3 Ιουνίου 2024
Είναι η 155η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Υπολείπονται 211 ημέρες για τη λήξη του.
🌅 Ανατολή ήλιου: 06:03 – Δύση ήλιου: 20:43
Διάρκεια ημέρας: 14 ώρες 40 λεπτά
🌘 Σελήνη 26.1 ημερών
Χρόνια πολλά στους: Ιερία, Ιέρεια, Υπατία,
Υπατή, Υπατούλα και Πατούλα
Γεγονότα
1789 – Ο Λάμπρος Κατσώνης νικά τον τουρκικό στόλο έξω από την Τήνο. Η κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στο Αιγαίο υποχρέωσε τον σουλτάνο να λάβει μέτρα για να αποτρέψει την γενίκευση τής εξέγερσης. Επειδή αδυνατούσε να περιορίσει την δράση τού Κατσώνη, που χαρακτηρίζονταν κυρίως από την τακτική του αιφνιδιασμού, ανάγκασε τον οικουμενικό πατριάρχη Νεόφυτο να απευθύνει επιστολές προς τούς χριστιανούς τού Αιγαίου, με τις οποίες καταδίκαζε τον τολμηρό καταδρομέα και γενικότερα τις επαναστατικές ενέργειες. Επιδίωξε, επίσης, να προσεταιριστεί τον «πειρατή και ταραχοποιό» και για τον σκοπό αυτό διέταξε τον δραγουμάνο (διερμηνέα) του στόλου Στέφανο Μαυρογένη να τού γράψει επιστολή, με την οποία τον καλούσε να παραιτηθεί από την υπηρεσία τής Ρωσίας για να εξασφαλίσει την αμνηστία, μεγάλο χρηματικό ποσό και την ηγεμονία ενός από τα νησιά τού Ικάριου πελάγους, όπου θα μπορούσαν να εγκατασταθούν και οι οπαδοί του.
Ο γενναίος Κατσώνης, αφού διάβασε την επιστολή, περιφρόνησε και τις υποσχέσεις και τις απειλές τού σουλτάνου και ούτε καν καταδέχτηκε να τού απαντήσει. Λίγες ημέρες αργότερα, περί τα τέλη Μαΐου, ένα τμήμα τού οθωμανικού στόλου έσπευσε προς καταδίωξή του. Ο Έλληνας θαλασσομάχος τον διέκρινε, τα μεσάνυχτα της 3ης Ιουνίου, κοντά στην Τήνο. Αποτελούνταν από 14 μεγάλα πλοία και έπλεε ανάμεσα στην Μύκονο και την Σύρο. Ο στόλος τών Ελλήνων επιτέθηκε εναντίον του και τον έτρεψε σε φυγή (4-6 Ιουνίου). Οι απώλειες τών εχθρών ήταν μεγάλες, ενώ και ο ίδιος ο ναύαρχός τους, ο Σερεμέτ μπέης, πληγώθηκε στο σαγόνι. Ο πλοίαρχος ενός γαλλικού πολεμικού, που παρακολουθούσε την ναυμαχία και είδε με τα μάτια του τον ηρωισμό τού Κατσώνη και τών ανδρών του, τον επαίνεσε δημόσια με τα εξής λόγια: «Είναι γνωστό σε όλους τούς Ευρωπαίους ότι οι απόγονοι τών Ελλήνων διασώζουν ακόμη και σήμερα την προγονική αρετή και ανδρεία. Μόνο η παιδεία τούς λείπει. Αν, όμως, Θεού θέλοντος, την αποκτήσουν και αυτή, τότε ποιος μπορεί να αμφιβάλλει ότι και οι απόγονοι θα γίνουν όπως ήταν και οι πρόγονοί τους».
Ύστερα από την νίκη του αυτή, ο Κατσώνης επέστρεψε και πάλι στην Κέα για να επιδιορθώσει τον στόλο του. Επειδή η πρώτη του γυναίκα είχε πεθάνει, έκανε δεύτερο γάμο και παντρεύτηκε την Μαρία Σοφιανού, που καταγόταν από το νησί. Τον Ιούλιο, όμως, εσπευσμένα αναχώρησε για την Ύδρα και την έσωσε από την μανία του Λορέντσι, ο οποίος, αν και έπλεε υπό ρωσική σημαία, εφορμούσε στα κοντινά νησιά και αποσπούσε χρήματα ή προέβαινε σε λεηλασίες.
1941 – Οι Ναζί καταστρέφουν το χωριό Κάνδανος της Κρήτης και σκοτώνουν τους κατοίκους του, σε αντίποινα για τον φόνο 25 γερμανών στρατιωτών. Η Κάντανος (επίσης: ο Κάνδανος) είναι χωριό και έδρα ομώνυμης κοινότητος καθώς και ιστορική έδρα δήμου Καντάνου-Σελίνου στην περιφερειακή ενότητα Χανίων της Κρήτης. Ηταν επίσης έδρα της Επαρχίας Σελίνου του νομού Χανίων και έδρα του τέως Δήμου Καντάνου (1998-2010). Είναι κτισμένη στο κέντρο της επαρχίας Σελίνου, σε ένα λεκανοπέδιο σε απόσταση 56 χλμ. από τα Χανιά. Είναι κυρίως αγροτική και κτηνοτροφική περιοχή. Το κυριότερο προϊόν της είναι το ελαιόλαδο. Πολλά από τα ελαιόδενδρα της περιοχής είναι αιωνόβια και μεγάλου μεγέθους. Το όνομα της προέρχεται από το αρχαίο «Καντανία», που σημαίνει «πόλη της νίκης». Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι προέρχεται από το «Κάντορες», που σημαίνει οι κρατούντες. Στα πρωτοχριστιανικά χρόνια ήταν έδρα Επισκοπής. Από την Κάντανο ξεκίνησε η επανάσταση του 1866 στην Κρήτη. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ήταν έδρα Τούρκου διοικητή. Κατά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και συγκεκριμένα στις 3 Ιουνίου 1941 καταστράφηκε από τους Γερμανούς σε αντίποινα για την ένοπλη αντίσταση που έδειξαν οι κάτοικοι με τη βοήθεια και των κατοίκων των γειτονικών χωριών στα Φλώρια και στο φαράγγι πριν το χωριό κατά την Μάχη της Κρήτης.
1961 – Έργα του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου εκτίθενται στο Λούβρο. Ενθουσιώδης υποδοχή. Ο θρίαμβος του φουστανελά που κάποτε τον έλεγαν «σοβατζή»: Τον Ιούνιο του ’61 εγκαινιάζεται μεγάλη έκθεση με έργα του Θεόφιλου στο Λούβρο. Το κοσμοπολίτικο Παρίσι υποδέχεται τον Έλληνα αυτοδίδακτο καλλιτέχνη Θεόφιλο Χατζημιχαήλ (1873-1934), τον «παρθένο μαθητή των αισθήσεων», ο οποίος, κατά τον Ελύτη «έδωσε έκφραση πλαστική στο αληθινό μας πρόσωπο».
Η έκθεση οφείλεται στον Τεριάντ, αυτόν τον βαθιά πατριώτη και εμπνευστή κορυφαίων δημιουργών του 20ού αιώνα, που ανακάλυψε τον Θεόφιλο και προσέδωσε κύρος στο έργο του, κινώντας το ενδιαφέρον της Ευρώπης, των διανοουμένων της εποχής. Ο «εν ξιφήρεις», λοιπόν, φουστανελάς (2, ο καλλιτέχνης με τη μητέρα του, στη μόνη γνωστή και πλέον χαρακτηριστική φωτογραφία) μπαίνει στις αίθουσες του πιο λαμπρού μουσείου και οι Λουδοβίκοι συναντιούνται με τον Κατσαντώνη, τον Διάκο, τον Κολοκοτρώνη, τον Μεγαλέξανδρο, την Αρετούσα.
Έργα απλά, ελεύθερα, γεμάτα φως, σοφία και γλαφυρότητα (1), ενθουσιάζουν τους επισκέπτες της έκθεσης «οι οποίοι εξεφράζοντο μετά θαυμασμού διά την πρωτοτυπίαν του ζωγράφου Θεόφιλου, που θεωρείται ως ο πρωτοπόρος της λαϊκής αυτής τεχνοτροπίας» («Κ», 3.6.61).
1967 – Καθιερώνεται και στην Ελλάδα το αλκοτέστ, με δημοσίευση σχετικής υγειονομικής διάταξης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Στην Ελλάδα το γνωστό μας αλκοτεστ που διενεργεί η Τροχαία καθιερώθηκε το 1967 με δημοσίευση σχετικής υγειονομικής διάταξης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Σήμερα και σύμφωνα με το νόμο, ένας οδηγός θεωρείται ότι βρίσκεται υπό την επήρεια αλκοόλ, όταν το ποσοστό οινοπνεύματος στον οργανισμό του είναι από 0,50 γραµµάρια ανά λίτρο αίµατος -μετά από αιμοληψία- ή πάνω από 0,25 χιλιοστά του γραµµαρίου, ανά λίτρο εκπνεόµενου αέρα -στα αλκοτέστ της τροχαίας δηλαδή.
Τα παραπάνω όρια τα φτάνει κανείς -κάποιο ρόλο εδώ παίζει και το σωματικό βάρος- καταναλώνοντας ένα μεγάλο μπουκάλι ή ένα μεγάλο ποτήρι μπύρας (για την ακρίβεια 490 ml), 200 ml κρασιού, 60 ml ούζου ή 55 ml ουίσκι ή βότκας. Δηλαδή όσο μεγαλύτερος είναι ο αλκοολικός βαθμό, η περιεκτικότητα δηλαδή του ποτού σε (αιθυλική) αλκοόλη, με τότο μικρότερη ποσότητα φτάνει κανείς στα νόμιμα όρια.
1972 – Ο Βασίλης Παπαγεωργόπουλος καταρρίπτει το πανελλήνιο ρεκόρ των 100 μ. στην Μπρατισλάβα με επίδοση 10’’ με χρονόμετρο χειρός. Με την επίδοσή του αυτή, ο «φτερωτός γιατρός» ισοφαρίζει το πανευρωπαϊκό ρεκόρ του αγωνίσματος. Ο Βασίλης Παπαγεωργόπουλος ήταν ένας εξαίσιος αθλητής που έλαμψε στον στίβο με τα ελληνικά χρώματα την δεκαετία του ’70. Γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη και σπούδασε οδοντιατρική.
Υπήρξε για περισσότερο από μια πενταετία, ο κορυφαίος σπρίντερ στην Ελλάδα, κατακτώντας πολλές φορές τον τίτλο του πρωταθλητή. Υπήρξε αρκετές φορές βαλκανιονίκης και κατάφερε να κατακτήσει 3 ευρωπαϊκά μετάλλια. Δυο χάλκινα, ένα στο Πανευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Στίβου στο Ελσίνκι (1971) και ένα στο Πανευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Κλειστού Στίβου (1972) στην Γκρενόμπλ. Στην ίδια διοργάνωση το 1976 στο Μόναχο, κατέκτησε και ένα αργυρό μετάλλιο.
Οι καλύτερες χρονιές του ήταν το 1971 και το 1972. Ανακηρύχθηκε αθλητής της χρονιάς και στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου πήγε με τις καλύτερες προοπτικές. Στις 3 Ιουνίου του 1972 στην Μπρατισλάβα, ο Βασίλης Παπαγεωργόπουλος είχε τρέξει σε 10 δευτερόλεπτα τα 100 μ. ισοφαρίζοντας το Πανευρωπαϊκό ρεκόρ του αθλήματος. Ρεκόρ που ποτέ όμως δεν μέτρησε επίσημα, γιατί είχε μετρηθεί με χρονόμετρο χειρός. Όμως η επίδοση καταγράφηκε και παραμένει μια από τις καλύτερες επιδόσεις όλων των εποχών για τα ελληνικά δεδομένα.
2000 – Στο Βερολίνο διεξάγεται η Διάσκεψη για την Προοδευτική Διακυβέρνηση στον 21ο αιώνα, με τη συμμετοχή 14 μεταρρυθμιστών αρχηγών κρατών και πρωθυπουργών, οι οποίοι συζητούν το θέμα της εκπόνησης κοινής στρατηγικής στις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης. Οι 14 κεντροαριστεροί ηγέτες, μεταξύ αυτών και ο Κώστας Σημίτης, στο κοινό ανακοινωθέν που εκδίδουν, τονίζουν ότι η προσπάθειά τους για τον συνδυασμό της οικονομικής ανάπτυξης με την κατανομή του πλούτου, θα στηριχτεί στη βάση κοινών αξιών, όπως η δημοκρατία, η κοινωνική συνοχή και η υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με στόχο τη δημιουργία πλαισίου για τον έλεγχο των διεθνών χρηματαγορών και την καταπολέμηση των διακρίσεων της γνώσης.
Γεννήσεις
1922 – Αλέν Ρενέ. Γεννήθηκε το 1922 στη Βαν (Vannes) της Γαλλίας και ήταν γιος φαρμακοποιού. Το 1940 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι όπου σπούδασε στην κινηματογράφο στο IDHEC. Η πρώτη του σημαντική επιτυχία ήρθε το 1956 με το ντοκιμαντέρ για τα ναζιστικά στρατόπεδα “Νύχτα και ομίχλη”. Το 1961 ολοκλήρωσε την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία με τίτλο Χιροσίμα, αγάπη μου (1959), με την οποία συστήθηκε στο παγκόσμιο κοινό. Δύο χρόνια αργότερα (1961) κέρδισε το Χρυσό Λέοντα, το ανώτερο βραβείο του Φεστιβάλ της Βενετίας, για την ταινία Πέρυσι στο Μάριενμπαντ, ταινία ιδιόρρυθμη, μη αφηγηματική, που περιστρέφεται γύρω από τις έννοιες της μνήμης, της σκέψης, του χρόνου, με αφορμή τα ερωτήματα ενός άντρα, τα οποία προκύπτουν από τη συνάντησή του με μία γυναίκα. Οι δύο προηγούμενες ταινίες αποτέλεσαν τριλογία με τελευταία την ταινία “Μύριελ” (1963).
Το 1978 και 1994 τιμήθηκε[19] με το βραβείο σκηνοθεσίας για τις ταινίες “Providence” (1997) και “Smoking/No Smoking” (1993) ενώ το 1980 το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Καννών του απένειμε για την ταινία του, “Ο θείος μου από την Αμερική” (Mon oncle d’Amérique, 1980), το Μεγάλο Βραβείο. Το 1998 το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βερολίνου του απένειμε την Αργυρή Άρκτο για τη συνεισφορά του στην τέχνη του κινηματογράφου.
Ήταν παντρεμένος δύο φορές: σε πρώτο γάμο με την Φλοράνς Μαλρώ, κόρη του Αντρέ Μαλρώ και βοηθός σκηνοθέτη του Ρενέ στις ταινίες της περιόδου 1961 – 1986, και σε δεύτερο με την ηθοποιό Σαμπίν Αζεμά (Sabine Azéma). Απεβίωσε την 1η Μαρτίου 2014 σε ηλικία 92 ετών.
1926 – Άλεν Γκίνσμπεργκ. Ο Γκίνσμπεργκ γεννήθηκε το 1926 στο Νιούαρκ του Νιου Τζέρσεϊ και μεγάλωσε στο Πάτερσον. Ο πατέρας του, Λουίς Γκίνσμπεργκ, ήταν δάσκαλος και ποιητής, φέρνοντας από νωρίς τους δύο γιους του σε επαφή με την ποίηση. Η μητέρα του, Ναόμι Λεβί Γκίνσμπεργκ ήταν επίσης δασκάλα και παράλληλα μέλος του κομμουνιστικού κόμματος, γεγονός που συνδυάστηκε με συμμετοχή του ίδιου του Γκίνσμπεργκ σε αρκετές πολιτικές συγκεντρώσεις, από νεαρή ηλικία. Το 1932, η Ναόμι Γκίνσμπεργκ εμφάνισε για πρώτη φορά στοιχεία νευρικού κλονισμού και τα επόμενα χρόνια η ψυχική της υγεία παρέμεινε ασταθής συνοδευόμενη από μακροχρόνιες παραμονές της σε ψυχιατρικές κλινικές, με κρίσεις επιληψίας και συμπτώματα παράνοιας. Η προβληματική σχέση του Γκίνσμπεργκ με τη μητέρα του, αποτυπώθηκε χαρακτηριστικά στο ποίημα του Καντίς.
Σε ηλικία περίπου έντεκα ετών, ο Γκίνσμπεργκ επέδειξε πρώιμα δείγματα ευαισθητοποίησής του σε πολιτικά ζητήματα, αποστέλοντας σχετικές επιστολές του στην εφημερίδα New York Times. Στο γυμνάσιο, ήρθε σε επαφή με το έργο του Ουώλτ Ουίτμαν μετά από απαγγελία ποιήματος του από τον καθηγητή, του Frances Durbin, γεγονός που ο ίδιος ο Γκίνσμπεργκ αναφέρει ως μία από τις πιο ξεχωριστές στιγμές των σχολικών του χρόνων.
Το 1943 αποφοίτησε από το γυμνάσιο και άρχισε νομικές σπουδές με υποτροφία στο κολέγιο του πανεπιστημίου Columbia. Εκεί γνώρισε τον Lucien Carr και μέσω αυτού αρκετούς από τους μελλοντικούς συγγραφείς της μπητ γενιάς, όπως τον Τζακ Κέρουακ και τον Γουίλιαμ Μπάροουζ. Η περίοδος αυτή υπήρξε ταραχώδης για τον Γκίνσμπεργκ, περιλαμβάνοντας μια προσωρινή αποβολή του από το πανεπιστήμιο καθώς και πειραματισμούς του με ψυχοτρόπες ουσίες που συνεχίστηκαν για πολλά χρόνια. Παράλληλα, φαίνεται πως αποφάσισε οριστικά να αφοσοιωθεί στην ποίηση. Τον Ιούνιο του 1949 συννελήφθη για συμμετοχή σε κλοπές τις οποίες είχαν διαπράξει φίλοι του. Ως ενναλακτική επιλογή απέναντι στην φυλάκισή του, οι πρώην καθηγητές του Mark Van Doren και Lionel Trilling, φρόντισαν να εκτίσει την ποινή του στο ψυχιατρικό ινστιτούτο του πανεπιστημίου, όπου παρέμεινε για συνολικά οκτώ μήνες και στο διάστημα αυτό συνδέθηκε φιλικά με το συγγραφέα Καρλ Σόλομον, ο οποίος ακολουθούσε θεραπεία για την κατάθλιψη.
Τον Οκτώβριο του 1955, ο Γκίνσμπεργκ απήγγειλε δημόσια ένα μέρος του ποιήματός του Ουρλιαχτό στην Six Gallery του Σαν Φρανσίσκο ενώ στην εκδήλωση συμμετείχαν ακόμα οι ποιητές Γκάρι Σνάιντερ και Μάικλ Μακλούρ. Ο εκδότης Λώρενς Φερλινγκέττι, ο οποίος παρευρέθηκε στην εκδήλωση, προσφέρθηκε άμεσα να δημοσιεύσει το έργο του, στον εκδοτικό του οίκο City Lights. Το Ουρλιαχτό δημοσιεύτηκε τελικά το 1956 με μία εισαγωγή του William Carlos Williams. Πολύ σύντομα απαγορεύτηκε ως άσεμνο Αρχειοθετήθηκε 2019-03-24 στο Wayback Machine., αλλά έπειτα από μια σειρά δικών επετράπη τελικά να συνεχιστεί η κυκλοφορία του. Τα επόμενα χρόνια, μαζί με τον ποιητή Πίτερ Ορλόφσκι, πραγματοποίησε ταξίδια στο Παρίσι, στην Ταγγέρη, στο Μεξικό, στην Ελλάδα, στην Αφρική και στην Ινδία. Η παραμονή του στην Ινδία είχε διάρκεια περίπου δεκαπέντε μήνες και συνδυάστηκε με μία ευρύτερη πνευματική και θρησκευτική αναζήτηση του, που κατέληξε στο να ασπαστεί το βουδισμό. Επέστρεψε στην Αμερική το 1963 συμμετέχοντας στο Συνέδριο Ποίησης του Βανκούβερ μαζί με αρκετούς ακόμα σύγχρονους πειραματικούς ποιητές.
Στην περίοδο του πολέμου του Βιετνάμ συμμετείχε ενεργά στις αντιπολεμικές διαδηλώσεις ενώ σε όλη τη διάρκεια των δεκαετιών του 1970 και 1980 είχε γενικά έντονη πολιτική δράση, με συμμετοχή σε κινήματα υπέρ των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων, κατά της κατοχής πυρηνικών όπλων ή για την προστασία του περιβάλλοντος.
Αποτέλεσε μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Γραμμάτων, ιδιότητα με την οποία προσπάθησε να προωθήσει το σύνολο της μπητ λογοτεχνίας, ενώ το 1986 έγινε επίτιμος καθηγητής φιλολογίας στο Brooklyn College. Το 1993 τιμήθηκε επίσης από τον υπουργό πολιτισμού της Γαλλίας Τζακ Λανγκ με το μετάλλιο Τεχνών και Γραμμάτων Chevalier des Arts et des Lettres. Πέθανε το 1997 στη Νέα Υόρκη.
Θάνατοι
1875 – Ζορζ Μπιζέ (γαλλικά: Georges Bizet, 25 Οκτωβρίου 1838 – 3 Ιουνίου 1875) ήταν Γάλλος συνθέτης. Το τελευταίο έργο που δημιούργησε στη σύντομη ζωή του, η όπερα Κάρμεν, είναι από τα δημοφιλέστερα και συχνότερα παριστώμενα του διεθνούς δραματολογίου.
Μετά από λαμπρές σπουδές στο Κονσερβατόριο του Παρισιού, κέρδισε, μεταξύ άλλων βραβείων, και το πολυπόθητο Prix de Rome (1857). Ήταν ιδιαίτερα διακεκριμένος πιανίστας, αλλά προτιμούσε τη σύνθεση. Όταν όμως επέστρεψε ύστερα από τρία χρόνια από τη Ρώμη, διαπίστωσε ότι τα παρισινά λυρικά θέατρα δυσπιστούσαν προς τους νέους συνθέτες και αναγκάστηκε να κερδίζει τα προς το ζην ενορχηστρώνοντας και μεταγράφοντας μουσική άλλων συνθετών. Δύο έργα του που ανέβηκαν τελικά στη σκηνή, Οι αλιείς μαργαριταριών και Η γλυκιά κόρη του Περθ, δεν γνώρισαν μεγάλη επιτυχία. Ευτυχέστερη ήταν η μουσική επένδυση του θεατρικού έργου του Αλφόνς Ντωντέ Η Αρλεζιάνα, που έγινε αμέσως δημοφιλής.
Η Κάρμεν ανέβηκε τον Μάρτιο του 1875 σε μια αποτυχημένη πρεμιέρα. Τρεις μήνες μετά ο συνθέτης πέθανε από καρδιακή προσβολή κι έτσι δεν πρόλαβε να δει ούτε καν την απαρχή της λαμπρής της πορείας. Στον 20ό αιώνα οι μουσικοκριτικοί και το κοινό αναγνώρισαν την αξία του και διερωτήθηκαν τι έχασε η μουσική από τον πρόωρο θάνατό του
1899 – Γιόχαν Στράους (υιός). Διάσημος αυστριακός συνθέτης χορευτικής μουσικής. Συνέθεσε πάνω από 500 βαλς, πόλκες και καντρίλιες, ενώ διέπρεψε και στην οπερέτα. Έμεινε στην ιστορία της μουσικής ως o «βασιλιάς του βαλς». Ο Γιόχαν Στράους (Johann Strauss) γεννήθηκε στις 25 Οκτωβρίου 1825 στη Βιέννη και ήταν ο μεγαλύτερος γιος του συνθέτη Γιόχαν Στράους του πρεσβύτερου (1804-1849), του επονομαζόμενου και «πατέρα του βαλς». Επειδή ο πατέρας του επιθυμούσε γι’ αυτόν ένα επάγγελμα που δεν θα είχε σχέση με τη μουσική, ο νεαρός Γιόχαν άρχισε τη σταδιοδρομία του ως τραπεζικός υπάλληλος.
Ωστόσο, σπούδασε κρυφά βιολί με την ενθάρρυνση της μητέρας του και όταν ο πατέρας του εγκατέλειψε την οικογένεια, ένοιωσε απελευθερωμένος και αποφάσισε να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη μουσική. Το 1844 δημιούργησε τη δική του μικρή ορχήστρα και πρωτόπαιξε σ’ ένα βιενέζικο εστιατόριο. Το 1849, όταν ο πατέρας του πέθανε, ο Γιόχαν συγχώνευσε την ορχήστρα του με εκείνη του πατέρα του και ξεκίνησε μία περιοδεία, στην οποία περιέλαβε τη Ρωσία (1865-1866) και την Αγγλία (1869), γνωρίζοντας τεράστια επιτυχία. Το 1870 παραχώρησε τη διεύθυνση τhς ορχήστρας στους δύο αδελφούς του, Γιόζεφ Στράους (1827-1870) και Έντουαρτ (1835-1916). Το 1872 διηύθυνε κοντσέρτα στη Νέα Υόρκη και τη Βοστώνη.
Από τα πολυάριθμα βαλς που έγραψε διασημότερα είναι τα: «Ο ωραίος γαλάζιος Δούναβης» («An der schönen blauen Donau», 1867), το κύριο θέμα του οποίου αναδείχθηκε σε μία από τις δημοφιλέστερες μελωδίες της μουσικής του 19ου αιώνα, «Παραμύθια από το δάσος της Βιέννης» («Geschichten aus dem Wienerwald», 1868), «Κρασί, γυναίκα και τραγούδι» («Wein, Weib und Gesang», 1869), «Βιεννέζικο αίμα» («Wiener Blut», 1871) και «Αυτοκρατορικά βαλς» (Kaiser-waltzer, 1888).
2001 – Άντονι Κουίν. Ο Άντονι Κουίν (Άντονυ Κουίν) (αγγλικά: Anthony Quinn, 21 Απριλίου 1915 – 3 Ιουνίου 2001) ήταν μεξικανο-ιρλανδικής καταγωγής Αμερικανός ηθοποιός βραβευμένος με Όσκαρ. Ο διασημότερος ρόλος του ήταν αυτός του Ζορμπά, στην ομώνυμη ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη Αλέξης Ζορμπάς (1964), ενώ πρωταγωνίστησε, μεταξύ άλλων, στις ταινίες Λώρενς της Αραβίας (Lawrence Of Arabia, 1962), Τα Κανόνια του Ναβαρόνε (The Guns Of Navarone, 1961) και Λα Στράντα (La Strada, 1954). Γεννήθηκε στην πόλη Τσιουάουα του Μεξικού το 1915 και μεγάλωσε στο Λος Άντζελες.Εμφανίστηκε σε περισσότερες από 150 ταινίες σε διάστημα 50 ετών και βραβεύτηκε με Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου το 1952 στην ταινία “Βίβα Ζαπάτα” (Viva Zapata!) ως συμπρωταγωνιστής του Μάρλον Μπράντο. Παρόμοια τιμητική διάκριση έλαβε τέσσερα χρόνια αργότερα και για την ερμηνεία του στο ρόλο του ζωγράφου Πολ Γκογκέν στο φιλμ “Η ζωή ενός ανθρώπου” (Lust For Life, 1956).
Ο ρόλος του Αλέξη Ζορμπά, συμπρωταγωνιστώντας με τους Άλαν Μπέιτς και Ειρήνη Παππά, που ερμήνευσε το 1963 παρέμεινε ο πλέον αξιομνημόνευτός του. Τον ίδιο ρόλο ερμήνευσε και σε θεατρική παράσταση στο Μπρόντγουεϊ το 1984. Ο Κουίν ξεκίνησε την καλλιτεχνική του πορεία το 1936 με την ταινία “Λόγια (Paroles)” και μετά συνέχισε με την ταινία “Γαλαξίας”. Το 1937 παντρεύτηκε την Κάθριν ντε Μίλ, κόρη του παραγωγού και σκηνοθέτη Σέσιλ Ντε Μιλ ενώ στη συνέχεια ασχολήθηκε με το θέατρο και γνώρισε την επιτυχία με την ερμηνεία του στο έργο “Λεωφορείον ο πόθος” του Τένεσι Ουίλιαμς. Από τους γάμους του και τους διάφορους κατά καιρούς ερωτικούς δεσμούς του ο ηθοποιός απέκτησε συνολικά 13 παιδιά. Πέραν της υποκριτικής, ο Άντονι Κουίν ασχολήθηκε σε ερασιτεχνικό επίπεδο με τη ζωγραφική. Πέθανε στη Βοστώνη το 2001.
Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia