.
| Η ταυτότητα της ημέρας
και τα γεγονότα που την «σημάδεψαν» |
[ 17 Οκτωβρίου 2024 ]
Είναι η 291η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο
Υπολείπονται 75 ημέρες για τη λήξη του
🌅 Ανατολή ήλιου: 07:36 – Δύση ήλιου: 18:44
Διάρκεια ημέρας: 11 ώρες 9 λεπτά
🌕 Σελήνη 14.7 ημερών
Χρόνια πολλά στους: Αντίγονο, Ευπρέπιο, Ευπρεπή και Ευπρεπία
———————————————————————————————————
Γεγονότα
1814 – Εννέα άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους από ζυθοπλημμύρα στο Κεντρικό Λονδίνο. Προκλήθηκε όταν διερράγη μία μεγάλη δεξαμενή με μπύρα στη ζυθοποιία «Μάιοξ» και το περιεχόμενό της χύθηκε στο δρόμο, με αποτέλεσμα να πλημμυρίσουν πολλά από τα παρακείμενα σπίτια, σε μία από τις φτωχογειτονιές της αγγλικής πρωτεύουσας.
Το περιστατικό εκτυλίχθηκε στη διασταύρωση των οδών Τότεναμ Κορτ και Όξφορντ, στο δυτικό άκρο (West End) του Κεντρικού Λονδίνου. Εκεί υπήρχε από το 1764 η έδρα της ζυθοποιίας Μάιοξ (Meux), ιδιοκτησίας του σερ Χένρι Μάιοξ, βουλευτή του Συντηρητικού Κόμματος. Το εργοστάσιο, που παρήγαγε κυρίως μαύρη μπύρα (porter), δέσποζε μιας φτωχογειτονιάς, που ανήκε στην ενορία του Αγίου Αιγιδίου των Αγρών (St Giles in the Fields).
Στις 6 το απόγευμα της 17ης Οκτωβρίου 1814, μία μεγάλη ξύλινη δεξαμενή, ύψους έξι μέτρων, που περιείχε 600 τόνους μπύρας, διερράγη λόγω παλαιότητας και προκάλεσε αλυσιδωτά τη θραύση και άλλων μικρότερων δεξαμενών. Το κύμα, που έμοιαζε με τσουνάμι, γκρέμισε έναν από τους τοίχους του εργοστασίου και περίπου 1.500 τόνοι μπύρας ξεχύθηκαν με ορμή στο δρόμο. Η βοή ακούστηκε μέχρι και οκτώ χιλιόμετρα μακρύτερα, σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής. Στο διάβα του, το ζυθοτσουνάμι παρέσυρε δύο φτωχόσπιτα και προκάλεσε την κατάρρευση του τοίχου μιας παμπ, παγιδεύοντας στα ερείπιά του τη 14χρονη σερβιτόρα Έλινορ Κούπερ.
Την ίδια ώρα, που δεκάδες μικρά ισόγεια και υπόγεια διαμερίσματα πλημμύριζαν, κάποιοι από τους περιοίκους προσπαθούσαν με κουβάδες και άλλα πρόσφορα μέσα να συλλέξουν την μπύρα, αφού, όπως έλεγαν, δεν έπρεπε να πάει χαμένο τέτοιο θεόσταλτο δώρο. Εννέα άνθρωποι συνολικά έχασαν τη ζωή τους από την ασυνήθιστη αυτή πλημμύρα, ανάμεσά τους και η 14χρονη σερβιτόρα Έλινορ Κούπερ. Ο τελευταίος από τοξική δηλητηρίαση, μέρες αργότερα. Προφανώς θα προσπάθησε να συγκρατήσει την πλημμύρα πίνοντας όσο περισσότερη μπύρα μπορούσε.
Το γεγονός προκάλεσε αίσθηση στο Λονδίνο και χιλιάδες περίεργοι άρχισαν να συνωθούνται στο σημείο της τραγωδίας. Κάποιοι από τους συγγενείς των θυμάτων σκέφθηκαν να επωφεληθούν και έβγαλαν τα προσφιλή τους πρόσωπα σε κοινή θέα με την πληρωμή εισιτηρίου. Η αστυνομία επενέβη και αποφάσισε να βάλει τέρμα στη μακάβρια έκθεση. Οι κηδείες των θυμάτων έγιναν την επόμενη ημέρα (18 Οκτωβρίου 1814) και τα έξοδα καλύφθηκαν από έρανο των ενοριτών του Αγίου Αιγιδίου. Οι αρχές οδήγησαν τους υπευθύνους της εταιρείας στη δικαιοσύνη. Δικαστές και ένορκοι, όμως, τους αθώωσαν, αφού δέχθηκαν ότι το τραγικό συμβάν ήταν προϊόν ανωτέρας βίας και οι θάνατοι τυχαίο γεγονός. Η εταιρεία βρέθηκε προσωρινά σε δεινή οικονομική θέση, καθώς είχε προπληρώσει τέλη και φόρους για τις χαμένες ποσότητες της μπύρας. Προσέφυγε στο Κοινοβούλιο και πέτυχε την επιστροφή τους, με αποτέλεσμα να συνεχίσει κανονικά τη λειτουργία της έως το 1961, οπότε άλλαξε χέρια. Το κτίριο της ζυθοποιίας Μάιοξ κατεδαφίστηκε το 1922 και στη θέση του βρίσκεται σήμερα το θέατρο Ντομίνιον (Dominion), στην καρδιά του Γουέστ Εντ, της ονομαστής θεατρικής περιοχής του Λονδίνου.
