Γέγονε την 3η Ιουνίου


...

Ο γέγονε… Γέγονε|


Γεγονότα

 

1789 – Ο Λάμπρος Κατσώνης νικά τον τουρκικό στόλο έξω από την Τήνο. Η κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στο Αιγαίο υποχρέωσε τον σουλτάνο να λάβει μέτρα για να αποτρέψει την γενίκευση τής εξέγερσης. Επειδή αδυνατούσε να περιορίσει την δράση τού Κατσώνη, που χαρακτηρίζονταν κυρίως από την τακτική του αιφνιδιασμού, ανάγκασε τον οικουμενικό πατριάρχη Νεόφυτο να απευθύνει επιστολές προς τούς χριστιανούς τού Αιγαίου, με τις οποίες καταδίκαζε τον τολμηρό καταδρομέα και γενικότερα τις επαναστατικές ενέργειες.

Επιδίωξε, επίσης, να προσεταιριστεί τον «πειρατή και ταραχοποιό» και για τον σκοπό αυτό διέταξε τον δραγουμάνο (διερμηνέα) του στόλου Στέφανο Μαυρογένη να τού γράψει επιστολή, με την οποία τον καλούσε να παραιτηθεί από την υπηρεσία τής Ρωσίας για να εξασφαλίσει την αμνηστία, μεγάλο χρηματικό ποσό και την ηγεμονία ενός από τα νησιά τού Ικάριου πελάγους, όπου θα μπορούσαν να εγκατασταθούν και οι οπαδοί του.

Ο γενναίος Κατσώνης, αφού διάβασε την επιστολή, περιφρόνησε και τις υποσχέσεις και τις απειλές τού σουλτάνου και ούτε καν καταδέχτηκε να τού απαντήσει. Λίγες ημέρες αργότερα, περί τα τέλη Μαΐου, ένα τμήμα τού οθωμανικού στόλου έσπευσε προς καταδίωξή του. Ο Έλληνας θαλασσομάχος τον διέκρινε, τα μεσάνυχτα της 3ης Ιουνίου, κοντά στην Τήνο. Αποτελούνταν από 14 μεγάλα πλοία και έπλεε ανάμεσα στην Μύκονο και την Σύρο. Ο στόλος τών Ελλήνων επιτέθηκε εναντίον του και τον έτρεψε σε φυγή (4-6 Ιουνίου). Οι απώλειες τών εχθρών ήταν μεγάλες, ενώ και ο ίδιος ο ναύαρχός τους, ο Σερεμέτ μπέης, πληγώθηκε στο σαγόνι. Ο πλοίαρχος ενός γαλλικού πολεμικού, που παρακολουθούσε την ναυμαχία και είδε με τα μάτια του τον ηρωισμό τού Κατσώνη και τών ανδρών του, τον επαίνεσε δημόσια με τα εξής λόγια: «Είναι γνωστό σε όλους τούς Ευρωπαίους ότι οι απόγονοι τών Ελλήνων διασώζουν ακόμη και σήμερα την προγονική αρετή και ανδρεία. Μόνο η παιδεία τούς λείπει. Αν, όμως, Θεού θέλοντος, την αποκτήσουν και αυτή, τότε ποιος μπορεί να αμφιβάλλει ότι και οι απόγονοι θα γίνουν όπως ήταν και οι πρόγονοί τους».

Ύστερα από την νίκη του αυτή, ο Κατσώνης επέστρεψε και πάλι στην Κέα για να επιδιορθώσει τον στόλο του. Επειδή η πρώτη του γυναίκα είχε πεθάνει, έκανε δεύτερο γάμο και παντρεύτηκε την Μαρία Σοφιανού, που καταγόταν από το νησί. Τον Ιούλιο, όμως, εσπευσμένα αναχώρησε για την Ύδρα και την έσωσε από την μανία του Λορέντσι, ο οποίος, αν και έπλεε υπό ρωσική σημαία, εφορμούσε στα κοντινά νησιά και αποσπούσε χρήματα ή προέβαινε σε λεηλασίες.

 

1972 – Ο Βασίλης Παπαγεωργόπουλος καταρρίπτει το πανελλήνιο ρεκόρ των 100 μ. στην Μπρατισλάβα με επίδοση 10’’ με χρονόμετρο χειρός. Με την επίδοσή του αυτή, ο «φτερωτός γιατρός» ισοφαρίζει το πανευρωπαϊκό ρεκόρ του αγωνίσματος. Ο Βασίλης Παπαγεωργόπουλος ήταν ένας εξαίσιος αθλητής που έλαμψε στον στίβο με τα ελληνικά χρώματα την δεκαετία του ’70. Γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη και σπούδασε οδοντιατρική.

Υπήρξε για περισσότερο από μια πενταετία, ο κορυφαίος σπρίντερ στην Ελλάδα, κατακτώντας πολλές φορές τον τίτλο του πρωταθλητή. Υπήρξε αρκετές φορές βαλκανιονίκης και κατάφερε να κατακτήσει 3 ευρωπαϊκά μετάλλια. Δυο χάλκινα, ένα στο Πανευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Στίβου στο Ελσίνκι (1971) και ένα στο Πανευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Κλειστού Στίβου (1972) στην Γκρενόμπλ. Στην ίδια διοργάνωση το 1976 στο Μόναχο, κατέκτησε και ένα αργυρό μετάλλιο.

Οι καλύτερες χρονιές του ήταν το 1971 και το 1972. Ανακηρύχθηκε αθλητής της χρονιάς και στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου πήγε με τις καλύτερες προοπτικές. Στις 3 Ιουνίου του 1972 στην Μπρατισλάβα, ο Βασίλης Παπαγεωργόπουλος είχε τρέξει σε 10 δευτερόλεπτα τα 100 μ. ισοφαρίζοντας το Πανευρωπαϊκό ρεκόρ του αθλήματος. Ρεκόρ που ποτέ όμως δεν μέτρησε επίσημα, γιατί είχε μετρηθεί με χρονόμετρο χειρός. Όμως η επίδοση καταγράφηκε και παραμένει μια από τις καλύτερες επιδόσεις όλων των εποχών για τα ελληνικά δεδομένα.

 

Γεννήσεις

 

1922 – Αλέν Ρενέ. Γεννήθηκε το 1922 στη Βαν (Vannes) της Γαλλίας και ήταν γιος φαρμακοποιού. Το 1940 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι όπου σπούδασε στην κινηματογράφο στο IDHEC. Η πρώτη του σημαντική επιτυχία ήρθε το 1956 με το ντοκιμαντέρ για τα ναζιστικά στρατόπεδα “Νύχτα και ομίχλη”.

Το 1961 ολοκλήρωσε την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία με τίτλο Χιροσίμα, αγάπη μου (1959), με την οποία συστήθηκε στο παγκόσμιο κοινό. Δύο χρόνια αργότερα (1961) κέρδισε το Χρυσό Λέοντα, το ανώτερο βραβείο του Φεστιβάλ της Βενετίας, για την ταινία Πέρυσι στο Μάριενμπαντ, ταινία ιδιόρρυθμη, μη αφηγηματική, που περιστρέφεται γύρω από τις έννοιες της μνήμης, της σκέψης, του χρόνου, με αφορμή τα ερωτήματα ενός άντρα, τα οποία προκύπτουν από τη συνάντησή του με μία γυναίκα. Οι δύο προηγούμενες ταινίες αποτέλεσαν τριλογία με τελευταία την ταινία “Μύριελ” (1963).

Το 1978 και 1994 τιμήθηκε[19] με το βραβείο σκηνοθεσίας για τις ταινίες “Providence” (1997) και “Smoking/No Smoking” (1993) ενώ το 1980 το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Καννών του απένειμε για την ταινία του, “Ο θείος μου από την Αμερική” (Mon oncle d’Amérique, 1980), το Μεγάλο Βραβείο. Το 1998 το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βερολίνου του απένειμε την Αργυρή Άρκτο για τη συνεισφορά του στην τέχνη του κινηματογράφου.

Ήταν παντρεμένος δύο φορές: σε πρώτο γάμο με την Φλοράνς Μαλρώ, κόρη του Αντρέ Μαλρώ και βοηθός σκηνοθέτη του Ρενέ στις ταινίες της περιόδου 1961 – 1986, και σε δεύτερο με την ηθοποιό Σαμπίν Αζεμά (Sabine Azéma). Απεβίωσε την 1η Μαρτίου 2014 σε ηλικία 92 ετών.

 

Θάνατοι

 

1875 – Ζορζ Μπιζέ (γαλλικά: Georges Bizet‎, 25 Οκτωβρίου 1838 – 3 Ιουνίου 1875) ήταν Γάλλος συνθέτης. Το τελευταίο έργο που δημιούργησε στη σύντομη ζωή του, η όπερα Κάρμεν, είναι από τα δημοφιλέστερα και συχνότερα παριστώμενα του διεθνούς δραματολογίου.

Μετά από λαμπρές σπουδές στο Κονσερβατόριο του Παρισιού, κέρδισε, μεταξύ άλλων βραβείων, και το πολυπόθητο Prix de Rome (1857). Ήταν ιδιαίτερα διακεκριμένος πιανίστας, αλλά προτιμούσε τη σύνθεση. Όταν όμως επέστρεψε ύστερα από τρία χρόνια από τη Ρώμη, διαπίστωσε ότι τα παρισινά λυρικά θέατρα δυσπιστούσαν προς τους νέους συνθέτες και αναγκάστηκε να κερδίζει τα προς το ζην ενορχηστρώνοντας και μεταγράφοντας μουσική άλλων συνθετών. Δύο έργα του που ανέβηκαν τελικά στη σκηνή, Οι αλιείς μαργαριταριών και Η γλυκιά κόρη του Περθ, δεν γνώρισαν μεγάλη επιτυχία. Ευτυχέστερη ήταν η μουσική επένδυση του θεατρικού έργου του Αλφόνς Ντωντέ Η Αρλεζιάνα, που έγινε αμέσως δημοφιλής.

Η Κάρμεν ανέβηκε τον Μάρτιο του 1875 σε μια αποτυχημένη πρεμιέρα. Τρεις μήνες μετά ο συνθέτης πέθανε από καρδιακή προσβολή κι έτσι δεν πρόλαβε να δει ούτε καν την απαρχή της λαμπρής της πορείας. Στον 20ό αιώνα οι μουσικοκριτικοί και το κοινό αναγνώρισαν την αξία του και διερωτήθηκαν τι έχασε η μουσική από τον πρόωρο θάνατό του

 

 

1899 – Γιόχαν Στράους (υιός). Διάσημος αυστριακός συνθέτης χορευτικής μουσικής. Συνέθεσε πάνω από 500 βαλς, πόλκες και καντρίλιες, ενώ διέπρεψε και στην οπερέτα. Έμεινε στην ιστορία της μουσικής ως o «βασιλιάς του βαλς». Ο Γιόχαν Στράους (Johann Strauss) γεννήθηκε στις 25 Οκτωβρίου 1825 στη Βιέννη και ήταν ο μεγαλύτερος γιος του συνθέτη Γιόχαν Στράους του πρεσβύτερου (1804-1849), του επονομαζόμενου και «πατέρα του βαλς». Επειδή ο πατέρας του επιθυμούσε γι’ αυτόν ένα επάγγελμα που δεν θα είχε σχέση με τη μουσική, ο νεαρός Γιόχαν άρχισε τη σταδιοδρομία του ως τραπεζικός υπάλληλος.

Ωστόσο, σπούδασε κρυφά βιολί με την ενθάρρυνση της μητέρας του και όταν ο πατέρας του εγκατέλειψε την οικογένεια, ένοιωσε απελευθερωμένος και αποφάσισε να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη μουσική. Το 1844 δημιούργησε τη δική του μικρή ορχήστρα και πρωτόπαιξε σ’ ένα βιενέζικο εστιατόριο. Το 1849, όταν ο πατέρας του πέθανε, ο Γιόχαν συγχώνευσε την ορχήστρα του με εκείνη του πατέρα του και ξεκίνησε μία περιοδεία, στην οποία περιέλαβε τη Ρωσία (1865-1866) και την Αγγλία (1869), γνωρίζοντας τεράστια επιτυχία. Το 1870 παραχώρησε τη διεύθυνση τhς ορχήστρας στους δύο αδελφούς του, Γιόζεφ Στράους (1827-1870) και Έντουαρτ (1835-1916). Το 1872 διηύθυνε κοντσέρτα στη Νέα Υόρκη και τη Βοστώνη.

Από τα πολυάριθμα βαλς που έγραψε διασημότερα είναι τα: «Ο ωραίος γαλάζιος Δούναβης» («An der schönen blauen Donau», 1867), το κύριο θέμα του οποίου αναδείχθηκε σε μία από τις δημοφιλέστερες μελωδίες της μουσικής του 19ου αιώνα, «Παραμύθια από το δάσος της Βιέννης» («Geschichten aus dem Wienerwald», 1868), «Κρασί, γυναίκα και τραγούδι» («Wein, Weib und Gesang», 1869), «Βιεννέζικο αίμα» («Wiener Blut», 1871) και «Αυτοκρατορικά βαλς» (Kaiser-waltzer, 1888).

 

————————————————————————
Πηγές: sansimera.gr, el.wikipedia
.