Τρίτη 2 Απρίλιου 2024
Είναι η 93η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο
Υπολείπονται 273 ημέρες για τη λήξη του.
🌅 Ανατολή ήλιου: 07:07 – Δύση ήλιου: 19:49
Διάρκεια ημέρας: 12 ώρες 41 λεπτά
🌗 Σελήνη 22.4 ημερών
Χρόνια πολλά στους: Τίτο, Τίτη, Τίτα και Τιτή
Γεγονότα
1453 – Ο Μωάμεθ Β’, επικεφαλής 250.000 ανδρών, φτάνει προ των τειχών της Κωνσταντινούπολης. Ο Μωάμεθ γεννήθηκε στις 30 Μαρτίου του 1432 στην Αδριανούπολη, πρωτεύουσα τότε του Οθωμανικού κράτους. Ήταν τρίτος γιος του Σουλτάνου Μουράτ Β΄ και της Χιουμά Χατούν. Σε μικρή ηλικία έμεινε ορφανός από μητέρα και τον πήρε στην προστασία της η Μάρα Μπράνκοβιτς, σύζυγος του Μουράτ και κόρη του ηγεμόνα των Σέρβων Γεωργίου Μπράνκοβιτς, πράγμα που θα τον κάνει να τρέφει σε όλη του τη ζωή βαθιά εκτίμηση προς το πρόσωπο της Μάρας. Σε ηλικία 11 ετών εστάλη ως κυβερνήτης στην Αμάσεια της Μικράς Ασίας, όπως ίσχυε τότε για τους Οθωμανούς πρίγκηπες.
Τον Αύγουστο του 1444, και αφού ο Μουράτ είχε κλείσει τα ανοιχτά μέτωπα κατά των Δυτικών στην Ευρώπη και των Τουρκομάνων εμίρηδων στη Μικρά Ασία, αποφάσισε να παραιτηθεί υπέρ του Μωάμεθ και να αποσυρθεί στην Μαγνησία της Ιωνίας. Λίγο όμως μετά την άνοδό του στο θρόνο, ο νεαρός Μωάμεθ βρέθηκε αντιμέτωπος με έναν ισχυρό αντιτουρκικό σταυροφορικό συνασπισμό στην Ευρώπη και την επανάληψη των συγκρούσεων από τους Καραμανίδες εμίρηδες. Παράλληλα την περίοδο εκείνη ξέσπασε μια ενδοπαλατιανή σύγκρουση μεταξύ των φιλοπόλεμων υπουργών, υπό τον Τουραχάν Μπέη και των διαλλακτικών ειρηνόφιλων, υπό τον πανίσχυρο Μέγα Βεζίρη Χαλίλ Πασά. Τελικά ο Χαλίλ θα καταφέρει να προκαλέσει εξέγερση των γενιτσάρων κατά του νεαρού Σουλτάνου και της πολιτικής του, που βρισκόταν υπό την επιρροή των φιλοπόλεμων, και να τον αναγκάσει να παραιτηθεί ζητώντας την επιστροφή του Μουράτ. Ο Μουράτ θα καταφέρει να περάσει με τον στρατό του τα Στενά και να ηγηθεί της αντεπίθεσης κατά των Σταυροφόρων και να τους νικήσει στη μάχη της Βάρνας.
Ο Μωάμεθ παρέμεινε στην αφάνεια μέχρι το θάνατο του πατέρα του το 1451, οπότε επανήλθε στο θρόνο. Αναφέρεται πως κατά το διάστημα αυτό αρκετές φορές ο Μουράτ εκδήλωσε την επιθυμία να παραιτηθεί αλλά τον απέτρεπε ο Μέγας Βεζύρης.
