΕΔΕΣ.
Τον Νοέμβριο του 1944 ήλθε σε επαφή με τον Γεώργιο Παπανδρέου, ο οποίος ήθελε να τον προσκαλέσει στην Ελλάδα με σκοπό να ενισχύσει την κυβέρνησή του. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα ο Πλαστήρας είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στις εξελίξεις. Κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών, σε συζήτηση που διεξήχθη μεταξύ των Σιάντου, Γεωργίου Παπανδρέου, Καφαντάρη, του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού και του ίδιου, είχε έντονη λογομαχία με το Σιάντο. Ο Πλαστήρας αμφισβήτησε ανοικτά την προσφορά των ανταρτών του ΕΛΑΣ στην Εθνική Αντίσταση και στην απελευθέρωση κάνοντας λόγο για «ξεπάστρεμα όλων των δεξιών» και «κάψιμο χωριών». Ο Σιάντος εξανέστη φωνάζοντας «Δεν σας επιτρέπω να υβρίζετε τους ηρωικούς μας αντάρτες!», με τον Πλαστήρα να του ανταπαντάει: «Κάθισε κάτω, ζαγάρι!»
Μετά τα «Δεκεμβριανά» του 1944 κλήθηκε να αναλάβει την κυβέρνηση ως προσωπικότητα ευρείας αποδοχής, στις 3 Ιανουαρίου 1945. Παρ’ όλα αυτά ο Γάλλος πρεσβευτής στην Αθήνα Ζαν Μπελέν έγραφε στις 6 Απριλίου 1945: «Οι Βρετανοί θεωρούν τον Πλαστήρα μια μετριότητα Κάνουν τα πάντα για να τον διώξουν.» Προσπάθησε να αποτρέψει τον Εμφύλιο Πόλεμο και συμμετείχε στη Συμφωνία της Βάρκιζας. Όμως τον Μάρτιο του 1945, μετά τη δημοσίευση στην εφημερίδα Ελληνικόν Aίμα φωτοτυπίας της επιστολής του που κατά τη διάρκεια του πολέμου συνιστούσε κατάπαυση του πυρός με τη μεσολάβηση της Γερμανίας, ο τότε Αντιβασιλέας και Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός ζήτησε την άμεση παραίτηση του Ν. Πλαστήρα και της κυβέρνησής του όπως και έγινε στις 8 Απριλίου 1945.
Ο Πλαστήρας πέθανε στην Αθήνα στις 26 Ιουλίου 1953. Κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη, με τιμές εν ενεργεία πρωθυπουργού, με απόφαση της κυβέρνησης Παπάγου.
Ο προσωπικός του γιατρός, Αντώνιος Παπαϊωάννου, υφηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, αφαίρεσε την καρδιά του Πλαστήρα και τη φύλαξε σε θυρίδα της Εθνικής Τράπεζας και στην οικία του, διατηρώντας την στη φορμόλη επί 27 χρόνια. Η λήκυθος με την καρδιά, σκεπασμένη με την ελληνική σημαία, μεταφέρθηκε (όπως ήταν η επιθυμία του ίδιου του Μαύρου Καβαλάρη) στην Καρδίτσα σε μια σεμνή τελετή στις 2 Νοεμβρίου 1980, παρουσία του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Σεραφείμ, του Προέδρου της Βουλής Παπασπύρου, του υπουργού Παιδείας Αθανασίου Ταλιαδούρου, βουλευτών του νομού (οι εκπρόσωποι της πολιτικής ηγεσίας είχαν έρθει από μόνοι τους, χωρίς επίσημη πρόσκληση), των νομαρχών Καρδίτσας και Βοιωτίας, του δημάρχου Γιούτσικου και πλήθους κόσμου.
1901 – Σπυρίδων Μαρινάτος. Ο Σ. Μαρινάτος γεννήθηκε στο Ληξούρι της Κεφαλλονιάς στις 4 Νοεμβρίου του 1901 και πέθανε στον χώρο του ανασκαφών του προϊστορικού οικισμού του Ακρωτηρίου της Σαντορίνης την 1 Οκτωβρίου του 1974. Σπούδασε αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από όπου αποφοίτησε το 1921. Το 1925 διορίστηκε Έφορος Αρχαιοτήτων Κρήτης. Κατά την περίοδο 1927-1929 έφυγε για μετεκπαίδευση στη Γερμανία.
Την περίοδο 1937-1939 ήταν διευθυντής Αρχαιοτήτων και Ιστορικών Μνημείων του Υπουργείου Παιδείας. Το 1939 εκλέχθηκε τακτικός καθηγητής της Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1955 εκλέχθηκε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Την περίοδο 1955-1958 διετέλεσε για δεύτερη φορά διευθυντής Αρχαιοτήτων και Ιστορικών Μνημείων του Υπουργείου Παιδείας. Το 1958 εκλέχθηκε πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1967 ανέλαβε τη Γενική Επιθεώρηση Αρχαιοτήτων.
Κατά την περίοδο 1967-1974 πραγματοποίησε ανασκαφές στο Ακρωτήρι της Σαντορίνης. Το Σεπτέμβριο του 1967, στην αίθουσα διαλέξεων της ΕΣΗΕΑ, ο Σπ. Μαρινάτος έκανε μία ιστορική ανακοίνωση για το ανασκαφικό του έργο στη νήσο Θήρα:
“…Απεδείχθη ότι ευρισκόμεθα ενώπιον μεγάλου συγκροτήματος το οποίον περισσότερον φαίνεται να είναι ανάκτορον. (…) Τα δωμάτια είναι πλήρη παντός είδους αρχαιοτήτων. Αφθονωτάτη είναι η ζωγραφική κεραμική. (…) Ευρέθησαν σαφή ίχνη μεγάλου σεισμού, ο οποίος κατέρριψε τα οικοδομήματα προτού αρχίση η βροχή της κισήρεως και της τέφρας…”.
Σύμφωνα με τον καθηγητή, τα ευρήματα (ανάκτορο μινωικής εποχής) επιβεβαιώνουν τη θεωρία του ότι ο μινωικός πολιτισμός καταστράφηκε το 1500 π.Χ., από γιγαντιαία έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας. Ο Σπ. Μαρινάτος οραματιζόταν να δημιουργήσει “ένα πρωτότυπον μουσείον-ανασκαφή όπου ο επισκέπτης θα βλέπη μίαν προϊστορικήν Πομπηίαν, όπως ήτο κατά την στιγμήν οπότε αποτόμως εκόπη το νήμα της ζωής της, κάποτε πέριξ του 1500 π.Χ.”.
Την 1η Οκτωβρίου του 1974, ο Σπυρίδων Μαρινάτος πέθανε σε δυστύχημα στη λεγόμενη «Τριγωνική Πλατεία», στον χώρο των ανασκαφών του προϊστορικού οικισμού του Ακρωτηρίου.
Ο Σπύρος Μαρινάτος κηδεύθηκε αρχικά, όπως επιθυμούσε, στον χώρο του Συγκροτήματος Δ, στον προϊστορικό οικισμό του Ακρωτηρίου της Σαντορίνης και έμεινε εκεί μέχρι το 2005. Στη συνέχεια, όμως, μεταφέρθηκε πλησίον του φυλακίου στη νότια (κεντρική) είσοδο του αρχαιολογικού χώρου, αλλά αναμένεται στο μέλλον να μεταφερθεί σε μνημείο που θα χτιστεί προς τιμή του σε άλλη κοντινή θέση.
Η χήρα του Μαρινάτου, Αιμιλία, απεβίωσε στις 17 Δεκεμβρίου 1997, είκοσι τρία χρόνια μετά το θάνατο του αρχαιολόγου.
1903 – Ελένη Παπαδάκη. Η Ελένη Παπαδάκη (4 Νοεμβρίου 1903 / 1908 – 22 Δεκεμβρίου 1944) ήταν Ελληνίδα ηθοποιός – από τις διαπρεπέστερες ηθοποιούς της Ελλάδας του Μεσοπολέμου – που πρωταγωνίστησε σε ποικίλους ρόλους του κλασικού και του μοντέρνου ρεπερτορίου.
Κατά την περίοδο της Κατοχής, στοχοποιήθηκε από σύσσωμο τον αντιστασιακό τύπο τόσο για σχέσεις με στελέχη του ναζιστικού κατοχικού στρατού, όσο και για τoν προσωπικό δεσμό της, με τον κατοχικό πρωθυπουργό Ιωάννη Ράλλη. Επικρίθηκε, μεταξύ άλλων και για την αρνητική στάση της σε απεργία των συναδέλφων της και για τη δράση της προκειμένου να μην λάβουν μισθολογικές αυξήσεις οι άλλοι ηθοποιοί, καθώς η ίδια δεν επιθυμούσε να μειωθεί η μισθολογική απόσταση που τη χώριζε από αυτούς, ως πρωταγωνίστρια[6]. Μετά την Απελευθέρωση διαγράφηκε από το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών, χωρίς τελικά να γίνει εφαρμογή της ποινής.
Δολοφονήθηκε από μέλη της Εθνικής Πολιτοφυλακής κατά την διάρκεια των Δεκεμβριανών. Ο θάνατος της έπαιξε σημαντικό ρόλο στη μεταστροφή της κοινής γνώμης εναντίον του ΕΑΜ και κατόπιν καταδικάστηκε από τον γενικό γραμματέα του ΚΚΕ Νίκο Ζαχαριάδη.
Η δολοφονία της αποδίδεται από μερίδα ιστορικών στην αντεκδίκηση των ΕΑΜικών μαζών μέσα στα Δεκεμβριανά, ενώ άλλοι αναφέρουν ότι πέρα από την προσωπική σχέση της με τον δοσίλογο πρωθυπουργό, καθοριστικό ρόλο έπαιξαν οι επαγγελματικές αντιζηλίες. Η δημόσια μνήμη της προκαλεί μέχρι και σήμερα αντιπαραθέσεις.
Θάνατοι
1847 – Φέλιξ Μέντελσον – Μπαρτόλντι. Ο Γιάκομπ Λούντβιχ Φέλιξ Μέντελσον Μπαρτόλντι (Jakob Ludwig Felix Mendelssohn Bartholdy, γερμανικά: [ˈjaːkɔp ˈluːtvɪç ˈfeːlɪks ˈmɛndl̩szoːn baʁˈtɔldi], Αμβούργο, 3 Φεβρουαρίου 1809 – Λειψία, 4 Νοεμβρίου 1847), γεννημένος και ευρέως γνωστός ως Φέλιξ Μέντελσον ήταν Γερμανός συνθέτης, πιανίστας, οργανίστας και διευθυντής ορχήστρας της πρώιμης ρομαντικής περιόδου, από τις διασημότερες φυσιογνωμίες της εποχής
Εγγονός του φιλοσόφου Μωυσή Μέντελσον (Moses Mendelssohn), ο Φέλιξ γεννήθηκε σε μια εξέχουσα εβραϊκή οικογένεια. Ανατράφηκε άθρησκος μέχρι την ηλικία των επτά ετών, όταν βαφτίστηκε ως Μεταρρυθμιστής χριστιανός. Νωρίς, θεωρήθηκε παιδί-θαύμα, αλλά οι γονείς του ήταν επιφυλακτικοί και δεν επεζήτησαν να αξιοποιήσουν το ταλέντο του.
Ο Μέντελσον απολάμβανε πρώιμη επιτυχία στη Γερμανία, όπου επανέφερε το ενδιαφέρον για τη μουσική τού Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, ταξιδεύοντας σε όλη την Ευρώπη. Ήταν ιδιαίτερα αποδεκτός στη Βρετανία, ως συνθέτης, αρχιμουσικός και σολίστ, και οι δέκα επισκέψεις του εκεί -κατά τις οποίες πολλά από τα μεγάλα έργα του έκαναν πρεμιέρα- αποτελούν σημαντικό μέρος της καριέρας του. Ωστόσο, οι -ουσιαστικά- συντηρητικές του προτιμήσεις, τον διαχώρισαν από πολλούς από τους πιο «εκσυγχρονιστές» μουσικούς της εποχής του, όπως ήσαν οι Φραντς Λιστ, Ρίχαρντ Βάγκνερ, Σαρλ Αλκάν και Εκτόρ Μπερλιόζ. Το Ωδείο της Λειψίας (σήμερα Πανεπιστήμιο Μουσικής και Θεάτρου της Λειψίας), το οποίο ίδρυσε, έγινε προπύργιο αυτής της «αντι-ριζοσπαστικής» προοπτικής.
Ο Μέντελσον έγραψε συμφωνίες, κοντσέρτα, ορατόρια και μουσική δωματίου, ιδιαίτερα για το πιάνο. Στα πιο γνωστά έργα του περιλαμβάνονται η εισαγωγή και προγραμματική μουσική για το Όνειρο Θερινής Νυκτός, η Ιταλική Συμφωνία, η Σκωτική Συμφωνία, η εισαγωγή Εβρίδες, το Κοντσέρτο για βιολί και το Οκτέτο εγχόρδων. Τα Τραγούδια Χωρίς Λόγια είναι οι πιο διάσημες συνθέσεις του για σόλο πιάνο. Μετά από μακρά περίοδο, σχετικού, παραγκωνισμού της μουσικής του, λόγω των μεταβαλλόμενων μουσικών προτιμήσεων και του επικρατούντος αντισημιτισμού, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, η δημιουργική πρωτοτυπία του έχει πλέον αναγνωριστεί και επανεκτιμηθεί. Περιλαμβάνεται, πλέον, στους πιο δημοφιλείς συνθέτες της ρομαντικής εποχής, αν και ο θεωρούμενος ως «συντηρητισμός» του, προκάλεσε αντιδράσεις, με αποκορύφωμα τη σκληρότατη κριτική που δέχτηκε από τον Βάγκνερ (βλ. Φήμη και παρακαταθήκη).
1982 – Ζακ Τατί. Ο Τατί γύρισε συνολικά μονό έξι μεγάλες ταινίες, σε πέντε από τις οποίες παίζει το ρόλο του Κυρίου Ιλό (Monsieur Hulot). Η μεγαλύτερη επιτυχία του θεωρείται η ταινία Mon Oncle στη οποία ο Monsieur Hulot είναι ο αγαθός συμπέθερος σε μια οικογένεια βιομηχάνων. Σε μια κοινωνία παριστάνει το άτομο μιας παλαιάς εποχής και η άγνοιά του των νέων συνθηκών κρίνει με πολύ χιούμορ τις νέες καταστάσεις. Η ταινία ενεργεί ως συμπαραδηλούμενη κριτική προς την αναπτυσσόμενη μοντερνιστική αρχιτεκτονική που στα τέλη τις δεκαετίας του 1950 αποτελούσε την προδιαγεγραμμένη δομική σύνθεση των προαστίων του Παρισιού. Έχει συνεπώς υποτεθεί ότι η ταινία είναι και μια μεταφορική αντίδραση στη σχολή του γλωσσολογικού δομισμού, που εκείνη την εποχή γνώριζε μεγάλη άνθηση χωρίς να διασπά του σημαινόμενο του γέλιου, όσο θα ήθελε ο Τατί.
Η μεγάλη επιτυχία τον παροτρύνει στην ταινία Playtime που περιγράφει τη ζωή στο Παρίσι του μέλλοντος. Όλα είναι πλέον σύγχρονα και ανώνυμα. Η κοινωνική κριτική υπερτερεί και τα αστεία είναι ελάχιστα. Σήμερα αυτή η ταινία θεωρείται από ειδικούς η καλύτερη ταινία του Τατί, αν και μνημονεύεται συνήθως μόνο για την άριστη σκηνοθεσία της (και όχι για κοινωνικούς λόγους). Η κοινωνική κριτική άλλωστε διέφευγε από το μεταστρουκτουραλιστικό μοντέλο του 1960, το οποίο καταστρατηγούσε την κλασσική μαρξιστική θεωρία του κοινωνικού προτσές (Prozess) και συνήγαγε στην εξωιστορική αποκείμενη συνείδηση του προ-αλλοτριωμένου υποκειμένου. Κατά τον γνωστό κριτικό Dickie αυτό το σημείο αποτελεί και την αφομοίωση του νιτσεϊκού στοιχείου από τον Τατί δίνοντας μια ξεχωριστή οντότητα στο μη-είναι της “αποδομημένης επαρχίας”. Είναι λοιπόν ξεκάθαρο ότι πρόκειται για ένα έργο που κηρύσσει όχι μόνο την προ-νεοτερικότητα αλλά και αυτό που η σύγχρονη αποδόμηση στην αρχιτεκτονική ερμηνεύει ως αστική έξοδο.
Το τελευταίο του μεγάλο έργο ήταν η πολύ κωμική ταινία Traffic. Ο πρωταγωνιστής Hulot είναι ένας βιομηχανικός σχεδιαστής που δουλεύει για μια εταιρία οχημάτων, και κατά την διάρκεια της οργάνωσης μιας έκθεσης κάποια πράγματα πάνε στραβά. Η μεγάλη επιτυχία όμως δεν κάλυψε τα χρέη της προηγούμενης.
1988 – Κλεάνθης Βικελίδης. Ο Κλεάνθης Βικελίδης (15 Σεπτεμβρίου 1915 – 4 Νοεμβρίου 1988) ήταν Έλληνας διεθνής ποδοσφαιριστής και προπονητής ποδοσφαίρου, ο οποίος αγωνίστηκε στον Άρη από το 1932 ως το 1949.
Γεννήθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου 1915 στη Θεσσαλονίκη και έγινε γνωστός ως ποδοσφαιριστής του Άρη. Είχε άλλα 8 αδέλφια, από τα οποία τα 5 ήταν επίσης αθλητές του Άρη. Οι αδελφοί του Κώστας και Νικηφόρος ήταν μάλιστα συμπαίκτες του στον Άρη καθώς και στην Εθνική Ομάδα.
Έπαιξε με τον Άρη για πρώτη φορά τη σεζόν 1931-32 και σταμάτησε το ποδόσφαιρο το 1949. Στην πολύ επιτυχημένη καριέρα του με τον Άρη κατέκτησε το πρωτάθλημα Ελλάδος του 1932 και του 1946, τα πρωταθλήματα Θεσσαλονίκης 1934, 1938, 1946 και 1949, το πρωτάθλημα Βορείου Ομίλου 1935 ενώ συμμετείχε με τον Άρη και στον τελικό του κυπέλλου του 1940. Στο πρωτάθλημα του 1946 αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ και οδήγησε τον Άρη στον τρίτο του τίτλο, όντας ο μεγάλος ηγέτης και πρωταγωνιστής της ομάδας.
Ένας τραυματισμός του στον φιλικό αγώνα με την Αυστριακή Βίνερ στις 19 Ιανουαρίου 1949, τον οδήγησε σε μήνες αποθεραπείας και στην τελική του αποχώρηση από τους αγωνιστικούς χώρους. Στην τελετή έναρξης του πρωταθλήματος Θεσσαλονίκης του 1949-50, πραγματοποίησε την τελευταία του παρουσία ως ποδοσφαιριστής του Άρη, όντας σημαιοφόρος του συλλόγου.
Χρίστηκε επτά φορές διεθνής με την Εθνική Ελλάδας Ανδρών και σκόραρε πέντε φορές. Πρώτη του συμμετοχή στις 17 Μαΐου του 1936 στο Βουκουρέστι, όπου η Εθνική Ελλάδος ηττήθηκε με 5-2 από την αντίστοιχη της Ρουμανίας για το Βαλκανικό Κύπελλο, ενώ η τελευταία φορά που φόρεσε τη γαλανόλευκη φανέλα ήταν στις 23 Απριλίου του 1948 στο εντός έδρας φιλικό με την Τουρκία ως αρχηγός της Εθνικής Ελλάδος, όπου και σκόραρε το μοναδικό της τέρμα (1-3).
Όταν σταμάτησε ως παίκτης, έγινε προπονητής και κάθισε στον πάγκο του Άρη (1953-54, 1958-59, 1961-62), του ΠΑΟΚ (1956-57), του Απόλλωνα Καλαμαριάς (1960-61), του Πιερικού (Β’ εθνική το 1961-62) και της Νίκης Βόλου (1963-64).
Απεβίωσε στις 4 Νοεμβρίου 1988. Από το 2004 το ποδοσφαιρικό γήπεδο του Άρη (μέχρι τότε γνωστό ως “Χαριλάου”) φέρει το όνομά του.
Το προσωνύμιο του ήταν το Μακεδονικό Τάνκ λόγω της τρομερής δύναμης που έβγαζε στο παιχνίδι του.
Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia