Μνήμη χρονολογίου της 20ης Απριλίου

20 Απριλίου 2024

Είναι η 111η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Υπολείπονται 255 ημέρες για τη λήξη του
🌅  Ανατολή ήλιου: 06:42 – Δύση ήλιου: 20:05
Διάρκεια ημέρας: 13 ώρες 24 λεπτά
🌔  Σελήνη 11.5 ημερών
Χρόνια πολλά στους: Ζακχαίο, Ζάκχο, Ζάχο

 

Γεγονότα

 

1841 – Κυκλοφορεί το βιβλίο του Έντγκαρ Άλαν Πόε «Οι Φόνοι της Οδού Μοργκ», που θεωρείται το πρώτο αστυνομικό μυθιστόρημα στην ιστορία της λογοτεχνίας. Οι Φόνοι της οδού Μοργκ είναι το πρώτο δείγμα του λογοτεχνικού είδους που συνηθίσαμε να το ονομάζουμε Αστυνομική Ιστορία και που οι ειδικοί μελετητές το θεωρούν υποκατηγορία της Πεζογραφίας Μυστηρίου. Συνεπώς εκτός από την μεγάλη λογοτεχνική της αξία, η ιστορία αυτή του Έντγκαρ Άλλαν Πόε έχει και μνημειακό χαρακτήρα.
Στην οδό Μοργκ των Παρισίων συμβαίνει μια μυστηριώδης και βάναυση δολοφονία δύο γυναικών. Πολυάριθμοι μάρτυρες δηλώνουν ότι άκουσαν τη φωνή του πιθανού δολοφόνου, κανείς όμως δεν μπόρεσε να καταλάβει ποια γλώσσα ήταν αυτή που μιλούσε. Έτσι, οι έρευνες της αστυνομίας βρίσκονται μπροστά σε ένα απόλυτο αδιέξοδο οπότε ο Αύγουστος Ντυπέν, αυτός ο ευφυής, εκκεντρικός, περιθωριακός διανοούμενος ερευνητής εγκληματικών ενεργειών, αναλαμβάνει να διαλευκάνει το μυστήριο των Φόνων της οδού Μοργκ, και από την πένα του μεγάλου Αμερικανού συγγραφέα κάνει την εμφάνιση του, στον χώρο της παγκόσμιας λογοτεχνίας, για πρώτη φορά, ο ιδιώτης αστυνομικός ντετέκτιβ, τα ίχνη του οποίου ακολούθησαν και όλοι οι επόμενοι διάσημοι συνάδελφοι του, ίχνη που χαράχτηκαν από την ιδιοφυία του Έντγκαρ Άλλαν Πόε. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

 

1914 – Η Σφαγή του Λάντλοου. Η επονομασθείσα Σφαγή του Λάντλοου υπήρξε μία από τις αιματηρότερες επιθέσεις της εργοδοσίας και του κράτους στο συνδικαλιστικό κίνημα των ΗΠΑ. Έλαβε χώρα στις 20 Απριλίου του 1914 στην πόλη Λάντλοου του Κολοράντο και ήταν το αποκορύφωμα της εργατικής καταπίεσης των 12.000 ανθρακωρύχων της περιοχής.
Η εργατική αναταραχή τα χρόνια που προηγήθηκαν του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου έλαβε αξιοσημείωτες διαστάσεις στις Δυτικές Πολιτείες των ΗΠΑ. Όταν ένας συνδικαλιστής σκοτώθηκε το φθινόπωρο του 1913, οι εργαζόμενοι των ορυχείων CFI, που ανήκαν στην οικογένεια Ροκφέλερ, κατέβηκαν σε απεργία. Εκκένωσαν τους καταυλισμούς της επιχείρησης, όπου έμεναν, προκειμένου να διαμαρτυρηθούν για τους χαμηλούς μισθούς και τις άθλιες συνθήκες εργασίας. Ο δείκτης θνησιμότητας για τους εργαζομένους της επιχείρησης ήταν διπλάσιος από τον εθνικό μέσο όρο.
Η απεργία προκάλεσε την άγρια αντίδραση της οικογένειας Ροκφέλερ. Προσέλαβε το Πρακτορείο Ντετέκτιβ «Μπάλντουιν-Φελτς», προκειμένου να τρομοκρατήσει τους απεργούς και τη συνδικαλιστική τους ηγεσία. Το Πρακτορείο είχε σπουδαία φήμη σ’ όλη την Αμερική για την αποτελεσματικότητά του στην καταστολή απεργιών. Προμήθευσε την εργοδοσία με οπλισμένους φρουρούς, ελεύθερους σκοπευτές, πράκτορες, επαγγελματίες προβοκάτορες, ακόμη μ’ ένα τεθωρακισμένο όχημα με πολυβόλο.
Οι επιθέσεις των ανθρώπων της εργοδοσίας ήταν καθημερινό φαινόμενο στις κατασκηνώσεις, που εν τω μεταξύ είχαν στήσει οι απεργοί. Στις 17 Οκτωβρίου 1913 ένας απεργός σκοτώθηκε και δύο παιδιά τραυματίσθηκαν από τους πολυβολισμούς του τεθωρακισμένου οχήματος. Η κατάσταση είχε φθάσει στο απροχώρητο με τους απεργούς να μην υποχωρούν. Στις 28 Οκτωβρίου ο κυβερνήτης του Κολοράντο, Ιλάιας Άμονς, αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Απέστειλε την Εθνοφρουρά στο Λάντλοου για να επιβάλει την τάξη και να διαλύσει την απεργία.
Η Εθνοφρουρά συνέχισε να κατατρομοκρατεί τους απεργούς, το ηθικό των οποίων χαλυβδωνόταν με την πάροδο του χρόνου. Ύστερα από τρεις μήνες στασιμότητας, ο κυβερνήτης Άμονς αποφάσισε να αποσύρει την Εθνοφρουρά, μη αντέχοντας το κόστος διατήρησής της επί μακρόν στο πεδίο της μάχης. Τότε οι Ροκφέλερ προσφέρθηκαν να επανδρώσουν με δικό τους προσωπικό την Εθνοφρουρά. Στις 10 Μαρτίου 1914 ένας απεργοσπάστης βρέθηκε νεκρός στις γραμμές του τρένου κοντά στον καταυλισμό των απεργών. Ηταν η αφορμή για τις δυνάμεις καταστολής να ξεκαθαρίσουν μια και καλή την κατάσταση. Η Εθνοφρουρά με τη νέα της σύνθεση αποφάσισε να ισοπεδώσει τις τεντουπόλεις, αν και ήταν σε χώρο ιδιοκτησίας των ανθρακωρύχων. Επελέγη η κατασκήνωση Λάντλοου, 30 χιλιόμετρα βόρεια της πόλης Τρίνινταντ. Το πρωί της 20ης Απριλίου οι εθνοφρουροί άνοιξαν πυρ, την ώρα που η ελληνική κοινότητα των ανθρακωρύχων γιόρταζε το Πάσχα με τον πατροπαράδοτο τρόπο.
Οι απεργοί ανταπέδωσαν το πυρ και η μάχη διήρκεσε επί ώρες. Ο ελληνικής καταγωγής συνδικαλιστής Λούης Τίκας, επικεφαλής της κατασκήνωσης, ζήτησε αργά το απόγευμα εκεχειρία από την Εθνοφρουρά. Ο επικεφαλής της, υπολοχαγός Λίντερφελντ, χτύπησε με τον υποκόπανο του όπλου τον Τίκα και τον έριξε στο έδαφος. Τρεις σφαίρες από όπλα εθνοφρουρών βρήκαν στην πλάτη τον πεσμένο συνδικαλιστή και τον αποτελείωσαν, σε ηλικία 30 ετών. Οι εθνοφρουροί επέδραμαν στη συνέχεια στην κατασκήνωση του Λάντλοου και την παρέδωσαν στις φλόγες. 17 άνθρωποι από την πλευρά των ανθρακωρύχων σκοτώθηκαν εκείνη την ημέρα, που έμεινε στην ιστορία ως «Η σφαγή του Λάντλοου».
Τα νέα διαδόθηκαν γρήγορα απ’ άκρου εις άκρον των ΗΠΑ. Οπλισμένοι εργάτες από παρακείμενα ανθρακωρυχεία κινήθηκαν εναντίον της εθνοφρουράς του Κολοράντο, πολλοί άνδρες της οποίας αρνήθηκαν να χτυπήσουν τους απεργούς. Ομάδες απεργών δυναμίτισαν ανθρακωρυχεία και κατέλαβαν πόλεις του Κολοράντο. Στο Κογκρέσο, ο σοσιαλιστής βουλευτής του Ουισκόνσιν Βίκτωρ Μπέργκερ ζήτησε απ’ τους εργαζομένους να πάρουν τα όπλα για να υπερασπισθούν τους εαυτούς τους.
Η κατάσταση ήταν εκτός ελέγχου. Έπειτα από 10 μέρες συγκρούσεων, ο κυβερνήτης του Κολοράντο, Ιλάιας Άμονς, ζήτησε την συνδρομή του Προέδρου Γούντροου Ουίλσον. Ο ομοσπονδιακός στρατός που εστάλη στην περιοχή αφόπλισε τους απεργούς, οι οποίοι αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στα ανθρακωρυχεία χωρίς να γίνουν δεκτά τα αιτήματά τους. Μάλιστα, η εργοδοσία προχώρησε σε εκτεταμένες απολύσεις, αντικαθιστώντας τους απεργούς με μη συνδικαλισμένους εργάτες. Από την Εθνοφρουρά κανείς δεν διώχθηκε για τις επιθέσεις στους απεργούς και τις οικογένειές τους, που στοίχισαν τη ζωή σε 66 ανθρώπους, ηλικίας από 2,5 έως 45 ετών.

 

1920 – Τελετή έναρξης των 7ων Ολυμπιακών Αγώνων της Αμβέρσας. Λαμβάνουν μέρος 2.479 αθλητές και 64 αθλήτριες από 29 χώρες. Για πρώτη φορά εμφανίζεται η σημαία με τους πέντε ολυμπιακούς κύκλους και απαγγέλλεται ο ολυμπιακός ύμνος από τον βέλγο ξιφομάχο Βιτόρ Μπουάν. Οι 7οι Ολυμπιακοί Αγώνες διεξήχθησαν στην Αμβέρσα του Βελγίου από τις 20 Απριλίου έως τις 12 Σεπτεμβρίου 1920. Για πρώτη φορά παρουσιάσθηκε η σημαία με τους 5 ολυμπιακούς κύκλους και εκφωνήθηκε ο όρκος των αθλητών. Οι Ολυμπιακοί της Αμβέρσας περιλάμβαναν και μία εβδομάδα με χειμερινά σπορ, που αποτέλεσαν τον προάγγελο για την καθιέρωση των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων.
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος στάθηκε αιτία να ματαιωθούν οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1916, που είχαν προγραμματιστεί να γίνουν στο Βερολίνο. Στην αρχαιότητα, η τέλεση των Ολυμπιάδων σταματούσε κάθε εχθροπραξία. Τώρα, ο πόλεμος εκτόπιζε το ολυμπιακό πνεύμα. Μετά το πέρας των εχθροπραξιών, η ΔΟΕ αποφάσισε να αναθέσει στην Αμβέρσα τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων 1920. Η φλαμανδική μεγαλούπολη είχε εκφράσει την επιθυμία από 1914 να διοργανώσει τους Αγώνες.Στους Ολυμπιακούς της Αμβέρσας πήραν μέρος 2.626 αθλητές (2.561 άνδρες και 65 γυναίκες) από 29 χώρες. Αποκλείστηκαν οι αθλητές από τις χώρες που προκάλεσαν και ηττήθηκαν στον Μεγάλο Πόλεμο, τη Γερμανία και τις συμμάχους της (Αυστρία, Ουγγαρία, Βουλγαρία, Οθωμανική Αυτοκρατορία). Επίσης, δεν προσκλήθηκε για πολιτικούς λόγους η Σοβιετική Ρωσία, που βρισκόταν έτσι κι αλλιώς σε εμφύλιο πόλεμο μεταξύ «Λευκών» και «Κόκκινων».
Ο μεγάλος φινλανδός πρωταθλητής στους δρόμους αντοχής Πάαβο Νούρμι ήταν η κορυφαία φυσιογνωμία των Ολυμπιακών Αμβέρσας. Με δύο χρυσά μετάλλια (στα 10.000 μ. και 8.000 μ. επί ανωμά­λου δρόμου εδάφους) κι ένα αργυρό στα 5.000 μ., θαυμάστηκε για το αέρινο στυλ του, που του χάρισε το προσωνύμιο «ο δρομέας – φάντασμα». Ξεχώρισε, επίσης, ο ιταλός πρωταθλητής ξιφασκίας Νέντο Νάντι, με πέντε χρυσά μετάλλια. Ο σουηδός Όσκαρ Σβαν, ηλικίας 72 ετών, κατέκτησε το ασημένιο μετάλλιο στη σκοποβολή και κατέχει από τότε το ρεκόρ του μεγαλύτερου σε ηλικία ολυμπιονίκη. Στην κατάταξη των μεταλλίων, οι ΗΠΑ επικράτησαν με 95 (41-27-27), έναντι 64 της Σουηδίας (19-20-25) και 43 της Μεγάλης Βρετανίας (15-15-13).

 

1941 – Υπογράφεται στο Βοτονόσι Μετσόβου το πρωτόκολλο συνθηκολόγησης του ελληνικού στρατού ανάμεσα στον υποστράτηγο Τσολάκογλου, διοικητή του ΤΣΔΜ (Τομέας Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας) και τον ταξίαρχο Ντίτριχ των γερμανικών δυνάμεων εισβολής. Το 1940, ο Γεώργιος Τσολάκαγλου είχε φθάσει στον βαθμό του αντιστρατήγου και ήταν διοικητής του Γ΄ Σώματος Στρατού (Δυτική Μακεδονία). Μετά την επίθεση των Ιταλών κατά τη μάχη του Μόραβα, με επιτυχημένο ελιγμό, και παρά τους δισταγμούς των ανωτέρων του, συνέβαλε στην πλήρη νίκη του υπ’ αυτού Σώματος στρατού.
Μετά την επίθεση όμως των Γερμανών κατά της Ελλάδος (6 Απριλίου 1941), την βαθιά στην συνέχεια διείσδυση αυτών προς τη Θεσσαλονίκη, στις 9 Απριλίου του 1941 και την υποχώρηση του Ελληνικού Στρατού από το μέτωπο της Βορείου Ηπείρου, ο Τσολάκογλου και ορισμένοι άλλοι ανώτεροι αξιωματικοί του Στρατού έλαβαν την απόφαση, άνευ εγκρίσεως της προϊσταμένης τους Αρχής και μη λαμβάνοντας υπόψη αυτή εν καιρώ πολέμου, για συνθηκολόγηση, κρίνοντας εκείνοι πως κάθε αντίσταση στους κατακτητές θα ήταν μάταιη.
Σημειώνεται ότι πριν εκδηλωθεί η ιταλική επίθεση του Μαρτίου, στην ειδική σύσκεψη αντιστρατήγων που είχε γίνει στην Αθήνα, ο ίδιος ο Τσολάκογλου είχε ταχθεί στη συνέχιση του αγώνα ακόμα και με το ενδεχόμενο γερμανικής επίθεσης, που ήδη διαφαίνονταν στον ορίζοντα. Έτσι, στις 20 Απριλίου 1941, ημέρα του Πάσχα, σε συνεννόηση με τον διοικητή του Α΄ Σώματος Στρατού, αντιστράτηγο Παναγιώτη Δεμέστιχα, τον διοικητή του Β΄ Σώματος Στρατού, αντιστράτηγο Γεώργιο Μπάκο, και τον Μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνα, που ήταν ο κατ΄ εξοχήν φορέας και υποκινητής της δυσάρεστης αυτής απόφασης, κατάργησε πραξικοπηματικά τον διοικητή Στρατιάς Ηπείρου Ιωάννη Πιτσίκα, ανέλαβε ο ίδιος διοικητής της Στρατιάς και υπέγραψε πρωτόκολλο ανακωχής με τον διοικητή της 1ης Μηχανοκίνητης Μεραρχίας Ες-Ες, υποστράτηγο Γιόζεφ (Σεπ) Ντήτριχ στο Βοτονόσι του Μετσόβου.
Ο αρχηγός του Ελληνικού Στρατού, αρχιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος, σε τηλεγράφημά του προς το Τμήμα Στρατιάς Ηπείρου, κατήγγειλε την πρωτοβουλία του Τσολάκογλου ως αντίθετη προς τα συμφέροντα της πατρίδας, διέταξε την αντικατάσταση του Τσολάκογλου και αγώνα «μέχρι εσχάτου ορίου δυνατοτήτων». Ήταν όμως ήδη αργά.

 

1989 – Ο Ανδρέας Παπανδρέου, στη διάρκεια συγκέντρωσης στο Περιστέρι, αναφωνεί το περίφημο «Τσοβόλα, δώσ’ τα όλα». Το «Τσοβόλα δώσ’ τα όλα» ήταν ένα αυτοσχέδιο σύνθημα μπαλκονιού, προϊόν διαδραστικής επαφής του Ανδρέα με το «πράσινο» πλήθος στην προεκλογική συγκέντρωση του ΠΑΣΟΚ, στο Περιστέρι, τον Απρίλιο του 1989. Το ΠΑΣΟΚ είχε κλείσει μια οχταετία στην κυβέρνηση, αλλά η πορεία της οικονομίας και πολύ περισσότερο το σκάνδαλο Κοσκωτά είχαν προκαλέσει φθορά που θα αποτυπωνόταν στην εκλογική ήττα, δύο μήνες αργότερα. Η πρώτη κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, από το ‘81 έως το ‘85, ακολούθησε μια ανεξέλεγκτη «φιλολαϊκή» πολιτική, με αυξήσεις μισθών και συντάξεων, παροχές επιδομάτων, διορισμούς, κρατικοποιήσεις εταιριών κ.α.
Ο ίδιος ο Δημήτρης Τσοβόλας έχει δώσει μια τελείως διαφορετική εκδοχή της πολύκροτης φράσης. Υποστηρίζοντας ότι η προτροπή του Ανδρέα να «τα δώσει όλα» δεν είχε καμία σχέση με παροχές, αλλά με τη μάχη για τη δικαίωση της παράταξης σε ότι αφορούσε το σκάνδαλο Κοσκωτά. «Ο Παπανδρέου άκουγε τους συγκεντρωμένους να επαναλαμβάνουν ρυθμικά το όνομά μου. Ήμουν δημοφιλής γιατί έδινα μάχη κατά της σκευωρίας για την εμπλοκή μας στο σκάνδαλο Κοσκωτά. Ο Ανδρέας συνήθιζε να διαλέγεται με τον λαό στις συγκεντρώσεις και μόλις άκουσε το όνομα “Τσοβόλας”, απάντησε “Τσοβόλα δώσ’ τα όλα”, εννοώντας ότι πρέπει να τα δώσουμε όλα στη μάχη για την αλήθεια», έχει δηλώσει σε συνέντευξη του στην «Καθημερινή» ο πρώην υπουργός Οικονομικών. Για να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό του, τόνισε ότι δεν έγινε καμία παροχή το πρώτο εξάμηνο του ’89 – το διάστημα δηλαδή από την κατάθεση του νέου προϋπολογισμού στη Βουλή έως και τις εκλογές του Ιουνίου – και ότι η αύξηση δαπανών περιορίστηκε στο 14%, παρά την πρόβλεψη για 18%.

 

Γεννήσεις

 

1913 – Μίμης Φωτόπουλος. Γεννήθηκε στη Ζάτουνα Γορτυνίας και ήταν γιος του Νικολάου Φωτόπουλου και της Άννας Παπαδοπούλου από το Αίγιο. Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και παρακολούθησε μαθήματα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (μέχρι το β΄ έτος, 1933). Συμμετείχε στο ΕΑΜ, και για τη δράση του εξορίστηκε στην Ελ Ντάμπα, κατά τα Δεκεμβριανά.
Εργάσθηκε ως ηθοποιός – θιασάρχης από το 1952 και σκηνοθέτης από το 1960. Έγραψε 7 βιβλία (4 ποιητικές συλλογές: «Μπουλούκια» 1940, «Ημιτόνια» 1960, «Σκληρά τριολέτα» 1961 και «Ο θάνατος των ημερών» 1976) και 3 αυτοβιογραφικά («25 χρόνια θέατρο» 1958, «Το ποτάμι της ζωής μου» και «Ελ Ντάμπα – Όμηρος των Εγγλέζων» 1965) και 2 θεατρικά έργα («Ένα κορίτσι στο παράθυρο» 1966 και «Πελοπίδας ο καλός πολίτης» 1976) που έχουν παιχτεί. Οργάνωσε 5 εκθέσεις ζωγραφικής (ιδιότυπης τεχνικής κολάζ γραμματοσήμων).
Υπήρξε μέλος του Δ.Σ. του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Ελευθέρου Θεάτρου και Πρόεδρος του Δ. Σ. Άρματος Θέσπιδος. Έκανε θεατρικές περιοδείες στην Αμερική, Γερμανία, Αίγυπτο, Τουρκία και Κύπρο. Τιμήθηκε με τα παράσημα Χρυσό Σταυρό του Γεωργίου Α΄ και Σταυρό του Αποστόλου Μάρκου Πατριαρχείου Αλεξανδρείας. Ο Μίμης Φωτόπουλος ασχολήθηκε για πολλά χρόνια και με αξιοσημείωτη επιτυχία με την τεχνική του κολάζ και μάλιστα με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο, τη χρήση «ψηφίδων» από γραμματόσημα με τις οποίες έφτιαξε μεγάλο αριθμό ζωγραφικών πινάκων. Σημαντικότερες συμμετοχές του ήταν στο «Βυσσινόκηπο» του Τσέχωφ, στις «Αγριόπαπιες» του Ίψεν στο Θέατρο Τέχνης, στο «Όνειρο καλοκαιρινής νύκτας» του Σαίξπηρ στο θέατρο του Βασιλικού Κήπου (1956) και για πολλά χρόνια συνεργάστηκε με τον Ντίνο Ηλιόπουλο. Εμφανίστηκε σε δεκάδες κωμωδίες φάρσες αλλά και δραματικούς ρόλους. Χαρακτηριστικές ερμηνείες στο «Ο καλός στρατιώτης Σβέικ» και «Δον Καμίλο». Επίσης σε περισσότερες από 100 ταινίες με κωμικούς ρόλους όπως Η κάλπικη λίρα, Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο, Τα κίτρινα γάντια, Το σωφεράκι, Ο εμίρης και ο κακομοίρης (στην ταινία αυτή η Ελένη Προκοπίου αποτέλεσε την κινηματογραφική του κόρη), Ο γρουσούζης κ.ά. Χαρακτηριστική του κινηματογραφική ατάκα που βρίσκουμε στην ταινία Ο ουρανοκατέβατος: «Και μετά θα κάααθεσαι!» Απεβίωσε σε ηλικία 73 ετών στην Αθήνα στις 29 Οκτωβρίου 1986.

 

1922 – Τάσος Λειβαδίτης. Γιος του Λύσανδρου και της Βασιλικής, γεννήθηκε στην Αθήνα το βράδυ της Αναστάσεως του 1922. Είχε τέσσερα μεγαλύτερα αδέλφια, μια αδελφή και τρεις αδελφούς. Αδελφός του ήταν ο ηθοποιός Αλέκος Λειβαδίτης. Το 1946 παντρεύεται τη Μαρία Στούπα, κόρη του Γεωργίου Στούπα και της Αλεξάνδρας Λογοθέτη, με την οποία θα αποκτήσει μία κόρη. Θα γράψει για αυτήν το «Ερωτικό» το οποίο είναι από τα λίγα ποιήματα που υπάρχουν ηχογραφημένα σε απαγγελία του ίδιου του ποιητή.
Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όμως τον κέρδισε η λογοτεχνία και συγκεκριμένα η ποίηση. Στα 1943, εν μέσω της Κατοχής, αποτέλεσε ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Νέων Ελλήνων Λογοτεχνών.
Ανέπτυξε έντονη πολιτική δραστηριότητα στον χώρο της αριστεράς. Τον αποκάλεσαν «Ποιητή του Έρωτα και της Επανάστασης» Κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών ανήκε σε ομάδα της ΕΠΟΝ που διοργάνωνε εράνους και διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις, χωρίς να λάβει μέρος ως μάχιμος. Η δράση του αυτή είχε ως συνέπεια να συλληφθεί και να εξοριστεί. Αφέθηκε ελεύθερος μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας.
Το 1948 συλλαμβάνεται και εξορίζεται στον Μούδρο. Μεταφέρθηκε μετά από ένα χρόνο στην Μακρόνησο όπου ξεκίνησε την συγγραφή του «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου». Μεταφέρθηκε στον Αϊ Στράτη κι από κει στις φυλακές Χατζηκώστα στην Αθήνα, απ’ όπου αφέθηκε ελεύθερος το 1951. Τελικά το δικαστήριο (Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, 10 Φεβρουαρίου 1955) τον απήλλαξε λόγω αμφιβολιών.
Στο ελληνικό κοινό ο Τάσος Λειβαδίτης εμφανίσθηκε το 1946, μέσα από τις στήλες του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα (τεύχ. 55,15-11-46) με το ποίημα «Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη». Το 1947 συνεργάσθηκε στην έκδοση του περιοδικού «Θεμέλιο». Το 1952 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική σύνθεση με τίτλο «Μάχη στην άκρη της νύχτας» και εργάσθηκε επίσης ως κριτικός ποίησης στην εφημερίδα Αυγή, από το 1954 – 1980 (με εξαίρεση τα έτη 1967-74 που η εφημερίδα είχε κλείσει λόγω της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών) και το περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» (1962-1966), όπου δημοσίευσε πολιτικά και κριτικά δοκίμια. Στο διάστημα της Χούντας των Συνταγματαρχών ο ποιητής για βιοποριστικούς λόγους μεταφράζει ή διασκευάζει λογοτεχνικά έργα για λαϊκά περιοδικά ποικίλης ύλης με το ψευδώνυμο Pόκκος. Ο Τάσος Λειβαδίτης πέθανε στην Αθήνα στις 30 Οκτωβρίου 1988, στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο από ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής. Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν χειρόγραφα ανέκδοτα ποιήματά του με τον τίτλο «Χειρόγραφα του Φθινοπώρου».

 

1948 – Αλέξανδρος Ωνάσης. Γεννήθηκε στις 30 Απριλίου του 1948 και ήταν γιος του εφοπλιστή Αριστοτέλη Ωνάση και της Τίνας Λιβανού. Είχε αναλάβει τη γενική διεύθυνση της “Ολυμπιακής Αεροπλοΐας”. Τραυματίστηκε θανάσιμα σε αεροπορικό δυστύχημα που συνέβη αμέσως μετά την απογείωση μέσα στο αεροδρόμιο του Ελληνικού (Αθήνα) και που πιθανολογήθηκε με βάσιμα στοιχεία ως εγκληματική πράξη. Παραμένοντας “κλινικά νεκρός”, ύστερα και από τη σύμφωνη γνώμη του πατέρα του, οι γιατροί αφαίρεσαν στις 23 Ιανουαρίου του 1973 τη μηχανική υποστήριξη με αποτέλεσμα να επέλθει ο θάνατός του. Ετάφη στο Σκορπιό, όπου αργότερα ετάφη και ο πατέρας του Αριστοτέλης, καθώς και η αδερφή του Χριστίνα.

 

Θάνατοι

 

1841 – Τόμας Γκόρντον. Γεννήθηκε στο Κέρνες, του Αμπέρντηνσιρ, στη Σκωτία. Ανήκε σε οικογένεια της οποίας ο γενάρχης εντοπίζεται χρονικά τον 17ο αιώνα Σπούδασε στο Κολλέγιο Ήτον και στο Κολλέγιο Μπρεϊζνόους. Από το 1808-1810 υπηρέτησε στο «Royal Scots Greys», σύνταγμα ιππικού του βρετανικού στρατού ως δραγώνος και προάχθηκε στο βαθμό του λοχαγού. Κληρονόμησε μεγάλη περιουσία και τον Μάιο του 1810 παραιτήθηκε από την υπηρεσία, για χάρη των ταξιδιών. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους βρέθηκε στα Ιωάννινα όπου φιλοξενήθηκε από τον Αλή Πασά. Μεταξύ του 1810 και του 1812, ταξίδεψε στην Αθήνα, την Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη, καθώς και την Ανατολία, την Περσία και την Μπαρμπαριά. Το 1813 διετέλεσε λοχαγός του ρωσικού στρατού, ακολουθώντας τη σκωτική διασπορά στη Ρωσία και φέρεται ότι έκανε αρκετά για τη βελτίωση του ρωσικού ναυτικού. Στις αρχές του 1814 επέστρεψε στή Σκωτία. Το 1815 πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου παντρεύτηκε την ελληνοαρμένισα Μπάρμπαρα Καν ή Βαρβάρα Σανά (αργότερα βαρόνη de Sedaiges). Την ίδια χρονιά βρέθηκε στο σαράι του Αλή Πασά στα Ιωάννινα και το φθινόπωρο στο Βουκουρέστι. Εκεί γνώρισε τους Αλέξανδρο και Δημήτριο Υψηλάντη.

 

1959 – Μανώλης Τριανταφυλλίδης. (Αθήνα, 15 Νοεμβρίου 1883 – Αθήνα, 20 Απριλίου 1959) ήταν Έλληνας γλωσσολόγος και ένας εκ των ιδρυτών του Εκπαιδευτικού Ομίλου, οργάνου του εκπαιδευτικού δημοτικισμού με μεγάλη συμβολή στα εκπαιδευτικά προγράμματα των κυβερνήσεων υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο Το 1939, κατά τη διάρκεια του Καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, του ανατέθηκε η έκδοση γραμματικής για τη δημοτική γλώσσα, η «Νεοελληνική Γραμματική». Κληροδότησε την πνευματική και υλική του περιουσία- ανάμεσά της και την τεράστια βιβλιοθήκη του- στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ιδρύοντας (1959) το Ίδρυμα που φέρει το όνομά του και το οποίο συνεχίζει με σημαντικά δημοσιεύματα και άλλες δραστηριότητες την «καλλιέργεια και την αξιοποίηση της δημοτικής γλώσσας και την προαγωγή της παιδείας του ελληνικού λαού» κατά την επιθυμία του δωρητή.

 

1999 – Νίκος Ρίζος Έκανε την πρώτη του εμφάνιση στην κλασική επιθεώρηση «Άνθρωποι, άνθρωποι» το 1948, στο θέατρο «Μετροπόλιταν» και απέκτησε δικό του θίασο το 1959, ενώ το 1961 δημιούργησε τον θίασο “Βασίλης Αυλωνίτης – Γεωργία Βασιλειάδου – Νίκος Ρίζος”, που διατηρήθηκε, σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία, μέχρι το 1965, παρουσιάζοντας διάφορες κωμωδίες τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Γερμανία για τους μετανάστες.
Το 1986 μετέτρεψε τον κινηματογράφο «Άστορ» της οδού Σταδίου σε θέατρο, το οποίο λειτούργησε υπό την καλλιτεχνική διεύθυνσή του μέχρι το 1990. Ο Νίκος Ρίζος, άλλωστε, υπήρξε πολύ επιτυχημένος θεατρικός επιχειρηματίας επί 27 χρόνια. Έπαιξε σε περίπου 130 κινηματογραφικές ταινίες, όπως Το σωφεράκι του Γιώργου Τζαβέλλα, Ο θησαυρός του μακαρίτη του Νίκου Τσιφόρου, Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα και ο κοντός, επίσης του Τσιφόρου, Συμμορία εραστών κ.ά.
Στην τηλεόραση πρωταγωνίστησε μαζί με τη Μάρθα Καραγιάννη στη σειρά Ο δρόμος του Κώστα Λυχναρά, σε σενάριο Κώστα Πρετεντέρη και το 1999 στην τηλεοπτική μεταφορά του μυθιστορήματος του ακαδημαϊκού Τάσου Αθανασιάδη Η αίθουσα του θρόνου στο Mega. Ήταν η τελευταία του εμφάνιση στην τηλεόραση, μιας και την ημέρα προβολής του τελευταίου επεισοδίου της σειράς ο Νίκος Ρίζος πέθανε.

 

 

Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia
Διαβάστε περισσότερα στην ενότητα Χρονολόγιο
με click πάνω στην κάρτα που ακολουθεί
ή στο Posted in Χρονολόγιο