20 Μαΐου 2024
Είναι η 141η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Υπολείπονται 225 ημέρες για τη λήξη του.
🌅 Ανατολή ήλιου: 06:10 – Δύση ήλιου: 20:33
Διάρκεια ημέρας: 14 ώρες 23 λεπτά
🌔 Σελήνη 11.8 ημερών
Χρόνια πολλά στους: Θαλλελαίο, Θαλή, Λυδία, Λήδα και Λύδα.
Γεγονότα
325 – Συνέρχεται στη Νίκαια της Μικράς Ασίας η πρώτη Οικουμενική Σύνοδος. Η σύνοδος καταδίκασε τη διδασκαλία του Αρείου, συνέταξε το Σύμβολο της Νίκαιας που καθιέρωσε τον όρο ομοούσιος και όρισε την ημερομηνία εορτασμού του Πάσχα. Με τη Σύνοδο αυτή η Εκκλησία εντάχθηκε στις επίσημες δομές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και ο συνοδικός θεσμός έγινε θεμελιώδους σημασίας για τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό. Οι εξελίξεις αυτές είχαν μακροχρόνιες επιρροές θεολογικού και πολιτικού χαρακτήρα στην Ανατολή κατά τη διάρκεια όλου του Μεσαίωνα. Επίσης, αποτέλεσε το πρότυπο για τις μελλοντικές Οικουμενικές Συνόδους.
Η Σύνοδος διάρκεσε τρισίμισι χρόνια (ή σύμφωνα με τον Πάπα Γελάσιο Β΄ εξήμισι χρόνια). Οι συσκέψεις διεξάχθηκαν σε ευκτήριο οίκο κατά τον Ευσέβιο, ενώ οι τακτικές συνεδριάσεις στον βασίλειο οίκον. Μάλιστα, μέχρι τις 25 Αυγούστου είχαν ολοκληρωθεί οι προκαταρκτικές συνεδριάσεις. Κατά τη διάρκεια της συνόδου δεν κρατήθηκαν πρακτικά, όπως αναφέρει ο Αθανάσιος Αλεξανδρείας, αν και υπήρξαν ενστάσεις από σύγχρονους θεολόγους. Μετά τον εναρκτήριο λόγο του Κωνσταντίνου ο αυτοκράτορας πήρε και έκαψε γραπτά αιτήματα που του είχαν παραδώσει προηγουμένως οι επίσκοποι και τα οποία περιείχαν αλληλοκατηγορίες, λέγοντας: Ο Χριστός απαιτεί από εκείνον που επιζητεί να λάβει συγχώρηση να συγχωρεί τον αδελφό του». Στη συνέχεια πήρε το λόγο ο Όσιος. Ο αυτοκράτορας συμμετείχε στις εργασίες της συνόδου και χρησιμοποίησε την αυτοκρατορική του εξουσία και τις προσωπικές ικανότητες που διέθετε για να βοηθήσει τον Όσιο, ώστε να διατηρηθεί το επίπεδο της συζήτησης όσο ήταν δυνατό σε ευγενικό επίπεδο.
1609 – Εκδίδονται στο Λονδίνο τα Σονέτα του Γουίλιαμ Σαίξπιρ, τα τελευταία μη δραματικά έργα του Σαίξπηρ που εκδόθηκαν. Οι μελετητές δεν είναι βέβαιοι για το πότε γράφτηκε το καθένα από τα 154 σονέτα, αλλά τα στοιχεία δείχνουν ότι ο Σαίξπηρ έγραφε σονέτα σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του για ένα ιδιωτικό αναγνωστικό κοινό. Σύμφωνα με κάποιους αναλυτές ο Σαίξπηρ σχεδίαζε να εκδώσει δύο αντίθετες σειρές: μία για την ανεξέλεγκτη επιθυμία για μία παντρεμένη γυναίκα και μία για την πολύπλοκη αγάπη για ένα νεαρό άντρα. Παραμένει ασαφές αν τα στοιχεία αυτά αντιπροσωπεύουν πραγματικά άτομα ή αν το συγγραφικό “εγώ” με το οποίο απευθύνεται σ’ αυτούς αντιπροσωπεύει τον ίδιο τον Σαίξπηρ. Πάντως η έκδοση του 1609 αφιερώθηκε σε κάποιον κύριο “W. H.”, ο οποίος πιστώνεται ως “ο μόνος γεννήτορας” των ποιημάτων.
