30 Μαΐου 2024
Είναι η 151η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Υπολείπονται 215 ημέρες για τη λήξη του.
🌅 Ανατολή ήλιου: 06:04 – Δύση ήλιου: 20:40
Διάρκεια ημέρας: 14 ώρες 36 λεπτά
🌗 Σελήνη 21.8 ημερών
Χρόνια πολλά στην Εμμέλεια.
Γεγονότα
1381 – Ξεσπά η Εξέγερση των Χωρικών (Peasants’ Revolt), η πρώτη μεγάλη λαϊκή εξέγερση στην Αγγλία, με κύριο αίτιο το δυσβάστακτο χαράτσι, που επέβαλε στους υπηκόους του ο νεαρός βασιλιάς Ριχάρδος Β’.
Η Εξέγερση των Χωρικών, γνωστή επίσης ως η Εξέγερση του Ουάτ Τάιλερ ή η Μεγάλη Εξέγερση, ήταν μια μείζονα εξέγερση σε μεγάλα τμήματα της Αγγλίας το 1381. Η εξέγερση είχε διάφορες αιτίες, όπως οι κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές εντάσεις που προκάλεσε ο Μαύρος θάνατος τη δεκαετία του 1340, οι υψηλοί φόροι που προέκυψαν από τη σύγκρουση με τη Γαλλία κατά τη διάρκεια του Εκατονταετούς Πολέμου και η αστάθεια στην τοπική ηγεσία του Λονδίνου. Το τελικό έναυσμα για την εξέγερση ήταν η επέμβαση ενός βασιλικού αξιωματούχου, του Τζων Μπάμπτον, στο Έσσεξ στις 30 Μαΐου 1381. Η προσπάθειά του να συλλέξει απλήρωτους κεφαλικούς φόρους στο Μπρέντγουντ κατέληξε σε βίαιη αντιπαράθεση, η οποία γρήγορα εξαπλώθηκε στα νοτιοανατολικά της χώρας. Ένα ευρύ φάσμα της αγροτικής κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων πολλών τοπικών τεχνίτων και χωρικών αξιωματούχων, εξεγέσθησαν, καίγοντας δικαστικά αρχεία και ανοίγοντας τις τοπικές φυλακές. Οι επαναστάτες επιζήτησαν μείωση της φορολογίας, το τέλος του συστήματος αναγκαστικής εργασίας γνωστό ως δουλοπαροικία, και την αφαίρεση των ανωτέρων αξιωματούχαν του βασιλιά και των δικαστηρίων.
1828 – Ο τσάρος Νικόλαος Α’ αποστέλλει στον Ιωάννη Καποδίστρια 500.000 ρούβλια για τη στήριξη του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.
Στις 8 Ιανουαρίου του 1828 ο Ιωάννης Καποδίστριας ως Κυβερνήτης πλέον της Ελλάδας, καταπλέει στο Ναύπλιο υπό τις επευφημίες του λαού και τους χαιρετιστήριους κανονιοβολισμούς των ξένων πολεμικών πλοίων που τον συνοδεύουν.
Τον Απρίλιο του 1828 η Ρωσία, υπό τον νέο δυναμικό τσάρο Νικόλαο Α΄ (ο οποίος διαδέχθηκε τον αναποφάσιστο Αλέξανδρο Α΄ – τον αποκαλούμενο «ανεμοδείκτη» από τον Μέττερνιχ – μετά τον θάνατό του το 1825), με αφορμή την άρνηση της Πύλης να δεχθεί τις αποφάσεις των τριών Δυνάμεων επί του ελληνικού ζητήματος, κηρύσσει τον πόλεμο κατά της Τουρκίας, ενώ παράλληλα, στις 30 Μαΐου του 1828, αποστέλλει στον Καποδίστρια, ως οικονομική βοήθεια – και όχι ως δάνειο – για την Ελλάδα, 500.000 ρούβλια (και αργότερα, περί τα τέλη Οκτωβρίου του 1829, στρατιωτικό εξοπλισμό από 6.000 τουφέκια και 12 πυροβόλα).
Ταυτόχρονα η Γαλλία, υπό τον φιλέλληνα βασιλέα της Κάρολο, δηλώνει την πρόθεσή της να αποστείλει στρατό στην Πελοπόννησο για να εκδιώξει τον Ιμπραήμ, ο οποίος εξακολουθεί, παρά την ήττα του τουρκοαιγυπτιακού στόλου του στο Ναυαρίνο, να παραμένει εκεί.
1917 – Ο Αλέξανδρος Α’ ανεβαίνει στο θρόνο του Βασιλείου της Ελλάδος, μετά την απομάκρυνση του πατέρα του και του Διαδόχου, πρίγκιπα Γεωργίου, από τις δυνάμεις της Αντάντ που είχαν καταλάβει τον Πειραιά και τον ισθμό της Κορίνθου και είχαν επιβάλει ναυτικό αποκλεισμό στην Αθήνα, η οποία έζησε ημέρες πείνας, ενώ υπέστη και βομβαρδισμό. Η ανάληψη του Θρόνου ήταν συνταγματικό πραξικόπημα ουσιαστικά, διότι δεν ακολουθήθηκαν οι περί διαδοχής διατάξεις του συντάγματος. Ο Βενιζέλος εκλάμβανε την αναχώρηση του Κωνσταντίνου ως παραίτηση κάτι που ανέτρεπε την τάξη διαδοχής σύμφωνα με το άρθρο 45 υπέρ του Γεωργίου. Για το λόγο αυτό ο Κωνσταντίνος δεν αποδέχθηκε ποτέ τον Αλέξανδρο ως βασιλέα, και στον τάφο του στο Τατόι αναγράφεται ως “Αλέξανδρος, βασιλόπαις της Ελλάδος, βασίλεψε αντί του πατρός αυτού”. Επίσης η μητέρα του Σοφία στην αλληλογραφία μαζί του τον προσφωνούσε Προς τον Πρίγκηπα Αλέξανδρο. Αρχικά ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε εκφράσει την προτίμηση του προς τον νεότερο γιο του Κωνσταντίνου, τον ανήλικο τότε Παύλο και τον ορισμό αντιβασιλέα. Όμως οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν του επέτρεψαν να επιλέξει το διάδοχο. Αν και ορκίστηκε Βασιλιάς, ο Αλέξανδρος ανάλαβε τα καθήκοντά του με την πεποίθηση ότι εκτελούσε χρέη τοποτηρητή του θρόνου και ότι η προσωρινή ηγεμονία του θα έληγε με το τέλος του πολέμου και την επιστροφή του πατέρα του[3], καθώς ο Κωνσταντίνος δεν υπέβαλε επίσημα την παραίτησή του όταν αποχώρησε από την Ελλάδα.
1941 – Δύο 19χρονοι φοιτητές, ο Μανώλης Γλέζος και ο Απόστολος Σάντας, με μία παράτολμη ενέργειά τους, κατεβάζουν από την Ακρόπολη τη γερμανική σημαία και αναρτούν την ελληνική. Ήταν μια πράξη ηρωισμού, που σημάδεψε ανεξίτηλα ως πράξη ηθικού σθένους και υψηλού συμβολισμού τον αγώνα της εθνικής αντίστασης που θα ακολουθούσε τα επόμενα χρόνια, μέχρι την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων το 1944.
Ο Μανώλης Γλέζος και ο Λάκης Σάντας, έβλεπαν κάθε πρωί τη σημαία με τη σβάστικα να κυματίζει στην Ακρόπολη, έμπλεοι οργής για την καταρρακωμένη εθνική υπερηφάνεια των Ελλήνων. Ώσπου ένα απόγευμα, κατά τη διάρκεια του περιπάτου τους στο Ζάππειο, συνέλαβαν την ιδέα: θα κατέβαζαν από τον ιστό του Ιερού Βράχου το χιτλερικό σύμβολο. Γρήγορα άρχισαν να οργανώνουν το σχέδιό τους.
Πήγαν στην Εθνική Βιβλιοθήκη και διάβασαν ό,τι σχετικό με τον Ιερό Βράχο. Στη Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια ανακάλυψαν όλες τις σπηλιές και τις τρύπες της Ακρόπολης. Γρήγορα αντιλήφθηκαν ότι η μόνη διαδρομή που έπρεπε να ακολουθήσουν για να μην γίνουν αντιληπτοί από τους γερμανούς φρουρούς ήταν μέσω του Πανδρόσειου Άντρου. (Δείτε περισσότερα στο link που ακολουθεί: Τη νύχτα που ο Γλέζος κι ο Σάντας «έσκισαν» τον αγκυλωτό σταυρό)
1941 – Λήγει η Μάχη της Κρήτης, με την κατάληψη όλου του νησιού από τους Γερμανούς. Από τις 24 Μαΐου η πρωτοβουλία των επιχειρήσεων περιήλθε στους Γερμανούς και η τύχη της μεγαλονήσου είχε πλέον κριθεί. Ωστόσο, ο αγώνας συνεχίστηκε σκληρός και ακατάπαυστος σε όλους τους τομείς μέχρι την 29η Μαΐου, οπότε με διαταγή του Στρατηγείου Μέσης Ανατολής άρχισε η εκκένωση του νησιού από τις βρετανικές δυνάμεις. Στις 23:00 ώρα της 31ης Μαΐου αναχώρησε από τις ακτές Σφακίων και το τελευταίο πλοίο με βρετανικά τμήματα για τη Μέση Ανατολή. Όσοι από τους Βρετανούς δεν μπόρεσαν να εγκαταλείψουν την Κρήτη, καθώς και τα ελληνικά τμήματα, συνθηκολόγησαν με τους Γερμανούς ή κατέφυγαν σε ορεινές περιοχές, απ’ όπου στη συνέχεια διέφυγαν στη Μέση Ανατολή. Όσοι παρέμειναν στο νησί, συνέχισαν τον αγώνα κατά του κατακτητή, μαζί με τους ηρωικούς κατοίκους της Κρήτης.
Γεννήσεις
1909 – Μπένι Γκούντμαν (Benjamin ‘’Benny’’ David Goodman, Σικάγο 30 Μαΐου 1909 – Νέα Υόρκη 13 Ιουνίου 1986) ήταν Αμερικανός κλαρινετίστας και διευθυντής ορχήστρας (μπάντας) της τζαζ , γνωστός ως ο «Βασιλιάς του Σουίνγκ», εξαιρετικά δημοφιλούς είδους μουσικής στις ΗΠΑ, κατά τις δεκαετίες 1930 και 1940. Η περίφημη συναυλία που έδωσε στο Κάρνεγκι Χολ (Carnegie Hall) της Νέας Υόρκης, στις 16 Ιανουαρίου 1938, περιγράφεται από τον κριτικό Μπρους Έντερ (Bruce Eder) ως «η μοναδική σημαντική τζαζ ή ποπ συναυλία μουσικής στην ιστορία: η τζαζ μπαίνει στον κόσμο της ευυπόληπτης (sic) μουσικής». Οι μπάντες του Γκούντμαν αποτέλεσαν το έναυσμα για το ξεκίνημα της σταδιοδρομίας πολλών μεγάλων καλλιτεχνών της τζαζ. Κατά τη διάρκεια μιας δύσκολης εποχής φυλετικού διαχωρισμού, διηύθυνε μία από τις πρώτες γνωστές, μικτού χρώματος, ολοκληρωμένες μπάντες. Αυστηρός περφόρμερ, πολλές φορές αυταρχικός, αλλά και αντιρατσιστής, έπαιζε σχεδόν ως το τέλος της ζωής του, εκδηλώνοντας ταυτόχρονα αδιάλειπτο ενδιαφέρον για την κλασική μουσική.
Ο Γκούντμαν ήταν το ένατο από τα δώδεκα παιδιά φτωχών Εβραίων μεταναστών από τη Ρωσική Αυτοκρατορία. Ο πατέρας του, Ντέιβιντ (1873-1926), ήρθε στην Αμερική το 1892 από τη Βαρσοβία και έγινε ράφτης. Η μητέρα του, Ντόρα Γκριζίνσκι (Dora Grisinsky) 1873-1964), καταγόταν από το Κάουνας της -σημερινής- Λιθουανίας. Οι γονείς του γνωρίστηκαν στη Βαλτιμόρη και εγκαταστάθηκαν στο Σικάγο πριν γεννηθεί o Μπένι. Με λίγα εισοδήματα και μεγάλη οικογένεια, μετακόμισαν στο υποβαθμισμένο προάστιο Μάξουελ (Maxwell Street), μια υπερπληθυσμένη παραγκούπολη κοντά στις σιδηροδρομικές εγκαταστάσεις και στα περιβάλλοντα εργοστάσια όπου κατοικούσαν, κυρίως, ιρλανδοί, γερμανοί, σκανδιναβοί, ιταλοί, πολωνοί και εβραίοι μετανάστες.
1931 – Γεράσιμος Αρσένης, έλληνας οικονομολόγος και πολιτικός. Γεννήθηκε στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς το 1931. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και συνέχισε τις σπουδές του με υποτροφία στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης των ΗΠΑ (MIT), στην Οικονομική Επιστήμη. Εργάστηκε ως οικονομολόγος στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ), στη Νέα Υόρκη και στη Γενεύη. Διετέλεσε διευθυντής του Τμήματος Οικονομικών Μελετών του Κέντρου Ερευνών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) στο Παρίσι (1964 – 1966) και διευθυντής στον Οργανισμό του ΟΗΕ για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη (United Nations Conference on Trade and Development, UNCTAD) από το 1967 έως το 1980. Ως διευθυντικό στέλεχος των Ηνωμένων Εθνών, ανέλαβε πρωτοβουλίες σε διεθνές επίπεδο, σε συνεργασία με διάφορες σοσιαλιστικές κυβερνήσεις, και υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής της προσπάθειας για μια «Νέα Διεθνή Οικονομική Τάξη Πραγμάτων» (New International Economic Order, NIEO), μια τελικά ατελέσφορη προσπάθεια να εγκαθιδρυθεί ένα νέο και πιο προοδευτικό διεθνές οικονομικό σύστημα.
1980 – Στίβεν Τζέραρντ (Steven George Gerrard, γεννήθηκε 30 Μαΐου 1980) είναι Άγγλος πρώην επαγγελματίας ποδοσφαιριστής και νυν προπονητής της Άστον Βίλα. Η θέση του ήταν στο κέντρο, συνήθως ως αμυντικός μέσος, αν και έχει παίξει και σε άλλες θέσεις καθώς ο πρώην προπονητής του, Ράφα Μπενίτεθ, έλεγε ότι “είναι πολυεργαλείο”. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Άγγλους ποδοσφαιριστές, καθώς και ένας από τους καλύτερους κεντρικούς μέσους της γενιάς του σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ο Τζέραρντ πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της επαγγελματικής του ποδοσφαιρικής καριέρας στη Λίβερπουλ. Ο πρώτος του αγώνας ήταν το 1998 , ενώ από την περίοδο 2000-2001 (τη χρονιά που η Λίβερπουλ κατέκτησε το κύπελλο ΟΥΕΦΑ), έγινε βασικός μέχρι και το 2015 , όταν αποχώρησε από την ομάδα. Το 2003 έγινε αρχηγός της ομάδας. Έχει κερδίσει 2 Κύπελλα Αγγλίας, 3 Λιγκ Καπ, ένα Κύπελλο ΟΥΕΦΑ, ένα Τσάμπιονς Λιγκ, καθώς και 2 ευρωπαϊκά Σούπερ Καπ. Με την φανέλα της Λίβερπουλ έπαιξε συνολικά σε 710 παιχνίδια σκοράροντας 186 γκολ. Τελείωσε την καριέρα του στους Λος Άντζελες Γκάλαξι όπου έπαιξε για δύο σεζόν. Ήταν μέλος και της εθνικής ομάδας της Αγγλίας με 114 συμμετοχές και 21 γκολ, ενώ διατέλεσε και αρχηγός της από το 2012 μέχρι το 2014 όταν και αποχώρησε.
Θάνατοι
1826 – Παλαιών Πατρών Γερμανός. Γεννήθηκε στη Δημητσάνα, γιος του Ιωάννη Γκόζια, χρυσοχόου και αγρότη και της Κανέλας Κουκουζή ή Κουκουζοπούλου, ενώ το κοσμικό του όνομα ήταν Γεώργιος. Οι γονείς του ήταν φτωχοί και άσημοι, ώστε δεν είναι με ακρίβεια γνωστό το επώνυμο του πατέρα του, αφού σε διάφορες βιογραφίες έχει εμφανιστεί ως Κοτζάς, ή Κοντζιάς, ή Κόζιας, ή Γκόζιας, ή Κοζής, ενώ ο ίδιος ο πατέρας του υπέγραφε ενίοτε και ως Ιωάννης Δημητρίου. Είχε έναν αδελφό και τέσσερεις αδελφές. Η πατρική του οικία ήταν στη θέση “Κάστρο” της Δημητσάνας, λέγεται δε ότι όταν ο Κολοκοτρώνης επισκέφθηκε την Δημητσάνα κατά την εποχή του Όθωνα, επισκέφθηκε και το σπίτι του Γερμανού και ασπάσθηκε την εξώπορτα σε ένδειξη σεβασμού.
Φοίτησε αρχικά στη φημισμένη Σχολή Δημητσάνας, στο Άργος και μετέπειτα στη Σχολή της Σμύρνης. Χειροτονήθηκε διάκονος λαμβάνοντας το όνομα Γερμανός από τον Μητροπολίτη Άργους και Ναυπλίου Ιάκωβο. Στις αρχές του 1797 μετέβη στη Σμύρνη και υπηρέτησε δίπλα στον μητροπολίτη Γρηγόριο που ήταν συμπατριώτης και θείος του (ο μετέπειτα πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄), τον οποίον και ακολούθησε στη Κωνσταντινούπολη και στη μετέπειτα εξορία του στο Άγιο Όρος, γενόμενος αρχιδιάκονος του Μητροπολίτη Κυζίκου Ιωακείμ. Την εποχή εκείνη ανέλαβε να διευθετήσει τις διαφορές που υπήρχαν στις σταυροπηγιακές μονές της Πελοποννήσου όπου και έφερε επιτυχώς σε πέρας κερδίζοντας την εμπιστοσύνη του ανώτερου κλήρου σε βαθμό τέτοιο που επί μια επταετία διεκπεραίωνε όλες τις υποθέσεις των απόντων από την Κωνσταντινούπολη Αρχιερέων.
Κατά την παραμονή του στην Κωνσταντινούπολη παρακολούθησε ανώτερα μαθήματα στην περίφημη Πατριαρχική Σχολή Ξηροκρήνης. Το 1804, ο Γερμανός συμμετείχε σε μια ομάδα από καθηγητές και μαθητές της Πατριαρχικής Σχολής Ξηροκρήνης, η οποία επιμελήθηκε και εξέδωσε ελληνικό λεξικό, το οποίο αργότερα χαρακτηρίστηκε ως «Κιβωτός της Ελληνικής Γλώσσης».
1960 – Μπορίς Πάστερνακ, (ρωσικά: Борис Леонидович Пастернак, ΔΦΑ: [bɐˈrʲis lʲɪɐˈnʲidəvʲɪt͡ɕ pəstʲɪrˈnak] 10 Φεβρουαρίου 1890 – 30 Μαΐου 1960) ήταν Ρώσος συγγραφέας, βραβευμένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ξεκίνησε τη λογοτεχνική του παραγωγή ως φουτουριστής ποιητής. Έκανε αρκετές μεταφράσεις ξένων ποιητών και περισσότερο του Σαίξπηρ, που εκτιμούσε ιδιαίτερα. Παρόλο που στη Ρωσία ήταν διάσημος ως ποιητής κυρίως, το έργο που τον έκανε γνωστό παγκοσμίως ήταν το μυθιστόρημά του Δόκτωρ Ζιβάγκο, που εκδόθηκε το 1957 στην Ιταλία. Για το έργο του αυτό βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1958, αλλά το αρνήθηκε για πολιτικούς λόγους.
Μερικά χρόνια πριν από την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Παστερνάκ εγκαταστάθηκε με τη σύζυγό του στο Περεντέλκινο, ένα χωριό ιδανικό για συγγραφείς, μερικά χιλιόμετρα από τη Μόσχα. Εκεί έγραψε το πασίγνωστο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Δόκτωρ Ζιβάγκο.
Το βιβλίο απαγορεύτηκε από το σοβιετικό καθεστώς και έτσι μεταφέρθηκε λαθραία στο εξωτερικό και εκδόθηκε στα ιταλικά από τον ιταλικό εκδοτικό οίκο Φελτρινέλλι το 1957. Το βιβλίο προκάλεσε αμέσως αίσθηση και ακολούθησαν εκδόσεις του σε πολλές μη κομμουνιστικές χώρες. Το 1958 και 1959, η αμερικανική έκδοσή του έμεινε για 26 εβδομάδες στην κορυφή της λίστας μπεστ σέλερς των Τάιμς της Νέας Υόρκης. Το βιβλίο του κυκλοφόρησε στις περισσότερες γλώσσες του κόσμου εκτός από τη μητρική του και έγινε μπεστ σέλερ και ένα από τα πιο δημοφιλή μυθιστορήματα όλων των εποχών.
Παρά το γεγονός ότι κανένας Σοβιετικός κριτικός δεν είχε διαβάσει το βιβλίο, απαίτησαν την απαγόρευσή του στην Ε.Σ.Σ.Δ. Τελικά, το 1988 το μυθιστόρημα εκδόθηκε και στη Σοβιετική Ένωση. Το βιβλίο μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο με πρωταγωνιστές τον Ομάρ Σαρίφ και την Τζούλι Κρίστι, σε σκηνοθεσία Ντέιβιντ Λην. Το έργο έγινε παγκόσμια επιτυχία, επικεντρωμένο ωστόσο περισσότερο στη ρομαντική πλευρά του βιβλίου.
Η «τολμηροτέρα φωνή της μετεπαναστατικής Ρωσίας», σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής, ο Μπορίς Παστερνάκ, απεβίωσε από καρκίνο των πνευμόνων στα 70 του χρόνια, στις 30 Μαΐου του 1960. Χιλιάδες άνθρωποι ταξίδεψαν από τη Μόσχα στο Περεντέλκινο για να παραστούν στην κηδεία του. Εθελοντές μετέφεραν το ανοιχτό φέρετρό του στον τόπο ταφής και όλοι οι παρόντες (συμπεριλαμβανομένου του σπουδαίου ρώσου ποιητή και θεωρούμενου ως “πνευματικού” του παιδιού Αντρέι Βοζνεσένσκι) απήγγειλαν το απαγορευμένο ποίημα “Άμλετ”.
1977 – Βασίλης Ρώτας. Γεννήθηκε στις 23 Απριλίου/5 Μαΐου του 1889 στο Χιλιομόδι Κορινθίας. Φοίτησε στο γυμνάσιο της Κορίνθου και αποφοίτησε από το Α΄ Βαρβάκειο Γυμνάσιο Αθηνών. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και θέατρο στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών (1906-1910). Το 1910 φοίτησε στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Κέρκυρας. Πολέμησε στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913) σαν ανθυπολοχαγός, στις μάχες Κιλκίς, Ναλμπάγκιοϊ, Τζουμαγιά, Ουράνοβο, Σέτε Βρατς, Στενά της Κρέσνας, Σιμιτλί. Στη διάρκεια του πρώτου Παγκοσμίου πολέμου, στα 1916, υπηρετούσε ως αξιωματικός στο Δ΄ Σώμα Στρατού, στην Καβάλα. Ολόκληρο το Δ΄ Σώμα Στρατού μεταφέρθηκε στο (Γκέρλιτς) της Πολωνίας, σε μια ιδιότυπη αιχμαλωσία, μέχρι το 1919. Πήρε μέρος στην Μικρασιατική Εκστρατεία και για δύο χρόνια (1921-1922) υπηρέτησε ως στρατιωτικός ακόλουθος στην ελληνική πρεσβεία του Βερολίνου. Το 1920 παντρεύτηκε την παιδική του φίλη Κατερίνη Γιαννακοπούλου, με την οποία απέκτησαν τρία παιδιά: τον Ρένο (γιατρό) (1922-2012), την Μαρούλα (ηθοποιό) (1925-1996) και τον Νικηφόρο (συνθέτη) (1929-2004). Αποστρατεύτηκε στα 1926 με το βαθμό του συνταγματάρχη και από τότε αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία, τη μετάφραση και το θέατρο. Στη διάρκεια της Κατοχής εντάχθηκε στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο και πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση[1]. Από το τέλος της δεκαετίας του ’40 συντρόφισσά του ήταν η συγγραφέας Βούλα Δαμιανάκου (1922-2016), με την οποία έζησε από το 1954 στη Ν. Μάκρη Αττικής. Ο Β. Ρώτας πέθανε το 1977 στην Αθήνα σε ηλικία 88 ετών.
Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia
Διαβάστε περισσότερα στην ενότητα Χρονολόγιο
με click πάνω στην κάρτα που ακολουθεί
ή στο Posted in Χρονολόγιο