Από τη στιγμή της επιστροφής του στο θρόνο έθεσε ως στόχο την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης και των υπολειμμάτων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Αρχικά επιδίωξε να ρυθμίσει όποιες εκκρεμότητες υπήρχαν. Έτσι μετά από σύντομη εκστρατεία στη Μικρά Ασία, έκλεισε ειρήνη με τους καραμανίδες. Παράλληλα σύναψε νέα ειρήνη με τους Ούγγρους και ανανέωσε τις συνθήκες με τις ιταλικές δημοκρατίες, πετυχαίνοντας έτσι να απομονώσει το Βυζάντιο από κάθε πηγή ενισχύσεων. Τότε οι Βυζαντινοί διέπραξαν το μοιραίο λάθος να τον εκβιάσουν απειλώντας να ελευθερώσουν τον Κασίμ Τσελεμπή, τον Οθωμανό πρίγκηπα που κρατούσαν αιχμάλωτο από το 1403, ζητώντας την καταβολή χρηματικών ποσών. Αμέσως μετά τη ρύθμιση των ανοιχτών μετώπων, ο Μωάμεθ έφτασε στο Βόσπορο και οικοδόμησε ένα κάστρο, το Ρούμελη-Χισάρ ή Λαιμοκοπία, κλείνοντας έτσι το Βόσπορο για τα εχθρικά πλοία. Επίσης άρχισε την κατασκευή πολλών κανονιών, διαφόρου διαμετρήματος προκειμένου να καταστρέψει τα χιλιόχρονα τείχη της Πόλης. Τελικά τον Απρίλιο του 1453 έφτασε μπροστά στην Πόλη οδηγώντας ένα στρατό άνω των 100 χιλιάδων πολεμιστών. Μετά από σκληρή πολιορκία σαράντα επτά ημερών, η Πόλη έπεσε στις 29 Μαΐου 1453 και επακολούθησε άγρια σφαγή. Γρήγορα όμως ο Μωάμεθ που είχε σαφώς εκδηλώσει την επιθυμία του να καταστήσει την Πόλη πρωτεύουσα του κράτους του άρχισε να την ανοικοδομεί, μεταφέροντας πληθυσμούς από άλλες περιοχές. Αργότερα άρχισε μια σειρά από εκστρατείες που οδήγησαν στην κατάλυση του Δουκάτου των Αθηνών, του Δεσποτάτου του Μυστρά, της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας και των φραγκικών ηγεμονιών του Αιγαίου. Μέχρι το 1461 σχεδόν όλος εκείνος ο γεωγραφικός χώρος που αποτελούσε τον πυρήνα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας είχε ενωθεί ξανά σε ένα νέο κράτος.
1980 – Παρουσιάζεται για πρώτη φορά ο κύκλος τραγουδιών του Μάνου Χατζιδάκι «Η Εποχή της Μελισσάνθης», σε συναυλία στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά. H συναυλία δόθηκε στις 2 Απριλίου, Μεγάλη Τετάρτη, από την Ορχήστρα και την Χορωδία του Τρίτου, υπό τη διεύθυνση του συνθέτη, και με βασική ερμηνεύτρια την Μαρία Φαραντούρη. Ο Χατζιδάκις, τότε, στο απόγειό του. Η Μαρία Φαραντούρη επίσης. Το Τρίτο στις δόξες του. Η Μελισσάνθη είναι ένα βαθιά πολιτικό έργο με υψηλή ποιητική διάσταση. Στον επίλογο του σημειώματός του, ο Χατζιδάκις αναφέρει: “Η εποχή της Μελισσάνθης τέλειωσε. Σήμερα ζω για πάντα το χαμό της. Κι ο κόσμος μας δεν πάει να γίνει καλύτερος. Με όλα όμως αυτά, δε θέλω να δώσω ιστορικές διαστάσεις στη Μελισσάνθη και στην εποχή της. Επιθυμώ να καταγράψω μόνο, την προσωπική μου περιπέτεια και συμμετοχή στην πρόσφατη ιστορία του κόσμου, έτσι καθώς την έζησα μέσ’ από το σπίτι μου και μέσα από την πόλη που εξακολουθώ να ζω”.
1982 – Η Αργεντινή καταλαμβάνει τις Μαλβίδες Νήσους, που τις θεωρεί δικές της, ενώ τα ίδια νησιά με το όνομα Φόκλαντς ανήκουν στη Μ. Βρετανία. (Πόλεμος των Φόκλαντς). Ο Πόλεμος των Φώκλαντ (ισπανικά: Guerra de las Malvinas), ήταν ένας πόλεμος δέκα εβδομάδων μεταξύ της Αργεντινής και του Ηνωμένου Βασιλείου με αντικείμενο δύο Βρετανικά υπερπόντια εδάφη στον Νότιο Ατλαντικό: τα Νησιά Φώκλαντ και τις Νήσοι Νότια Γεωργία και Νότιες Σάντουιτς. Ξεκίνησε την Παρασκευή 2 Απριλίου 1982 όταν η Αργεντινή εισέβαλε και κατέλαβε τις Νήσους Φώκλαντ (και την επόμενη ημέρα τις Νήσους Νότια Γεωργία και Νότιες Σάντουιτς) σε μια προσπάθεια να αποδείξει την κυριαρχία που ισχυριζόταν επί μακρόν πάνω τους. Στις 5 Απριλίου, η Βρετανική κυβέρνηση απέστειλε ναυτική δύναμη για να εμπλακεί με το Ναυτικό της Αργεντινής και την Πολεμική Αεροπορία πριν πραγματοποιήσει αμφίβια επίθεση στα νησιά. Η σύγκρουση διάρκεσε 74 ημέρες και έληξε με την παράδοση της Αργεντινής στις 14 Ιουνίου 1982, επιστρέφοντας τα νησιά σε Βρετανικό έλεγχο. Συνολικά, 649 μέλη του στρατιωτικού προσωπικού της Αργεντινής, 255 μέλη του Βρετανικού στρατού, και τρεις κάτοικοι των Νήσων Φώκλαντ σκοτώθηκαν κατά τις εχθροπραξίες.
Γεννήσεις
1805 – Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Γεννήθηκε στις 2 Απριλίου 1805 στο Όντενσε, στο νησί Φιονία της Δανίας. Ο πατέρας του ξέπεσε και δούλευε τσαγκάρης, για να ζήσει την οικογένειά του. Αλλά, μην μπορώντας να αντέξει στη φτώχεια, πέθανε πολύ νέος, αφήνοντας το γιο του το Χανς ορφανό, με τη μητέρα του για μόνο στήριγμα.
Ο Χανς ήταν ένα περίεργο παιδί με εξαιρετική φαντασία. Πολλές φορές τον έβλεπαν να περπατά στο δρόμο σαν ονειροπαρμένος και το μυαλό του δεν το είχε πουθενά αλλού, παρά μόνο στα ποιήματα και στο διάβασμα. Προσπάθησε άδικα να μάθει την τέχνη του πατέρα του. Όταν τέλειωσε το σχολείο των άπορων παιδιών, μπήκε σε ένα ραφτάδικο, για να μάθει την τέχνη, αλλά ούτε και εκεί τα κατάφερε. Το ενδιαφέρον του κέρδισε το θέατρο, όπου αποστήθιζε ολόκληρες σκηνές από τα έργα που έβλεπε. Όταν ήταν με τους φίλους του, του άρεσε να απαγγέλλει και να τραγουδά. Ήταν δεκατεσσάρων χρονών, όταν, κυνηγώντας μια καλύτερη τύχη, έφθασε στην Κοπεγχάγη, με μόνη του περιουσία 30 φράγκα με σκοπό να γίνει ηθοποιός. Έδωσε εξετάσεις στη Βασιλική Σχολή θεάτρου, αλλά ήταν τόσο άσχημος και αδύνατος, που δεν τον δέχτηκαν.
Επειδή είχε ωραία φωνή, άρχισε να σπουδάζει μουσική, αλλά αρρώστησε ξαφνικά και έχασε τη φωνή του. Έτσι, το μόνο ταλέντο που του έμεινε ήταν το ταλέντο της ποίησης. Οι στίχοι του άρεσαν και βρήκε έναν προστάτη, τον Κέλλαν, που τον έστειλε στο πανεπιστήμιο, όπου κέρδισε μια βασιλική επιχορήγηση. Το 1827 δημοσίευσε ποιήματά του και έπειτα εξέδωσε μια σειρά έργων που του εξασφάλισαν την παγκόσμια δόξα.
Αφού εξέδωσε αρκετά βιβλία, άρχισε τα ταξίδια του. Γύρισε τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Αγγλία, την Ελλάδα, την Ιταλία, την Τουρκία και ταξίδεψε στην Ανατολή. Απόκτησε μεγάλη δόξα και η μεγαλύτερη ευτυχία του ήταν η υποδοχή που του έκανε η ιδιαίτερη πατρίδα του, το Όντενσε, που τον κάλεσε στα 1867. Πέθανε στις 4 Αυγούστου 1875 στην Κοπεγχάγη.
1927 – Φέρεντς Πούσκας. Ο Φέρεντς Πούσκας Μπίρο (ουγγρικά : Ferenc Puskás Bíró , ˈfɛrɛnt͡s ˈpuʃkaːʃ ; το γένος: Purczeld , 1 Απριλίου 1927 – 17 Νοεμβρίου 2006) ήταν Ούγγρος ποδοσφαιριστής, που θεωρείται ως το πρώτο υπέρλαμπρο αστέρι του παγκοσμίου ποδοσφαίρου και ένας από τους καλύτερους ποδοσφαιριστές όλων των εποχών με πολυάριθμους τίτλους σε ομαδικό και ατομικό επίπεδο.Το 1995 ανακηρύχθηκε από την Διεθνή Ομοσπονδία Ιστορίας και Στατιστικής Ποδοσφαίρου (IFFHS) ως ο κορυφαίος σκόρερ όλων των εποχών στο επίπεδο της υψηλότερης εθνικής κατηγορίας βραβεύοντάς τον, ενώ ψηφίστηκε ως 6ος καλύτερος παίκτης του 20ού αιώνα στις εκλογές της Ομοσπονδίας. Ως προπονητής οδήγησε το 1971 τον Παναθηναϊκό στην μεγαλύτερη επιτυχία που είχε ποτέ Ελληνική ομάδα στην Ευρώπη: στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, όπου ο ΠΑΟ ηττήθηκε από τον Άγιαξ.
Ο Πούσκας, γνωστός και ως ο «Καλπάζων Συνταγματάρχης», έπαιξε για σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα για ουσιαστικά τρεις ομάδες και όταν έπαιζε για αυτές, ήταν οι καλύτερες στον κόσμο, στοιχείο εξαιρετικά σπάνιο. Ξεκίνησε την καριέρα του στην Χόνβεντ Βουδαπέστης, όπου αγωνίστηκε για 13 χρόνια και κέρδισε όλους τους τίτλους που διεκδίκησε στα χρόνια που συνέχισε την πορεία του με τη Ρεάλ Μαδρίτης πράτοντας το ίδιο. Ήταν επίσης ηγετική φυσιογνωμία της καλύτερης Εθνικής Ουγγαρίας που υπήρξε στο ποδόσφαιρο, γνωστής ως «Μαγικοί Μαγυάροι» και το πρώτο μεγάλο «δεκάρι» του παγκοσμίου ποδοσφαίρου.Το σώμα του δεν ήταν ευλογημένο για να πρωταγωνιστήσει στο άθλημα, είχε όμως χαμηλό κέντρο βάρους, δυνατά πόδια, με το αριστερό να εξαπολύει με τρομακτικό ρυθμό ισχυρότατα σουτ, με πολύ συχνά επιτυχημένα αποτελέσματα. Δεν είναι τυχαίο ότι το βραβείο της FIFA για το καλύτερο γκολ της χρονιάς πήρε το όνομά του, έχοντας κλείσει την καριέρα του με αναλογία τερμάτων ανά αγώνα 1,02 για τους επίσημους αγώνες (και σχεδόν 1,00 σε εθνικό επίπεδο) και με 806 γκολ βρίσκεται στην 6η θέση όλων των εποχών. Η αγωνιστική του παρουσία με την εθνική ομάδα της Ουγγαρίας του χάρισε τη φήμη ως του κορυφαίου ποδοσφαιριστή της υφηλίου στο πρώτο ήμισυ της δεκαετίας του 1950, ορίζοντας το άθλημα την εποχή του κατέρριψε ρεκόρ κόσμου διεθνών συμμετοχών και τερμάτων αλλά όχι τον τίτλο του Παγκοσμίου πρωταθλητή, με την ευκαιρία του 1954 να χάνεται, προϊόν ευρέως αποδεκτής αδικίας ποικίλων παραγόντων, με την ομάδα να θεωρείται ως η καλύτερη που δεν κατέκτησε τον κορυφαίο ποδοσφαιρικό θεσμό. Εκλέχθηκε 7ος καλύτερος ποδοσφαιριστής του 20ού αιώνα σε ειδική ψηφοφορία του περιοδικού France Football, ανάμεσα στους νικητές της Χρυσής Μπάλας το 1999, ενώ ήταν 6ος στην ψηφοφορία των διεθνώς έγκυρων περιοδικών του αγγλικού World Soccer και του ιταλικού Guerin Sportivo.
1948 – Δημήτρης Μητροπάνος. Ο Δημήτρης Μητροπάνος (Τρίκαλα, 2 Απριλίου 1948 – Μαρούσι Αττικής, 17 Απριλίου 2012) ήταν Έλληνας τραγουδιστής. Ερμήνευσε χαρακτηριστικά τραγούδια σπουδαίων στιχουργών και συνθετών. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους Έλληνες τραγουδιστές όλων των εποχών.
Γεννήθηκε στην Αγία Μονή, μια συνοικία των Τρικάλων -από την οποία καταγόταν η μητέρα του- στις 2 Απριλίου του 1948. Μεγάλωσε χωρίς τον πατέρα του, τον οποίο γνώρισε στα 29 του χρόνια. Μέχρι τα 16 του νόμιζε πως είχε σκοτωθεί στον Εμφύλιο Πόλεμο, όταν ήρθε ένα γράμμα το οποίο έλεγε πως ζει στην Ρουμανία. Ο πατέρας του καταγόταν από ένα χωριό της Καρδίτσας, το Καππά. Από μικρός δούλευε τα καλοκαίρια για να βοηθήσει οικονομικά την οικογένειά του. Πρώτα ως σερβιτόρος στην ταβέρνα του θείου του και ύστερα στις κορδέλες κοπής ξύλων. Μετά την τρίτη γυμνασίου, το 1964, μετέβη στην Αθήνα να ζήσει με τον θείο του στην οδό Αχαρνών. Προτού τελειώσει το γυμνάσιο, άρχισε να εργάζεται ως τραγουδιστής. Χαρακτηριστικά τον φώναζαν από μικρό “βλαχάκι”, λόγω και της καταγωγής του από την Θεσσαλία.
Παράλληλα, οργανώθηκε στη Νεολαία των Λαμπράκηδων, καθώς είχε ήδη πολιτικοποιηθεί από νωρίς, δεχόμενος μάλιστα απειλές ότι δε θα τον άφηναν να σπουδάσει λόγω των αριστερών του καταβολών. Στην ίδια ηλικία, έπειτα από παρότρυνση του Γρηγόρη Μπιθικώτση, τον οποίο γνώρισε σε μία συγκέντρωση της εταιρίας του θείου του στην οποία τραγούδησε, επισκέφτηκε την «Κολούμπια». Εκεί ο Τάκης Λαμπρόπουλος του γνώρισε τον Γιώργο Ζαμπέτα, δίπλα στον οποίο θα δουλέψει στα «Ξημερώματα». Τον Ζαμπέτα τον μνημονεύει ως μεγάλο του δάσκαλο και δεύτερο πατέρα. Όπως έχει δηλώσει, «ο Ζαμπέτας είναι ο μόνος άνθρωπος στο τραγούδι ο οποίος με βοήθησε χωρίς να περιμένει κάτι. Με όλους τους υπόλοιπους συνεργάτες μου κάτι πήρα και κάτι έδωσα»[εκκρεμεί παραπομπή]. Το 1966 ο Μητροπάνος συναντάται, τυχαία, για πρώτη φόρα με τον Μίκη Θεοδωράκη και ερμηνεύει, στη θέση άλλου καλλιτέχνη που τότε ασθενούσε, μέρη από τη «Ρωμιοσύνη» και το «Άξιον Εστί» σε μια σειρά συναυλιών στην Ελλάδα και την Κύπρο.
Το 1967, ο Μητροπάνος ηχογραφεί τον πρώτο του 45άρη δίσκο, με το τραγούδι «Θεσσαλονίκη». Είχε προηγηθεί η ηχογράφηση του τραγουδιού «Χαμένη Πασχαλιά»,(Κουμπής μουσική – Ιατρόπουλος στίχοι) το οποίο όμως λογοκρίθηκε από τη Χούντα και δεν κυκλοφόρησε ποτέ. Σημαντική ήταν η συνεργασία του με τη δισκογραφική εταιρεία ΜΙΝΟΣ-ΕΜΙ, με την οποία έκανε μια δεύτερη μεγάλη καριέρα.[3]
Στην πορεία που χάραξε στο δρόμο του λαϊκού έντεχνου, το 1972 υπήρξε ένας σημαντικός σταθμός: ο συνθέτης Δήμος Μούτσης και ο ποιητής-στιχουργός Μάνος Ελευθερίου κυκλοφορούν τον «Άγιο Φεβρουάριο», με ερμηνευτές τον Μητροπάνο και την Πετρή Σαλπέα, σηματοδοτώντας ένα σταθμό στην ελληνική μουσική. Τον Ιούλιο του 1999, ο Μητροπάνος και ο Μούτσης θα ξαναβρεθούν επί σκηνής στο Ηρώδειο με την Δήμητρα Γαλάνη και την σοπράνο Τζούλια Σουγλάκου για δυο μουσικές βραδιές στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών. Οι συναυλίες αυτές ηχογραφούνται ζωντανά και κυκλοφορούν σε διπλό CD δύο μήνες αργότερα. Ακολουθούν «Ο Δρόμος για τα Κύθηρα» του Γιώργου Κατσαρού και «Τα Συναξάρια» του Γιώργου Χατζηνάσιου, έργα υψηλής ποιότητας αλλά και μεγάλης απήχησης στην ελληνική κοινωνία.
Στη μακρόχρονη πορεία του στο ελληνικό τραγούδι, ο Δημήτρης Μητροπάνος συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους δημιουργούς του λαϊκού αλλά και του έντεχνου τραγουδιού. Γιώργος Ζαμπέτας, Μίκης Θεοδωράκης, Δήμος Μούτσης, Απόστολος Καλδάρας, Λάκης Παπαδόπουλος, Μάριος Τόκας, Σπύρος Παπαβασιλείου, Τάκης Μουσαφίρης («Εμείς Οι Δυο» κ.α.), Χρήστος Νικολόπουλος («Πάρε Αποφάσεις» σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου), Γιάννης Σπανός («Ο Μητροπάνος τραγουδάει Σπανό») ήταν οι συνθέτες με τους οποίους συνδέθηκε επαγγελματικά, χτίζοντας μια καριέρα συνυφασμένη με την ελληνική λαϊκή μουσική παράδοση.
Θάνατοι
1791 – Κόμης Ντε Μιραμπό (Honoré Gabriel Riqueti, Compte de Mirabeau, 1749 – 1791), αποκαλούμενος Μιραμπώ, ήταν Γάλλος συγγραφέας και πολιτικός, από τις σπουδαιότερες μορφές στο πρώτο στάδιο της Γαλλικής επανάστασης του 1789.
Πριν από την έναρξη της Γαλλικής επανάστασης είχε εμπλακεί σε πολλά σκάνδαλα και είχε καταστρέψει την υπόληψή του. Παρ ‘όλα αυτά, ανέβηκε στην κορυφή της γαλλικής πολιτικής ιεραρχίας κατά τα έτη 1789-1791, ονομάστηκε «ρήτορας του λαού» και «πυρσός της Προβηγκίας» και παραμένει το πρώτο σύμβολο της κοινοβουλευτικής ευγλωττίας στη Γαλλία.
Αν και μέλος της αριστοκρατίας, διακρίθηκε ως βουλευτής της Τρίτης Τάξης στη Συνέλευση των Γενικών Τάξεων. Επιτυχημένος ρήτορας, ήταν ο ηγέτης των μετριοπαθών μεταξύ των επαναστατών, ευνοώντας μια συνταγματική μοναρχία στα πρότυπα της Μεγάλης Βρετανίας. Όταν πέθανε (από φυσικά αίτια) ήταν ένας μεγάλος εθνικός ήρωας. Η μεταγενέστερη όμως ανακάλυψη ότι ήταν επ’ αμοιβή μυστικοσύμβουλος του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΣΤ΄ από το 1790 προκάλεσε τη μεταθανάτια αποκαθήλωσή του.
Οι ιστορικοί έχουν διαφορετικές απόψεις για το το αν ήταν ένας μεγάλος ηγέτης ο οποίος σχεδόν έσωσε το έθνος από την Τρομοκρατία, ένας δημαγωγός χωρίς πολιτικές ή ηθικές αξίες ή ένας προδότης στην υπηρεσία του εχθρού.
1872 – Σάμιουελ Μορς. Γεννήθηκε στις 27 Απριλίου του 1791 στο Τσαρλστάουν της Μασαχουσέτης. Ήταν βορειοαμερικανικής καταγωγής. Σπούδασε ζωγραφική και ήταν ένας από τους ιδρυτές και πρώτος πρόεδρος της Εθνικής Ακαδημίας Σχεδίου (National Academy of Design) των ΗΠΑ. Εκτός από τη ζωγραφική, πολύ σοβαρά ασχολήθηκε ο Μορς με τη φυσική, όπου αφιέρωνε όλες τις ελεύθερες ώρες του.
Για πολύ διάστημα βασάνιζε το μυαλό του η σκέψη της δημιουργίας μιας συσκευής, που θα βοηθούσε στη μετάδοση διάφορων μηνυμάτων σε μεγάλη απόσταση. Τέλος κατάφερε με μεγάλη δυσκολία να κατασκευάσει την πρώτη τηλεγραφική συσκευή, την παρουσίαση της οποίας έκανε το πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης το 1837. Τα αποτελέσματα από τη λειτουργία του πρώτου τηλέγραφου ήταν αρκετά ικανοποιητικά και αυτό ώθησε το αμερικανικό κογκρέσο να χρηματοδοτήσει τις παραπέρα έρευνες του Μορς για την τελειοποίηση της συσκευής.
Η πρώτη τηλεγραφική γραμμή ήταν ανάμεσα στην Ουάσινγκτον και τη Βαλτιμόρη. Γρήγορα διαδόθηκε το σύστημα αυτό σε όλα τα κράτη. Στην Ελλάδα ο πρώτος τηλέγραφος λειτούργησε στα 1859. Η λειτουργία του τηλέγραφου στηρίζεται πάνω στα ηλεκτρομαγνητικά κύματα.
Για την ευκολότερη χρήση του τηλέγραφου σε διεθνή κλίμακα, ο Μορς και ο βοηθός του Άλφρεντ Βέιλ (Alfred Vail) εφηύραν ειδικό αλφάβητο, το αλφάβητο Μορς, γνωστό και ως Κώδικας Μορς. Το αλφάβητο αυτό δεν έχει γράμματα αλλά τελείες και παύλες που συνδυαζόμενα αντιστοιχούν στα γράμματα του αλφαβήτου, στους αριθμούς 0-9, σε ένα μικρό σύνολο σημείων στίξης και σε κάποιους ειδικούς κωδικούς. Οι στιγμές (τελείες) και οι γραμμές (παύλες) αντιστοιχούν σε ηλεκτρικά κύματα. Η διάρκεια της στιγμής λαμβάνεται ως μονάδα. Χρονικά, η στιγμή (τελεία) αντιστοιχεί στο 1/6 του δευτερολέπτου. Η γραμμή έχει διάρκεια τρεις φορές μεγαλύτερη (δηλαδή 1/2 δευτερόλεπτο). Η απόσταση μεταξύ των λέξεων είναι ίση με 7 στιγμές. Η απόσταση μεταξύ των γραμμάτων είναι ίση με τρεις στιγμές, η απόσταση μεταξύ των ίδιων γραμμάτων είναι ίση με μια στιγμή. Με τον οπτικό τηλέγραφο μπορούμε να δούμε το σήματα Μορς, που μεταδίδονται με οπτικά μέσα.
Ο Μορς απεβίωσε στις 2 Απριλίου του 1872.
1989 – Μανώλης Αγγελόπουλος. Ο Μανώλης Αγγελόπουλος γεννήθηκε στις 8 Απριλίου του 1939 στην Καβάλα (ή στη Δράμα σύμφωνα με άλλες δηλώσεις του), αλλά έζησε τα παιδικά του χρόνια στην Αγία Βαρβάρα, που τότε και έως το 1949 ανήκε στο Δήμο Αιγάλεω. Ήταν το πρώτο παιδί της μητέρας του Ερασμίας που τον γέννησε σε ηλικία 20 χρονών, και του πατέρα του, Ηλιακού Αγγελόπουλου. Είχε έναν μικρότερο αδελφό, τον Λεύτερη. Από παιδί γύρισε όλη την Ελλάδα μέσα σε ένα τροχόσπιτο. Ο γονείς του ήταν Αθίγγανοι. Ο μικρός Μανώλης τραγούδαγε στο μεγάφωνο του αυτοκινήτου πουλώντας την πραμάτεια, επειδή οι γονείς του ήταν πλανόδιοι πωλητές. Λόγω του χαμού του πατέρα του, σε ηλικία 13 ετών, προσπάθησε να βοηθήσει την οικογένειά του δουλεύοντας σε διάφορα κέντρα διασκέδασης κοντά στην περιοχή της Αγίας Βαρβάρας και στα Πετράλωνα, όπου έμενε με την οικογένειά του.
Με την προτροπή του εξαδέλφου του Ανέστου Αθανασίου, που έπαιζε μπουζούκι στην ορχήστρα του Στέλιου Καζαντζίδη και την ενθάρρυνση του λαϊκού συνθέτη Θεόδωρου Δερβενιώτη, αποφάσισε στα 17 του να ασχοληθεί επαγγελματικά με του τραγούδι. Στα τέλη του 1956 άρχισε τις εμφανίσεις σε λαϊκό κέντρο του Χαϊδαρίου, δίπλα στον Στράτο Παγιουμτζή και τη Σωτηρία Μπέλλου. Την ίδια περίοδο ηχογράφησε το πρώτο του δισκάκι με το τραγούδι του Τόλη Εσδρά «Τρέξε στα τσαντίρια μάνα», που πέρασε σχεδόν απαρατήρητο. Ακολούθησε η πρώτη ηχογράφηση το 1957. Στις αρχές του 1958 ήλθε η πρώτη μεγάλη επιτυχία, που του άνοιξε τον δρόμο προς την κορυφή. Ήταν το τραγούδι του Στράτου Ατταλίδη «Μαγκάλα», που ξεπέρασε σε πωλήσεις τις 100.000 κομμάτια και αποτέλεσε το αντίπαλο δέος της «Μαντουμπάλας» του Στέλιου Καζαντζίδη.
Κατά τη δεκαετία του ’60 έγινε ευρύτερα γνωστός καθώς τραγουδούσε τραγούδια για τον προσφυγικό ελληνισμό και τα εξωτικά μέρη. Η μουσική του έχει επιδράσεις από την ελληνική λαϊκή και την αραβική μουσική.
Συνεργάστηκε με πολλούς σημαντικούς δημιουργούς του λαϊκού τραγουδιού, όπως ο Μανώλης Χιώτης, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Γιώργος Μητσάκης και άλλους και κυκλοφόρησε πολλούς δίσκους που σημείωσαν μεγάλη επιτυχία. Ανάμεσα στις μεγαλύτερες επιτυχίες του είναι τα τραγούδια «Τα μαύρα μάτια σου», «Όσο αξίζεις εσύ», «Καλή τύχη», «Η διπρόσωπη», «Πήρε φωτιά η Καλαμαριά» ,«Τα φιλιά σου είναι φωτιά», «Φοβάμαι να γελάσω», «Δεν υπάρχει για μας χωρισμός», «Τη βαρέθηκε η ψυχή μου», «Μολυβιά», «Ρίχτε στο γυαλί φαρμάκι», «Ανέβα στο τραπέζι μου», «Μαγκάλα», «Με τι καρδιά».
Στο ενεργητικό του είχε δεκάδες εμφανίσεις σε κινηματογραφικές ταινίες και επιθεωρήσεις, ενώ πραγματοποίησε πολλές συναυλίες στο εξωτερικό, όπου υπήρχαν Έλληνες μετανάστες: Αμερική, Καναδάς, Αυστραλία, Δυτική Γερμανία και Βέλγιο. Στις 19 και 20 Ιουνίου του 1983 ήρθε η καταξίωση με τις δύο συναυλίες του στο Θέατρο του Λυκαβηττού, όπου δημιουργήθηκε το αδιαχώρητο. Η συναυλία και η μετάδοση της συναυλίας του από την ΕΡΤ δέχτηκαν και επικριτικά σχόλια για το είδος της μουσικής, αλλά και ο ίδιος ο Αγγελόπουλος εξ αιτίας της καταγωγής
του. Επίσης, ο Μανώλης Αγγελόπουλος μιλούσε άπταιστα 5 Γλώσσες Σίντι, Ελληνικά, Αγγλικά, Γερμανικά και Γαλλικά.
Ο Γιάννης Πάριος τον θεωρεί την μεγαλύτερη φωνή που πέρασε ποτέ.
Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia
Διαβάστε περισσότερα στην ενότητα Χρονολόγιο
με click πάνω στην κάρτα που ακολουθεί
ή στο Posted in Χρονολόγιο