Δεν είναι γνωστό αν αυτό γράφτηκε από τον ίδιο τον Σαίξπηρ ή από τον εκδότη, του οποίου τα αρχικά εμφανίζονται στο κάτω μέρος της σελίδας όπου γράφτηκε η αφιέρωση. Επίσης δεν είναι γνωστό ούτε ποιος ήτανε ο κύριος W. H., παρά τις πολυάριθμες θεωρίες, ούτε αν ο Σαίξπηρ είχε δώσει την άδεια του για τη δημοσίευση των σονέτων. Οι κριτικοί επαινούν τα Σονέτα ως μία βαθιά περισυλλογή σχετικά με τη φύση του έρωτα, το ερωτικό πάθος, το θάνατο και το χρόνο.
“Τα 154 σονέτα είναι σπουδαία λυρικά ποιήματα, αριστοτεχνικοί πειραματισμοί στο είδος, τη δομή και τη γλώσσα. Το ύφος είναι υψηλό, με έντονη μεταφορικότητα, ύφος κεκοσμημένo. Ο βηματισμός τους γοργός, σαν τον ακατάβλητο χρόνο που τρέχει μες στους στίχους, “never-resting Time”. Αλληλουχίες εικόνων, γραμματικά, συντακτικά και ρητορικά τεχνάσματα, στριφνά και διπλά νοήματα, τονισμοί της φωνής και λεπτοί υπαινιγμοί, νεολογισμοί, αιφνίδιες μετατοπίσεις από το πάθος στην ειρωνεία, λεξιλόγιο διαφορετικό σε κάθε σονέτο (νομικό, οικονομικό, ιατρικό, θεολογικό), όλα αποκαλύπτουν τη σκληρή εργασία και βεβαιώνουν πως κανένας σχολιασμός δεν μπορεί να συλλάβει τον ρητορικό και εκφραστικό ίλιγγο των ποιημάτων, τα τόσα επιτεύγματα στο χειρισμό της γλώσσας.”
1825 – Ο Ιμπραήμ νικάει τους Έλληνες στο Μανιάκι της Μεσσηνίας. Στις 19 Μαΐου φάνηκαν τα αιγυπτιακά στρατεύματα, κατευθυνόμενα από το Ναυαρίνο προς την Αρκαδιά (Κυπαρισσία). Στη θέα του στρατού του Ιμπραήμ, περί τους 1.000 Έλληνες καταλήφθηκαν από φόβο και αφήνοντας κρυφά τις θέσεις τους διασκορπίστηκαν στις γύρω περιοχές. «Είχε μαυρίσει ο κάμπος από τον πολύν στρατόν» γράφει χαρακτηριστικά ο Φωτάκος. Έτσι, η ελληνική δύναμη δεν αριθμούσε πια πάνω από 500 (ή κατ’ άλλους, 300 ή 600) πολεμιστές. Η παραμονή του Παπαφλέσσα και των λιγοστών συντρόφων του στο Μανιάκι ήταν βέβαια ηρωϊκή πράξη, ταυτόχρονα όμως συνιστούσε στρατηγικό σφάλμα και ανώφελη θυσία.
Η μάχη άρχισε το πρωί της 20ης Μαΐου 1825 και κράτησε περίπου οκτώ ώρες. Για τους πεπειραμένους Αιγυπτίους και τους Γάλλους αξιωματικούς τους δε θα ήταν δύσκολο να κάμψουν την αντίσταση των λιγοστών Ελλήνων, παρότι οι τελευταίοι πολέμησαν με υπέρμετρη γενναιότητα. Έτσι, συμπλήρωσαν την κύκλωση και επιτέθηκαν με διαδοχικές εφόδους οι οποίες αποκρούστηκαν. Κατά το μεσημέρι ο στρατός του Ιμπραήμ σταμάτησε τις επιθέσεις για να γευματίσει. Τότε οι άλλοι Έλληνες οπλαρχηγοί συμβούλευσαν τον Παπαφλέσσα να επιχειρηθεί έξοδος ώστε να γλυτώσουν όσο γίνεται περισσότεροι πολεμιστές, καθώς θα τους βοηθούσε το ορεινό έδαφος. Ωστόσο ο Παπαφλέσσας δε δέχθηκε για διάφορους λόγους. Όχι μόνο ήταν οργισμένος που εγκαταλείφθηκε από τους άνδρες του και δεν ήθελε να γυρίσει ηττημένος στο Ναύπλιο αλλά επίσης πίστευε ότι ελάχιστοι θα γλύτωναν από τα πυρά του αιγυπτιακού τακτικού στρατού. Επιπλέον, ήταν βέβαιος πως σύντομα θα κατέφθαναν οι ενισχύσεις. Όταν οι Αιγύπτιοι πραγματοποίησαν γενική έφοδο, εισέβαλαν στα ταμπούρια των Ελλήνων και τους σκότωσαν σχεδόν όλους, ανάμεσά τους και τον Παπαφλέσσα, του οποίου το σώμα και το κεφάλι βρέθηκαν σε διαφορετικά σημεία. Ελάχιστοι μόνο κατάφεραν να διαφύγουν πολεμώντας σκληρά, μέσα από μια ρεματιά, την έξοδο της οποίας φρουρούσαν οι Αιγύπτιοι.
Οι ενισχύσεις που περίμενε ο Παπαφλέσσας δεν έφθασαν ποτέ. Οι 1.500 άνδρες του Δημήτρη Πλαπούτα έριξαν από μακριά μερικές τουφεκιές για να δώσουν θάρρος στον Παπαφλέσσα, ενώ ο αδελφός του, Νικήτας Φλέσσας, με 700 άνδρες, και ο Ηλίας Κατσάκος Μαυρομιχάλης με άλλους 1.000 αγωνιστές, έμαθαν για την καταστροφή όταν έφτασαν στο χωριό Κουτήφαρι και επέστρεψαν στις βάσεις τους.
Ακόμη και έπειτα από πολλά χρόνια βρίσκονταν στον τόπο της μάχης τα σχισμένα από τις σπαθιές κρανία των νεκρών Ελλήνων και Αιγυπτίων. Ήταν άνιση μάχη και ο Παπαφλέσσας χαρακτηρίστηκε σε λιθογραφία της εποχής που τυπώθηκε στο Παρίσι «νέος Λεωνίδας».
Σύμφωνα με την παράδοση, την οποία αναφέρουν και ορισμένοι ιστορικοί της επανάστασης, μετά το τέλος της μάχης ο Ιμπραήμ ζήτησε από τους στρατιώτες του να αναζητήσουν και να βρουν το νεκρό σώμα του Παπαφλέσσα. Όταν εκείνοι το βρήκαν, τους διέταξε να τοποθετήσουν πάνω στο ακέφαλο πτώμα το κεφάλι και να το στήσουν σε μια βελανιδιά που βρισκόταν εκεί. Τότε ο Ιμπραήμ θαύμασε το επιβλητικό παράστημα του νεκρού Παπαφλέσσα και είπε, κατά τον Φωτάκο: «Πράγματι αυτός ήτο ικανός και γενναίος άνθρωπος. Καλύτερα να επαθαίναμεν άλλην τόσην ζημίαν, αλλά να τον επιάναμεν ζωντανόν». Κατά μία λαϊκή αφήγηση, τον φίλησε στο μέτωπο σε ένδειξη αναγνώρισης της γενναιότητας και του ανιδιοτελούς θάρρους του.
Μετά τη νίκη του στο Μανιάκι, ο Ιμπραήμ προχώρησε και κατέλαβε την Αρκαδιά (Κυπαρισσία). Στη συνέχεια ολοκλήρωσε την κατάληψη της Μεσσηνίας με την πυρπόληση της Καλαμάτας και νικώντας αποφασιστικά τον Κολοκοτρώνη στη μάχη της Τραμπάλας μπόρεσε να εισβάλει στην καρδιά της Πελοποννήσου και να καταλάβει την Τριπολιτσά.
1894 – Οι ελληνικές αρχές λαμβάνουν έγγραφο από τη «Διεθνή Υπηρεσία Διώξεως των Αναρχικών», με το οποίο τους ζητείται κατάλογος και φωτογραφίες ελλήνων αναρχικών. Το γεγονός σχετίζεται με τη δράση που είχαν αναπτύξει κάποιοι Έλληνες στο διεθνές επαναστατικό κίνημα, όπως ο Πλωτίνος Ροδοκανάτης, ο δικηγόρος Παύλος Αργυριάδης και η Μαρία Πανταζή.
Ο Πλωτίνος Ροδοκανάκης (ισπανικά: Plotino C. Rhodakanaty, γεν. Αθήνα 1828 – θαν. μετά το 1885 σε άγνωστη τοποθεσία) ήταν Έλληνας (ή κατά άλλους Μεξικανός) ουτοπικός σοσιαλιστής και αναρχικός, γιατρός, ομοιοπαθητικός, φιλόσοφος, αγροτιστής, εκπαιδευτικός, εκδότης και από τους ιδρυτές της εκκλησίας των Μορμόνων στο Μεξικό. Είναι γνωστός ως ο πατέρας του αναρχισμού στο Μεξικό.
Ο Παύλος Αργυριάδης (πραγματικό όνομα: Παναγιώτης Αργυριάδης, Καστοριά, 15 Αυγούστου 1849 – Παρίσι; 19 Νοεμβρίου 1901· όνομα με οποίο πολιτογραφήθηκε Γάλλος το 1880: Paul Argyriadès) ήταν Έλληνας, δικηγόρος, δημοσιογράφος σοσιαλιστής και αναρχικός διανοούμενος του 19ου αιώνα, που είχε δράση στη Γαλλία.
Το 1864 ο έμπορος και επαναστάτης Δαούδογλου εγκαθίσταται στη Νάπολι. Εκεί γνωρίζει την ελληνίδα Μαρία Πανταζή, η οποία εργαζόταν ως ιερόδουλη. Και την νυμφεύεται. Εντάσσονται στο τμήμα της Πρώτης Διεθνούς στη Νάπολι, όπου το 1865 εγκαθίσταται και ο Μπακούνιν. Ο Εμμανουήλ Δαούδογλου, ήταν γεννημένος στη Σμύρνη, όπου γνώρισε τις αναρχικές ιδέες από Ιταλούς πολιτικούς πρόσφυγες. Στο Παρίσι έρχεται σε επαφή με τον Πλωτίνο Ροδοκανάτη και μαζί οργανώνουν μια ομάδα αναρχικών και σοσιαλιστών, μια μικρή «Διεθνή Ταξιαρχία» που συμμετέχει στην επανάσταση ενάντια στον Όθωνα στην Αθήνα το 1862.
Το 1867 0 Εμμανουήλ και η Μαρία Πανταζή – Δαούδογλου επιστρέφουν στην Αθήνα όπου επιχειρούν να συγκροτήσουν αναρχική ομάδα. Το 1870 ο Εμμανουήλ πεθαίνει κατά τη διάρκεια καυγά στη Δημοκρατική Λέσχη, που είχε οργανωθεί από τον Ιταλό αναρχικό Τσιπριάνι. Η Μαρία Πανταζή αμέσως εγκαθίσταται στο Παρίσι. Το 1871 συμμετέχει ενεργά στην υπόθεση της Παρισινής Κομμούνας μέσα από ένοπλη αναρχική ομάδα. Μετά την πτώση της Κομούνας συλλαμβάνεται και εκτελείται με χιλιάδες άλλους από τους αντεπαναστάτες Βερσαλιέρους.
Ίσως η Μαρία Πανταζή να υπήρξε η πρώτη Ελληνίδα που συμμετείχε στην Α΄ Διεθνή και στο αναρχικό κίνημα, η μόνη ελληνίδα που έδωσε τη ζωή της στην μεγάλη μάχη της Κομούνας.
1941 – Αρχίζει η Μάχη της Κρήτης, (Γερμανικά Luftlandeschlacht um Kreta, Unternehmen “Merkur”) ονομάζεται η επιχείρηση κατάληψης της Κρήτης από τους Γερμανούς κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και συγκεκριμένα από το πρωί της 20ής Μαΐου 1941, όταν ξεκίνησε η αεραπόβαση των Γερμανών με συνθηματικό όνομα «Unternehmen Merkur» (Επιχείρηση Ερμής) εναντίον του νησιού, ως την 1η Ιουνίου. Με την επιχείρηση αυτή οι Γερμανοί κατάφεραν να καταλάβουν το νησί από τις αγγλοελληνικές συμμαχικές δυνάμεις, ωστόσο αυτή τους η επιτυχία κόστισε τόσο πολύ ώστε να μην επιχειρήσουν ξανά άλλη αεροπορική έφοδο της ίδιας κλίμακας κατά τη διάρκεια του πόλεμου.
Σήμερα, η μάχη της Κρήτης θεωρείται η πρώτη μεγάλη αεραποβατική επιχείρηση και παραμένει μοναδική στο ότι ο κύριος αντικειμενικός σκοπός κατελήφθη εξ ολοκλήρου από αέρος. Η μάχη θεωρείται επίσης πολύ σημαντική για τους Κρητικούς, λόγω της αναπάντεχης σθεναρής αντίστασης που πρόβαλλαν εναντίον των αριθμητικά ανώτερων Γερμανών και του μεγάλου τιμήματος που είχε η επίθεση, και η επακόλουθη κατοχή, στον πληθυσμό του νησιού.
1996 – Έγκλημα χωρίς προηγούμενο στη Θάσο από τον 24χρονο φοιτητή Νομικής Θεόφιλο Σεχίδη. Σκοτώνει με άγριο τρόπο τους γονείς, το θείο, την αδερφή και τη γιαγιά του. Το έγκλημα θα αποκαλυφθεί στις 9 Αυγούστου.
Ο πρώτος του φόνος ήταν αυτός του 58χρονου θείου του, τον οποίο αρχικά έσπρωξε από γκρεμό, έπειτα από λογομαχία διότι πίστευε ότι ήθελε να τον σκοτώσει. Έπειτα, έκοψε το κεφάλι του “για να μην βασανίζεται άλλο”. Έπειτα, πυροβόλησε τον 55χρονο πατέρα του, Δημήτρη, επειδή ο δεύτερος κρατούσε μαχαίρι, φοβούμενος ότι ήθελε να τον δολοφονήσει. Έκοψε την καρωτίδα αρτηρία του. Στη συνέχεια, σκότωσε την 48χρονη μητέρα του, Μαρία, αποκεφαλίζοντάς τη χρησιμοποιώντας δύο μαχαίρια, καθώς και αυτή κρατούσε μαχαίρι, και έπειτα την 27χρονη αδερφή του, Έμμυ (Ερμιόνη) Σεχίδη, με τον ίδιο τρόπο. Ο Σεχίδης αφαίρεσε τους εγκεφάλους των θυμάτων και τους διατήρησε στο ψυγείο, για “μεταγενέστερη μελέτη”. Την επόμενη ημέρα, η 75χρονη γιαγιά του Σεχίδη, Ερμιόνη, πήγε στο σπίτι της οικογένειας και εκείνος την σκότωσε επίσης με τον παραπάνω τρόπο. Ισχυρίστηκε ότι εκείνη ήθελε να τον τραυματίσει με ένα μαχαίρι. Την επόμενη μέρα, τεμάχισε όλα τα πτώματα με αλυσοπρίονα, εκτός από αυτό του θείου του, τα τοποθέτησε σε σακούλες σκουπιδιών και τα πέταξε στη χωματερή της Καβάλας.
Τα εγκλήματα άρχισαν να ερευνώνται, έπειτα από καταγγελία στην βελγική αστυνομία από την Ελένη Σεχίδη, η οποία κατοικούσε στο Βέλγιο και ήταν σύζυγος του θείου του Θεόφιλου Σεχίδη, για εξαφάνιση των μελών της οικογένειας Σεχίδη αλλά και του ίδιου. Όταν η αστυνομία δεν μπόρεσε να συγκεντρώσει επαρκή στοιχεία ώστε να συνεχίσει την έρευνα, η Σεχίδη ταξίδευσε στη Θάσο για να βρει τον σύζυγό της. Ο ίδιος, προσποιούνταν ότι δεν γνώριζε που βρίσκονται οι συγγενείς του και ότι τους έψαχνε και αυτός.
Γεννήσεις
1769 – Ανδρέας Μιαούλης. Ο Ανδρέας Βώκος, γνωστότερος με το ψευδώνυμο Ανδρέας Μιαούλης (Ύδρα, 20 Μαΐου 1769 – Πειραιάς, 11 Ιουνίου 1835) ήταν Έλληνας καραβοκύρης, πολιτικός και ναύαρχος, που διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στα γεγονότα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, καθώς και στη μετέπειτα πολιτική ζωή του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.
Ασχολήθηκε με τη ναυτιλία αποκτώντας σημαντική περιουσία, ενώ κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 ανέλαβε την αρχηγία του ελληνικού στόλου, συμμετέχοντας με επιτυχία σε πλήθος ναυμαχιών. Αρχικά ανέλαβε την αρχηγία του στόλου της Ύδρας και εν συνεχεία την αρχηγία του ελληνικού στόλου. Υπό τη διοίκησή του ο ελληνικός στόλος συμμετείχε νικηφόρα στις ναυμαχίες των Πατρών, των Σπετσών, της Σάμου, του Γέροντα, της Μεθώνης και του κάβο Μπαμπά, ενώ ιδιαίτερα σημαντική κρίνεται η συμβολή του στον εφοδιασμό της πόλεως του Μεσολογγίου κατά την πολιορκία της τελευταίας. Το 1827, και με αφορμή την επικείμενη αντικατάστασή του από τον Βρετανό ναύαρχο Κόχραν, υπέβαλε την παραίτησή του από την αρχηγία του στόλου.
Με την έλευση του Ιωάννη Καποδίστρια ανέλαβε, για δεύτερη φορά, την αρχηγία του ελληνικού στόλου, συνεισφέροντας σημαντικά στην πάταξη της πειρατείας στο Αιγαίο. Εν συνεχεία όμως, ήρθε σε ρήξη με τον Καποδίστρια, παραιτήθηκε από τη θέση του γερουσιαστή και προσχώρησε στην αντιπολίτευση, η οποία είχε συγκεντρωθεί στην Ύδρα. Τον Ιούλιο του 1831, επικεφαλής μικρού στρατιωτικού σώματος αποβιβάστηκε στον Πόρο, καταλαμβάνοντας μέρος του μικρού ελληνικού στόλου και ανατινάζοντας, την 1η Αυγούστου 1831, και ύστερα από σύγκρουση με ρωσικές δυνάμεις, τη φρεγάτα «Ελλάς» και την κορβέτα «Ύδρα». Για την αμφιλεγόμενη αυτή πράξη του έχει επικριθεί από συγχρόνους του αλλά και από την ιστοριογραφία.
Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια επιλέχθηκε από τη βαυαρική Αυλή ως ένας από τους τρεις Έλληνες που θα παρέδιδαν το στέμμα και το σχετικό ψήφισμα στον νεαρό τότε Όθωνα, μαζί με τους Δημήτριο Πλαπούτα και Κωνσταντίνο Μπότσαρη. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ανέλαβε διάφορα αξιώματα στην οθωνική κυβέρνηση (αρχηγός του ναυτικού διευθυντηρίου, γενικός επιθεωρητής του στόλου, Σύμβουλος της Επικρατείας).
Απεβίωσε στον Πειραιά, και ενταφιάστηκε στη σημερινή Ακτή Μιαούλη. Υπήρξε ο γενάρχης των Μιαούληδων, πολυάριθμα μέλη των οποίων διετέλεσαν αξιωματικοί του Πολεμικού Ναυτικού και πολιτικοί, με σημαντικότερο τον γιο του, Αθανάσιο Μιαούλη, που διετέλεσε πρωθυπουργός του ελληνικού κράτους.
Η προσφορά του τιμάται κάθε χρόνο στα Μιαούλεια, φεστιβάλ το οποίο είναι αφιερωμένο στη στρατιωτική δράση του κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων (1821-1827).
1908 – Τζέιμς Στιούαρτ (James Maitland Stewart, 20 Μαΐου 1908 – 2 Ιουλίου 1997) ήταν Αμερικανός ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου, βραβευμένος με Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου το 1940 για την ταινία Κοινωνικά σκάνδαλα (The Philadelphia Story). Κατά τη διάρκεια της πολυετούς του καριέρας συνεργάστηκε με μεγάλους σκηνοθέτες όπως τον Φρανκ Κάπρα, τον Τζον Φορντ και τον Άλφρεντ Χίτσκοκ και πρωταγωνίστησε σε μερικές από τις σημαντικότερες ταινίες του 20ού αιώνα. Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου τον έχει κατατάξει τρίτο στη λίστα με τους 25 μεγαλύτερους σταρ όλων των εποχών.
Γεννήθηκε στην Ιντιάνα της Πενσιλβάνια από τους Ελίζαμπεθ Ρουθ και Αλεξάντερ Μέιτλαντ Στιούαρτ κι ήταν το μεγαλύτερο από τα τρία παιδιά της οικογένειας. Από μικρός εξέφρασε καλλιτεχνικές ανησυχίες κι έμαθε να παίζει ακορντεόν. Αφότου τελείωσε το σχολείο το 1928 ο Στιούαρτ καταπιάστηκε με ποικίλες ενασχολήσεις μια εκ των οποίων ήταν κι η εμφάνισή του στο θεατρικό The Wolves. Το όνειρό του ήταν να γίνει πιλότος αλλά ο πατέρας του τον ανάγκασε να γραφτεί στο πανεπιστήμιο του Πρίστον, όπου και σπούδασε αρχιτεκτονική. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του άρχισε να ενδιαφέρεται για την υποκριτική. Το ταλέντο του στο ακορντεόν ενθουσίασε τα μέλη της θεατρικής ομάδας του πανεπιστημίου, τα οποία τον παρακίνησαν να συμμετάσχει στις θεατρικές τους παραστάσεις. Ενώ του είχε δοθεί υποτροφία για να τελειοποιήσει τις σπουδές του, το καλοκαίρι της αποφοίτησής του ο Στιούαρτ αποφάσισε να συμμετάσχει σε παραστάσεις της θεατρικής ομάδας. Εκείνο το καλοκαίρι γνωρίστηκε με τον Χένρι Φόντα, που ήταν μέλος της θεατρικής ομάδας κι είχε χωρίσει προσφάτως από τη Μάργκαρετ Σάλιβαν.
1935 – Μαρινέλλα (Θεσσαλονίκη, 19 Μαΐου 1938) είναι Ελληνίδα τραγουδίστρια, σημαντική εκπρόσωπος του λαϊκού τραγουδιού, με εξαιρετική εκφραστική δυνατότητα. Τραγουδά επαγγελματικά από το 1956. Έχει κυκλοφορήσει πολλά προσωπικά άλμπουμ, τα περισσότερα από τα οποία γνώρισαν εμπορική επιτυχία. Είναι διάσημη κυρίως στην Ελλάδα και την Κύπρο αλλά και με διεθνή καριέρα. Από πολλούς θεωρείται ως η σημαντικότερη ερμηνεύτρια του ελληνικού τραγουδιού.
Η Μαρινέλλα γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 19 Μαΐου του 1938[1]. Οι γονείς της ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη και είχαν ποντιακή καταγωγή. Είναι το τέταρτο και νεότερο μέλος της οικογένειας. Μια οικογένεια φτωχή αλλά δεμένη με αρχές, που τα περισσότερα μέλη της τραγουδούσαν πολύ καλά. Από τεσσάρων έως πέντε χρονών, συμμετείχε στην παιδική ραδιοφωνική εκπομπή “Παιδική ώρα” στην οποία έτυχε να τραγουδήσει ένα κομμάτι του Schubert. Στα δώδεκά της χρόνια διαφήμιζε τα καταστήματα “Melka” της Θεσσαλονίκης. Στα δεκαεφτά της, ακολούθησε ως ηθοποιός το θίασο της Μαίρης Λωράνς όπου έκανε περιοδεία σε όλη την Ελλάδα. Δίπλα της, οι ανερχόμενοι τότε ηθοποιοί Κώστας Βουτσάς και Μάρθα Καραγιάννη, αλλά και η Σόνια Δήμου, ο Γιάννης Τζαννετάκος και η χορεύτρια Ντέπυ Φιλοσόφου. Κάποιο βράδυ, η τραγουδίστρια του θιάσου αρρώστησε και η Μαρινέλλα που ήξερε απ’ έξω όλα τα τραγούδια, την αντικατέστησε. Τραγούδησε το «Ο άνθρωπος μου» της Σοφίας Βέμπο, σε μουσική του Μενέλαου Θεοφανίδη και στίχους του Μίμη Τραϊφόρου, αλλά και το «Μαλαγκένια», γερμανικό τραγούδι της Κατοχής. Εκείνη η στιγμή που η Μαρινέλλα τραγούδησε, ήταν η στιγμή που το ελληνικό τραγούδι κέρδιζε μία από τις καλύτερες εκπροσώπους του. Η Μαρινέλλα έγινε η βασική τραγουδίστρια του θιάσου.
Θάνατοι
1949 – Δαμασκηνός κατά κόσμον Δημήτριος Παπανδρέου, (Δορβιτσιά Ναυπακτίας, 3 Μαρτίου 1891- Αθήνα 20 Μαΐου 1949) υπήρξε κορυφαία εκκλησιαστική και πολιτική προσωπικότητα της νεότερης Ελλάδας. Διετέλεσε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος (1941 – Μάιος 1949) Αντιβασιλέας και Πρωθυπουργός της Ελλάδας. Ήταν ο 11ος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών από της ανακήρυξης της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος. Ανάμεσα στις πολλές διακρίσεις που έλαβε, ανακηρύχθηκε «Δίκαιος των Εθνών», τίτλος που αποδίδεται σε όσους έσωσαν τη ζωή σε Εβραίους στον πόλεμο. Γεννήθηκε στο χωριό Δορβιτσιά (ορεινή Ναυπακτία) στις 3 Μαρτίου του 1891, στο δημοτικό σχολείο της οποίας έλαβε και την πρώτη εκπαίδευση και στη συνέχεια στο σχολείο του Πλατάνου. Αν και η οικογένειά του ήταν πολύ φτωχή, κατάφερε να φοιτήσει στο Γυμνάσιο Καρδίτσας με τη συνδρομή του θείου του, Ηγουμένου της Ι. Μονής Κορώνης, Χριστόφορου Παπανδρέου. Στα 1908 κατέβηκε στην Αθήνα όπου και εισήλθε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ταυτόχρονα στη Νομική λαμβάνοντας πτυχίο και από τις δύο σχολές. Στρατολογήθηκε στον ελληνικό στρατό και πολέμησε στους Βαλκανικούς Πολέμους το 1912 και 1913. Υπηρέτησε στο τάγμα Ευζώνων που εισήλθε από τα πρώτα στην απελευθερωμένη Θεσσαλονίκη το 1912.
2019 – Νίκι Λάουντα. Ο Αντρέας Νίκολαους «Νίκι» Λάουντα (γερμ.: Andreas Nikolaus “Niki” Lauda, 22 Φεβρουαρίου 1949 – 20 Μαΐου 2019) ήταν Αυστριακός πρώην οδηγός αγώνων και τρεις φορές πρωταθλητής Φόρμουλα 1 (1975, 1977 και 1984). Όταν αποσύρθηκε από την ενεργό δράση ίδρυσε και διηύθυνε δυο αεροπορικές εταιρείες. Ο Λάουντα τραυματίστηκε πολύ σοβαρά σε ατύχημα στη διάρκεια του γερμανικού γκραν-πρι στο Νίρμπουργκρινγκ το 1976, όταν η Ferrari που οδηγούσε χτύπησε στα προστατευτικά κιγκλιδώματα και τυλίχτηκε στις φλόγες. Κινδύνεψε να χάσει τη ζωή του εξαιτίας της εισπνοής τοξικών αερίων και των σοβαρών εγκαυμάτων που υπέστη. Αντίθετα όμως σε κάθε πρόβλεψη, κατάφερε να αναρρώσει και σε έξι μόλις εβδομάδες επέστρεψε στους αγώνες, λαμβάνοντας μέρος στο ιταλικό γκραν-πρι και κατακτώντας την τέταρτη θέση. Τα σημάδια του τραυματισμού του και των υποχρεωτικών πλαστικών επεμβάσεων στις οποίες υπεβλήθη μετά το ατύχημα είναι εμφανή στο κεφάλι του. Ο ίδιος έχει δηλώσει στο παρελθόν πως, ενώ θα μπορούσε να διορθώσει περισσότερο την αισθητική του προσώπου του, δεν το έκανε ποτέ έτσι ώστε να αποτελεί ζωντανό παράδειγμα των κινδύνων που διατρέχουν οι οδηγοί F1. Εξάλλου υπήρξε από τους πιο ενεργούς και δραστήριους οδηγούς με πολλές πρωτοβουλίες στον αγώνα για την αύξηση της ασφάλειας των οδηγών.
Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia
Διαβάστε περισσότερα στην ενότητα Χρονολόγιο
με click πάνω στην κάρτα που ακολουθεί
ή στο Posted in Χρονολόγιο