1854 – Οι Σύμμαχοι (Άγγλοι, Γάλλοι, Τούρκοι) πολιορκούν τη Σεβαστούπολη, την οποία υπερασπίζεται ο Ρωσικός Στρατός, κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου. Μετά την απόβαση των συμμάχων στην Ευπατορία της Κριμαίας, οι στρατοί αντιμετώπισαν τον ρωσικό στρατό για πρώτη φορά στη μάχη του ποταμού Άλμα στις 20 Σεπτεμβρίου, όπου παρά τις δεσπόζουσες θέσεις που κατέλαβαν, οι 33,000 Ρώσοι ηττήθηκαν από τους 60,000 συμμάχους και διασκορπίστηκαν. Μεταξύ τους κι ο αρχιστράτηγος, πρίγκηπας Μέντσινκωβ, που έφυγε αφήνοντας το επιτελείο του στην Σεβαστούπολη.
Η τελευταία, φαινόταν ανυπεράσπιστη, αφού πέρα από 4,500 πολιτοφύλακες και μια ναυτική δύναμη δεν είχε τακτικό στρατό να την υποστηρίξει. Σε ελάχιστο χρόνο, οι ναύαρχοι Βλαντίμηρ Κορνίλωφ και Παβέλ Ναχίμωφ περιχαράκωσαν την πόλη, οργάνωσαν τις χερσαίες οχυρώσεις της, βύθισαν τον στόλο τους (9 κύρια πολεμικά και 6 μικρότερα ατμόπλοια) στην είσοδο του κόλπου φράζοντας τη διέλευση για τον εχθρικό στόλο ενώ μετέφεραν το πυροβολικό των πλοίων και τα πληρώματα στις πυροβολαρχίες ξηράς.
Στις 5/17 Οκτωβρίου ξεκίνησε ο βομβαρδισμός από τις γαλλικές και βρετανικές πυροβολαρχίες (περί τα 120 κανόνια) που έλαβαν αμέσως απάντηση από 360 περίπου ρωσικά πυροβόλα από υπερυψωμένες θέσεις. Ο βομβαρδισμός είχε σαν αποτέλεσμα να σιγήσουν τα γαλλικά και βρετανικά πυροβόλα και οι σύμμαχοι να αναθεωρήσουν τη στρατηγική τους. Μεγάλη απώλεια της πρώτης μέρας ήταν ο ναύαρχος Κορνίλωφ που έπεσε στο κανονιοστάσιο «Μαλαχώφ».
1864 – Ψηφίζεται το νέο Σύνταγμα της Ελλάδας, που καθιερώνει το πολίτευμα της Βασιλευομένης Δημοκρατίας. Το Σύνταγμα του 1864 υπήρξε έργο της «εν Αθήναις Β’ Εθνικής των Ελλήνων Συνελεύσεως», η οποία εξελέγη στις 27-11-1862 και συγκροτήθηκε σε σώμα στις 10-12-1862. Σε αντίθεση με το προϊσχύσαν Σύνταγμα (του 1844), ο νέος συνταγματικός χάρτης της χώρας καταρτίστηκε από μία κυρίαρχη συντακτική συνέλευση, η οποία φρόντισε να αποκλείσει οποιαδήποτε σύμπραξη-παρέμβαση του μονάρχη στην άσκηση της συντακτικής εξουσίας. Το ίδιο αυτό συνταγματικό κείμενο επρόκειτο να αποτελέσει ένα από τα μακροβιότερα Συντάγματα στην ελληνική ιστορία, δεδομένου ότι ίσχυσε, με διαλείμματα έως τη Μεταπολίτευση του 1974.
Η θέσπιση του Συντάγματος του 1864 σηματοδοτούσε τη μετάβαση από τη μοναρχική αρχή στη δημοκρατική αρχή, καθώς το νέο Σύνταγμα καθιέρωνε την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Το πολίτευμα που εγκαθιδρυόταν με αυτό ήταν εκείνο της Βασιλευόμενης Δημοκρατίας (και όχι πλέον της συνταγματικής μοναρχίας).
Για πρώτη φορά στην ελληνική συνταγματική ιστορία καθιερωνόταν – και τυπικά πλέον – η καθολική ψηφοφορία (πάντοτε του άρρενος μόνο πληθυσμού). Επρόκειτο για μια πρωτοποριακή εξέλιξη σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο.
Με το Σύνταγμα του 1864, υιοθετούνταν το σύστημα της μονήρους Βουλής, δηλαδή του ενός νομοθετικού σώματος. Η αρνητική εμπειρία της οθωμανικής περιόδου είχε συμβάλει καθοριστικά στην απαξίωση των θεσμών τόσο της Γερουσίας όσο και του Συμβουλίου της Επικρατείας. Στο πεδίο της προστασίας των συνταγματικών ελευθεριών, έκαναν για πρώτη φορά την εμφάνισή τους δύο ατομικά δικαιώματα συλλογικής δράσης με ιδιαίτερη πολιτική σημασία, τα δικαιώματα του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι.
Η πρώτη δεκαετία εφαρμογής του νέου Συντάγματος (1864-1875) χαρακτηρίστηκε κατά κύριο λόγο από μια μοναρχική ανάγνωση των συνταγματικών διατάξεων σχετικά με το διορισμό και την παύση των κυβερνήσεων. Η μετάβαση στη δημοκρατική αρχή ολοκληρώθηκε, όσο αυτό ήταν εφικτό στο πλαίσιο του πολιτεύματος της βασιλευόμενης δημοκρατίας, με την αποδοχή της αρχής της «δεδηλωμένης» το 1875. Η εξάρτηση της Κυβέρνησης από την εμπιστοσύνη της (πλειοψηφίας) της Βουλής εισήχθη, στη συγκυρία του τέλους του 19ου αιώνα, ως «συνθήκη» του πολιτεύματος, δηλαδή ως πολιτικός κανόνας στερούμενος νομικής δεσμευτικότητας.
1915 – Στις 16 Οκτωβρίου 1915 η Μεγάλη Βρετανία προσφέρει την Κύπρο στην Ελλάδα με αντάλλαγμα την συμμετοχή της Ελλάδας στον Α! Παγκόσμιο Πόλεμο εναντίον των Γερμανών, των Τούρκων και των Βουλγάρων. Τότε η Ελλάδα βρισκόταν στην καρδιά του εθνικού διχασμού και η κυβέρνηση Ζαΐμη απέρριψε την προσφορά στις 17 Οκτωβρίου 1915. Αξίζει όμως να δούμε τι διαδραματιζόταν τότε στην Ελλάδα.
Οι φιλοβασιλικοί, που εκπρόσωπος της πολιτικής τους παράταξης ήταν ο Ίωνας Δραγούμης αλλά και το στρατιωτικό επιτελείο του Ιωάννη Μεταξά υποστηρίζουν τον γερμανο-αυστριακό άξονα, το ίδιο υποστηρίζει και ο φιλογερμανός βασιλιάς Κωνσταντίνος και έτσι εξαναγκάζουν τον Βενιζέλο που στήριζε τον Αγγλογαλλικό άξονα σε παραίτηση, την θέση του παίρνει ο Ζαίμης και απορρίπτουν τη προσφορά της Κύπρου από την Αγγλία και έτσι η Ελλάδα αποφεύγει τον πόλεμο προσωρινά βέβαια. Βέβαια η διαμάχη Βενιζέλου και παλατιού δεν ξεκίνησε το 1915 αλλά πολύ νωρίτερα από την εποχή της Επανάστασης των Κρητικών ενάντια στους Τούρκους και των διπλωματικών αγώνων για ένωση της Κρήτης στον ελληνικό εθνικό κορμό, κάτι βέβαια που έγινε επίσημα με την κήρυξη του Α’ Βαλκανικού πολέμου τον Οκτώβρη του 1912.
Αυτό που είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός πλέον είναι ότι εάν η συμμετοχή της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο στο πλευρό των Άγγλων, των Γάλλων και των Ρώσων γινόταν έγκαιρα και όταν της ζητήθηκε, θα είχε ως αποτέλεσμα την προσάρτηση και της Κύπρου. Δυστυχώς για τον ελληνισμό, δυστυχώς για το αιματοβαμμένο νησί μας που η προσφορά του ήταν τεράστια σε όλους τους αγώνες του έθνους, οι γερμανοκινούμενες δυνάμεις προτίμησαν τα εξυπηρετήσουν για άλλη μια φορά τη Γερμανία αλλά και την Τουρκία και έτσι χάθηκε η μεγάλη αυτή ευκαιρία για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
Βέβαια το ηθικό των Κυπρίων και οι ελπίδες τους αναπτερώθηκαν όταν η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο, και ιδιαίτερα όταν ανέλαβε ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ιδιαίτερα όταν στις 9 Ιανουαρίου 1918, ο Βενιζέλος δηλώνει στον Άγγλο πρεσβευτή στην Αθήνα λόρδο Γκράνβιλ πως είναι απόλυτα πεπεισμένος ότι, σαν τελειώσει ο πόλεμος, η κυβέρνηση της Βρετανίας δεν μπορεί παρά να παραχωρήσει τη Μεγαλόνησο στην Ελλάδα, ύστερα από τόσες διακηρύξεις που έχει κάνει η Βρετανία υπέρ της αυτοδιάθεσης των λαών, υπέρ της διακυβέρνησης σύμφωνα με την αρχή των εθνοτήτων και με τη συναίνεση των διοικουμένων.
Όπως ήταν φυσικό επόμενο οι Έλληνες της Κύπρου συνεχώς με τηλεγραφήματα και υπομνήματα μετέφεραν το αίτημα τους στον Έλληνα Πρωθυπουργό όπως μεριμνήσει και για την δική τους εθνική αποκατάσταση. Μάλιστα αμέσως μετά τον πόλεμο αντιπροσωπεία αποτελούμενη από τον Αρχιεπίσκοπο Κύριλλο Γ! και όλους τους Έλληνες Κύπριους βουλευτές του νησιού, μετέβησαν στο Λονδίνο, το ταξίδι αυτό έμεινε γνωστό ως «το ταξίδι της πρεσβείας». Περιελάμβανε ακόμη αυτό το ταξίδι και την μετάβαση τους και στο Παρίσι όπου γινόταν η Διάσκεψη Ειρήνης, στο περιθώριο της οποίας συναντήθηκαν και με τον πρωθυπουργό της Ελλάδας Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος τους ανακοίνωσε τον Αύγουστο του 1920, την οριστική απόφαση του Λονδίνου για μη παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα, το οποίο ανακοινώθηκε και από το σχετικό Αγγλικό Υπουργείο των Αποικιών στις 26 Οκτωβρίου 1920.
Κάπου οι Άγγλοι έπαιζαν ένα περίεργο παιχνίδι με τις ελπίδες του κυπριακού λαού, δίνοντας ελπίδες και διαψεύσεις ταυτόχρονα. Στις 13 Μαίου 1919 , στο Συνέδριο της Ειρήνης, ο πρωθυπουργός της Αγγλίας Λόυντ Τζωρτζ δήλωσε ότι: «Επιθυμία μου είναι να δώσω το νησί της Κύπρου στην Ελλάδα». Όπως ήταν φυσικό επόμενο ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, Ελευθέριος Βενιζέλος έσπευσε να αποδεχτεί την προσφορά, εκφράζοντας μάλιστα και την ευγνωμοσύνη της χώρας του, αλλά και διαβεβαιώνοντας τον Άγγλο πρωθυπουργό ότι η αποδοχή αυτή ισχύει ακόμη και στην περίπτωση που οι Βρετανοί θα ήθελαν να διατηρήσουν την επικυριαρχία τους σε κάποιο από τα λιμάνια του νησιού και σε έκταση ανάλογη για ένα ή δύο αεροδρόμια, έπειτα από δική τους επιλογή. Κι ακόμη, δηλώνει ότι σε περίπτωση πολέμου, η Βρετανία θα είχε την εξουσιοδότηση να χρησιμοποιήσει «ολόκληρο το νησί σαν βάση για τις στρατιωτικές, ναυτικές και αεροπορικές επιχειρήσεις της».
Βέβαια αυτό δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, γιατί η Κύπρος για την Αγγλία ήταν ένα καθαρά στρατηγικό σημείο που εξυπηρετούσε και εξυπηρετεί ακόμη μέσω των βάσεων τα συμφέροντα της στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι παρ’ όλες τις προσπάθειες του Βενιζέλου με τον τότε πρωθυπουργό της Αγγλίας που ήταν φιλικά προσκείμενος του και στήριζε το να δοθεί η Κύπρος στην Ελλάδα, δεν είχαν αποτέλεσμα γιατί τόσο το Φόρειν Όφις όσο και το Γενικό Επιτελείο, δεν έπαυαν να υπογραμμίζουν την σκληρή πραγματικότητα: η Κύπρος ήταν απαραίτητη για τις βρετανικές επικοινωνίες στον δρόμο προς τη Μέση Ανατολή και τα πετρέλαιά της. Είναι χαρακτηριστική και η επιβεβαίωση της μη παραχώρησης της Κύπρου στην Ελλάδα, που εδόθη από τον Άγγλο Υπουργό Εξωτερικών Κέρζον στο Βενιζέλο όταν επισκέφθηκε το Λονδίνο τον Αύγουστο του 1920, «η κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητος δεν έχει την πρόθεση να παραδώσει το νησί σε κανέναν».
1937 – Τα τρίδυμα ανιψάκια του Ντόναλντ Ντακ -Χιούι, Λιούι, Ντιούι- εμφανίζονται για πρώτη φορά σε κόμικ στριπ. Τρία ανθρωπόμορφα παπάκια, ανηψάκια του Ντόναλντ Ντακ, που ανήκουν στον κόσμο των ηρώων της Ντίσνεϊ. Είναι τρίδυμα και ξεχωρίζουν μόνο από το χρώμα των καπέλων τους: κόκκινο για τον Χιούι, πράσινο για τον Λιούι και μπλε για τον Ντιούι.
Ο Χιούι, ο Λιούι και ο Ντιούι (Huey, Louie, Dewey) γεννήθηκαν από το πενάκι του αμερικανού σχεδιαστή Αλ Ταλιαφέρο (1905-1969), με τη συνδρομή του συγγραφέα Τεντ Όσμπορν (1900-1968). Ο Ταλιαφέρο εμπνεύστηκε τα ονόματα των ηρώων του από τον λαϊκιστή πολιτικό Χιούι Λογκ (1893-1935), τον ναύαρχο Τζορτζ Ντιούι (1837-1917), ήρωα του Ισπανοαμερικανικού Πολέμου και τον συνάδελφό του κομίστα Λούι Σμιτ (1908-1993). Τα τρία παπάκια πρωτοεμφανίστηκαν σε κόμικ στριπ στις 17 Οκτωβρίου 1937 και τον επόμενο χρόνο έκαναν και το κινηματογραφικό τους ντεμπούτο στην ταινία κινουμένων σχεδίων Donald’s Nephews (Τα ανήψια του Ντόναλντ), που έκανε πρεμιέρα στις 15 Απριλίου 1938 στο Λος Άντζελες.
Ο Χιούι, ο Λιούι και ο Ντιούι είναι γιοι της δίδυμης αδελφής του Ντόναλντ, Ντέλα Ντακ. Ατίθασα και σκανδαλιάρικα από μικρά προκάλεσαν ουκ ολίγα προβλήματα στους γονείς τους. Μια ημέρα τοποθέτησαν ένα πυροτέχνημα κάτω από την ξύλινη καρέκλα του πατέρα τους και τον έστειλαν τραυματία στο νοσοκομείο. Για να ηρεμήσουν τα πνεύματα, η μητέρα τους αποφάσισε να τα στείλει για λίγες ημέρες στον θείο τους στη Λιμνούπολη, όμως αυτά παρέμειναν έκτοτε μαζί του. Συνέχισαν τις σκανδαλιές τους, κάνοντας αφόρητη τη ζωή του θείου τους, αλλά από την άλλη πλευρά, με την τετράγωνη λογική τους, τη γνώση και την ευφυΐα τους βοήθησαν αμέτρητες φορές τον Ντόναλντ να βγει από τα δύσκολα.
Τα τρία ανηψάκια του Ντόναλντ είναι γενναία και έντιμα και συχνά γίνονται η φωνή της συνείδησης των θείων τους, που μπορεί να παρασυρθούν από την απληστία ή το πείσμα. Είναι μέλη της Λέσχης Μικρών Εξερευνητών και είναι πολύ υπερήφανα γι’ αυτό. Αποστολή τους είναι η προστασία της φύσης, η υπεράσπιση των αδυνάτων και η διατήρηση της γνώσης. Πολύτιμο σύμμαχό τους έχουν το βιβλίο των Μικρών Εξερευνητών, που περιέχει πληροφορίες για τα πιο απίθανα ή χρήσιμα ή άχρηστα πράγματα. Χόμπι τους είναι η συλλογή παρασήμων, η παρατήρηση πουλιών και η λύση μυστηρίων. Αγαπημένο τους κατοικίδιο είναι όποιο αδέσποτο ζώο βρεθεί στο δρόμο τους. Μεγάλοι τους αντίπαλοι είναι τα ανίψια των Μουργόλυκων και όποιος τολμήσει να τα βάλει με τους θείους τους.
1957 – Ο Καμύ τιμάται με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του. Στην ομιλία του στην τελετή παραλαβής του βραβείου είπε μεταξύ άλλων: «Προσωπικά δεν μπορώ να ζήσω χωρίς την τέχνη μου, αλλά δεν τοποθέτησα ποτέ την τέχνη αυτήν πάνω απ’ όλα. Αν, αντίθετα, μου είναι απαραίτητη, αυτό συμβαίνει γιατί είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τους ανθρώπους, και μου επιτρέπει να ζω, έτσι όπως είμαι, στο ίδιο επίπεδο με όλους τους άλλους.
Η τέχνη δεν είναι στα μάτια μου μοναχική απόλαυση, είναι μέσο να συγκινεί κανείς το μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ανθρώπων, προσφέροντάς τους προνομιούχα εικόνα των κοινών πόνων και ευχαριστήσεων – δεν επιτρέπει στον καλλιτέχνη ν’ απομονωθεί, τον υποτάσσει στην πιο ταπεινή και την πιο παγκόσμια αλήθεια.
Και συχνά αυτός που διάλεξε τη μοίρα του καλλιτέχνη, γιατί αισθανόταν διαφορετικός, μαθαίνει πολύ γρήγορα πως δεν θα θρέψει την τέχνη του όντας διαφορετικός, αλλά ομολογώντας την ομοιότητά του με τους άλλους. Ο καλλιτέχνης σφυρηλατείται μέσα σ’ αυτό το συνεχές πηγαινέλα από τον εαυτό του στους άλλους, ανάμεσα στην ομορφιά, που δεν μπορεί να την αρνηθεί, και την κοινότητα, απ’ όπου δεν μπορεί να ξεριζωθεί. Γι’ αυτόν το λόγο οι αληθινοί καλλιτέχνες δεν περιφρονούν τίποτε· υποχρεώνονται να κατανοήσουν αντί να κρίνουν. Και αν πρέπει να πάρουν μια θέση σ’ αυτόν τον κόσμο, δεν μπορεί να είναι παρά η θέση σε μια κοινωνία όπου, σύμφωνα με το μεγάλο λόγο του Νίτσε, δεν θα βασιλεύει πια ο κριτής αλλά ο δημιουργός, είτε είναι διανοούμενος είτε εργάτης.»
Διαβάστε ολόκληρη την ομιλία στο link που ακολουθεί:
Καμύ | Η ομιλία του στην παραλαβή του Νόμπελ
Γεννήσεις
1908 – Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης. Γεννήθηκε το 1908 στη Θεσσαλονίκη και ήταν γιος του Γαβριήλ Πεντζίκη και της Μαρίας Ιωαννίδου. Αδελφή του ήταν η ποιήτρια Ζωή Καρέλλη. Στην ηλικία των δεκατεσσάρων ετών συνέταξε μια παγκόσμια γεωγραφία, η οποία αρχικά πήρε έγκριση από το Υπουργείο Παιδείας, αλλά στη συνέχεια ανακλήθηκε όταν έγινε γνωστή η ηλικία του συγγραφέα της.
Σπούδασε Φαρμακευτική και Ιατρική στη Γαλλία (πτυχίο Οπτικής Φυσιολογίας) και στη συνέχεια σπούδασε Βοτανολογία και Φαρμακευτική στο πανεπιστήμιο του Στρασβούργου. Τη δεκαετία του 1930 ανέλαβε το φαρμακείο του πατέρα του, το οποίο τις βραδινές ώρες μετέτρεπε σε λογοτεχνικό εντευκτήριο.Το 1933 επισκέφθηκε για πρώτη φορά το Άγιο Όρος – έκτοτε πήγε άλλες 93 φορές – και εκεί άρχισε να ασχολείται με τη ζωγραφική.
Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1935, δημοσιεύοντας το ποίημα “Η γυναίκα που προπονείται στο κολύμπημα”, στο περιοδικό το “Τρίτο μάτι”. Υπήρξε βασικός συνεργάτης και ιδρυτικό μέλος του περιοδικού “Κοχλίας”. Αργότερα άρχισε να δημοσιεύει μελέτες σε έγκριτα περιοδικά (“Μακεδονικές Ημέρες”, “Μορφές” και “Διαγώνιος”) και εξέδωσε μυθιστορήματα και πεζογραφήματα. Ανήκει στην ομάδα των συγγραφέων που είναι γνωστοί ως “Σχολή της Θεσσαλονίκης”, ήταν μάλιστα ο μόνος του οποίου η φήμη ξεπέρασε τα στενά όρια του κύκλου του.
Μετά τη συνταξιοδότησή του (1969) αφοσιώθηκε στη συγγραφή έργων και συνέχισε τη ζωγραφική. Ήταν μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης και του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου Αθηνών. Βραβεύτηκε με πολλά βραβεία, όπως το Ρalmes Αcademiques (1951), το Α΄ Κρατικό Βραβείο μυθιστορήματος (1984), το βραβείο του Υπουργείου Πολιτισμού (1987) και το Βραβείο Χέρντερ της Βιέννης (1989).
Τα έργα του κινούνται μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Ενδιαφέρεται για την αρχιτεκτονική του κειμένου και πιστεύει ότι το κείμενο πρέπει να υπόκειται σε διαρκή επεξεργασία. Χρησιμοποιεί πρωτοποριακές τεχνικές, όπως ο εσωτερικός μονόλογος και η συνειρμική γραφή. Ο ίδιος αποκαλούσε τον εαυτό του “παιζω-γράφο”.
Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι γλωσσικές του επιλογές, αφού πετυχαίνει να αντικαταστήσει τις λέξεις-νοήματα με τις λέξεις-αισθήσεις. Όλο του το έργο διακατέχεται από την έννοια της ύπαρξης μέσα από τα πράγματα, δηλαδή της συνοχής του κόσμου.
Παντρεύει επίσης την παράδοση (αρχαία, βυζαντινή και δημοτική) με τη νεωτερικότητα. Πιστός στην ορθοδοξία, διαβάζει πατερικά κείμενα και συναξάρια, από τα οποία συχνά εμπνέεται.
Το 1988 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Πέθανε από ανακοπή της καρδιάς το 1993 και ενταφιάστηκε στην Ορμύλια Χαλκιδικής.
1915 – Άρθουρ Μίλερ (Arthur Asher Miller, 17 Οκτωβρίου 1915 – 10 Φεβρουαρίου 2005) ήταν ένας από τους κορυφαίους Αμερικανούς θεατρικούς συγγραφείς. Τα έργα του ασκούσαν κριτική στις Ηνωμένες Πολιτείες, την κυβέρνηση και τον τρόπο ζωής των κατοίκων της, ενώ εξέθεταν και τα ψεγάδια του λεγόμενου “Αμερικανικού ονείρου”, κάτι για το οποίο είχε δεχτεί κριτική στις ΗΠΑ. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο βιογράφος του, Μάρτιν Γκότφριντ, “σπάνια ένας καλλιτέχνης έχει δεχτεί τόσες πολλές επιθέσεις και συκοφαντίες στην πατρίδα του και ταυτόχρονα έχαιρε βαθιάς εκτίμησης σε όλον τον κόσμο”.
Η καθιέρωση του ήρθε με το κλασσικό έργο «Ο Θάνατος του Εμποράκου», σημείο αναφοράς του θεάτρου του 20ού αιώνα, ίσως το καλύτερό του έργο κατά τους ειδικούς, μια ιστορία για μια μικροαστική Αμερικανική οικογένεια που συνεθλίβη υπό το βάρος του Αμερικανικού καπιταλισμού. Κατά σύμπτωση, η 10η Φεβρουαρίου, ημερομηνία θανάτου του, ήταν η 56η επέτειος από την πρεμιέρα του έργου αυτού.
Είχε πέσει θύμα του μακαρθισμού, καθώς καταδικάστηκε επειδή αρνήθηκε να καταδώσει συναδέλφους του με κομμουνιστική δράση στην Επιτροπή Αντι-Αμερικανικών Δραστηριοτήτων. Παρ’ όλο που ενστερνίστηκε ιδέες της αριστεράς και σχετιζόταν με άτομα του Κομμουνιστικού Κόμματος, αρνήθηκε ότι ήταν ποτέ μέλος του. Επίσης, αν και δεν υπήρξε θρησκευόμενος, απέκτησε συνείδηση της εβραϊκής του ταυτότητας, αντιμετωπίζοντας τον αντισημιτισμό των προπολεμικών χρόνων και το Ολοκαύτωμα στη συνέχεια.
«Ήταν βράχος και έμοιαζε με βράχο, εννοώ ότι και η φυσική παρουσία του ήταν επιβλητική», είχε δηλώσει για τον Μίλερ ο θεατρικός συγγραφέας Χάρολντ Πίντερ στην είδηση του θανάτου του. «Ήταν ηγέτης… Απόλυτα ανεξάρτητος, με μια αταλάντευτη κριτική ευφυΐα».
Κυρίως μαζί με τον Τένεσι Ουίλιαμς και λιγότερο με τον Ευγένιο Ο’Νιλ, ο Μίλερ θεωρούνταν ένας από τους πιο γνωστούς και επιτυχημένους Αμερικανούς συγγραφείς μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
1979 – Αλέξανδρος Νικολαΐδης (17 Οκτωβρίου 1979 – 14 Οκτωβρίου 2022) ήταν Έλληνας αθλητής του τάε κβον ντο. Ανήκε στο αθλητικό σωματείο «Μέγας Αλέξανδρος» της Θεσσαλονίκης. Είχε στο ενεργητικό του αρκετές διακρίσεις σε διεθνείς και ευρωπαϊκές διοργανώσεις του αθλήματος, με σημαντικότερες τα δύο αργυρά μετάλλια στην κατηγορία των +80 κιλών στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας και τους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Πεκίνο. Προπονητής του ήταν ο Κώστας Τζιδημόπουλος. Τον Δεκέμβριο του 2008, ψηφίστηκε με 1.875 ψήφους ως ο κορυφαίος Έλληνας αθλητής για το 2008 από τον ΠΣΑΤ.
Τον Μάρτιο του 2019, ανακοινώθηκε η υποψηφιότητα του με τον ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές του 2019 και τον Σεπτέμβριο του 2020 ανέλαβε καθήκοντα αναπληρωτή εκπροσώπου του κόμματος.
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 17 Οκτωβρίου του 1979 και ο πατέρας του ήταν επίσης πρωταθλητής στο τάε κβον ντο. Σπούδασε Φυσική Αγωγή στο ΑΠΘ. Άρχισε το τάε κβον ντο το 1982, σε ηλικία τριών ετών και το επάγγελμά του είναι πυροσβέστης.
Απεβίωσε από έναν εξαιρετικά σπάνιο τύπο καρκίνου, το καρκίνωμα NUT, σε ηλικία 42 ετών στις 14 Οκτωβρίου 2022.
Στην πρώτη του συμμετοχή σε Ολυμπιάδα, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2000 στο Σίδνεϊ οι ελπίδες του για κατάκτηση ενός μεταλλίου σταμάτησαν γρήγορα καθώς υπέστη κάταγμα στην κνημιαία ακρολοφία, με αποτέλεσμα να μείνει εκτός αγωνιστικής δράσης για δύο χρόνια. Επανήλθε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Στη διοργάνωση αυτή, αγωνίστηκε στην κατηγορία των +80 κιλών και έφθασε μέχρι τον τελικό, που έγινε στις 29 Αυγούστου του 2004. Στον τελικό ηττήθηκε από τον Νοτιοκορεάτη Μουν Tάε-σoνγκ με νοκ άουτ στον πρώτο γύρο, με αποτέλεσμα να κατακτήσει το αργυρό μετάλλιο. Το 2008, στο Πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα που διεξήχθη στη Ρώμη και προηγήθηκε χρονικά κατά τρεις μήνες των Ολυμπιακών αγώνων του Πεκίνου, κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στην κατηγορία των +87 κιλών στον τελικό με τον Γάλλο πρωταθλητή Πασκάλ Ζεντίλ. Η επόμενη συμμετοχή του σε Ολυμπιακούς Αγώνες πραγματοποιήθηκε τον Αύγουστο του 2008 στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνο. Ο Νικολαΐδης στις 23 Αυγούστου του 2008 προκρίθηκε πανηγυρικά στον τελικό (στην κατηγορία των +80 κιλών), όπου όμως γνώρισε και πάλι την ήττα στους πόντους (5-4) από τον Νοτιοκορεάτη Τσα Tονγκ-Μιν. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2012 στο Λονδίνο ήταν ο σημαιοφόρος της ελληνικής αποστολής, αποκλείστηκε νωρίς και δεν διεκδίκησε μετάλλιο. Στο Πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα που διεξήχθη στην Αγία Πετρούπολη της Ρωσίας, κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο στην κατηγορία των +87 κιλών, χάνοντας στον ημιτελικό από τον Αζέρο Ταβαγκούλ Μπαϊράμοβ.
Θάνατοι
1849 – Φρεντερίκ Σοπέν (Frédéric François Chopin, ΔΦΑ: [fʁedeʁik fʁɑ̃swa ʃɔpɛ̃], στα πολωνικά Fryderyk Franciszek Chopin, 1 Μαρτίου ή 22 Φεβρουαρίου 1810 – 17 Οκτωβρίου 1849) ήταν Πολωνός συνθέτης, ένας από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους του ρομαντισμού στη μουσική και από τους μεγαλύτερους πιανίστες της εποχής του. Αρκετές συνθέσεις του συγκαταλέγονται στα σημαντικότερα έργα του πιανιστικού ρεπερτορίου. Γεννήθηκε στη Ζελαζόβα Βόλα της Πολωνίας το 1810. Οι πληροφορίες για την ημερομηνία γέννησής του δεν είναι ακριβείς: σύμφωνα με κάποιες γεννήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου ή την 1η Μαρτίου, ενώ υπάρχει και η πληροφορία ότι είχε γεννηθεί ένα χρόνο νωρίτερα. Ο ίδιος πάντως ανέφερε ως ημερομηνία γέννησης την 1η Μαρτίου. Ο πατέρας του, Νικολά Σοπέν, ήταν Γάλλος που ζούσε στην Πολωνία από το 1787 και έπαιζε βιολί. Είχε αποκτήσει μάλιστα την πολωνική υπηκοότητα και είχε πάρει μέρος στην εξέγερση του 1794. Στην Πολωνία παρέδιδε μαθήματα γαλλικής γλώσσας. Η μητέρα του συνθέτη, Γιουστύνα Κρυζανόφσκα, ήταν Πολωνή και πιανίστρια.
Ο Φρεντερίκ από μικρός έδειξε το ταλέντο που είχε στη μουσική. Παρακολουθούσε αρχικά μαθήματα από την μητέρα του από 4 ετών μέχρι τα 5 και όταν ήταν 6 ετών τυπώθηκε η πρώτη του σύνθεση. Σε ηλικία 8 ετών εμφανίστηκε πρώτη φορά δημοσίως ως πιανίστας. Η φήμη του γρήγορα έγινε μεγάλη και στην Βαρσοβία τον θεωρούσαν δεύτερο Μότσαρτ. Ο δάσκαλός της σύνθεσης στο Ωδείο της Βαρσοβίας, Γιοσεφ Έλσνερ, μιλούσε για τις εξαιρετικές ικανότητές του και τη μουσική ιδιοφυΐα του. Το 1829 έδωσε τις πρώτες μεγάλες του συναυλίες στη Βιέννη, και εν τω μεταξύ είχε συνθέσει ήδη μερικά σημαντικά έργα, όπως το κοντσέρτο σε φα ελάσσονα (γνωστό ως 2ο κοντσέρτο), την πρώτη σονάτα για πιάνο (σε ντο ελάσσονα), και κάποιες από τις σπουδές για πιάνο. Το 1830 έφυγε από την Πολωνία για να συνεχίσει τις εμφανίσεις του στη Βιέννη. Μετά την αναχώρησή του ξέσπασε στη χώρα επανάσταση κατά της τσαρικής (ρωσικής) εξουσίας η οποία συνετρίβη και ο συνθέτης δεν μπόρεσε ποτέ να επιστρέψει στην πατρίδα του.
Από το 1831 ζούσε στο Παρίσι, που τότε ήταν επίκεντρο της πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής. Εκεί ζούσαν πολλοί σπουδαίοι συνθέτες, όπως οι Τζοακίνο Ροσσίνι, Φραντς Λιστ και Εκτόρ Μπερλιόζ. Λίγους μήνες μετά την άφιξή του έδωσε το πρώτο του ρεσιτάλ και σταδιακά η φήμη του εξαπλωνόταν. Σύντομα απέκτησε πολλούς μαθητές και τα μαθήματα του προσέφεραν οικονομική άνεση και ασφάλεια. Παρά τη μεγάλη φήμη του όμως απέφευγε τις εμφανίσεις σε μεγάλα ακροατήρια. (Ισχυριζόταν ότι φοβόταν πολύ το κοινό.) Έτσι, στα 18 χρόνια παραμονής στο Παρίσι, έδωσε μόνο 19 ρεσιτάλ. Το 1837 είχε ερωτευτεί μία μαθήτρια πιάνου, την Μαρία Βοντζίνσκα, και είχαν αρραβωνιαστεί, όμως η οικογένεια της κοπέλας διέλυσε τον αρραβώνα, πιθανότατα εξ αιτίας των προβλημάτων υγείας του συνθέτη.
Στο Παρίσι ο Σοπέν συνδεόταν με τον κύκλο του επίσης φημισμένου συνθέτη και πιανίστα Φραντς Λιστ. Στο σπίτι του γνώρισε τη συγγραφέα Γεωργία Σάνδη (ψευδώνυμο της Βαρόνης Αμαντίν Ντυντεβάν), 6 χρόνια μεγαλύτερή του. Η πρώτη γνωριμία με την τολμηρή και μάλλον εκκεντρική συγγραφέα (κάπνιζε και φορούσε αντρικά ρούχα) του είχε προκαλέσει αρνητική εντύπωση και είχε σχολιάσει επικριτικά τη συμπεριφορά και την εμφάνισή της. Από το 1838 όμως ξεκίνησε η σχέση τους, που κράτησε 9 χρόνια.
Το 1838-9 το ζευγάρι έζησε για λίγους μήνες στη Μαγιόρκα, στο ερημωμένο Μοναστήρι Valldemossa. Η Γεωργία Σάνδη πήγε εκεί γιατί το κλίμα θα βοηθούσε τον γιό της Μωρίς να ξεπεράσει κάποια προβλήματα υγείας και ο συνθέτης την ακολούθησε πιστεύοντας ότι εκεί θα βελτιωνόταν και η δική του υγεία (έπασχε από φυματίωση). Το κλίμα της περιοχής όμως δεν τον βοήθησε, και επιπλέον έπρεπε να αντιμετωπίσουν και την αρνητική στάση των ντόπιων απέναντι στο ανύπαντρο ζευγάρι. Έτσι σύντομα εγκατέλειψαν την Ισπανία και επέστρεψαν στη Γαλλία, όπου ζούσαν κατά διαστήματα στο Παρίσι και στη Νοάν, στην κατοικία της Γεωργίας Σάνδη.
Οι σχέσεις τους σταδιακά άρχισαν να ψυχραίνονται και το ζευγάρι χώρισε το 1847. Ο λόγος του χωρισμού, όπως προκύπτει από επιστολή της Σάνδη προς τον Σοπέν η οποία ανακαλύφθηκε το 1950, είναι ότι ο συνθέτης υποστήριξε την κόρη της Γεωργίας Σάνδη, Σολάνζ, σε έντονη διαμάχη που είχε με τη μητέρα της επειδή είχε αρραβωνιαστεί κρυφά.
Από εκείνη τη χρονιά η υγεία του επιδεινώθηκε. Το 1848 έζησε για μεγάλο διάστημα στην Αγγλία και τη Σκωτία για ρεσιτάλ, κατόπιν πρόσκλησης της μαθήτριάς του Τζέην Στέρλινγκ. Όταν επέστρεψε στο Παρίσι η υγεία του ήταν σε πολύ χειρότερη κατάσταση και τα οικονομικά του μέσα περιορισμένα.
Πέθανε στο Παρίσι το 1849, μετά από χρόνια φυματίωση. Ενδέχεται όμως ο θάνατός του να οφείλεται σε καρδιακό νόσημα. Κηδεύτηκε στο Παρίσι και από το Κοιμητήριο Περ-Λασαίζ, όμως κατόπιν δικής του επιθυμίας η καρδιά του μεταφέρθηκε στην Πολωνία, όπου φυλάσσεται μέχρι και σήμερα.
1920 – Τζον Ριντ (John Reed, 22 Οκτωβρίου 1887 – 17 Οκτωβρίου 1920) ήταν Αμερικανός ποιητής και δημοσιογράφος. Απόφοιτος του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, ο Ριντ εργάσθηκε αρχικά στο περιοδικό American Magazine. Επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις σοσιαλιστικές ιδέες, τις οποίες ενστερνίσθηκε, ενώ διακρίθηκε για σειρά άρθρων του σχετικά με τη Μεξικανική επανάσταση και τον ηγέτη της Πάντσο Βίλα (1914). Το 1917 νυμφεύθηκε τη Λουΐζ Μπράιντ. Το ζεύγος ταξίδεψε στη Ρωσία, όπου ο Ριντ κάλυψε δημοσιογραφικά την Οκτωβριανή Επανάσταση. Ο Ριντ ήταν από τους πρωτεργάτες της ίδρυσης του Εργατικού Κομμουνιστικού Κόμματος των ΗΠΑ, αλλά και δημιουργός του έργου Δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο, το οποίο αναφέρεται στην επανάσταση των μπολσεβίκων. Το 1919 κατηγορήθηκε από τις αμερικανικές αρχές για ανταρσία, κατάφερε να διαφύγει στην ΕΣΣΔ, όπου και πέθανε από τύφο, τρεις ημέρες πριν συμπληρώσει τα 33 του χρόνια. Η κηδεία του έγινε με μεγάλες τιμές και τάφηκε στην Κόκκινη Πλατεία.
1981 – Λίνα Τσαλδάρη (1887 – 17 Οκτωβρίου 1981) ήταν Ελληνίδα πολιτικός και η πρώτη γυναίκα υπουργός σε ελληνική κυβέρνηση, στα μέσα της δεκαετίας του 1950.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1887 και υπήρξε κόρη του ιστορικού και πρωθυπουργού Σπυρίδωνα Λάμπρου και της Άννας Μπαλάνου, αδελφής της Λουκίας Μπαλάνου (συζύγου Αντωνίου Ζυγομαλά). Το 1919 παντρεύτηκε τον Παναγή Τσαλδάρη. Μετά τον θάνατο του συζύγου της ανέπτυξε κοινωνική δράση ως πρόεδρος του ΠΙΚΠΑ. Το 1952 εκπροσώπησε την Ελλάδα στην Επιτροπή της Θέσης της Γυναίκας του ΟΗΕ, που πίεζε προς την κατεύθυνση της ισότητας.[2]
Το 1956 και το 1958 εκλέχτηκε βουλευτής με το ψηφοδέλτιο της ΕΡΕ. Από τις 29 Φεβρουαρίου του 1956 μέχρι στις 5 Μαρτίου του 1958[3] χρημάτισε υπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας στη δεύτερη κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Πέθανε από εγκεφαλικό επεισόδιο, μία ημέρα πριν τη διεξαγωγή των βουλευτικών εκλογών του 1981, στις 17 Οκτωβρίου.
Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia