...
Ο γέγονε… Γέγονε
| Γεγονότα
334 π.Χ. – Ο Μέγας Αλέξανδρος διαβαίνει τον Ελλήσποντο και αρχίζει την εκστρατεία του στην Ανατολή. Την άνοιξη του 334 π.Χ. είναι πανέτοιμος για την εκστρατεία της Ασίας. Το εκστρατευτικό του σώμα αποτελείται από 32.000 πεζούς και 5.000 ιππείς.
Τα πιο επίλεκτα τμήματά του είναι οι «εταίροι» του ιππικού, οι «πεζέταιροι» και οι «υπασπισταί των εταίρων». Κυριότερο όπλο είναι η ~10814 σάρισα, που η μικρότερη δεν είναι λιγότερο από 5,50 μ. και κάθε επιθετική μονάδα ονομάζεται «φάλαγξ». Ο στρατός αυτός αποτελείται όχι μόνον από Μακεδόνες, αλλά και από βαλκανικά φύλα (Παίονες, Θράκες, Αγριάνες, Τριβαλλούς και Ιλλυριούς), Θεσσαλούς ιππείς, Ακαρνάνες, Αιτωλούς, Κρήτες και Μικρασιάτες Έλληνες.
Εκτός από το ιππικό και το πεζικό υπάρχουν και άλλα τμήματα. Είναι οι πολιορκητικές μηχανές, το μηχανικό, η επιμελητεία τροφίμων, τα σκευοφόρα, το υγειονομικό, οι διαβιβάσεις κλπ. Και πάνω σ’ όλο αυτόν τον τεράστιο και πολυδαίδαλο μηχανισμό κυριαρχεί ο Αλέξανδρος, ο οποίος ως ανώτατος αρχηγός διευθύνει τις πολεμικές επιχειρήσεις. Στο έργο του βοηθείται από άξιους στρατηγούς, όπως είναι ο Παρμενίωνας και οι γιοι του Φιλώτας και Νικάνορας, Κρατερός, Κοινός, Μελέαγρος, Κλείτος, Κάζας, Αντίγονος κ.ά.
Τον περιβάλλουν επίσης αφοσιωμένοι σωματοφύλακες και πιστοί σύμβουλοι. Ακόμα οι «αμφ’ αυτόν εταίροι», ανάμεσα στους οποίους διακρίνονται ιδιαίτερα οι Άρπαλος, Σέλευκος, Νέαρχος, Ευμένης, Δημάρατος, Στησάνορας, Πτολεμαίος, Ηφαιστίωνας, Περδίκκας, Λεονάτος κ.ά. Με όλους αυτούς, καθώς και με την ισχυρή και σοφή τακτική του, ο Αλέξανδρος κατορθώνει το μεγαλύτερο στρατιωτικό αποτέλεσμα των αρχαίων χρόνων.
Ο Αλέξανδρος, αφού άφησε επίτροπό του στη Μακεδονία τον Αντίπατρο, διέσχισε τη Θράκη και έφτασε στον Ελλήσποντο. Εκεί συνάντησε το στόλο του, που τον αποτελούσαν 160 πολεμικά και πολλά μεταγωγικά πλοία. Με αυτά πέρασε απέναντι στην Τροία, όπου επισκέφτηκε τον τάφο του Αχιλλέα και έκανε θυσίες πάνω σ’ αυτόν.
1955 – Στην Κύπρο, η ΕΟΚΑ ξεκινάει τον ένοπλο αγώνα ενάντια στην αγγλική κυριαρχία. Ο αγώνας ξεκίνησε τις βραδινές ώρες της 31ης Μαρτίου προς την 1η Απριλίου 1955, με επιθέσεις σε κυβερνητικά κτίρια, αστυνομικούς σταθμούς, τον ραδιοσταθμό και σε βρετανικό στρατόπεδο της Αμμοχώστου.
Κατά τη διάρκεια του αγώνα, στο στόχαστρο της ΕΟΚΑ βρέθηκαν εκτός από τους Άγγλους δυνάστες, οι Ελληνοκύπριοι συνεργάτες τους, οι Τουρκοκύπριοι της οργάνωσης «Ταξίμ» που επιζητούσαν «ένωση» της Κύπρου με την Τουρκία, αλλά και μέλη του ΑΚΕΛ, που οι «εθνικόφρονες» της ΕΟΚΑ τούς κατηγορούσαν ως συνεργάτες των Άγγλων.
Η διαμάχη «δεξιών» και «αριστερών» στην Κύπρο για τον ρόλο του ΑΚΕΛ στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα καλά κρατεί μέχρι σήμερα. Παρά το αίμα που χύθηκε και τους αγωνιστές που έδωσαν τη ζωή τους (Καραολής, Δημητρίου, Παλληκαρίδης, Αυξεντίου κ.ά.), ο στόχος της «Ένωσης» δεν επιτεύχθηκε. Με τις συμφωνίες του Λονδίνου και της Ζυρίχης (19 Φεβρουαρίου 1959, η Κύπρος έγινε ανεξάρτητο κράτος την 1η Οκτωβρίου 1960.
1957 – Πρωταπριλιάτικη φάρσα στην Αγγλία, που έμεινε στην ιστορία.
Ο παρουσιαστής ειδήσεων του δικτύου, Ρίτσαρντ Ντίμπλεμπι, παρουσιάζει οπτικοποιημένο ρεπορτάζ για την ανοιξιάτικη συγκομιδή σπαγγέτι στην Ιταλία, το οποίο γίνεται γρήγορα πιστευτό.
Συγκεκριμένα, το BBC είχε ανακοινώσει ότι καρποφόρησαν… μακαρονόδεντρα στην Ιταλία, στα σύνορα με την Ελβετία, προβάλλοντας μάλιστα και εικόνες από τη «συγκομιδή».
Χαμογελαστοί αγρότες μάζευαν μακαρόνια από το δέντρο.
Χιλιάδες Βρετανοί επικοινώνησαν με το τηλεοπτικό δίκτυο και ζήτησαν να μάθουν πώς μπορούσαν να προμηθευτούν τον σπόρο και να καλλιεργήσουν τα δικά τους μακαρόνια με μεράκι και φροντίδα.
1976 – Ο Στίβεν Βόζνιακ και ο Στίβεν Τζόμπς ιδρύουν την Apple Computers και φέρνουν την επανάσταση στο χώρο της πληροφορικής, με τη δημιουργία του πρώτου προσωπικού ηλεκτρονικού υπολογιστή «Apple I». Ήταν 1η Απριλίου 1976, όταν ο Στίβεν Βόζνιακ και ο Στηβ Τζομπς ίδρυσαν την Apple Computers, φέροντας επανάσταση στο χώρο της πληροφορικής, με τη δημιουργία του πρώτου προσωπικού ηλεκτρονικού υπολογιστή «Apple I».
Η Apple ιδρύθηκε σε ένα γκαράζ στην μικρή πόλη, Λος Άλτος της Καλιφόρνιας των ΗΠΑ. O υπολογιστής Apple I, ήταν δημιούργημα του Βόζνιακ, ο οποίος έγινε ευρέως αποδεκτός ως ο πρώτος ολοκληρωμένος προσωπικός υπολογιστής του κόσμου.
Έναν χρόνο αργότερα, τον Απρίλιο του 1977, η Apple ανακοίνωσε τον Apple II, τον διάδοχο του Apple I, ο οποίος για πολλά έτη παρέμεινε βασικός παράγοντας της οικονομικής ευημερίας της εταιρείας. Ο Apple ΙΙ κατέκτησε εκατομμύρια χρηστών που μέχρι τότε δεν είχαν πρόσβαση σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές με πρωτοποριακά για την εποχή προγράμματα όπως το VisiCalc του Νταν Μπρίκλιν, το πρώτο πρόγραμμα υπολογιστικού φύλλου το οποίο έγινε και λόγος αγοράς του συγκεκριμένου υπολογιστή.
Το 1983 η Apple παρουσίασε τον υπολογιστή , τον πρώτο εμπορικό υπολογιστή με γραφικό περιβάλλον εργασίας, του οποίου η τιμή πώλησης πλησίαζε τα 10.000 δολάρια, κάνοντάς τον ιδιαίτερα ακριβό ακόμη και για επιχειρηματικά περιβάλλοντα. Ένα χρόνο αργότερα, τον Ιανουάριο του 1984, και με τον Lisa να έχει αποτύχει εμπορικά, η Apple παρουσίασε τον Macintosh. Το 1985 το διοικητικό συμβούλιο της Apple αποφάσισε να «διώξει» τον συνιδρυτή της εταιρείας Στηβ Τζομπς, ο οποίος και αποχώρησε από αυτή και ίδρυσε την εταιρεία NeXT Computer Inc (ενώ αγόρασε και την Pixar).
Χρόνια αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1997, η Apple αγόρασε τη ΝeXT και μετέπειτα επέτρεψε και ο Στηβ Τζομπς στην εταιρεία (αρχικά ως προσωρινός Διευθύνων Σύμβουλος, αλλά στην συνέχεια μονιμοποιήθηκε). Υπό τη καθοδήγηση του ίδιου και της ομάδας του, η Apple προχώρησε σε αναδιάρθρωση των υπολογιστών της και του λογισμικού της.
Το 1998 παρουσίασε το iMac και το 2001 η Apple παρουσίασε μια βελτιωμένη έκδοση του λειτουργικού συστήματος για τους υπολογιστές της Macintosh, το Mac OS X το οποίο βασιζόταν εν μέρει στο λογισμικό της NeXT που είχε αγοράσει μερικά χρόνια νωρίτερα. Το 2005 η Apple ανακοίνωσε τη πρόθεση της για χρήση επεξεργαστών Intel και την εγκατάλειψη της πλατφόρμας PowerPC με αιτιολογία την αργή πρόοδο εξέλιξης των επεξεργαστών από την IBM.
Γεννήσεις
1755 – Ζαν Αντέλμ Μπριγιά Σαβαρέν, Γάλλος δικηγόρος, δικαστικός, πολιτικός και συγγραφέας του περίφημου οκτάτομου βιβλίου περί γαστρονομίας Η φυσιολογία της γεύσης (Physiologie du Goût).
O Ζαν-Αντέλμ Μπριγιά-Σαβαρέν (Jean-Anthelme Brillat-Savarin) γεννήθηκε την 1η Απριλίου 1755 στο Μπελέ της Ανατολικής Γαλλίας. Σπούδασε νομικά, χημεία και ιατρική, αλλά ακολούθησε το επάγγελμα του δικηγόρου, σύμφωνα με την οικογενειακή παράδοση.
Υπήρξε αντιπρόσωπος της Τρίτης Τάξης (αστοί, μικροαστοί και αγρότες) στη Γενική Συνέλευση των Τάξεων, που συγκλήθηκε στις 5 Μαΐου 1789 και προετοίμασε τη Γαλλική Επανάσταση. Στη συνέχεια επέστρεψε στη γενέτειρά του, όπου εκλέχθηκε δήμαρχος.
Κατά τη διάρκεια της περιόδου της Τρομοκρατίας (1793-1794) υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τη χώρα και διέφυγε στην Ελβετία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Επέστρεψε στη Γαλλία το 1797 επί Διευθυντηρίου και διορίστηκε δικαστής του ανωτάτου δικαστηρίου, στο οποίο παρέμεινε έως το τέλος της ζωής του.
1815 – Ότο Φον Μπίσμαρκ. Ο Όττο Έντουαρντ Λέοπολντ, πρίγκιπας του Μπίσμαρκ, Δούκας του Λάουενμπουργκ (Otto Eduard Leopold von Bismarck-Schönhausen, 1 Απριλίου 1815 – 30 Ιουλίου 1898), ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς Γερμανούς πολιτικούς του 19ου αιώνα.
Ο Μπίσμαρκ γεννήθηκε στην πρωσική επαρχία του Βρανδεμβούργου, δυτικά του Βερολίνου. Ο πατέρας του ήταν γαιοκτήμονας και αξιωματικός του πρωσικού στρατού. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν, χωρίς ιδιαίτερες ακαδημαϊκές διακρίσεις: αντίθετα ξεχώρισε για την κλίση του για το ποτό και για τις μονομαχίες, καθώς πήρε μέρος σε πενήντα από αυτές. Ο Μπίσμαρκ έλπιζε να γίνει διπλωμάτης, αλλά διορίστηκε σε άνευ σημασίας θέσεις στο Άαχεν και το Πότσδαμ.
Μετά τον θάνατο της μητέρας του το 1839, ανέλαβε τη διοίκηση των οικογενειακών κτημάτων στην Πομερανία. Περίπου οκτώ χρόνια αργότερα επέστρεψε στο Schönhausen, όπου αναμείχθηκε στην πολιτική. Το 1847, παντρεύτηκε τη Johanna von Puttkamer. Απέκτησαν μία κόρη (Marie) και δύο γιους (Herbert και Wilhelm).
Ως πρωθυπουργός της Πρωσίας από το 1862 ως το 1890, πραγματοποίησε την ενοποίηση της Γερμανίας. Από το 1867 ήταν ο Καγκελάριος της Βόρειας Γερμανικής Συνομοσπονδίας.
Όταν ιδρύθηκε η Γερμανική Αυτοκρατορία το 1871, έγινε ο πρώτος της Καγκελάριος (Reichskanzler). Παλαιότερα, στα βιβλία της ιστορίας και αλλού, ήταν γνωστός ως Βίσμαρκ.
1902 – Μαρία Πολυδούρη. Ήταν κόρη του εξαίρετου φιλολόγου Ευγένιου Πολυδούρη, από τη Μικρομάνη, και της Κυριακής Μαρκάτου, μιας γυναίκας με πρώιμες φεμινιστικές αντιλήψεις. Ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές της σπουδές στην Καλαμάτα, ενώ είχε φοιτήσει σε σχολεία του Γυθείου και των Φιλιατρών, αλλά και στο Αρσάκειο της Αθήνας για δύο χρόνια.
Στα γράμματα εμφανίστηκε σε ηλικία 14 ετών με το πεζοτράγουδο Ο πόνος της μάνας, το οποίο αναφέρεται στον θάνατο ενός ναυτικού που ξέβρασαν τα κύματα στις ακτές των Φιλιατρών και είναι επηρεασμένο από τα μοιρολόγια που άκουγε στη Μάνη. Στα δεκαέξι της διορίστηκε στη Νομαρχία Μεσσηνίας και παράλληλα εξέφρασε ζωηρό ενδιαφέρον για το γυναικείο ζήτημα. Το 1920 έχασε και τους δύο γονείς της μέσα σε διάστημα σαράντα ημερών.
Το 1921 μετατέθηκε στη Νομαρχία Αθηνών και παράλληλα εγγράφηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στην υπηρεσία της εργαζόταν και ο ομότεχνός της Κώστας Καρυωτάκης. Μεταξύ τους αναπτύχθηκε ένας σφοδρός έρωτας, που μπορεί να κράτησε λίγο, αλλά επηρέασε καθοριστικά τη ζωή και το έργο της.
Συναντήθηκαν για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1922. Η Μαρία ήταν τότε 20 ετών, ενώ ο Καρυωτάκης 26. Εκείνη είχε δημοσιεύσει κάποια πρωτόλεια ποιήματα, ενώ εκείνος είχε εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές —τον Πόνο των ανθρώπων και των πραμάτων (1919) και τα Νηπενθή (1921)— και είχε ήδη κερδίσει την εκτίμηση κάποιων κριτικών και ομότεχνών του.
Το καλοκαίρι του 1922 ο Καρυωτάκης ανακάλυψε ότι έπασχε από σύφιλη, νόσο που τότε ήταν ανίατη και αποτελούσε κοινωνικό στίγμα. Ενημέρωσε αμέσως την αγαπημένη του Μαρία και της ζήτησε να χωρίσουν. Εκείνη του πρότεινε να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά, όμως εκείνος ήταν πολύ περήφανος για να δεχτεί τη θυσία της. Η Μαρία αμφέβαλε για την ειλικρίνειά του και θεώρησε ότι η ασθένειά του ήταν πρόσχημα του Καρυωτάκη για να την εγκαταλείψει.
Το 1924 μπήκε στη ζωή της ο δικηγόρος Αριστοτέλης Γεωργίου, που μόλις είχε επιστρέψει από το Παρίσι. Ήταν νέος, ωραίος και πλούσιος και η Πολυδούρη τον αρραβωνιάστηκε στις αρχές του 1925. Όμως, αγαπούσε πάντα τον Καρυωτάκη. Παρά την αφοσίωση του αρραβωνιαστικού της, η Πολυδούρη δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί σοβαρά σε καμία δραστηριότητα. Έχασε τη δουλειά της στο Δημόσιο μετά από αλλεπάλληλες απουσίες και εγκατέλειψε τη Νομική. Φοίτησε στη Δραματική Σχολή Κουναλλάκη και την Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου (σήμερα Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου) και μάλιστα πρόλαβε να εμφανιστεί ως ηθοποιός σε μία παράσταση, Το κουρελάκι, όπου είχε τον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Το καλοκαίρι του 1926 διέλυσε τον αρραβώνα της και έφυγε για το Παρίσι. Σπούδασε ραπτική, αλλά δεν πρόλαβε να εργαστεί γιατί προσβλήθηκε από φυματίωση. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1928 και συνέχισε τη νοσηλεία της στο Νοσοκομείο Σωτηρία, όπου έμαθε για την αυτοκτονία του Κώστα Καρυωτάκη. Τον ίδιο χρόνο κυκλοφόρησε την πρώτη της ποιητική συλλογή, Οι τρίλλιες που σβήνουν, και το 1929 τη δεύτερη, Ηχώ στο χάος. Η Πολυδούρη άφησε δύο πεζά έργα, το Ημερολόγιό της και μία ατιτλοφόρητη νουβέλα με την οποία σαρκάζει ανελέητα τον συντηρητισμό και την υποκρισία της εποχής της. Η φυματίωση, όμως, τελικά την κατέβαλε και τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου 1930 άφησε την τελευταία της πνοή με ενέσεις μορφίνης που της πέρασε ένας φίλος της στην Κλινική Καραμάνη.
Θάνατοι
1917 – Σκοτ Τζόπλιν. Αμερικανός συνθέτης και πιανίστας, η κορυφαία προσωπικότητα που ανέδειξε το ραγκτάιμ (ragtime), το πρώτο αυθεντικά αμερικανικό μουσικό είδος, που άκμασε στις αρχές του 20ου αιώνα στις ΗΠΑ και αποτέλεσε τον πρόδρομο της τζαζ. Έμεινε στην ιστορία της μουσικής, ως ο βασιλιάς του ραγκτάιμ.
Ο Σκοτ Τζόπλιν (Scott Joplin) γεννήθηκε κάπου στο Βορειοδυτικό Τέξας στις 24 Νοεμβρίου 1868 και έζησε τα παιδικά του χρόνια στην πόλη Τεξαρκάνα του Τέξας. Νεώτερες έρευνες αμφισβητούν την ημερομηνία γεννήσεώς του και προκρίνουν το δεύτερο ήμισυ του 1867. Ο Σκοτ ήταν το δεύτερο από τα έξι παιδιά του πρώην σκλάβου Τζάιλς Τζόπλιν από τη Βόρεια Καρολίνα και της αφροαμερικανίδας Φλόρενς Γκίβενς από το Κεντάκι.
Ο πατέρας του δούλευε ως εργάτης στους σιδηροδρόμους και η μητέρα του ήταν καθαρίστρια. Και οι δύο γονείς του αγαπούσαν τη μουσική κι έτσι σε ηλικία επτά ετών ο νεαρός Σκοτ ξεχώριζε για τις επιδόσεις του στο πιάνο.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1880 ο Τζάιλς Τζόπλιν εγκατέλειψε τη συζυγική στέγη για μία άλλη γυναίκα και την ανατροφή των έξι παιδιών της ανέλαβε η Φλόρενς. Σύμφωνα με τους βιογράφους του Τζόπλιν, μία από τις αιτίες του χωρισμού ήταν ότι ο πατέρας του δεν ήθελε να ασχολείται ο γιος του με τη μουσική γιατί αυτό θα τον απομάκρυνε από την εργασία του ως σιδηροδρομικός κι έτσι δεν θα συνεισέφερε στο οικογενειακό εισόδημα, σε αντίθεση με την μητέρα του που τον ενθάρρυνε να συνεχίσει τις σπουδές του στο πιάνο.
2002 – Σίμο Χέιχε (Simo ”Simuna” Häyhä, 17 Δεκεμβρίου 1905 – 1 Απριλίου 2002), αποκαλούμενος από τους Σοβιετικούς και Λευκός Θάνατος (ρωσικά Белая смерть (μπιέλαγια σμιέρτ’), φινλανδικά Valkoinen Kuolema (φαλκόινεν κουόλεμα), ήταν Φινλανδός ελεύθερος σκοπευτής, ήρωας του ρωσοφινλανδικού πολέμου του ’39.
Χρησιμοποιούσε απλό τυφέκιο χωρίς ειδική σκοπευτική διόπτρα και είχε το μεγαλύτερο βεβαιωμένο αριθμό επιτυχημένων βολών ως ελεύθερος σκοπευτής από όλους τους σκοπευτές όλων των κύριων πολέμων. Θεωρείται ως εθνικός ήρωας στη Φινλανδία. Ο Χέιχε γεννήθηκε στο Ραουτγιέρβι (Rautjärvi), μια πόλη κοντά στα ρωσο-φινλανδικά σύνορα και ξεκίνησε την στρατιωτική του καριέρα το 1925. Πριν στρατευτεί ήταν αγρότης και κυνηγός, ενώ αναφέρεται ότι το αγρόκτημά του ήταν γεμάτο από τρόπαια, λόγω της σκοπευτικής του δεινότητας. Κατά τον Χειμερινό Πόλεμο (1939–1940) μεταξύ Φινλανδίας και Σοβιετικής Ένωσης ξεκίνησε ουσιαστικά την σταδιοδρομία του ως ελεύθερος σκοπευτής μαχόμενος τον Κόκκινο Στρατό.
Έδρασε σε πολικές θερμοκρασίες -20 και -40 βαθμών Κελσίου φορώντας την ολόλευκη στολή παραλλαγής του, σκοτώνοντας επιβεβαιωμένα 505 Σοβιετικούς στρατιώτες, καθώς και άλλους 542 αν προστεθούν και οι μη επιβεβαιωμένοι θάνατοι.[4] Σύμφωνα με την ανεπίσημη καθημερινή καταγραφή της δράσης των σκοπευτών στο πεδίο της Μάχης της Κόλλαα, τα θύματά του ήταν 800.[5] Εκτός από τις επιτυχίες του ως ελεύθερος σκοπευτής, χρεώνεται και 200 περίπου επιβεβαιωμένους θανάτους χρησιμοποιώντας υποπολυβόλο Suomi KP/-31, ανεβάζοντας έτσι τα συνολικά επιβεβαιωμένα θύματά του σε 705. Όλα αυτά επιτεύχθηκαν σε λιγότερο από εκατό ημέρες.
2017 – Γεβγένι Γεφτουσένκο (Евге́ний Алекса́ндрович Евтуше́нко, 18 Ιουλίου 1932 – 1 Απριλίου 2017) ήταν Ρώσος ποιητής, μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας, δοκιμιογράφος, ηθοποιός και σκηνοθέτης κινηματογραφικών έργων.
Σπούδασε στο Ινστιτούτο Φιλολογίας Γκόρκυ της Μόσχας, το οποίο όμως εγκατέλειψε πρόωρα. Το 1952 δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή και έγινε μέλος της Ένωσης Σοβιετικών Συγγραφέων. Ένα από τα πρώτα ποιήματά του, το Κάτι μου συμβαίνει, έγινε δημοφιλές τραγούδι. Το 1955 έγραψε ένα ποίημα στο οποίο χαρακτηρίζει τα σοβιετικά σύνορα σαν εμπόδιο στην ζωή του. Ήταν μια από τις αφορμές για τις οποίες εκδιώχθηκε το 1957 από το Φιλολογικό Ινστιτούτο και του απαγορεύτηκαν τα ταξίδια. Αλλά απέκτησε μεγάλη δημοτικότητα και οι κρίσεις επιφανών ποιητών, Ρώσσων και ξένων ήταν πολύ ευνοϊκές.
Το 1961 έγραψε το περιφημότερο ποίημά του, το Μπάμπι Γιαρ. Αναφέρεται στην σφαγή των Εβραίων του Κιέβου από τους Ναζί τον Σεπτέμβριο του 1941, αλλά ο Γεφτουσένκο καταγγέλλει ταυτόχρονα και την παραποίηση του γεγονότος από Σοβιετικής πλευράς καθώς και τον έντονο αντισημιτισμό της Σοβιετικής Ένωσης. Την ίδια χρονιά έγραψε και τους Κληρονόμους του Στάλιν, όπου αναφέρει ότι ο Σταλινισμός επιβίωσε του Στάλιν και κάνει έκκληση να μη ξαναφανεί.
Παρά τις κριτικές του κατά του Σοβιετικού καθεστώτος, την διαμαρτυρία του για την δίκη του Γιόζεφ Μπρόντσκυ και την καταδίκη εκ μέρους του της εισβολής του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Τσεχοσλοβακία το 1968, θεωρήθηκε από πολλούς αντιφρονούντες ως ανειλικρινής. Μετά την πτώση του Κομμουνισμού στην Σοβιετική Ένωση ο Γεφτουσένκο (μέλος ήδη του Κοινοβουλίου από το 1989) υποστήριξε τον Μιχαήλ Γκορμπατσώφ και εν συνεχεία τον Μπορίς Γιέλτσιν τον οποίον όμως αποκήρυξε όταν ο τελευταίος έστειλε τανκς στην Τσετσενία. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έζησε για μεγάλα χρονικά διαστήματα στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου δίδαξε ποίηση και κινηματογράφο σε πανεπιστήμια.