.
Η ταυτότητα της ημέρας
και τα γεγονότα που την «σημάδεψαν»
18 Νοεμβρίου 2024
Είναι η 323η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Υπολείπονται 43 ημέρες για τη λήξη του
🌅 Ανατολή ήλιου: 07:09 – Δύση ήλιου: 17:11 – Διάρκεια ημέρας: 10 ώρες 2 λεπτά
🌖 Σελήνη 17.6 ημερών
Χρόνια πολλά στους: Πλάτωνα, Πλατωνία και Πλατώνα
Γεγονότα
1826 – Αρχίζει η μεγάλη μάχη στην Αράχωβα, όπου θα λάμψει το άστρο του Γεωργίου Καραϊσκάκη. Θα λήξει στις 23 Νοεμβρίου, με νικηφόρα έκβαση για τα ελληνικά όπλα. Στις 17 Νοεμβρίου 1826 ο Καραϊσκάκης με τους άνδρες του έφθασε στο Δίστομο, όπου στρατοπέδευσε. Επειδή φοβόταν κατάληψη της Αράχωβας, περιοχής με στρατηγική σημασία, φρόντισε να την καταλάβει, προτού προλάβουν οι Τούρκοι. Από την πλευρά τους, οι Τούρκοι έχοντες πληροφορηθεί την εμφάνιση ελληνικού στρατού στην περιοχή έστειλαν από τη Λιβαδειά τον Μουστάμπεη με 2.000 επίλεκτους Τουρκαλβανούς και 200 ιππείς. Αιφνιδιάστηκαν, όμως, από την κίνηση του Καραϊσκάκη και δεν τόλμησαν να εισέλθουν στην πόλη. Αρκέστηκαν να οχυρωθούν στο ύπαιθρο, σε υψώματα του Παρνασσού γύρω από την Αράχωβα.
Την επόμενη ημέρα, 18 Νοεμβρίου, τμήματα του εχθρού επιτέθηκαν στους Έλληνες, αλλά παρά τις αρχικές του επιτυχίες δεν κατόρθωσαν να ανατρέψουν τις ελληνικές θέσεις. Μάλιστα, ο Μουστάμπεης που παρακολουθούσε τη μάχη από ένα ύψωμα δέχθηκε επίθεση από τα νώτα του και από καθαρή τύχη διέφυγε τον θάνατο. Το βράδυ της ίδιας μέρας βρήκε τους Έλληνες σε πλεονεκτική θέση, έχοντας περισφίγξει τον κλοιό γύρω από τον εχθρό, ο οποίος είχε να αντιμετωπίσει και τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Ο βοριάς που κατέβαινε από τον Παρνασσό ήταν ανυπόφορος, ενώ έκαναν την εμφάνισή τους και οι πρώτες νιφάδες του χιονιού. Αντίθετα, οι Έλληνες βρίσκονταν σε πλεονεκτικότερη θέση, αφού μπορούσαν, όταν δεν είχαν υπηρεσία, να ζεσταίνονται στα τζάκια της Αράχωβας.
Μέρα με τη μέρα η κατάσταση των Τούρκων γινόταν όλο και πιο δύσκολη. Το κρύο και το χιόνι εμπόδιζε τις κινήσεις τους. Έγιναν τότε προτάσεις στους Έλληνες να τους αφήσουν να φύγουν, με αντάλλαγμα τα ζώα και τις αποσκευές τους. Ο Καραϊσκάκης ζήτησε επιπλέον να παραδώσουν τον οπλισμό τους και να εγκαταλείψουν τα Σάλωνα (Άμφισσα) και τη Λιβαδειά. Οι Τουρκαλβανοί θεώρησαν τους όρους του Καραϊσκάκη εξευτελιστικούς και τους απέρριψαν.
Μη έχοντας άλλη διέξοδο, ο Μουστάμπεης διέταξε τους άνδρες τους να ετοιμαστούν για να επιχειρήσουν έξοδο μέσα από τις ελληνικές θέσεις τη νύχτα της 23ης προς την 24η Νοεμβρίου. Όμως κι ενώ οι προετοιμασίες βρίσκονταν στο τελευταίο στάδιο μία ελληνική σφαίρα τον τραυμάτισε πολύ σοβαρά και προτού αφήσει την τελευταία του πνοή διέταξε τον αδελφό του Καριοφίλμπεη να του κόψει το κεφάλι και να το πάρει μαζί του κατά την έξοδο για να μην τον αποκεφαλίσουν νεκρό ή ζωντανό οι γκιαούρηδες κι ατιμαστεί.
Οι Τουρκαλβανοί ζήτησαν νέες διαπραγματεύσεις, που δεν κατέληξαν σε αποτέλεσμα. Τότε αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν την έξοδο. Ήταν μία μετά το μεσημέρι της 24ης Νοεμβρίου 1826, όταν εν μέσω χιονοθύελλας, με τα γιαταγάνια στα χέρια βγήκαν από τα ταμπούρια τους και κατευθύνθηκαν προς τις κορυφές του Παρνασσού. Οι Έλληνες τους αντιλήφθηκαν και όρμησαν κατά πάνω τους με γιαταγάνια και μαχαίρια, καθώς το χιόνι που έπεφτε αχρήστευσε τα όπλα τους.
Η χιονοθύελλα ήταν τόσο δυνατή, ώστε δεν μπόρεσαν να τους καταδιώξουν πέρα από τις τελευταίες πλαγιές τού Παρνασσού. Από τους 1.200 περίπου κατάκοπους Τούρκους που έφθασαν στις κορυφές του βουνού, μόνο 200 μπόρεσαν τελικά να σωθούν στο μοναστήρι της Ιερουσαλήμ, και από αυτούς οι περισσότεροι με τρομερά κρυοπαγήματα. Οι υπόλοιποι βρήκαν το θάνατο από την παγωνιά. Κατά τη διάρκεια της Μάχης της Αράχωβας οι Έλληνες είχαν ελάχιστες απώλειες: 4 νεκρούς και 9 ελαφρά τραυματίες.
Την επομένη της μάχης, 25 Νοεμβρίου, ο Καραϊσκάκης, ακολουθώντας το παλαιό φρικιαστικό έθιμο των Τούρκων, έστησε σ’ ένα λόφο, ορατό από το Μαντείο των Δελφών, τρόπαιο σε σχήμα κόλουρου κώνου με 300 κεφάλια των εχθρών του και με την επιγραφή: «Τρόπαιον των Ελλήνων κατά των βαρβάρων Οθωμανών ανεγερθέν κατά το 1826 έτος Νοεμβρίου 24· Εν Αράχωβα». Συγχρόνως, έστειλε στην κυβέρνηση, που έδρευε στην Αίγινα, τα κεφάλια του Μουστάμπεη και του κεχαγιάμπεη, καθώς και 12 αιχμάλωτους τούρκους αξιωματικούς.
1902 – Τις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου ακολουθεί κυβερνητική αστάθεια και συγκρούσεις ανάμεσα στους οπαδούς των δύο μεγάλων παρατάξεων, Δεληγιαννικών και Θεοτοκικών. (Σανιδικά) Στον απόηχο των «Ευαγγελικών» και με ανοιχτά τα μέτωπα του Μακεδονικού και του Κρητικού Ζητήματος έγιναν οι πρώτες εκλογές του 20ου αιώνα στην Ελλάδα.
Το μεγαλύτερο διάστημα του 1902 τη χώρα κυβερνούσε πρωθυπουργός των ειδικών αποστολών Αλέξανδρος Ζαΐμης, στηριζόμενος στις ευκαιριακές ψήφους είτε των «δηλιγιαννικών», είτε των «θεοτοκικών». Οι μεν «δηλιγιανικοί» τον υπονόμευαν διαρκώς, επιδιώκοντας τη διαδοχή του από τον αρχηγό τους Θεόδωρο Δηλιγιάννη, οι δε «θεοτοκικοί» εξαρτούσαν την υποστήριξή τους από τα ρουσφέτια και τις διευκολύνσεις που τους παρείχε.
Ήταν προφανές ότι ο Ζαΐμης δεν μπορούσε να κυβερνήσει και φρονίμως ποιών ζήτησε από τον βασιλιά Γεώργιο Α’ τη διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη εκλογών. Ο ανώτατος άρχοντας συναίνεσε και υπέγραψε το διάταγμα διάλυσης της Βουλής στις 12 Σεπτεμβρίου 1902 από την Κοπεγχάγη, όπου βρισκόταν για διακοπές. Ως ημερομηνία διεξαγωγής των εκλογών ορίστηκε η 17η Νοεμβρίου.
Την ψήφο ή μάλλον το λευκό σφαιρίδιο των πολιτών ζήτησαν οι δύο μεγάλοι πολιτικοί σχηματισμοί της εποχής: Το «Εθνικόν Κόμμα» ή Κόμμα Δηλιγιάννη με αρχηγό τον μέγα δημαγωγό Θεόδωρο Δηλιγιάννη και το «Νεωτερικόν Κόμμα» ή Κόμμα Θεοτόκη με αρχηγό τον μετριοπαθή Γεώργιο Θεοτόκη, κληρονόμο της παράταξης και της πολιτικής του Χαρίλαου Τρικούπη.
Στις εκλογές αυτές παρουσιάστηκε η εξής ιδιομορφία: παρά τον οξύτατο ανταγωνισμό μεταξύ των κομμάτων, οι υποψήφιοι βουλευτές, επιδιώκοντας ο καθένας το προσωπικό του συμφέρον, κατέφυγαν σε συναλλαγές με τους υποψηφίους αντιπάλων κομμάτων, σχηματίζοντας έτσι μεικτούς τοπικούς συνδυασμούς. Δικαίως χαρακτηρίστηκαν από τον Τύπο, «εκλογές των παρανόμων συνοικισμών», «εκλογές χωρίς νόημα και χωρίς αρχές».
Η προεκλογική αντιπαράθεση περιστράφηκε κυρίως γύρω από τον ρόλο του Στέμματος, την εκτροπή από τον κοινοβουλευτισμό και τη σωστή λειτουργία των θεσμών. Η παραβίαση της αρχής της δεδηλωμένης από τον βασιλιά με την πρωθυπουργοποίηση Ζαΐμη είχε δημιουργήσει κλίμα δυσπιστίας προς τον Γεώργιο, αλλά και προς τους «τσανακογλύφτες των ανακτόρων» Θεοτόκη και Ζαΐμη, που από τη ζωηρή τους επιθυμία να ονομασθούν πρωθυπουργοί επέτρεπαν στη «χεράρα του Βασιλέως να σταματά τη συνταγματική μηχανή», όπως έγραφε χαρακτηριστικά ο Τύπος της εποχής.
Η ημέρα των εκλογών έλαβε χαρακτήρα λαϊκής γιορτής, με τους αποκλεισμένους της κάλπης -γυναίκες και παιδιά- να δίνουν τον τόνο της πανηγυρικής ατμόσφαιρας. Αγόρια και κορίτσια κρατούσαν με ενθουσιασμό χάρτινες εικόνες των δύο αρχηγών και τα σύμβολα των κομμάτων, «ελιά» για το Νεωτερικό Κόμμα και «κορδόνι» για το Εθνικό. Άνθρωποι και άμαξες, στολισμένοι με τα κομματικά σύμβολα περιδιάβαιναν τους δρόμους και τις εκκλησίες όπου γινόταν η ψηφοφορία, φωνάζοντας συνθήματα υπέρ του εκλεκτού τους. Στον αντίποδα, αντίπαλες ομάδες αντάλλασσαν υβριστικές χειρονομίες και φράσεις, ενώ δεν έλειπαν και οι μικροσυμπλοκές που κατέληγαν σε συλλήψεις των πρωταγωνιστών.
Η κάλπη δεν ανέδειξε νικητή, καθώς οι δύο μεγάλες παρατάξεις συγκέντρωσαν από 102 βουλευτές, προς μεγάλη ικανοποίηση του βασιλιά, που κατέστη ρυθμιστικός παράγων με τους 19 «ζαϊμικούς» βουλευτές. Άλλωστε, αυτός ήταν και ο στόχος του με την επιλογή Ζαΐμη: Να προκαλέσει ρήγμα στον δικομματισμό, που λειτουργούσε από το 1885 με την εναλλαγή στην εξουσία του Τρικούπη και του Δηλιγιάννη.
Τις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1902 ακολούθησε περίοδος πολιτικής αστάθειας. Συνοδεύτηκαν από αιματηρές ταραχές (18 – 23 Νοεμβρίου 1902), που έμειναν στην ιστορία ως «Σανιδικά».
1916 – Απόβαση συμμαχικών αγημάτων στο Φάληρο και συγκρούσεις με τον ελληνικό στρατό. Στόχος ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, που υποστηρίζει την ουδετερότητα της Ελλάδος στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Ελλάδα είναι ήδη χωρισμένοι στα «κράτη» των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης. (Νοεμβριανά).
Στις 18 Νοεμβρίου, λαμβάνει χώρα η απόβαση των συμμαχικών αγημάτων στο Φάληρο και ακολουθούν συγκρούσεις με τον ελληνικό στρατό. Ο Βενιζέλος ακολουθούσε πολιτική συμπαράταξης με τους συμμάχους εναντίον των Κεντρικών Δυνάμεων, ενώ ο βασιλιάς Κωνσταντίνος πολιτική ουδετερότητας που ευνοούσε τη Γερμανία και την Αυστροουγγαρία. Οι δυνάμεις της Αντάντ, που ήταν στο πλευρό του Βενιζέλο, στις 3 Νοεμβρίου αξιώνουν την παράδοση τεράστιων ποσοτήτων πολεμικού υλικού από την κυβέρνηση των Αθηνών. Παρά την αρχική συμφωνία, μετά από τέσσερις μέρες το αίτημά τους απορρίπτεται, όταν στρατιωτικοί παράγοντες με την υποστήριξη 20.000 επίστρατων πείθουν τον Κωνσταντίνο να την παραβιάσει με το επιχείρημα, ότι η κοινή γνώμη έβλεπε αυτή την απαίτηση ως επέμβαση στα εσωτερικά της χώρας. Η απάντηση δεν άργησε να έρθει.
Ο συμμαχικός στόλος με επικεφαλής τον ναύαρχο Φουρνιέ αποβιβάζεται στις 18 Νοεμβρίου στο Φάληρο. Περίπου 3.000 Γάλλοι και Βρετανοί κατευθύνονται στην Αθήνα όπου βρίσκεται μεγάλος αριθμός επίστρατων ενόπλων. Ακολουθούν συγκρούσεις σύμμαχων με τον ελληνικό στρατό ενώ η πόλη δέχεται τα μαζικά πυρά του συμμαχικού στόλου. Το ίδιο βράδυ, ο Κωνσταντίνος έρχεται σε συμφωνία με τους πρεσβευτές της Αντάντ και ο βομβαρδισμός σταματά.
Ο απολογισμός εκείνης της βραδιάς ήταν δεκάδες νεκροί και τραυματίες που προέρχονταν και από τις δύο πλευρές. Τις επόμενες μέρες οι συμμαχικές δυνάμεις αποσύρονται ενώ οι «βενιζελικοί» δέχονται επιθέσεις από τους υποστηρικτές του βασιλιά. Ακολουθούν λεηλασίες σε καταστήματα, σπίτια και καταστροφές σε εγκαταστάσεις εφημερίδων. Χαρακτηριστική η δήλωση του πρωθυπουργού Σπυρίδωνα Λάμπρου «τακτοποιούμε τα του οίκου μας».
Στις 25 Νοεμβρίου, η προσωρινή κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης («Τριανδρία») κηρύσσει με ειδικό διάγγελμα έκπτωτο το βασιλιά Κωνσταντίνο. Παράλληλα, ως απάντηση στα γεγονότα τις 18ης Νοεμβρίου οι δυνάμεις της Αντάντ επιβάλλουν γενικό αποκλεισμό που παραλύει την αγορά.
1976 – Εγκαθιδρύεται Δημοκρατία στην Ισπανία, έπειτα από 37 χρόνια δικτατορίας του στρατηγού Φράνκο. Η απόφαση λαμβάνεται με ψήφους 425 «υπέρ» και 59 «κατά», από τα Κορτές, τη διορισμένη από τον Φράνκο Βουλή της Ισπανίας και θεωρείται προσωπικός θρίαμβος του μεταβατικού πρωθυπουργού Αδόλφο Σουάρεθ. Δεύτερη Ισπανική Δημοκρατία (ισπανικά: Segunda República) ονομάζεται η περίοδος κατά την οποία η Ισπανία λειτούργησε υπό το καθεστώς αβασίλευτης προεδρικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας από το 1931 μέχρι το 1939. Ιστορικά τοποθετείται μεταξύ της Ισπανικής Παλινόρθωσης και τη δικτατορία του στρατηγού Φράνκο που επιβλήθηκε στη χώρα μετά τον Ισπανικό Εμφύλιο, θύμα του οποίου υπήρξε η ίδια.
Η αβασίλευτη δημοκρατία εισήχθη στην Ισπανία με το Σύνταγμα του Δεκεμβρίου του 1931. Το σύνταγμα ήταν αποτέλεσμα της φυγής του βασιλιά Αλφόνσου ΙΓ΄, μετά την ήττα των φιλομοναρχικών δυνάμεων στις πρώτες ελεύθερες δημοτικές εκλογές μετά τη δικτατορία του Μιγέλ Πρίμο δε Ριβέρα. Παραδοσιακά η Δεύτερη Ισπανική Δημοκρατία χωρίζεται σε τρεις περιόδους: την πρώτη διετία, κατά την οποία ο συνδυασμός ρεπουμπλικανών και σοσιαλιστών υπό τον Μανουέλ Αθάνια έφερε εις πέρας διάφορα μέτρα με σκοπό τον εκσυγχρονισμό της χώρας, τη «Μαύρη Διετία», κατά την οποία κυβέρνησε η Ισπανική Συνομοσπονδία Αυτόνομων Δεξιών υπό τον Αλεχάντρο Λερούξ, που με τη στήριξη της καθολικής δεξιάς προσπάθησε να αναιρέσει τα φιλελεύθερα βήματα των προηγουμένων, υποκείμενη σε διαρκείς πιέσεις από γεγονότα όπως της εξέγερσης στις Αστούριες το 1934, και τέλος την κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου που κυβέρνησε εν ειρήνη μονάχα για πέντε μήνες πριν την εξέγερση μέρους του στρατού και την έναρξη του Ισπανικού Εμφυλίου. Εκ των πραγμάτων, ως καθεστώς έληξε την 1η Απριλίου 1939 με την εξορία της δημοκρατικής κυβέρνησης από τη Βαρκελώνη, μετά την παράδοσή τους στα νικηφόρα στρατεύματα του στρατηγού Φράνκο.
Στην εξορία, η κυβέρνηση συνέχισε να υφίσταται, κατέχοντας πρεσβεία στην Πόλη του Μεξικού, χώρας που ποτέ δεν αναγνώρισε το φρανκικό καθεστώς, μέχρι το 1976· με την επαναφορά της δημοκρατίας τον επόμενο χρόνο διαλύθηκε.
1983 – Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ υιοθετεί το ψήφισμα 541, το οποίο προτείνεται από τη Βρετανία και αποδοκιμάζει, μεταξύ άλλων, την ανακήρυξη του ψευδοκράτους από τους Τουρκοκυπρίους, με την οποία επιχειρείται η απόσχιση τμήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Τη θεωρεί νομικά άκυρη και ζητεί την ανάκλησή της.
Το Συμβούλιο Ασφαλείας, αφού άκουσε τη δήλωση του Υπουργού Εξωτερικών της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας,
Ανησυχώντας για τη διακήρυξη των τουρκοκυπριακών αρχών που εκδόθηκε στις 15 Νοεμβρίου 1983, η οποία φέρεται να δημιουργεί ένα ανεξάρτητο κράτος στη βόρεια Κύπρο,
Θεωρώντας ότι αυτή η Διακήρυξη είναι ασυμβίβαση με τη Συνθήκη του 1960 αναφορικά με την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και τη Συνθήκη Εγγυήσεως του 1960,
Θεωρώντας ως εκ τούτου ότι η προσπάθεια δημιουργίας μιας «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου» είναι άκυρη και θα συμβάλει σε επιδείνωση της κατάστασης στην Κύπρο,
Επαναβεβαιώνοντας τα ψηφίσματά του 365 (1974) και 367 (1975),
Έχοντας συνείδηση της ανάγκης για μια λύση του κυπριακού προβλήματος, βασισμένη στην αποστολή καλών υπηρεσιών που αναλήφθηκε από τον Γενικό Γραμματέα,
Βεβαιώνοντας τη συνεχιζόμενη υποστήριξη του για την Ειρηνευτική Δύναμη των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο,
Σημειώνοντας τη δήλωση του Γενικού Γραμματέα στις 17 Νοεμβρίου 1983,
1. Αποδοκιμάζει τη Διακήρυξη των τουρκοκυπριακών αρχών της δήθεν απόσχισης τμήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
2. Θεωρεί την πιο πάνω διακήρυξη σαν νομικά άκυρη και ζητά την ανάκληση της.
3. Ζητεί την επείγουσα και αποτελεσματική εφαρμογή των ψηφισμάτων 365 (1974) και 367 (1975),
4. Ζητεί από το Γενικό Γραμματέα να συνεχίσει την αποστολή του καλών υπηρεσιών ώστε να επιτευχθεί το συντομότερο δυνατό πρόοδος προς μια δίκαιη και διαρκή διευθέτηση στην Κύπρο.
5. Καλεί τα μέρη να συνεργαστούν πλήρως με το Γενικό Γραμματέα στην αποστολή του καλών υπηρεσιών.
6. Καλεί όλα τα κράτη να σέβονται την κυριαρχία, ανεξαρτησία, εδαφική ακεραιότητα και το αδέσμευτο της Κυπριακής Δημοκρατίας.
7. Καλεί όλα τα κράτη να μην αναγνωρίζουν οποιοδήποτε κυπριακό κράτος άλλο από την Κυπριακή Δημοκρατία.
8. Καλεί όλα τα κράτη και τις δυο κοινότητες στην Κύπρο να απέχουν από οποιαδήποτε ενέργεια η οποία θα μπορούσε να επιδεινώσει την κατάσταση.
9. Ζητεί από το Γενικό Γραμματέα να κρατά το Συμβούλιο Ασφαλείας πλήρως ενημερωμένο.
1989 – Καταρρέει το κομμουνιστικό καθεστώς στη Βουλγαρία και μαζί του ο ηγέτης του Τοντόρ Ζίφκοφ. Παρά το γεγονός ότι Ζίβκοβ δεν ήταν ποτέ σταλινικός, από τη δεκαετία του 1980 οι συντηρητικοί απέκτησαν επιρροή στην κυβέρνηση και η διοίκηση ήταν πολύ αυταρχική. Κάποια κοινωνική και πολιτιστικήαπελευθέρωση και πρόοδος υπό τη Λιουντμίλα Ζίβκοβα, κόρη του Τόντορ, προκάλεσε έντονη αποδοκιμασία και ενόχληση στο Κομμουνιστικό Κόμμα, λόγω του ανορθόδοξου τρόπου ζωής της, που περιελάμβανε την υιοθέτηση Ανατολικών θρησκειών. Πέθανε το 1981, μόλις μια εβδομάδα μετά τα 39α γενέθλιά της, και φημολογήθηκε, αλλά ποτέ αποδείχθηκε, ότι τη δολοφόνησε η μυστική αστυνομία.
Αυτός ο αυταρχισμός φάνηκε κυρίως σε μια εκστρατεία αναγκαστικής αφομοίωσης της εθνικής τουρκικής μειονότητας, στην οποία απαγορεύτηκε να μιλά την τουρκική γλώσσα[2] και που αναγκάστηκε να υιοθετήσει βουλγαρικά ονόματα το χειμώνα του 1984. Το ζήτημα προκάλεσε ένταση στις οικονομικές σχέσεις της Βουλγαρίας με τη Δύση. Η εκδίωξη των Τούρκων από τη Βουλγαρία το 1989 προκάλεσε σημαντική πτώση της γεωργικής παραγωγής στις νότιες περιοχές λόγω της απώλειας των περίπου 300.000 εργαζομένων.
Τη στιγμή που ο αντίκτυπος του προγράμματος μεταρρυθμίσεων του Μιχαήλ Γκορμπατσώφ στη Σοβιετική Ένωση έγινε αισθητός στη Βουλγαρία στα τέλη της δεκαετίας του 1980, οι Κομμουνιστές, όπως και ο αρχηγός τους, ήταν πάρα πολύ αδύναμοι για να αντισταθούν στο αίτημα για αλλαγή για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η φιλελεύθερη κατακραυγή για τη διάλυση μιας περιβαλλοντικής διαδήλωση στη Σόφια τον Οκτώβριο του 1989 διευρύνθηκε σε γενική καμπάνια για πολιτική μεταρρύθμιση. Τα πιο μετριοπαθή στοιχεία στην κομμουνιστική ηγεσία αντέδρασαν αμέσως με την καθαίρεση υου Ζίβκοβ καιτην αντικατάστασή του με τον υπουργό Εξωτερικών Πέταρ Μλαντένοφ στις 10 Νοεμβρίου 1989.
Αυτή η γρήγορη κίνηση, ωστόσο, πρόσφερε μόνο μια μικρή ανάπαυλα στο Κομμουνιστικό Κόμμα και εμπόδισε την επαναστατική αλλαγή. Ο Μλαντένοφ υποσχέθηκε να ανοίξει το καθεστώς, ακόμη και φθάνοντας στο σημείο να πει ότι υποστηρίζει πολυκομματικές εκλογές. Ωστόσο, διαδηλώσεις σε όλη τη χώρα έφερε την κατάσταση στα άκρα. Στις 11 Δεκεμβρίου ο Μλαντένοφ εμφανίσθηκε στην κρατική τηλεόραση για να ανακοινώσει ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα θα παραχωρήσει το μονοπώλιο του στο πολιτικό σύστημα. Στις 15 Ιανουαρίου 1990, η Εθνική Συνέλευση τροποποίησε επισήμως το νομικό κώδικα για την κατάργηση του “ηγετικού ρόλου” του Κομμουνιστικού Κόμματος. Τον Ιούνιο του 1990 διεξήχθησαν οι πρώτες πολυκομματικές εκλογές από το 1939, ανοίγοντας έτσι το δρόμο της Βουλγαρίας για το πολυκομματικό σύστημα. Τέλος, στις 15 Νοεμβρίου 1990, η 7η Μεγάλη Εθνοσυνέλευση ψήφισε την αλλαγή του ονόματος της χώρας σε Δημοκρατία της Βουλγαρίας και αφαίρεσε το κομμουνιστικό κρατικό έμβλημα από την εθνική σημαία.
Εκτιμάται ότι 50.000 ως 100.000 άνθρωποι μπορεί να έχουν σκοτωθεί στη Βουλγαρία από το 1944 στο πλαίσιο της γεωργικής κολεκτιβοποίησης και της πολιτικής καταπίεσης, αν και δεν υπάρχει επαρκής τεκμηρίωση για μια οριστική αποτίμηση. Ο Ντίνιου Σαρλάνοφ, στο βιβλίο του Ιστορία του Κομμουνισμού στη Βουλγαρία, υπολογίζει περίπου 31.000 τους ανθρώπους που σκοτώθηκαν από το καθεστώς μεταξύ 1944 και 1989. Για τα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας στην κομμουνιστική Βουλγαρία επίσης δεν υπάρχουν τεκμηριωμένα στοιχεία.
Μια δημοσκόπηση του 2009 που διεξήχθη από το “Pew Global Attitudes Project” διαπίστωσε ότι ένας στους εννέα Βούλγαρους πιστεύει ότι οι απλοί άνθρωποι είναι σε καλύτερη κατάσταση, ως αποτέλεσμα της μετάβασης στον καπιταλισμό. Δεκαέξι τοις εκατό δήλωσαν ότι η Πολυκομματική Δημοκρατία λειτουργεί προς όφελος όλων των ανθρώπων.
Γεννήσεις
1783 – Σαντόρε ντι Σανταρόζα. Ο Σανταρόζα γεννήθηκε στις 18 Νοεμβρίου 1783 στο Σαβιλιάνο του Πεδεμοντίου. Ολοκληρώνοντας τις εγκύκλιες σπουδές του ακολούθησε το στρατιωτικό επάγγελμα όπου και έλαβε μέρος σχεδόν σε όλες τις κατά του Ναπολέοντα Α΄ μάχες στην Ιταλία. Τελικά μετά την κατάληψη του Πεδεμοντίου παραιτήθηκε από τις τάξεις του στρατού. Μετά όμως την πτώση του Ναπολέοντα ο Σανταρόζα επανήλθε στο στρατό και έλαβε μέρος στην εκστρατεία της Γκρενόμπλ όπου διαπνεόμενος με πατριωτικά και φιλελεύθερα αισθήματα υποκίνησε σε επανάσταση το Πεδεμόντιο κατά της Αυστριακής κατοχής αναλαμβάνοντας μάλιστα υπουργός των Στρατιωτικών της επαναστατικής κυβέρνησης. Αποτυγχάνοντας όμως της γενικής επανάστασης κατέφυγε στη Γαλλία και από εκεί στην Ελβετία απ΄ όπου και κατέληξε στο Λονδίνο.
Τότε Έλληνες απεσταλμένοι του εκεί συγκροτημένου φιλελληνικού κομιτάτου κάλεσαν τον Σανταρόζα αν ήθελε να συμμετάσχει στον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων. Εκείνος με ιδιαίτερο ενθουσιασμό αποδέχθηκε την πρόσκληση και περί τον Δεκέμβριο του 1824 έφθασε στο Ναύπλιο. Από εκεί αρχικά μετέβη στην Επίδαυρο, την Αίγινα και την Αθήνα προς επίσκεψη των αρχαιοτήτων που είχε μέχρι τότε ακουστά και θαύμαζε. Κατά τις επισκέψεις του όμως αυτές δεν έπαυε να βγάζει φλογερούς πατριωτικούς λόγους παρασέρνοντας τους κατοίκους των περιοχών αυτών.Ήταν μέλος σε φιλελληνικές επιτροπές του εξωτερικού.(Γερμανία, Αγγλία,Πολωνία, Ελβετία,Γαλλία,Ιταλία).
Ως απλός αγωνιστής φέροντας το όνομα Ντερόσι ακολούθησε τον Γεώργιο Κουντουριώτη και τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο στην προς Πυλία εκστρατεία τους και στις 20 Απριλίου του 1825 κατάφερε και εισήλθε στο φρούριο Νεόκαστρο της Πύλου. Ακολούθως ως παλαίμαχος στρατιωτικός έδωσε εντολή για άμεση επισκευή διαφόρων τμημάτων του πλην όμως δεν εισακούσθηκε. Στις 7 Μαρτίου, όταν πριν λίγες ημέρες ο αγωνιζόμενος από τη νήσο Σφακτηρία Αναγνωσταράς ζήτησε ως βοήθεια ενισχύσεις από το έναντι αυτής Νεόκαστρο, μεταξύ των 100 περίπου αγωνιστών που εστάλησαν ήταν και ο Ντερόσι. Όταν την επόμενη ημέρα 8 Μαΐου ξεκίνησε την επίθεση κατά της Σφακτηρίας ο Αιγύπτιος στρατηγός Ιμπραήμ Πασάς, ο Ντερόσι λίγο πριν την Πτώση της Σφακτηρίας, τραυματίσθηκε βαριά, αρνούμενος όμως να παραδοθεί ένας Αιγύπτιος στρατιώτης τον φόνευσε και στη συνέχεια του αφαίρεσε από τα ρούχα του κάποια χρήματα και μία σφραγίδα από την οποία και πληροφορήθηκε περί της τύχης του ένας φίλος του Σανταρόζα που υπηρετούσε στον αιγυπτιακό στόλο όπως έγραψε αργότερα στο ημερολόγιό του.
1906 – Άλεκ Ισιγώνης. Ο Αλέξανδρος Αρνόλδος Κωνσταντίνου Ισηγόνης γεννήθηκε στη Σμύρνη. Ο πατέρας του, Κωνσταντίνος Ισηγόνης, και ο παππούς του ήταν Έλληνες μηχανικοί, ενώ η μητέρα του ήταν από τη Βαυαρία. Η οικογένεια του κατείχε ένα εργοστάσιο παραγωγής λεβήτων. Ο Αλέξανδρος δεν είχε δει αυτοκίνητο μέχρι την ηλικία των 12 ετών.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, κατά την πολυτάραχη περίοδο που η Τουρκία αποκτούσε τη σύγχρονη μορφή της, η οικογένειά του αναγκάστηκε να καταφύγει στη Μάλτα το 1922, και ο πατέρας του πέθανε στο νησί. Τότε η μητέρα του τον πήγε στην Αγγλία, όπου δύο χρόνια αργότερα κατάφερε να αγοράσει το πρώτο του αυτοκίνητο, ένα Singer με αμάξωμα Weymann, με το οποίο ταξίδεψε τη μητέρα του στην Ευρώπη το 1925 αντιμετωπίζοντας – όπως ο ίδιος σχολίαζε συχνά σε φίλους και τους συναδέλφους του – ότι το Austin 1800 (ADO17) ήταν το σχέδιο για το οποίο ήταν πιο περήφανος, παρόλο που ποτέ δεν ήταν τόσο εμπορικά επιτυχημένο όσο τα τρία προηγούμενα σχέδια του, όπου ανέφερε αργότερα στον Αθανάσιο Καλλιγέρη (Athan Calligeris) το 1980 – μία “ατέλειωτη σειρά μηχανικών βλαβών”. Αυτή ήταν μία εμπειρία που δεν θα ξεχνούσε ποτέ, μία εμπειρία που τον ώθησε, όταν επέστρεψε, να ξεκινήσει ένα τριετές πρόγραμμα σπουδών σαν μηχανολόγος μηχανικός στην πολυτεχνική σχολή του Μπάτερσι (Battersea) στο Λονδίνο.
Η δεξιοτεχνία του Άλεκ και ο ενθουσιασμός του για τη ζωγραφική και τη σχεδίαση ήταν αρκετά για να πυροδοτήσουν την απέχθειά του προς τη θεωρία των μαθηματικών και απέτυχε στις εξετάσεις των μαθηματικών τρεις φορές. Σαν αντιδραστικό και ελεύθερο πνεύμα που ήταν, απεχθανόταν την αυστηρή λογική των μαθηματικών, μάλιστα αποκαλούσε τα μαθηματικά «εχθρό κάθε πραγματικά δημιουργικού ανθρώπου».
1934 – Βασίλης Βασιλικός, συγγραφέας από τη Θάσο. («Ζήτα») Γεννήθηκε στις 18 Νοεμβρίου 1934 στη συνοικία των Ποταμουδίων Καβάλας. Οι γονείς του κατάγονταν από τη Θάσο. Πατέρας του ήταν ο δικηγόρος Νικόλαος Βασιλικός, που πολιτεύθηκε και εξελέγη βουλευτής Καβάλας το 1936 και μητέρα του η Καίτη Βασιλικού[7]. Ο Βασίλης Βασιλικός έχει και μία αδελφή, την Έλζα Βασιλικού, πρώην πρωταθλήτρια του πινγκ πονγκ. Αποφοίτησε από το Λύκειο Καρυωτάκη στην Καβάλα, τη Σχολή Βαλαγιάννη (Θεσσαλονίκη) και το Αμερικανικό Κολλέγιο Ανατόλια. Στη συνέχεια σπούδασε Νομικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και σκηνοθεσία τηλεόρασης στη δραματική σχολή του Πανεπιστημίου Γέιλ (Drama School – SRT) στο Νιού Χέιβεν του Κονέκτικατ (ΗΠΑ).
Από το 1967 μέχρι το 1994 έζησε και εργάστηκε στο εξωτερικό (Ιταλία, Γαλλία, Νέα Υόρκη τα πρώτα 7 χρόνια εξόριστος από τη χούντα), με ένα τριετές διάλειμμα (1981-1984), κατά το οποίο ανέλαβε καθήκοντα αναπληρωτή γενικού διευθυντή της Ε.Ρ.Τ. επί κυβερνήσεως Ανδρέα Παπανδρέου. Εργάσθηκε ως βοηθός σκηνοθέτη σε ξένες παραγωγές, σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ, σεναριογράφος, επιμελητής (Dr.) σεναρίων, εισηγητής σεναρίων στην Arte (1990-1993), δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε με τον Νίκο Κούνδουρο στο σενάριο της ταινίας Μικρές Αφροδίτες. Διετέλεσε πρέσβης της Ελλάδας στην UNESCO (1996-2004).
Είναι αντιπρόεδρος του Μορφωτικού Ιδρύματος της Ε.Σ.Η.Ε.Α. Είναι νυμφευμένος με την υψίφωνο Βάσω Παπαντωνίου και έχει μία κόρη.
Γνωρίζει αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά και αρμενικά.
Ο Βασίλης Βασιλικός τοποθετήθηκε επικεφαλής του ψηφοδελτίου επικρατείας της εκλογικής συνεργασίας Πράσινοι – Δημοκρατική Αριστερά στις βουλευτικές εκλογές του 2015[9][10], καθώς και στις βουλευτικές εκλογές του 2019, αυτή την φορά όμως με τον ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία όπου και εξελέγη.
Θάνατοι
1830 – Γιόχαν Άνταμ Βάισχαουπτ. Γερμανός φιλόσοφος, νομικός και θεολόγος· ιδρυτής του «Τάγματος των Πεφωτισμένων» («Illuminatenordens» στα γερμανικά, γνωστοί και ως Illuminati), μιας μυστικιστικής σέχτας, με κοσμοπολίτικες και αντικληρικές δοξασίες.
Ο Γιόχαν Άνταμ Βαϊσχάουπτ (Johann Adam Weishaupt) γεννήθηκε στο Ίνγκολστατ της Βαυαρίας στις 6 Φεβρουαρίου του 1748. Λόγω του πρόωρου θανάτου του πατέρα του, που ήταν καθηγητής Νομικής στο τοπικό πανεπιστήμιο, μεγάλωσε με τον θείο του, επίσης καθηγητή νομικής, ο οποίος του εμφύσησε τις ιδέες του Διαφωτισμού. Φοίτησε σε σχολείο Ιησουιτών και στη συνέχεια ακολούθησε την οικογενειακή παράδοση. Γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Ίνγκολστατ, από την οποία αποφοίτησε το 1768 με τον τίτλο του διδάκτορα. Το 1772 ανακηρύχθηκε καθηγητής του Κανονικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Ίνγκολστατ και τον επόμενο χρόνο παντρεύτηκε την Άφρα Ζαουζενχόφερ, με την οποία απέκτησε επτά παιδιά.
Ο Βαϊσχάουπτ επηρεάστηκε από την εμπειρική φιλοσοφία του Γιόχαν Φέντερ και οι δυο τους αργότερα αντιπαρατέθηκαν στην ιδεαλιστική φιλοσοφία του Ιμάνουελ Καντ. Την Πρωτομαγιά του 1776 ίδρυσε το «Τάγμα των Πεφωτισμένων» και υιοθέτησε το όνομα «Αδελφός Σπάρτακος». Αν και η εσωτερική δομή της οργάνωσης δεν ήταν δημοκρατική και εξισωτική, προς τα έξω πρέσβευε τις αρχές της ελευθερίας και της ισότητας για όλη την κοινωνία. Ο Βαισχάουπτ πρέσβευε ότι «ο φωτισμός από τον ήλιο του ορθού λόγου, θα διαλύσει τα σύννεφα της δεισιδαιμονίας και της προκατάληψης. Η ανθρώπινη φύση θα καλυτερεύσει μέσα από την επανεκπαίδευση, μακριά από το κράτος και την οργανωμένη θρησκεία». Μασόνος ο ίδιος από το 1777, προσπάθησε να εντάξει το κίνημά του στο σύστημα των Ελευθεροτεκτονισμού. Η δομή των Ιλουμινάτων βασιζόταν στους πυρήνες, που ο ένας δεν γνώριζε την ύπαρξη του άλλου και η επικοινωνία γινόταν μέσω συνδέσμων.
Η υπόγεια δράση των Ιλουμινάτων, έθετε σε αμφισβήτηση την εξουσία του Εκλέκτορα της Βαυαρίας, Κάρολου Θεόδωρου. Η αντικληρική τους δράση, τους έφερε αντιμέτωπους και με την πανίσχυρη Καθολική Εκκλησία. Έτσι, το 1784 τέθηκαν εκτός νόμου και απαγορεύτηκε η δράση τους. Ο Βαϊσχάουπτ αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τη θέση του στο Πανεπιστήμιο και να εγκαταλείψει τη Βαυαρία.
Βρήκε φιλόξενη στέγη στο Δουκάτο της Σαξωνίας-Γκότα-Άλτενμπουργκ (το σημερινό γερμανικό κρατίδιο της Θουριγγίας). Έζησε το υπόλοιπο της ζωής του στην πόλη Γκότα, γράφοντας απολογητικά βιβλία για τους Ιλουμινάτους και φιλοσοφικά δοκίμια. Πέθανε στις 18 Νοεμβρίου του 1830, σε ηλικία 82 ετών.
Το κίνημα των Ιλουμινάτων εξαφανίστηκε μετά τη φυγή του Βαϊσχάουπτ από τη Βαυαρία. Στις ημέρες μας έχει αναβιώσει μέσα από τις συνωμοσιολογικές θεωρίες και τη λογοτεχνία. Όσοι τις ασπάζονται, πιστεύουν ότι οι Ιλουμινάτοι υπονομεύουν τα εθνικά κράτη για να επιβάλουν τη Νέα Παγκόσμια Τάξη.
1922 – Μαρσέλ Προυστ. Ο Προυστ γεννήθηκε στην πόλη Ωτέιγ (στο νοτιο-δυτικό τομέα του τότε αστικού 16ου διαμερίσματος του Παρισιού) στο σπίτι του θείου του στις 10 Ιουλίου 1871, δυο μήνες αφότου με τη Συμφωνία της Φρανφκούρτης έληξε επίσημα ο Γαλλο-Πρωσικός Πόλεμος. Γεννήθηκε μέσα στη βία που περιέβαλλε τη λήξη της Γαλλικής Κομμούνας και η παιδική του ηλικία στιγματίστηκε από την παγίωση της Τρίτης Δημοκρατίας της Γαλλίας. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο αφορά τις τεράστιες αλλαγές, ιδιαίτερα την παρακμή της αριστοκρατίας και την άνοδο των μεσαίων τάξεων, που σημειώθηκαν στη Γαλλία κατά τη διάρκεια της Τρίτης Δημοκρατίας και το τέλος του αιώνα.
Ο πατέρας του Προυστ, Αντριάν, ήταν ένας εξέχων παθολόγος και επιδημιολόγος που μελετούσε τη χολέρα στην Ευρώπη και την Ασία. Έγραψε πολλά άρθρα και βιβλία πάνω στην ιατρική και την υγιεινή. Η μητέρα του Προυστ, Ζαν Κλεμάνς Βέιλ, ήταν η κόρη μιας πλούσιας εβραϊκής οικογένειας από την Αλσατία. Εμφάνισε μια καλά ανεπτυγμένη αίσθηση του χιούμορ στις επιστολές της και η γνώση της στην αγγλική γλώσσα ήταν αρκετή για να βοηθήσει με τις μεταφράσεις που έκανε ο γιος της πάνω στον Τζον Ράσκιν. Ο Προυστ ανατράφηκε με την καθολική πίστη του πατέρα του. Βαπτίστηκε στις 5 Αυγούστου 1871 στην εκκλησία του Σαιντ-Λουί ντ’Ανταίν και αργότερα επιβεβαίωσε ότι ήταν καθολικός αλλά ποτέ δεν άσκησε τυπικά αυτή την πίστη. Αργότερα έγινε άθεος και θεωρούνταν κάτι σαν μυστικιστής.
Σε ηλικία 9 χρόνων αρρώστησε από άσθμα, πράγμα που σημάδεψε όλη του τη ζωή. Έκανε διακοπές μεγάλης διάρκειας στο χωριό Ιλλιέ. Αυτό το χωριό, σε συνδυασμό με τις αναμνήσεις από το σπίτι του θείου του στο Ωτέιγ, έγινε το μοντέλο της φανταστικής πόλης Κομπραί όπου πραγματοποιούνται μερικές από τις σημαντικότερες σκηνές στο Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο. (Το χωριό Ιλλιέ μετονομάστηκε σε Ιλλιέ-Κομπραί το 1971 με την ευκαιρία των εορτασμών των εκατό χρόνων από τη γέννηση του Προυστ).
Το 1882, σε ηλικία έντεκα ετών, ο Προυστ μαθήτευσε στο λύκειο Κοντορσέ αλλά η εκπαίδευσή του διακόπηκε εξαιτίας της ασθένειάς του. Ωστόσο διακρίθηκε στη λογοτεχνία, κερδίζοντας ένα βραβείο στην τελευταία τάξη. Χάρη στους συμμαθητές του, ήταν σε θέση να αποκτήσει πρόσβαση σε μερικά από τα σαλόνια της ανώτερης αστικής τάξης τα οποία του παρείχαν άφθονο υλικό για το Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο. Συνέχισε τις σπουδές του στη Σχολή Πολιτικών Επιστημών, κατά τη διάρκειά τους δημοσίευε χρονογραφήματα σε περιοδικά. Το πρώτο επίσημο έργο του εκδόθηκε το 1896 με πρόλογο του Ανατόλ Φρανς και με τον τίτλο «Οι ηδονές και οι ημέρες».
Παρά τα προβλήματα υγείας του, ο Προυστ υπηρέτησε έναν χρόνο (1889-90) στον γαλλικό στρατό, στην Ορλεάνη, μια εμπειρία που του χάρισε ένα μεγάλο επεισόδιο στο τρίτο βιβλίο του μυθιστορήματός του. Ως νέος άνδρας, ο Προυστ ήταν ένας ορειβάτης της κοινωνίας αλλά οι φιλοδοξίες του ως συγγραφέα παρεμποδίστηκαν από την έλλειψη αυτοπειθαρχίας του. Η φήμη του ως σνομπ και ερασιτέχνης, που είχε εκείνη την εποχή, συνέβαλε στα μελλοντικά προβλήματα που συνάντησε κατά τη συγγραφή του πρώτου βιβλίου Από την πλευρά του Σουάν, το οποίο δημοσιεύτηκε το 1913. Εκείνη την περίοδο συμμετείχε στα λογοτεχνικά σαλόνια της κυρίας Στράους, χήρας του Ζορζ Μπιζέ και μητέρας του παιδικού του φίλου Ζακ Μπιζέ, της Μαντλέν Λεμαίρ και της κυρίας Αρμάν ντε Καγιαβέτ, ενός από τα μοντέλα της κυρίας Βερντυρέν και μητέρας του φίλου του Γκαστόν Αρμάν ντε Καγιαβέτ, με την αρραβωνιαστικιά του οποίου (Ζαν Πουκέ) ήταν ερωτευμένος. Χάρη στην κυρία Αρμάν ντε Καβαγιέτ, ο Προυστ γνωρίστηκε με τον Ανατόλ Φρανς, τον εραστή της.
Σε ένα άρθρο το 1892, που είχε τίτλο “Η μη θρησκεία του κράτους” (L’Irréligion d’État) και δημοσιεύτηκε στο Le Banquet, και στο άρθρο στο Le Figaro (1904) με τίτλο “Ο θάνατος των καθεδρικών ναών” (La mort des cathédrales), ο Προυστ τάχθηκε υπέρ του διαχωρισμού εκκλησίας και κράτους δηλώνοντας ότι ο σοσιαλισμός αποτελούσε τη μεγαλύτερη απειλή στην κοινωνία από ότι η εκκλησία και τονίζοντας τον ρόλο της τελευταίας στη διατήρηση μιας πολιτιστικής και εκπαιδευτικής παράδοσης.
Ο Προυστ είχε μια στενή σχέση με τη μητέρα του. Για να κατευνάσει τον πατέρα του, που επέμενε να ακολουθήσει μια καριέρα, ο Προυστ εργάστηκε εθελοντικά στην Βιβλιοθήκη Μαζαρέν το καλοκαίρι του 1896. Κάνοντας μια σημαντική προσπάθεια, έλαβε μια άδεια ασθενείας αρκετών ετών μέχρι που θεωρούνταν ότι παραιτήθηκε. Ποτέ δεν δούλεψε στον χώρο εργασίας του ούτε μετακόμισε από το διαμέρισμα των γονιών του μέχρι που πέθαναν και οι δυο.
Ο φιλικός και οικογενειακός του κύκλος άλλαξαν σημαντικά την πενταετία 1900-1905. Τον Φεβρουάριο του 1903 ο αδερφός του, Ρόμπερτ Προυστ, παντρεύτηκε και εγκατέλειψε το σπίτι της οικογένειας. Ο πατέρας του πέθανε τον Νοέμβριο του ίδιου έτους. Τέλος, το πιο συντριπτικό γεγονός, η αγαπημένη μητέρα του Προυστ πέθανε τον Σεπτέμβριο του 1905. Του άφησε μια σημαντική κληρονομιά. Η υγεία του καθ’όλη αυτήν την περίοδο συνέχισε να επιδεινώνεται.
Ο Προυστ πέρασε τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του κυρίως στο δωμάτιό του όπου κοιμόταν κατά τη διάρκεια της ημέρας και εργαζόταν το βράδυ για να ολοκληρώσει το μυθιστόρημά του. Πέθανε από πνευμονία και πνευμονικό απόστημα το 1922. Θάφτηκε στο κοιμητήριο του Περ Λασαίζ στο Παρίσι.
1940 – Μίμης Πιερράκος. Γεννήθηκε το 1909 στο Γύθειο αλλά από το 1912 με την οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο στην Ένωση Αμπελοκήπων, όπου τον εντόπισαν οι υπεύθυνοι του Παναθηναϊκού και το 1926 εντάχθηκε στους πρασίνους σε ηλικία 17 ετών. Τα πρώτα δύο χρόνια ήταν αναπληρωματικός του επιθετικού Μιχάλη Παπαδόπουλου και αγωνίστηκε σε ένα μόνο παιχνίδι με το Π.Σ. Γουδί. Στη συνέχεια καθιερώθηκε και με τον ΠΑΟ κατέκτησε επτά πρωταθλήματα της Ε.Π.Σ. Αθηνών, το Πανελλήνιο πρωτάθλημα ποδοσφαίρου ανδρών 1929-1930 και το Κύπελλο Ελλάδος ποδοσφαίρου ανδρών 1940. Στον Παναθηναϊκό υπήρξε συμπαίκτης με τον αδερφό του Στέφανο Πιερράκο, επίσης βασικό στέλεχος των πρασίνων τη δεκαετία του ’30. Το 1933 μετακόμισε στην Κύπρο και ανέλαβε για τρία χρόνια προπονητής και παίκτης στην Ανόρθωση Αμμοχώστου με την οποία συμμετείχε στο πρώτο Κυπριακό πρωτάθλημα.
Με το ξέσπασμα του ελληνοϊταλικού πολέμου το 1940 επιστρατεύτηκε και υπηρέτησε στο μέτωπο ως ασυρματιστής. Στις 18 Νοεμβρίου 1940 βρισκόταν στην περιοχή Διποταμιά της Βορείου Ηπείρου και το πρωί συνέλαβε αιχμάλωτο έναν Ιταλό αεροπόρο που είχε πέσει με αλεξίπτωτο. Αργότερα την ίδια ημέρα η μονάδα του δέχτηκε πυρά από το ιταλικό πυροβολικό. Ο Πιερράκος απασχολημένος να ολοκληρώσει μια επιστολή που έγραφε προς τον αδερφό του δεν έσπευσε να καλυφθεί, με αποτέλεσμα να χτυπηθεί από το θραύσμα μιας οβίδας και να σκοτωθεί.
Θάφτηκε σε νεκροταφείο της Αλβανίας, μαζί με άλλους Έλληνες νεκρούς στρατιώτες. Μετά τον πόλεμο ο αδερφός του Στέφανος, με τη βοήθεια του έφεδρου λοχία Χαράλαμπου Παπαδόπουλου που συνυπηρετούσε με τον Μίμη και ενός βορειοηπειρώτη κατοίκου της Διποταμιάς που είχε βοηθήσει στην ταφή, εντόπισε τον τάφο του Μίμη Πιερράκου. Το 1950 μετέβη στην Αλβανία, από όπου μετέφερε τα οστά του, τα οποία τάφηκαν στο νεκροταφείο Ζωγράφου με τιμές, σκεπασμένα με την ελληνική σημαία και το λάβαρο του Παναθηναϊκού.
Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia