.
Η ταυτότητα της ημέρας
και τα γεγονότα που την «σημάδεψαν»
3 Νοεμβρίου 2024
Είναι η 308η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Υπολείπονται 58 ημέρες για τη λήξη του
🌅 Ανατολή ήλιου: 06:53 – Δύση ήλιου: 17:24 – Διάρκεια ημέρας: 10 ώρες 31 λεπτά
🌑 Σελήνη 1.7 ημερών
Χρόνια πολλά στον Ακεψιμά
Γεγονότα
1507 – Ο σύζυγος της Λίζας Γκεραρντίνι, πλούσιος έμπορος από τη Βενετία, μισθώνει τις υπηρεσίες του Λεονάρντο Ντα Βίντσι για να ζωγραφίσει το πορτρέτο της γυναίκας του. Ο ιταλός μετρ θα δημιουργήσει το αριστούργημά του, που θα μείνει στην ιστορία ως Μόνα Λίζα. Ο πίνακας πήρε το όνομά του από τη Λίζα ντελ Τζοκόντο, που ήταν μέλος της οικογένειας Γκεραρντίνι από τη Φλωρεντία και την Τοσκάνη και σύζυγος του εύπορου έμπορου μεταξιού Φρανσέσκο ντελ Τζιοκόντο. Ο πίνακας ήταν παραγγελία για το καινούριο τους σπίτι και για να γιορτάσουν τη γέννηση του δεύτερου γιου τους, Αντρέα. Η ταυτότητα της εικονιζόμενης γυναίκας αναγνωρίστηκε στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης το 2005 από έναν ειδικό που ανακάλυψε ένα σημείωμα του 1503 το οποίο είχε γράψει ο Αγκοστίνο Βεσπούτσι.
Διάφορες εναλλακτικές απόψεις έχουν εκφραστεί σχετικά με το θέμα. Κάποιοι μελετητές θεωρούν πως η Λίζα ντελ Τζιοκόντο ήταν το αντικείμενο μιας άλλης προσωπογραφίας, και εντοπίζουν τουλάχιστον άλλους τέσσερις πίνακες στους οποίους αναφέρεται ο Βασσάρι αποκαλώντας τους Μόνα Λίζα. Ο Σίγκμουντ Φρόυντ πίστευε πως το περιώνυμο μειδίαμα της Μόνα Λίζα ήταν αποτέλεσμα ανάκλησης ανάμνησης της μητέρας του Λεονάρντο. Άλλες προτάσεις για την ταυτότητα της εικονιζόμενης γυναίκας είναι: η μητέρα του Λεονάρντο Κατερίνα, η Isabella από τη Νάπολη, η Cecilia Gallerani, η Costanza d’Avalos, Δούκισσα της Francavilla, η Ισαβέλλα των Έστε, η Pacifica Brandano or Brandino, η Isabela Gualanda, η Κατερίνα Σφόρτσα, η Βιτόρια Κολόνα, η Ισαβέλλα της Αραγώνας, η Φιλιμπέρθα του Σαβόι, η Πατσίφικα Μπραντάνο και ο ίδιος ο Λεονάρντο. Σήμερα οι απόψεις των ιστορικών της τέχνης συγκλίνουν στην ιδέα πως ο πίνακας απεικονίζει τη Λίζα ντελ Τζιοκόντο, που πάντα ήταν η παραδοσιακή άποψη.
1839 – Ο σουλτάνος Μαχμούτ Β’ ξεκινά την προσπάθεια εκσυγχρονισμού της παραπαίουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που θα μείνει γνωστή ως «Τανζιμάτ». Μετά τη συντριβή του οθωμανικού στόλου (τουρκοαιγυπτιακού) από τον ενωμένο στόλο των Μεγάλων Δυνάμεων στο Ναυαρίνο το 1827, τη Συνθήκη της Αδριανούπολης το 1829, το “Συνέδριο του Λονδίνου” όπου αναγνωρίσθηκε το ανεξάρτητο Βασίλειο της Ελλάδος αφενός, καθώς και η συντριβή των οθωμανικών στρατευμάτων από τις επαναστατικές δυνάμεις του Μωχάμετ Αλή της Αιγύπτου, (1831), και τη Συνθήκη των Δαρδανελίων (1841) αφετέρου, απέδειξαν πως αν το κράτος δεν προχωρούσε σε αναδιοργάνωση των στρατιωτικών και διοικητικών δομών του θα κατέρρεε πολύ γρήγορα. Όταν μάλιστα οι Αιγύπτιοι εισέβαλλαν στη Μικρά Ασία, απειλώντας την έδρα της Οσμανλικής δυναστείας, ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β’ αναγκάστηκε τότε, για να εξασφαλίσει τη διπλωματική υποστήριξη των Μεγάλων Δυνάμεων, να υποσχεθεί ότι θα προέβαινε σε μεταρρυθμίσεις και θα καταργούσε τις διακρίσεις σε βάρος των Χριστιανών υπηκόων του.
Έτσι μετά την επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων άρχισε η προετοιμασία του εκσυχρονισμού που έλαβε την ονομασία “Τανζιμάτ”, που τελικά όμως, λόγω του θανάτου του Σουλτάνου, αυτή θα αναληφθεί από το διάδοχό του, Αμπντούλ Μετζίτ Α΄, ο οποίος λίγο μετά την ανάρρησή του στο θρόνο υπό την πίεση κυρίως των Ρώσων, θα εκδόσει στις 2 Νοεμβρίου 1839 το Διάταγμα του Ροδώνα.
Με βάση αυτό το διάταγμα καταργούνταν οι διακρίσεις εις βάρος των Χριστιανών, παρέχονταν εγγυήσεις για τη ζωή, την τιμή και την περιουσία τους και έδινε τη δυνατότητα ισότιμης συμμετοχής των χριστιανών στο στρατό και στη διοίκηση του κράτους. Βέβαια σε μεγάλο βαθμό αυτές οι εγγυήσεις έμεναν στα χαρτιά και οι διακρίσεις σε βάρος των Χριστιανών συνεχίζονταν. Με αφορμή αυτές τις διακρίσεις η Ρωσία άρχισε να ασκεί πρόσθετες πιέσεις για επέμβαση στο εσωτερικό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, η οποία όμως με την υποστήριξη των Αγγλογάλλων αρνήθηκε να υποχωρήσει με συνέπεια να ξεσπάσει ο Κριμαϊκός πόλεμος. Είχε γίνει όμως σαφές στους Οθωμανούς πως οι διακρίσεις αυτές θα αποτελούσαν πάντοτε για τις Μ. Δυνάμεις αιτία επέμβασης στα εσωτερικά της Χώρας τους. Όταν όμως αντιλήφθηκαν πως οι Μ. Δυνάμεις σχεδίαζαν συλλογική επέμβαση για την εξάλειψη των διακρίσεων αποφάσισαν να δράσουν πρώτοι, και έτσι το 1856 δημοσιεύτηκε το διάταγμα του Χαττ-ι Χουμαγιούν, που επαναλάμβανε με ρητό τρόπο τις προηγούμενες ρυθμίσεις και καλούσε τους Οθωμανούς αξιωματούχους να σέβονται απόλυτα τις σχετικές αποφάσεις.
Την περίοδο αυτή μάλιστα θα κυριαρχήσουν πολιτικοί που υποστήριζαν αυτές τις μεταρρυθμίσεις και επιδίωκαν τον εξευρωπαϊσμό του κράτους. Μάλιστα το 1869 με νομοθετική πράξη παραχωρούνταν σε όλους τους πολίτες, ανεξαρτήτως θρησκείας, η Οθωμανική υπηκοότητα. Η μεταρρυθμιστική κίνηση θα κορυφωθεί το 1876 με την ανακήρυξη του πρώτου Τουρκικού Συντάγματος. Η άνοδος όμως στο θρόνο του απολυταρχικού Αμπντούλ Χαμίτ Β’ και το ξέσπασμα του Ρωσο-Τουρκικού πολέμου του 1877-1878 ανέστειλαν τη διαδικασία φιλελευθεροποίησης και οδήγησαν στην επιστροφή του παλιού απολυταρχικού καθεστώτος.
1898 – Έπειτα από 229 χρόνια κατοχής, οι τελευταίοι τούρκοι στρατιώτες αποχωρούν από την Κρήτη. Στις 9 Δεκεμβρίου θα αποβιβαστεί στη Σούδα ο ύπατος αρμοστής Πρίγκιπας Γεώργιος. Ήταν 3 Νοεμβρίου του 1898… Νωρίς το πρωί, μια σελίδα της ιστορίας της πολύπαθης νήσου Κρήτης γράφεται με ολοστρόγγυλα χρυσά γράμματα. Ο τελευταίος Τούρκος στρατιώτης, επιβιβάζεται σε πλοίο και εγκαταλείπει το νησί. Όλα έγιναν στο λιμάνι της Σούδας. Είχαν περάσει συνολικά 229 χρόνια, δύσκολα, που είχαν πατήσει το πόδι τους στα Κρητικά χώματα, και επιτέλους ο μεγάλος δυνάστης γινόταν παρελθόν.
Την επόμενη μέρα, 4 του Νοέμβρη, το νησί περνά σε συμμαχικά και ελληνικά χέρια.
Ο ανταποκριτής της γερμανικής εφημερίδας Μαχ μετά τις σφαγές του Ηρακλείου τον Αύγουστο του 1898 που ήταν η τελευταία πράξη του κρητικού δράματος και ο δραματικός επίλογος μιας μακρόχρονης και απάνθρωπης δουλείας, έγραφε:
“Η εκ Κρήτης απέλευσις των Τούρκων στρατιωτών και υπαλλήλων είναι πλέον τετελεσμένον γεγονός και τη 4η Νοεμβρίου έτους κατελύθη πράγματι το επί της νήσου κράτος της ημισελήνου. Επί των Χανίων εκυμάτισεν η τουρκική σημαία από της 20 Αυγούστου 1645, ήτοι εν όλω 253 έτη, επί του Ηρακλείου 229 έτη, επί του βράχου της Γραμβούσης 195 και επί του πύργου της Σπιναλόγκας και Σούδας 171. Οι έξι πελέκεις οι σωζόμενοι επί των τειχών του Ηρακλείου εις ανάμνησιν της εφόδου, της 27ης Σεπτεμβρίου 1669 κατερρίφθησαν, εξηφανίσθησαν τα εμβλήματα του κυριάρχου και οι μαρμάρινοι λέοντες οι επισκοπούντες από των χρόνων των Ενετών, τας υπό τους πόθους των μεταβολάς, δεν βλέπουσι πλέον ενόπλους τους μουσουλμάνους, τους νικήσαντάς ποτε την υπερήφανον δημοκρατίαν”.
1918 – Ξεσπά στο Κίελο η επανάσταση των ανδρών του γερμανικού ναυτικού. Η Γερμανική Επανάσταση ή Νοεμβριανή Επανάσταση[1] (Γερμανικά: November revolution) ονομάστηκε η εμφύλια σύγκρουση που ξέσπασε στη Γερμανική Αυτοκρατορία στο τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και είχε σαν αποτέλεσμα την αλλαγή του καθεστώτος της χώρας.
Η σύγκρουση που άρχισε από τον Νοέμβριο του 1918, έληξε τον Αύγουστο του 1919 με την ανατροπή του καθεστώτος της συνταγματικής μοναρχίας και την αντικατάστασή του από τη δημοκρατία, που αργότερα έγινε γνωστή ως Δημοκρατία της Βαϊμάρης.
Στις 3 Νοεμβρίου, ναύτες στο Κίελο ύψωσαν την κόκκινη σημαία, στο πλευρό τους προσχώρησε και η φρουρά της πόλης με αποτέλεσμα την 4η Νοεμβρίου να γίνουν οι κύριοι της κατάστασης. Οι εργάτες και οι Σπαρτακιστές ενώθηκαν με τους επαναστάτες συγκροτώντας ένα ηγετικό μεικτό συμβούλιο για τις αποφάσεις που θα λαμβάνονταν, κηρύχθηκε γενική απεργία και η επανάσταση διαδόθηκε γρήγορα σε άλλες μεγάλες πόλεις όπως στο Αννόβερο, στη Βρέμη και εξαπλώθηκε σε όλη τη Γερμανία. Το Βερολίνο αντέδρασε κηρύσσοντας στρατιωτικό νόμο προκειμένου να εμποδίσει την επανάσταση. Το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα έστειλε τελεσίγραφο με το οποίο ζητούσε την παραίτηση του Κάιζερ και το σχηματισμό κυβέρνησης αναγκάζοντας τους να παραιτηθούν και να καταφύγουν στην Ολλανδία. Τότε ανακηρύχθηκε στη Γερμανία σοσιαλιστική δημοκρατία η οποία προκήρυξε εκλογές στις 19 Ιανουαρίου 1919. Τα Χριστούγεννα όμως του 1918 ξέσπασαν αιματηρές συγκρούσεις και κάποιοι ανεξάρτητοι βουλευτές παραιτήθηκαν και αντικαταστάθηκαν από συντηρητικούς, κλείνοντας τον κύκλο αίματος ακολουθούμενο από την Εξέγερση των Σπαρτακιστών τον Ιανουάριο του 1919.
1935 – Διεξάγεται δημοψήφισμα στην Ελλάδα, για την «επαναφορά» της Μοναρχίας. Υπέρ ψηφίζει το 97,8% και ο Γεώργιος Β’ επανέρχεται στο θρόνο. Στο Δημοψήφισμα καλείτο ο λαός να εγκρίνει ή να απορρίψει την αλλαγή του πολιτεύματος. Εξελίχθηκε όμως σε τραγική φάρσα. Αν και από την πολιτική κατάσταση της εποχής έβγαινε το συμπέρασμα ότι το εκλογικό σώμα θα επικύρωνε με ισχυρή πλειοψηφία την απόφαση της Εθνοσυνέλευσης, η κυβέρνηση Κονδύλη φοβόταν ότι η πλειοψηφία δεν θα ήταν αρκετά ισχυρή και επεδόθη σε μεγάλης έκτασης νοθεία. Σκοπός των κινηματιών ήταν η παγίωση του καθεστώτος τους, και τους συνέφερε μια αμφισβητήσιμη εκλογική διαδικασία, ούτως ώστε αργότερα να τους έχει απόλυτη ανάγκη ο – υπό αμφισβήτηση – Βασιλιάς. Την παγίωση αυτού του καθεστώτος προσπάθησε να αποτρέψει ο αυτοεξόριστος Ελευθέριος Βενιζέλος, επιχειρώντας να εξαγοράσει την αναγνώριση της Παλινόρθωσης με ορισμένες εγγυήσεις και παραχωρήσεις του επανερχόμενου Βασιλιά (αμνηστία των κινηματιών του βενιζελικού κινήματος της 1 Μαρτίου 1935, ελεύθερες εκλογές).
Ο στρατιωτικός νόμος είχε αρθεί μια εβδομάδα μόνο πριν από το δημοψήφισμα, η λογοκρισία εμπόδιζε τη δημοσίευση των απόψεων υπέρ της αβασίλευτης. Μάλιστα, λίγες μέρες πριν από το δημοψήφισμα, εκτοπίστηκαν στη Μύκονο ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου και ο Γεώργιος Παπανδρέου.
Δείτε περισσότερα στο link που ακολουθεί:
Το νόθο δημοψήφισμα
1944 – Κυκλοφορεί το μεγαλύτερο σε ονομαστική αξία ελληνικό χαρτονόμισμα των 100 δισεκατομμυρίων δραχμών, το οποίο φέρει την υπογραφή του τότε διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος Ξενοφώντα Ζολώτα. Είναι το τελευταίο χαρτονόμισμα κατοχικών δραχμών, έστω κι αν οι Γερμανοί έχουν αποχωρήσει ήδη από την Ελλάδα.
3 Νοεμβρίου το 1944 κυκλοφόρησε το μεγαλύτερο σε ονομαστική αξία ελληνικό χαρτονόμισμα. Ήταν την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του υπερπληθωρισμού, που η Ελλάδα βρισκόταν σε οικονομική κατάρρευση.
Το νόμισμα της δραχμής είχε απαξιωθεί καθώς είχε φτάσει στο έσχατο σημείο και στο πλαίσιο αυτό τυπώθηκαν τα χαρτονομίσματα «υποτιθέμενης» αξίας 100 δισεκατομμυρίων.
Στην πορεία τυπώθηκαν και άλλα αντίστοιχα των 2 δισεκατομμυρίων, των 5, των 25 ακόμα και των 200.
Στην πραγματικότητα, δεν σήμαινε ότι όποιος είχε ένα τέτοιο χαρτονόμισμα ήταν πάμπλουτος. Σε μια προσέγγιση με βάση τη χρυσή λίρα Αγγλίας σήμερα η πραγματική του αξία δεν θα ξεπερνούσε τα 10 λεπτά του ευρώ!
Το χαρτονόμισμα του δισεκατομμυρίου μετά από λίγες μέρες αποσύρθηκε από την αγορά. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την γερμανική κατοχή στην Ελλάδα, έγιναν δύο μεταρρυθμίσεις στο νόμισμα της Ελλάδας, ώστε να αποκτήσει η χώρα ένα σταθερό νόμισμα.
Η πρώτη μεταρρύθμιση έγινε τον Νοέμβριο του 1944 και η ισοτιμία της υποτιμημένης δραχμής ορίστηκε σε 50.000.000.000 παλιές δραχμές για κάθε 1 νέα δραχμή, ενώ η δεύτερη μεταρρύθμιση σημειώθηκε μία δεκαετία αργότερα, το 1954, όταν η δραχμή αντικαταστάθηκε ξανά με μία νεότερη, με αναλογία 1.000 δραχμές προς 1 νέα.
Γεννήσεις
1801 – Βιντσέντσο Μπελίνι ή Βικέντιος Μπελλίνι (ιταλ.: Vincenzo Salvatore Carmelo Francesco Bellini, 3 Νοεμβρίου 1801 – 23 Σεπτεμβρίου 1835) ήταν Ιταλός συνθέτης από την Κατάνια της Σικελίας. Το πλήρες όνομά του ήταν Βιντσέντζο Σαλβατόρε Καρμέλο Φραντσέσκο Μπελλίνι.
Σπούδασε μουσική στο Ωδείο της Νεάπολης, υπό τον Νικολό Τσινγκαρέλλι (Nicolò Zingarelli), και από πολύ νωρίς, πριν περατώσει τις σπουδές του, άρχισε να συνθέτει με μεγάλη επιτυχία, όπως την όπερα Άντελσον και Σαλβίνι και κάποια έργα εκκλησιαστικής μουσικής. Τον επόμενο χρόνο, μετά από παραγγελία του θεάτρου Σαν Κάρλο της Νεάπολης συνέθεσε το μονόπρακτο Μπιάνκα και Φαρνάντο. Μετά και την επιτυχία που σημείωσε αυτό, κλήθηκε πλέον από το περίφημο μουσικό θέατρο της Ιταλίας, τη Σκάλα του Μιλάνου, όπου και σύνθεσε τον Πειρατή και αμέσως μετά την Ξένη, της οποίας η επιτυχία ξεπέρασε κάθε προσδοκία φθάνοντας τις τριάντα συνεχείς παραστάσεις.
Το 1830 μετέβη στο Παρίσι, όπου παρουσίασε το 12ο σκηνικό του έργο Οι Πουριτανοί που ανεβάστηκε στο εκεί ιταλικό θέατρο. Μετά όμως την αποτυχία που σημείωσε το έργο του Ζαΐρα στο θέατρο της Πάρμα, ακολούθησε ο μεγάλος θρίαμβος στο έργο του Υπνοβάτις, στο Μιλάνο το 1831. Αυτής ακολούθησε η επίσης μεγάλη επιτυχία του τραγικού μελοδράματος Νόρμα, σε κείμενο του Φελίτσε Ρομάνο.
Γενικά ο Μπελλίνι αντιπροσωπεύει τον ρομαντισμό και την ελεγειακή μορφή του ιταλικού μελοδράματος. Είχε επιβληθεί περισσότερο για τη φυσικότητα της μουσικής του σύνθεσης, που τόσο θαύμαζε ο Βάγκνερ και που φαίνεται να είχε υποστεί την επίδρασή της τουλάχιστον στα νεότερα έργα του.
Ο Μπελλίνι πέθανε σε ηλικία 34 ετών. Στη γενέτειρά του υπάρχει σπουδαίος μαρμάρινος ανδριάντας του, περιβαλλόμενος στη βάση με τέσσερις ανδριαντοποιήσεις των περίφημων έργων του, του Πειρατή, της Ξένης, της Υπνοβάτιδος και της Νόρμας.
1900 – Άντολφ Ντάσλερ (3 Νοεμβρίου 1900 – 6 Σεπτεμβρίου 1978) ήταν Γερμανός τσαγκάρης, εφευρέτης και επιχειρηματίας που ίδρυσε τη γερμανική εταιρία αθλητικών ειδών Adidas. Ο αδερφός του Ρούντι ίδρυσε την Puma. Ο Ντάσλερ ήταν πρωτοπόρος στον σχεδιασμό αθλητικών υποδημάτων και ένας από τους πρώτους που οι πωλήσεις των προϊόντων του διαφημίστηκαν από αθλητές. Ως αποτέλεσμα των σχεδίων του, ο Ντάσλερ εξέλιξε την εταιρεία του στον μεγαλύτερο κατασκευαστή αθλητικών ειδών και εξοπλισμού. Όταν πέθανε η Adidas είχε 17 εργοστάσια και οι ετήσιες πωλήσεις της έφταναν τα ένα δισεκατομμύριο μάρκα.[7]
1901 – Αντρέ Μαλρό. Γεννήθηκε το 1901 στο Παρίσι. Γόνος αστικής οικογενείας, είχε την ευκαιρία να σπουδάσει στη Σχολή Ανατολικών Γλωσσών και έγινε γνωστός το 1921 με το αλληγορικό του διήγημα “Χάρτινα φεγγάρια”. Κατά τη συμμετοχή σου σε αρχαιολογική αποστολή στην Ινδοκίνα συνελήφθη από την κυβέρνηση των Πνομ Πεν με την κατηγορία της παράνομης διακίνησης αρχαίων
Έγραψε τον “Πειρασμό της Δύσης” (1926) και αργότερα “Το αλλόκοτο βασίλειο” (1928), τους “Κατακτητές” (1928), τη “Βασιλική οδό” (1930), και την “Ανθρώπινη μοίρα” (1930) που τιμήθηκε με το βραβείο Γκονκούρ.
Στον μεσοπόλεμο ήταν ένθερμος υποστηρικτής του Τρότσκι. Υποστηρίζεται μάλιστα ότι είχε καταστρώσει σχέδιο για την διάσωση του από την εξορία όπου τον είχε στείλει ο Στάλιν. Το σχετικό αποδεικτικό υλικό κατέστρεψε ο εκδότης Γκαλιμάρ λίγο πριν τη γερμανική επέλαση στο Παρίσι. Συμμετείχε στον ισπανικό εμφύλιο στο πλευρό των δημοκρατικών με τις Διεθνείς Ταξιαρχίες. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου υπήρξε ενεργό μέλος της Γαλλικής Αντίστασης. Μετά το πέρας του πολέμου ασχολήθηκε κυρίως με την ιστορία της τέχνης και ακολούθησε πολιτικά τον στρατηγό Ντε Γκώλ, ο οποίος του εμπιστεύτηκε το Υπουργείο Πολιτιστικών Υποθέσεων από το 1958 μέχρι τον Μάη του 1968. Πέθανε στις 23 Νοεμβρίου 1976 στο Κρετέιγ.
Θάνατοι
1869 – Ανδρέας Κάλβος. Σύγχρονος του Σολωμού, γεννήθηκε το 1792 στη Ζάκυνθο από την Ανδριανή Ρουκάνη, καταγόμενη από παλιά αρχοντική οικογένεια της Ζακύνθου, και από τον Τζανέτο Κάλβο, Κερκυραίο μικροαστό. Το 1802 ο πατέρας Κάλβος παίρνει τα δύο παιδιά του, τον Ανδρέα και τον κατά δύο χρόνια μικρότερο Νικόλαο, και εγκαταλείπει τη σύζυγο του για να εγκατασταθεί στο Λιβόρνο της Ιταλίας, όπου ήταν από παλαιότερα εγκατεστημένος ο αδελφός του, Βιτσέντσο. Ελάχιστες πληροφορίες υπάρχουν για τη ζωή του Ανδρέα Κάλβου στο Λιβόρνο από το 1802 έως το 1811, όπου απέκτησε στέρεη γνώση της ιταλικής παιδείας και γλώσσας. Για τον πατέρα του Τζανέτο υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι ήταν μέλος των μυστικών εταιρειών της εποχής που είχαν πολιτική και απελευθερωτική δράση στην Ιταλία.
Στο Λιβόρνο ο Κάλβος έγραψε μεταξύ Απριλίου και Ιουνίου και τύπωσε το καλοκαίρι του 1811 το πρώτο του έργο (Canzone…) αφιερωμένο στον Ναπολέοντα, που αργότερα αποκηρύσσει. Τον ίδιο χρόνο πήγε για λίγους μήνες στην Πίζα, όπου εργάστηκε ως γραμματέας και αμέσως μετά στη Φλωρεντία, κέντρο τότε της πνευματικής ζωής και δημιουργίας όπου φοίτησε στην Ακαδημία. Το 1812 σημαδεύεται από τη γνωριμία του με τον Ugo Foscolo, ποιητή και λόγιο, ο οποίος θα γίνει δάσκαλος, καθοδηγητής και μυητής του Κάλβου στον νεοκλασικισμό, στα αρχαϊκά πρότυπα, και στον πολιτικό φιλελευθερισμό. Το 1813 ο Κάλβος, και υπό την σκιά του Foscolo, γράφει στα ιταλικά τρεις τραγωδίες: Θηραμένης, Δαναΐδες και Ιππίας. Επιπλέον ολοκληρώνει τέσσερις δραματικούς μονολόγους σύμφωνα με τις νεοκλασικιστικές επιταγές. Ο Foscolo αυτοεξορίζεται στο τέλος του 1813 στη Ζυρίχη για να αποφύγει το αυστριακό καθεστώς. Ο Κάλβος τον ξανασυναντά εκεί το 1816 και την ίδια εποχή πληροφορείται τον θάνατο της μητέρας του. Εν τω μεταξύ έχει συνθέσει στα ιταλικά, από το 1814, την Ode agl’Ionii [Ωδή εις Ιονίους].
Σεπτέμβριο 1816 οι δύο φτάνουν στο Λονδίνο και η αλληλεπίδραση τους εξακολουθεί μέχρι τον Φεβρουάριο του 1817, όταν διαλύεται η σχέση τους. Ο Κάλβος εξασφαλίζει τα προς το ζην παραδίδοντας ιδιαίτερα μαθήματα ιταλικών και σε μικρότερο βαθμό ελληνικών. Μεταξύ 1817 και 1818 μεταφράζει στα νέα ελληνικά το Book of Common Prayer, το βασικό λειτουργικό κείμενο της Αγγλικανικής Εκκλησίας, και επιμελείται φιλολογικά την ιταλική μετάφραση για λογαριασμό του εκδότη Bagster. Η νεοελληνική έκδοση θα κυκλοφορήσει το 1820 και η ιταλική το 1821. Η πολύγλωττος έκδοση, σε οκτώ γλώσσες, θα τυπωθεί το 1821 σε σχήμα 4ο. Στα 1818-19 δίνει διαλέξεις με θέμα τη ορθή προφορά των αρχαίων ελληνικών, οι οποίες προκαλούν αίσθηση. Συντάσσει μια Νεοελληνική Γραμματική, μια Μέθοδο Εκμάθησης Ιταλικών σε τέσσερα μέρη (το τρίτο μέρος συνιστούν οι δικές του Danaidi) και ασχολείται με τη σύνταξη ενός αγγλοελληνικού λεξικού.
Το Μάιο του 1819, προσχώρησε στο Αγγλικανικό Δόγμα (he had conformed to the Church of England) και παντρεύεται με το αγγλικανικό τυπικό την Τερέζα Τόμας η οποία πεθαίνει (πιθανότατα και η κόρη που είχαν εν τω μεταξύ αποκτήσει) ένα χρόνο αργότερα. Συνάπτει ερωτική σχέση με τη μαθήτρια του Σούζαν Ριντού. Τέλη Ιουλίου του 1820 εγκαταλείπει την Αγγλία.
Το 1819 τυπώνει την πρώτη ελληνόφωνη ωδή του, Ελπίς Πατρίδος. Το ποίημα θα ανευρεθεί από τον Λεύκιο Ζαφειρίου σχεδόν 200 χρόνια μετά στην βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου της Γλασκόβης και θα παρουσιαστεί στον τόμο «Ο Βίος και το Έργο του Ανδρέα Κάλβου» (Μεταίχμιο 2006).
Τον Σεπτέμβριο του 1820 επιστρέφει στη Φλωρεντία με μια μικρής διάρκειας στάση στο Παρίσι. Εμπλέκεται στο κίνημα των Καρμπονάρων, συλλαμβάνεται και απελαύνεται στις 23 Απριλίου του 1821. Καταφεύγει στη Γενεύη, όπου εργάζεται ως καθηγητής ξένων γλωσσών, ενώ παράλληλα τον απασχολεί η έκδοση ενός χειρογράφου της Ιλιάδας, που όμως δεν πραγματοποιείται. Συγκλονισμένος και συνεπαρμένος από το ξέσπασμα της επανάστασης, εκδίδει το 1824 στη Γενεύη τη Λύρα, συλλογή 10 ωδών. Οι ωδές του σχεδόν αμέσως μεταφράζονται στα γαλλικά και βρίσκουν ευμενή υποδοχή. Στις αρχές του 1825 ο Κάλβος μεταβαίνει στο Παρίσι, όπου ένα χρόνο αργότερα δημοσιεύει ακόμη δέκα ωδές σε δίγλωσση έκδοση, με οικονομική ενίσχυση των φιλελλήνων, τις Νέες ωδές.
Τέλη Ιουλίου 1826 φτάνει στο Ναύπλιο όπου διαμένει για σύντομο χρονικό διάστημα και τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου αναχωρεί για την Κέρκυρα. Μέχρι το 1827 διδάσκει στην Ιόνιο Ακαδημία. Ως το 1836, οπότε και επανατοποθετείται στην Ακαδημία, ασχολείται με ιδιαίτερα μαθήματα. Το 1841 αναλαμβάνει τη διεύθυνση του Κερκυραϊκού Γυμνασίου, παραιτείται όμως στο τέλος του χρόνου. Ταυτόχρονα συνεργάζεται με τοπικές εφημερίδες. Με τον Σολωμό, όπως μαρτυρείται, «είχε απλή γνωριμία».
Τον Νοέμβριο του 1852 ο Κάλβος αφήνει την Κέρκυρα και επιστρέφει στην Αγγλία. Ένα χρόνο αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1853 παντρεύεται με τη Charlotte Wadams, στο παρθεναγωγείο της οποίας στο Λάουθ θα διδάσκει μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο Κάλβος πεθαίνει στις 3 Νοεμβρίου του 1869. Η ταφή του (καθώς και της χήρας του, που πέθανε το 1888) έγινε στο νεκροταφείο της εκκλησίας της Αγ. Μαργαρίτας στο Κέντιγκτον, κοντά στο Λάουθ.
1954 – Ανρί Ματίς. Ο Ματίς γεννήθηκε στην επαρχία Λε Κατώ-Καμπρεζί (Le Cateau-Cambrésis της βόρειας Γαλλίας ενώ μεγάλωσε στην περιοχή Μποέν-εν Βερμαντουά (Bohain-en-Vermandois). Σπούδασε νομικά στο Παρίσι όπου μετακόμισε το 1887 και αφού απέκτησε την δικηγορική άδεια εργάστηκε για ένα διάστημα ως συμβολαιογράφος στην γενέτειρά του. Το 1891 προσβλήθηκε από ασθένεια και κατά το στάδιο της ανάρρωσής του ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τη ζωγραφική. Την ίδια χρονιά επιστρέφει στο Παρίσι όπου σπουδάζει στην ακαδημία τεχνών Julian, μαθητής του Οντιλόν Ρεντόν και του Γκυστάβ Μορώ.
Ο Ματίς παράγει τους πρώτους του πίνακες επηρεασμένος από τα έργα των Σεζάν, Γκωγκέν, βαν Γκογκ, αλλά και από την παραδοσιακή ιαπωνική τέχνη. Η μεθοδολογία του περιλαμβάνει, σύμφωνα με τον ίδιο, αρχικά την ανεξάρτητη επεξεργασία επιμέρους στοιχείων του πίνακα και στο τελικό μόνο στάδιο την ανάμιξή τους για την παραγωγή της τελικής σύνθεσης. Η τεχνοτροπία του Ματίς είναι αυτή που χαρακτηρίζει το κίνημα των φωβιστών. Η θεματολογία του ήταν διανθισμένη συνήθως με έντονα, φωτεινά χρώματα και αποτελείται κυρίως από προσωπογραφίες, εσωτερικούς χώρους και θέματα νεκρής φύσης.
Η πρώτη ομαδική έκθεση στην οποία συμμετείχε πραγματοποιήθηκε το 1901 ενώ η πρώτη ατομική του έκθεση πραγματοποιήθηκε το 1904. Τα επόμενα χρόνια ταξιδεύει σε πολλές πόλεις της Ευρώπης. Την περίοδο 1908-1912 εκθέτει επίσης πολλά έργα του σε Μόσχα, Βερολίνο, Μόναχο και Λονδίνο.
Αν και το κίνημα των φωβιστών, του οποίου αποτελεί ηγετική μορφή, χάνει την αίγλη του μετά από το 1906, ο ίδιος ο Ματίς γνωρίζει σημαντική καλλιτεχνική αναγνώριση με τα έργα που παράγει την περίοδο 1906-1917 τα οποία ξεφεύγουν από τα όρια του φωβισμού.
Ο Ματίς συνδέθηκε φιλικά με τον Πάμπλο Πικάσο αν και μεταξύ τους υπήρχε πάντα και το στοιχείο του ανταγωνισμού.
Από το 1917 μέχρι την ημερομηνία του θανάτου του, ο Ματίς έζησε στην πόλη Σιμιέ (Cimiez), σημερινό προάστιο της Νίκαιας (Nice). Το 1941 διαγνώστηκε πως πάσχει από καρκίνο και ένα μέρος των τελευταίων χρόνων της ζωής του αναγκάστηκε να το περάσει σε αναπηρική καρέκλα. Παρά το γεγονός αυτό, δεν εγκατέλειψε το έργο του, αντιθέτως ασχολήθηκε ενεργά με την τεχνική του κολάζ, μέσω της οποίας κατάφερε να παραγάγει μερικά από τα ιδιαίτερα αναγνωρίσιμα σήμερα έργα του.
1957 – Βίλχελμ Ράιχ. Ο Βίλχελμ Ράιχ (Wilhelm Reich, 24 Μαρτίου 1897 – 3 Νοεμβρίου 1957) ήταν Αυστριακός ψυχαναλυτής, μέλος της δεύτερης γενιάς ψυχαναλυτών μετά τον Σίγκμουντ Φρόυντ και μία από τις πιο ριζοσπαστικές προσωπικότητες στην ιστορία της ψυχιατρικής.
Σε νεαρή ηλικία υπήρξε διακεκριμένος ψυχαναλυτής, μαθητής του Σίγκμουντ Φρόυντ και όντας Μαρξιστής, υπήρξε δραστήριο μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας από το 1928 ως το 1933. Εντούτοις, στις αρχές της δεκαετίας του 1930 οι νεωτερικές ψυχολογικές θεωρίες και οι πολιτικές απόψεις που διατύπωνε τον έφεραν σε ρήξη τόσο με το ψυχαναλυτικό κίνημα όσο και με τους κομμουνιστές. Μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία το 1933 μετανάστευσε στη Σκανδιναβία, όπου τα αποτελέσματα της έρευνάς του στον χώρο, της βιολογίας, πλέον, τον απομάκρυναν από τις επικρατούσες ψυχαναλυτικές απόψεις. Από το 1940 μέχρι τον θάνατό του το 1957 έζησε στις ΗΠΑ. Εκεί οι ιδέες του εξελίχθηκαν περαιτέρω, ώσπου ενοποιήθηκαν σε μια νέα, επιστημονική (σύμφωνα με τον ίδιο και τους υποστηρικτές των θεωριών του) συνολική θεώρηση της ανθρώπινης παθολογίας και φύσης την οποία ονόμασε «οργονομία». Κυρίαρχη έννοια της οργονομίας είναι η «οργόνη» που περιγράφεται ως ένα πανταχού παρόν, ελεύθερο από μάζα υπόστρωμα ενέργειας, όπως το κβαντικό κενό, από το οποίο δημιουργούνται δευτερογενώς η ύλη, η ζωή και οι φυσικοί νόμοι.
Υπήρξε ένας από τους πλέον αμφιλεγόμενους διανοητές της σύγχρονης εποχής. Το φιλόδοξο εγχείρημα του, να αμφισβητήσει τα υφιστάμενα συστήματα σκέψης και να ανατρέψει βασικές επιστημονικές αντιλήψεις, απέκτησε πολυάριθμους υποστηρικτές και επικριτές. Αν και οι πρώτοι τον χαρακτηρίζουν μεγαλοφυή και πρωτοπόρο, για τους τελευταίους, δεν ήταν παρά μεγαλομανής, παρανοϊκός, ή ακόμη και «απατεώνας πρώτου μεγέθους».
Έγινε γνωστός κυρίως μέσα από βιβλία, όπως Η Μαζική Ψυχολογία του Φασισμού (1933), Η Ανάλυση του Χαρακτήρα (1933), Άκου Ανθρωπάκο (1948) κ.α. Επηρέασε γνωστούς ψυχοθεραπευτές, καλλιτέχνες και διανοούμενους. Η κριτική του απέναντι στα κοινωνικά και σεξουαλικά ήθη ενέπνευσε τα νεανικά κινήματα αμφισβήτησης των δεκαετιών του 1960 και 1970. Κάποιοι υποστηρίζουν, ακόμη, πως η συμβολή του στην εξέλιξη της επιστήμης της ψυχολογίας του περασμένου αιώνα, αν και παραγνωρισμένη, υπήρξε ουσιαστική.[18] Ωστόσο, οι ιδέες τις οποίες ο ίδιος ξεχώριζε ως σημαντικότερες, καθώς αποτέλεσαν τη βάση του νέου επιστημονικού παραδείγματος που πρότεινε,[19] δεν έτυχαν ποτέ ευρείας αποδοχής. Αντίθετα, η επιμονή με την οποία τις υποστήριζε κόστισε στον Ράιχ, σε κάποιο βαθμό, την επιστημονική του υπόληψη και τον οδήγησε σε αρκετές αναγκαστικές μετακινήσεις υπό την πίεση αντιδράσεων και διώξεων. Τη δεκαετία του 1950 η αντιπαράθεση του με τον Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ σχετικά με την ιατρική εφαρμογή της οργονομίας κορυφώθηκε με μια πολυσυζητημένη δικαστική διαδικασία η οποία είχε δυσμενή έκβαση για τον ίδιο και το έργο του. Μέρος των βιβλίων του καταστράφηκε στην πυρά από τις αμερικανικές αρχές (τα υπόλοιπα λογοκρίθηκαν) και ο Ράιχ οδηγήθηκε στη φυλακή, όπου πέθανε στιγματισμένος και περιθωριοποιημένος αλλά βέβαιος, παρ’ όλα αυτά, για τη σπουδαιότητα των επιτευγμάτων του.
Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia