Μνήμη χρονολογίου της 17ης Νοεμβρίου


.

Η ταυτότητα της ημέρας
και τα γεγονότα που την «σημάδεψαν»

17 Νοεμβρίου 2024

Είναι η 322η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Υπολείπονται 44 ημέρες για τη λήξη του
🌅  Ανατολή ήλιου: 07:08 – Δύση ήλιου: 17:12 – Διάρκεια ημέρας: 10 ώρες 4 λεπτά
🌕  Σελήνη 16.5 ημερών

Χρόνια πολλά στον Γεννάδιο


Γεγονότα

 

1885 – Ολοκληρώνεται στο περιοδικό «Εστία» το ιστορικό διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Χρήστος Μηλιόνης». Με το έργο αυτό ο Παπαδιαμάντης στερεώνει την πολύμορφη και πολύκλαδη ηθογραφική του προσφορά. Και εδώ ο Παπαδιαμάντης αναδημιουργεί αριστουργηματικά μια ελληνική ιστορική ώρα: την μετεπαναστατική κατάσταση στην Ελλάδα, ύστερα από την έκρηξη του 1821. Ο πυρήνας του μυθιστορήματος βρίσκεται στο γνωστό δημοτικό τραγούδι, που αναφέρεται στον ηρωικό θάνατο του Χρήστου Μηλιόνη. Ο Χρήστος Μηλιόνης είναι μια ηρωική ηθογραφία.
«Περί τα μέσα του ΙΗ΄ αιώνος κατείχεν ο Χρίστος Μηλιόνης τα αρματωλίκια της Ακαρνανίας, του Βάλτου και Ξηρομέρου, εις των αντιπροσώπων της σφαδαζούσης ελληνικής ελευθερίας, των περιφανέστερον παραστησάντων εις τον εκπεπληγμένον ευρωπαϊκον κόσμον τα δίκαια του αδικουμένου έθνους· ουδέποτε είχε συνθηκολογήσει με τους Τούρκους. Τούτο εκφράζει τρανότερον πάσης ιστορικής μαρτυρίας ο στίχος του δημοτικού άσματος:
Όσο είν’ ο Χρίστος ζωντανός, Τούρκο δεν προσκυνάει. Αλλ’ οι κρατούντες ήσαν πρόθυμοι πάντοτε να κολακεύωσι τους μέγα δυναμένους εκ των ημετέρων πολεμιστών της ζοφεράς εκείνης εποχής, και την μοίραν ταύτην δεν διέφυγε και ο Χρίστος Μηλιόνης. Εν έτει 1747 είχεν επέλθει απραξία των πολεμικών έργων καθ’ όλην την Ακαρνανίαν. Τότε και ο Χρίστος ηναγκάσθη ν’ αρκεσθή εις τας προτάσεις των Τούρκων, και δεχθείς το αρματωλίκι της Ακαρνανίας, έμεινεν ησυχάζων επί τινα χρόνον.
Τότε συνέβη η φοβερά εκείνη παρασπονδία, ην ευλόγως ο Χρίστος έμελλε να νομίση ανήκουστον εις τα κλέφτικα χρονικά, και εις τας μεταξύ αγάδων και Ελλήνων μαχητών σχέσεις. Η αρπαγή της κόρης Βασίλως, της αναδεκτής του Μηλιόνη, εκίνησε την αγανάκτησιν του κλέφτου.»

 

1903 – Το Ρωσικό Σοσιαλδημοκρατικό και Εργατικό Κόμμα διασπάται σε μπολσεβίκους (πλειοψηφούντες) και μενσεβίκους (μειοψηφούντες). Οι Μπολσεβίκοι (ρωσικά: большевики, большевик, προφορά σύμφωνα με το ΔΦΑ [bəlʲʂɨˈvʲik] προερχόμενο από τη λέξη большинство bol’shinstvo, «πλειοψηφία», που προέρχεται από το большe bol’she, που σημαίνει «περισσότερο», και είναι συγκριτικός βαθμός του большой bol’shoi, που σημαίνει μεγάλος) ήταν μια πολιτική φράξια του μαρξιστικού Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος (ΡΣΔΕΚ) το οποίο διασπάστηκε από τη φράξια των Μενσεβίκων στο 2ο Συνέδριο του Κόμματος το 1903.

Οι μπολσεβίκοι αποτελούσαν την πλειοψηφία στην κρίσιμη ψηφοφορία, και έτσι προήλθε και το όνομά τους. Σε τελική ανάλυση έγιναν το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης. Οι Μπολσεβίκοι κατέλαβαν την εξουσία στη Ρωσία κατά τη διάρκεια της Οκτωβριανής Επανάστασης που ήταν μια φάση της Ρωσικής Επανάστασης του 1917, και ίδρυσαν τη Σοβιετική Ένωση.

Οι Μπολσεβίκοι, που οργάνωσε και ίδρυσε ο Βλαντίμιρ Λένιν, ήταν μια οργάνωση επαγγελματιών επαναστατών με μια εσωτερική δημοκρατική ιεραρχία καθοδηγούμενη από την αρχή του Δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, και θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως την εμπροσθοφυλακή της επαναστατικής εργατικής τάξης (προλεταριάτο) της Ρωσίας. Οι ιδέες και οι πρακτικές τους αναφέρονται συχνά και ως Μπολσεβικισμός. Ο Μπολσεβίκος επαναστάτης ηγέτης Λέων Τρότσκι συχνά χρησιμοποιούσε τους όρους «Μπολσεβικισμός» και «Μπολσεβίστες» μετά τον εξοστρακισμό του από τη Σοβιετική Ένωση για να δηλώσει τη διαφορά μεταξύ αυτού που έβλεπε ως αληθινό Λενινισμό και του καθεστώτος εντός του κράτους και του κόμματος που αναδύθηκε υπό τον Ιωσήφ Στάλιν. Εντούτοις, ο «Μπολσεβικισμός» σήμερα συνδέεται συνήθως με τον Σταλινισμό που κυριάρχησε στη Σοβιετική Ένωση.

Οι Μενσεβίκοι ήταν ρωσικό σοσιαλιστικό ρεύμα προερχόμενο από τον Μαρξισμό, το οποίο αρχικώς δημιουργήθηκε από την μειοψηφική παράταξη του Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος Ρωσίας (POSDR) κατά την διαίρεση του συγκεκριμένο κόμματος στο Β΄ Συνέδριο του Λονδίνου το 1903.

Ο όρος menchevik (στα ρώσικα меньшевик) προήλθε από το menchinstvo (στα ρώσικα меньшинство) που σήμαινε «μειοψηφία». Αντιτίθονταν στους Μπολσεβίκους (большевик, από το bolchinstvo, большинство, το οποίο σήμαινε «πλειοψηφία»), οι οποίοι και οδήγησαν στην ίδρυση του Κομμουνιστικού Κόμματος Σοβιετικής Ένωσης. Ο όρος της «μειοψηφίας» προήλθε από το αποτέλεσμα μιας εκλογικής διαδικασίας, η οποία πραγματοποιήθηκε αναφορικά με το ζήτημα της οργάνωσης και στρατηγικής. Συγκεκριμένα, οι Μπολσεβίκοι υπό την ηγεσία του Λένιν υποστήριζαν την οργάνωση ενός κόμματος στελεχών, το οποίο θα αποτελείτο από ενεργούς επαναστάτες, σε αντίθεση με την ιδεολογία των Μενσεβίκων, οι οποίοι, με επικεφαλής τον Γιούλι Μάρτοφ, οραματίζονταν ένα λαϊκό κόμμα, η ένταξη στο οποίο ήταν ανοιχτή στο ευρύτερο κοινό.

Ωστόσο, παρά το γεγονός πως η παράταξη των Μπολσεβίκων κατείχε την πλειοψηφία εντός POSDR του 1903, παρέμενε μειοψηφούσα επί της πολιτικής σκηνής έως την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917. Πράγματι, το 1905, υπήρχαν 8.000 Μπολσεβίκοι εντός των παράνομων οργανώσεων σε σύγκριση με τους 12.000 Μενσεβίκους, κατά την διάρκεια της ίδιας περιόδου. Ταυτόχρονα, οι σοσιαλιστές-επαναστάτες ήσαν πολυπληθέστεροι.

 

1968 – Εκδίδεται η απόφαση του Έκτακτου Στρατοδικείου για την απόπειρα δολοφονίας του Γ. Παπαδόπουλου.

Σύμφωνα με αυτήν ο Αλέξανδρος Παναγούλης καταδικάζεται δις εις θάνατον, ο Ελευθέριος Βερυβάκης (μετέπειτα υπουργός κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ) σε ισόβια, ο Στάθης Γιώτας (μετέπειτα βουλευτής και υπουργός) σε κάθειρξη δέκα ετών και οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι σε μικρότερες ποινές. Το πρωί της 13ης Αυγούστου 1968, μία μικρή φάλαγγα κατευθυνόταν προς την Αθήνα από το Λαγονήσι.

Ήταν ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος με τη συνοδεία του, που ξεκίνησε όπως συνήθως, από την έπαυλή του στο 38ο χιλιόμετρο της παραλιακής οδού Σουνίου. Προπορεύονταν δύο μοτοσυκλέτες, ακολουθούσε το αυτοκίνητο του δικτάτορα και σε απόσταση 10 μέτρων το αυτοκίνητο της ασφάλειας. Η φάλαγγα κινείτο κανονικά και μεταξύ 31ου και 32ου χιλιομέτρου, πέρασε πάνω από μία υπόγεια σήραγγα αποχέτευσης των νερών της βροχής, μήκους 7 μέτρων. Μόλις πέρασε και το αυτοκίνητο της ασφάλειας, μια ισχυρή εκκωφαντική έκρηξη έγινε μέσα στη σήραγγα και άνοιξε δύο μεγάλες τρύπες στο κατάστρωμα του δρόμου.

Ήταν φανερό ότι η έκρηξη προοριζόταν να πλήξει τον δικτάτορα, αλλά καθυστέρησε ένα ή δύο δευτερόλεπτα. Αμέσως η φάλαγγα σταμάτησε, οι άνδρες της ασφάλειας έτρεξαν επί τόπου, ενώ ειδοποιήθηκε από τον ασύρματο η αρμόδια διοίκηση Χωροφυλακής και σε λίγα λεπτά κατέφτασε ισχυρή δύναμη που απομόνωσε την περιοχή. Έπειτα από συστηματική έρευνα, ανακαλύφτηκε ο Παναγούλης, ντυμένος με μαγιό και κρυμμένος κάτω από ένα βράχο. Ο ίδιος παρέμεινε σιωπηλός, χωρίς να δηλώσει την ταυτότητά του. Είπε μόνο ότι δεν είχε συνεργούς. Μόνο έπειτα από δύο μέρες εξακριβώθηκε η ταυτότητά του.

 

1973 – Η απριλιανή χούντα καταστέλλει την εξέγερση του Πολυτεχνείου με την εισβολή ενός τεθωρακισμένου άρματος από την κεντρική πύλη του ιδρύματος. Στις 3 π.μ. της 17ης Νοεμβρίου, και ενώ οι διαπραγματεύσεις για ασφαλή αποχώρηση των φοιτητών από το χώρο του Πολυτεχνείου βρίσκονταν σε εξέλιξη, αποφασίστηκε από τη μεταβατική κυβέρνηση η επέμβαση του στρατού και ένα από τα τρία άρματα που είχαν παραταχθεί έξω από τη σχολή, γκρέμισε την κεντρική πύλη. Κατά την είσοδο του άρματος, υποστηρίζεται, χωρίς να έχει αποδειχθεί, ότι συνεθλίβησαν 2–3 φοιτητές που βρίσκονταν πίσω από την πύλη (γεγονός «λίαν πιθανό αλλά ανεπιβεβαίωτο» σύμφωνα με το πόρισμα του εισαγγελέα Τσεβά).

Επίσης, από τα συντρίμμια τραυματίστηκε σοβαρά, με συντριπτικά κατάγματα στα πόδια, η φοιτήτρια Πέπη Ρηγοπούλου. Ο σταθμός του Πολυτεχνείου έκανε εκκλήσεις στους στρατιώτες να αψηφήσουν τις εντολές των ανωτέρων τους και στη συνέχεια ο εκφωνητής απήγγειλε τον Ελληνικό Εθνικό Ύμνο. Η μετάδοση συνεχίστηκε ακόμα και μετά την είσοδο του άρματος στον χώρο της σχολής.

Οι φοιτητές που είχαν παραμείνει στο Πολυτεχνείο, μαζεύτηκαν στο κεντρικό προαύλιο, ψάλλοντας τον εθνικό ύμνο. Η πτώση της πύλης ακολουθήθηκε από την είσοδο μιας μονάδας ενόπλων στρατιωτών των ΛΟΚ που οδήγησαν τους φοιτητές, χωρίς βία, έξω από το Πολυτεχνείο, μέσω της πύλης της οδού Στουρνάρη.

Οι αστυνομικές δυνάμεις που περίμεναν στα δυο πεζοδρόμια της Στουρνάρη επιτέθηκαν στους φοιτητές, την έξοδο των οποίων αποφασίζουν (σύμφωνα και με το πόρισμα του εισαγγελέα Τσεβά) να περιφρουρήσουν κάποιοι από τους στρατιώτες, οι οποίοι σε ορισμένες περιπτώσεις επενέβησαν και εναντίον των αστυνομικών που βιαιοπραγούσαν στους φοιτητές. Πολλοί φοιτητές βρήκαν καταφύγιο σε γειτονικές πολυκατοικίες. Ελεύθεροι σκοπευτές της αστυνομίας άνοιξαν πυρ από γειτονικές ταράτσες, ενώ άνδρες της ΚΥΠ καταδίωξαν τους εξεγερθέντες. Οι εκφωνητές του σταθμού του Πολυτεχνείου παρέμειναν στο πόστο τους και συνέχισαν να εκπέμπουν για 40 λεπτά μετά την έξοδο, οπότε και συνελήφθησαν.

 

1974 – Στις πρώτες εκλογές της μεταπολίτευσης, πρώτο κόμμα αναδεικνύεται η Νέα Δημοκρατία υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή με ποσοστό 54,37%. Ακολουθούν η Ένωση Κέντρου – Νέες Δυνάμεις υπό τον Γεώργιο Μαύρο με 20,42%, το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου με 13,58% και η Ενωμένη Αριστερά (ΕΔΑ, ΚΚΕ, ΚΚΕ εσ.) με 9,47%.

Στις 3 π.μ. της 17ης Νοεμβρίου, και ενώ οι διαπραγματεύσεις για ασφαλή αποχώρηση των φοιτητών από το χώρο του Πολυτεχνείου βρίσκονταν σε εξέλιξη, αποφασίστηκε από τη μεταβατική κυβέρνηση η επέμβαση του στρατού και ένα από τα τρία άρματα που είχαν παραταχθεί έξω από τη σχολή, γκρέμισε την κεντρική πύλη. Κατά την είσοδο του άρματος, υποστηρίζεται, χωρίς να έχει αποδειχθεί, ότι συνεθλίβησαν 2–3 φοιτητές που βρίσκονταν πίσω από την πύλη (γεγονός «λίαν πιθανό αλλά ανεπιβεβαίωτο» σύμφωνα με το πόρισμα του εισαγγελέα Τσεβά). Επίσης, από τα συντρίμμια τραυματίστηκε σοβαρά, με συντριπτικά κατάγματα στα πόδια, η φοιτήτρια Πέπη Ρηγοπούλου. Ο σταθμός του Πολυτεχνείου έκανε εκκλήσεις στους στρατιώτες να αψηφήσουν τις εντολές των ανωτέρων τους και στη συνέχεια ο εκφωνητής απήγγειλε τον Ελληνικό Εθνικό Ύμνο.

Η μετάδοση συνεχίστηκε ακόμα και μετά την είσοδο του άρματος στον χώρο της σχολής. Οι φοιτητές που είχαν παραμείνει στο Πολυτεχνείο, μαζεύτηκαν στο κεντρικό προαύλιο, ψάλλοντας τον εθνικό ύμνο. Η πτώση της πύλης ακολουθήθηκε από την είσοδο μιας μονάδας ενόπλων στρατιωτών των ΛΟΚ που οδήγησαν τους φοιτητές, χωρίς βία, έξω από το Πολυτεχνείο, μέσω της πύλης της οδού Στουρνάρη. Οι αστυνομικές δυνάμεις που περίμεναν στα δυο πεζοδρόμια της Στουρνάρη επιτέθηκαν στους φοιτητές, την έξοδο των οποίων αποφασίζουν (σύμφωνα και με το πόρισμα του εισαγγελέα Τσεβά) να περιφρουρήσουν κάποιοι από τους στρατιώτες, οι οποίοι σε ορισμένες περιπτώσεις επενέβησαν και εναντίον των αστυνομικών που βιαιοπραγούσαν στους φοιτητές. Πολλοί φοιτητές βρήκαν καταφύγιο σε γειτονικές πολυκατοικίες. Ελεύθεροι σκοπευτές της αστυνομίας άνοιξαν πυρ από γειτονικές ταράτσες, ενώ άνδρες της ΚΥΠ καταδίωξαν τους εξεγερθέντες. Οι εκφωνητές του σταθμού του Πολυτεχνείου παρέμειναν στο πόστο τους και συνέχισαν να εκπέμπουν για 40 λεπτά μετά την έξοδο, οπότε και συνελήφθησαν.

 

1985 – Δολοφονείται ο 16χρονος Μιχάλης Καλτέζας από αστυνομικό, κατά τη διάρκεια των επεισοδίων που ξέσπασαν μετά την πορεία για την επέτειο του Πολυτεχνείου.

Ο αστυνομικός Αθανάσιος Μελίστας πυροβολεί τον Καλτεζά στο πίσω μέρος του κεφαλιού, καθώς ο νεαρός τρέχει μαζί με άλλους διαδηλωτές προς την πλατεία Εξαρχείων. Η δολοφονία του Μιχάλη Καλτεζά (19 Ιουνίου 1970 – 17 Νοεμβρίου 1985) έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων στην επέτειο εξέγερσης του Πολυτεχνείου το 1985. Ο 27χρονος τότε αστυνομικός Αθανάσιος Μελίστας πυροβόλησε τον 15χρονο μαθητή Μιχάλη Καλτεζά στο πίσω μέρος του κεφαλιού από απόσταση είκοσι μέτρων καθώς ο νεαρός έτρεχε μαζί με άλλους διαδηλωτές προς την πλατεία Εξαρχείων.

Η πορεία ξεκίνησε και τελείωσε ομαλά χωρίς κανένα επεισόδιο αφού η περιφρούρησή της από τους διοργανωτές ήταν επιτυχής. Μετά το τέλος της πορείας και ενώ οι διαδηλωτές διαλύονταν σε κάποια ψησταριά των Εξαρχείων σταματά για φαγητό μια ομάδα ΜΑΤ. Από το σημείο περνά μια παρέα αναρχικών που ειρωνεύτηκαν τους αστυνομικούς, ενώ την ίδια στιγμή κατέφθαναν συνάδελφοι των τελευταίων οι οποίοι περίμεναν σε σταθμευμένη κλούβα των ΜΑΤ. Εν τω μεταξύ πολλαπλασιάζονταν και οι αναρχικοί και άρχισαν να καταδιώκουν τους αστυνομικούς, με τα επεισόδια να εξαπλώνονται στο κέντρο της Αθήνας. Κάποια στιγμή, ομάδα διαδηλωτών συμπεριλαμβανομένου του Καλτεζά, έβαλαν φωτιά με βόμβες μολότοφ στην κλούβα των ΜΑΤ στην οποία ήταν μέσα και ο Μελίστας. Μετά από αυτή την πράξη και ενώ οι διαδηλωτές αποχωρούσαν τρέχοντας προς την Πλατεία Εξαρχείων, στη διασταύρωση των οδών Στουρνάρη και Μπόταση, ο Μελίστας πυροβόλησε και σκότωσε από πίσω τον Καλτεζά. Ασθενοφόρο μετέφερε το θύμα στον Ευαγγελισμό όπου διαπιστώθηκε ο θάνατός του.

Αμέσως μετά τον θάνατο του Καλτεζά καταλήφθηκε από αναρχικούς σε ένδειξη διαμαρτυρίας το παλιό Χημείο στη Σόλωνος και το Πολυτεχνείο. Το πρωί της 18ης Νοεμβρίου δόθηκε η άδεια από την Επιτροπή Πανεπιστημιακού Ασύλου, με πρόεδρο τον πρύτανη Μιχάλη Σταθόπουλο, να μπει η Αστυνομία στο Χημείο. Η εισβολή έγινε με χρήση δακρυγόνων, για πρώτη φορά μετά το 1976, και οι αστυνομικοί συνέλαβαν 37 άτομα τα οποία ξυλοκόπησαν, ενώ λίγοι κατάφεραν να διαφύγουν και να φτάσουν στην κατάληψη του Πολυτεχνείου μέσα από τους υπονόμους. Αυτή ήταν και η πρώτη άρση ασύλου από την επίσημη θεσμοποίησή του το 1982. Τα επεισόδια στην Αθήνα συνεχίστηκαν και τις επόμενες ημέρες.

 

1989 – Εγκαινιάζεται ο πρώτος μη κρατικός τηλεοπτικός σταθμός πανελλαδικής εμβέλειας, το MEGA Channel.

Οι ιδιοκτήτες του νέου καναλιού είναι πέντε εκδότες (Βαρδινογιάννης, Αλαφούζος, Λαμπράκης, Τεγόπουλος και Μπόμπολας). Στις 24 Ιουλίου 1989, έπειτα από την ψήφιση της νομιμοποίησης της ιδιωτικής ραδιοφωνίας και τηλεόρασης επί κυβέρνησης Τζαννετάκη, ιδρύονται και δίνονται οι δύο πρώτες τηλεοπτικές άδειες στην Ελλάδα για δύο σταθμούς πανελλαδικής εμβέλειας· την Τηλέτυπος Α.Ε. Τηλεοπτικών Προγραμμάτων – όπου μετείχαν με 20% έκαστος οι εκδότες των εφημερίδων Το Βήμα και Τα Νέα (Χρήστος Λαμπράκης), Έθνος (Γιώργος Μπόμπολας), Ελευθεροτυπία (Χρήστος Τεγόπουλος), Η Καθημερινή (Αριστείδης Αλαφούζος) και Μεσημβρινή (Οικογένεια Βαρδινογιάννη) – και την υπό σύσταση Νέα Τηλεόραση Α.Ε.

Μετά από σχεδόν τέσσερις μήνες (στις 20 Νοεμβρίου) το MEGA αρχίζει να εκπέμπει ως το πρώτο ιδιωτικό κανάλι της Ελλάδας με τηλεοπτικό πρόγραμμα ενώ λίγες μέρες πριν, το κανάλι διαφημίζεται σε περιοδικά και εφημερίδες. Το πρώτο πρόγραμμα που προβλήθηκε ήταν η βρετανική τηλεοπτική σειρά επιστημονικής φαντασίας Διάστημα 1999. Το κανάλι επένδυσε από την αρχή στη μυθοπλασία με την παραγωγή σειρών, όπως οι Πατήρ, υιός και πνεύμα, Οι Αυθαίρετοι και Οι τρεις Χάριτες. Τα επόμενα χρόνια ακολούθησαν δεκάδες σειρές, τηλεπαιχνίδια, σατυρικές εκπομπές, βραδινά shows και άλλα, συμπληρώνοντας τον ψυχαγωγικό τομέα ενώ στον τομέα της ενημέρωσης το πρώτο δελτίο ειδήσεων εκφώνησε η δημοσιογράφος Εύα Μαυρογένη, με την πρώτη επίσημη παρουσιάστρια του κεντρικού δελτίου να αποτελεί η Λιάνα Κανέλλη, την οποία ακολούθησαν σημαντικές προσωπικότητες αυτού του τομέα.

 

Γεννήσεις

 

1861 – Σπύρος Σαμάρης ή Σαμαράς ή Σαμάρας. Γεννήθηκε στην Κέρκυρα στις 17 Νοεμβρίου 1861. Γιος του γεννημένου στη Βιέννη, αλλά με καταγωγή από τη Σιάτιστα, “γραμματέα υποπρόξενου” του Ελληνικού Βασιλικού Προξενείου, Σκαρλάτου Σαμάρα, και της γεννημένης στην Κωνσταντινούπολη Φαννής Ελάου. Πρώτος του δάσκαλος στη μουσική υπήρξε ο επίσης Κερκυραίος μουσουργός Σπυρίδων Ξύνδας, ο οποίος του συνέστησε να συνεχίσει στο Ωδείο Αθηνών, όπου και τελικά ενεγράφη το 1874, παρακολουθώντας συστηματικά μαθήματα από το επόμενο έτος. Δάσκαλοί του ήταν ο Φρειδερίκος Βολωνίνης (βιολί), ο Άγγελος Μασκερόνι και ο Ερρίκος Στανκαμπιάνο (θεωρητικά, ενορχήστρωση και πιάνο).

Τον Δεκέμβριο του 1881 έφυγε για ανώτερες σπουδές στο Παρίσι. Σημαντικότερος καθηγητής του στο Κονσερβατόριο του Παρισιού υπήρξε ο Λεό Ντελίμπ. Στο παρισινό Ωδείο εκτελέστηκαν μερικές συνθέσεις του, όπως η “Κιταράτα”, η οποία απέσπασε τα συγχαρητήρια του Σαρλ Γκουνώ.
Στη συνέχεια (γύρω στο 1885) μετακόμισε στην Ιταλία, όπου και ξεκίνησε συστηματικά τη συνθετική του καριέρα. Ωστόσο, διατηρούσε για πολλά χρόνια μόνιμη κατοικία στο Παρίσι. Στις 16 Μαϊου του 1886 ανέβηκε με επιτυχία στο θέατρο Καρκάνο του Μιλάνου η τρίπρακτη όπερα Φλόρα Μιράμπιλις, θριάμβευσε όμως με το ανέβασμά της στη Σκάλα του Μιλάνου το 1887, με πρωταγωνίστρια την Έμμα Καλβέ. Με επιτυχία στέφθηκε και η εκτέλεση της τετράπρακτης όπερας “Μετζέ” το Δεκέμβριο του 1888 στο θέατρο Kostanzi της Ρώμης παρουσία υψηλών προσώπων.

Ο Σαμάρας ποτέ δεν αποξενώθηκε από την Ελλάδα, η φιλόμουση κοινότητα της οποίας παρακολουθούσε με θαυμασμό την ανοδική πορεία του μουσουργού. Έτσι το 1889 ανέβηκε στην Κέρκυρα και κατόπιν στην Αθήνα η “Φλόρα Μιράμπιλις” ως “Θαυμαστή Ανθώ”. Την αποτυχία της όπερας “Λιονέλλα” στη Σκάλα του Μιλάνου το 1891, ήρθε να αποκαταστήσει ο θρίαμβος της όπερας “La Martire” (Η Μάρτυς) που παρουσιάστηκε στη Νάπολη το Μάιο του 1894. Τοτε ακριβώς ο συνθέτης κατατάχθηκε από τους κριτικούς στη σχολή του βερισμού, της οποίας θεωρείται από τους πρωτεργάτες, πλάι στους Ρουτζέρο Λεονκαβάλο, Πιέτρο Μασκάνι και Τζάκομο Πουτσίνι.

Ακολούθησαν και άλλες επιτυχημένες όπερες, όπως “Η Δαμασμένη Μαινάδα” (La Furia Damata) το 1895, βασισμένη στο έργο του Σαίξπηρ “Το ημέρωμα της στρίγγλας”, “Storia d’Amore” 1903 (αργότερα ανεβάστηκε και στη Γερμανία με τον τίτλο La Biontinetta (Η Ξανθούλα) και “Mademoiselle de Belle-Isle”, το 1905.

Το 1895 ανατέθηκε από την Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή στον Σαμάρα η σύνθεση ενός Ολυμπιακού Ύμνου με την ευκαιρία της πραγματοποίησης στην Αθήνα των Πρώτων Σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων (Απρίλιος 1896). Μετά την ανάθεση στον Σαμάρα η επιτροπή επέλεξε να μελοποιηθεί το ομότιτλο ποίημα του Κωστή Παλαμά. Ο ύμνος αυτός καθιερώθηκε ως επίσημος Ολυμπιακός Ύμνος μόλις το 1958 στο Τόκυο, δηλαδή εξήντα δύο χρόνια μετά την παγκόσμια «πρώτη» του και σαράντα ένα χρόνια μετά τον θάνατο του συνθέτη του.

Αποκορύφωμα της συνθετικής του καριέρας ήταν το ανέβασμα της τρίπρακτης όπερας “Rhea” (Ρέα) τον Απρίλιο του 1908 στο θέατρο “Verdi” της Φλωρεντίας. Τον Σαμάρα συγχαίρουν για τη μουσική του σημαντικοί Ιταλοί συνθέτες όπως ο Πουτσίνι και ο Μασκάνι, αναδεικνύοντάς τον ως ομότιμό τους. Κατόπιν το έργο ανεβάστηκε στο Βερολίνο, ενώ στην Αθήνα πρωτοπαίχτηκε το 1911.

Το 1911 ο Σαμάρας εγκαταστάθηκε οριστικά στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τον Γιώργο Λεωτσάκο (Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό), ο επαναπατρισμός του ίσως συνδέεται με σκέψεις του βασιλιά Γεωργίου του Α΄ να τον κάνει διευθυντή του Ωδείου Αθηνών, κάτι που τελικά δεν τελεσφόρησε. Ένας ακόμη λόγος που τον ανάγκασε να παραμείνει στην Ελλάδα, παρόλο που οι συνθήκες καλλιτεχνικά ήταν αντίξοες, θεωρείται και γάμος του με την πιανίστα Άννα Αντωνοπούλου (1914). Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος φαίνεται ότι εγκλώβισε οριστικά τον Σαμάρα στην Ελλάδα. Ο συνθέτης για να επιβιώσει αναγκάστηκε να στραφεί σε ελαφρότερο μελοδραματικό είδος, την οπερέτα, αλλά και να εμπλουτίσει το έντεχνο ελληνόφωνο τραγούδι.

Απεβίωσε στην Αθήνα στις 25 Μαρτίου / 7 Απριλίου 1917, σε ηλικία 56 ετών από τη νόσο του Bright (χρονία νεφρίτις).

 

1964 – Κριστόφ Βαζέχα (πολωνικά: Krzysztof Ireneusz Warzycha, προφέρεται: [ˈkʂɨʂtɔf vaˈʐɨxa], γεννήθηκε 17 Νοεμβρίου 1964, Κατοβίτσε), είναι διεθνής Πολωνός πρώην ποδοσφαιριστής και νυν προπονητής, ο οποίος διακρίθηκε ιδιαίτερα στα ελληνικά γήπεδα αγωνιζόμενος για 15 έτη με τον Παναθηναϊκό. Απέκτησε την ελληνική υπηκοότητα το 1998.

Για την Α΄ κατηγορία Ελλάδας πέτυχε 244 γκολ σε 390 αγώνες και αναδείχθηκε τρεις φορές πρώτος σκόρερ (1994, 1995, 1998), ενώ στο κύπελλο 50 γκολ σε 100 συμμετοχές και στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις 25 γκολ σε 63 αγώνες. Πρόκειται για τον κορυφαίο ξένο του ελληνικού πρωταθλήματος σε τέρματα και συμμετοχές, όπως και τον δεύτερο σκόρερ όλων των εποχών της πρώτης κατηγορίας μετά τον Θωμά Μαύρο (260).

Με συνολικά 319 γκολ σε 553 επίσημους αγώνες για λογαριασμό του Παναθηναϊκού, αποτελεί τον πρώτο σκόρερ στην ιστορία του συλλόγου (με μεγάλη διαφορά από τον Αντώνη Αντωνιάδη των 221) και το δεύτερο ποδοσφαιριστή με τις περισσότερες εμφανίσεις (ο Μίμης Δομάζος συμπλήρωσε 605 επίσημες), διακρίσεις τις οποίες αναμένεται να διατηρήσει και στο μέλλον. Αποσύρθηκε από την ενεργό δράση το 2004, σε ηλικία 39½ ετών.

 

1964 – Φώφη Γεννηματά. Γεννήθηκε στους Αμπελόκηπους της Αθήνας το 1964 και ήταν κόρη του Γιώργου Γεννηματά, ιδρυτικού μέλους και υπουργού του ΠΑΣΟΚ.

Φοίτησε στα Εκπαιδευτήρια Κωστέα Γείτονα και στη συνέχεια σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών απ’ όπου αποφοίτησε το 1987, ενώ το 1986, προτού αποφοιτήσει από το Πανεπιστήμιο, διορίστηκε υπάλληλος στην Εθνική Τράπεζα. Σε ηλικία 51 ετών ήταν ήδη πρόωρα συνταξιούχος τραπεζικός υπάλληλος, κάτι για το οποίο έχει δεχτεί κριτική. Η σύνταξη αυτή ήταν σε αναστολή γιατί είχε την ιδιότητα της βουλευτή.

Είχε παντρευτεί δύο φορές και είχε τρία παιδιά. Πρώτος σύζυγος της Φώφης Γεννηματά ήταν ο Αλέξανδρος Ντέκας η εταιρεία του οποίου το 1994 ανέλαβε από την Κτηματολόγιο Α.Ε. να υλοποιήσει το για πρώτη φορά συντασσόμενο ελληνικό κτηματολόγιο. Παντρεύτηκαν όταν η Γεννηματά ήταν 22 ετών και απέκτησαν μαζί μία κόρη. Ο δεύτερος σύζυγός της ήταν ο Ανδρέας Τσούνης τον οποίο παντρεύτηκε το 2003. Ο Α. Τσούνης είναι οδοντίατρος και εργαζόταν στο νοσοκομείο του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού Ερρίκος Ντυνάν από το οποίο παραιτήθηκε το 2014 τη χρονιά που αυτό πέρασε στα χέρια της Τράπεζας Πειραιώς. Μαζί απέκτησαν μια κόρη και έναν γιό.
Στις 11 Οκτωβρίου 2021 εισήχθη στο νοσοκομείο “Ευαγγελισμός”, όπου μετά από μεγάλη επιδείνωση τη υγείας της άφησε την τελευταία της πνοή το μεσημέρι της Δευτέρας 25 Οκτωβρίου.

 

Θάνατοι

 

1936 – Αλέξανδρος Παπαναστασίου. Γεννήθηκε στις 8 Ιουλίου 1876 στην Τρίπολη Αρκαδίας. Ήταν γιος του Παναγιώτη Παπαναστασίου και της Μαριγώς Ρογάρη – Αποστολοπούλου. Ο πατέρας του ήταν γυμνασιάρχης και τμηματάρχης στο Υπουργείο Παιδείας και διετέλεσε βουλευτής Μαντίνειας, ενώ η μητέρα του ήταν κόρη του Δημάρχου Λεβιδίου.

Η οικονομική ευμάρεια των γονιών του, τον πριμοδότησαν με σπουδές που καθόρισαν την μετέπειτα του πορεία. Σπούδασε Νομική και κοινωνικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και κατόπιν συνέχισε τις σπουδές του στη Νομική και τη Φιλοσοφία στα πανεπιστήμια της Χαϊδελβέργης, του Βερολίνου, του Λονδίνου και των Παρισίων. Την εποχή που σπούδαζε στη Γερμανία, επικρατούσαν σοσιαλιστικές ιδέες, από τις οποίες επηρεάστηκε και ο τρόπος σκέψης του. Ιδιαίτερα ασχολήθηκε με τα θεωρητικά προβλήματα του συνεργατισμού και διαμόρφωσε μέσα του έντονες συνεταιριστικές αντιλήψεις. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1907 και την επόμενη χρονιά ίδρυσε την Κοινωνιολογική Εταιρία και ήταν συνιδρυτής (μαζί με τον Αλέξανδρο Δελμούζο και τον Θρασύβουλο Πετιμεζά) της «Ομάδας των Κοινωνιολόγων»

Το 1910, μέλη της Κοινωνιολογικής Εταιρίας ίδρυσαν το Λαϊκό Κόμμα και στις εκλογές του ίδιου έτους ο Παπαναστασίου εκλέχτηκε βουλευτής. Έδωσε έντονες μάχες για την παραχώρηση των τσιφλικιών στους ακτήμονες της Θεσσαλίας. Το 1916, ως βουλευτής του κόμματος των Φιλελευθέρων, προσχώρησε στο κίνημα της Θεσσαλονίκης και αντιπροσώπευσε την Επαναστατική Κυβέρνηση των Ιονίων Νήσων. Το Μάρτιο του 1917 του ανατέθηκε από την προσωρινή κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης η Γενική Διοίκηση των Ιονίων Νήσων. Εξελέγη πολλάκις βουλευτής (1910, 1915, 1923, 1926, 1928, 1932, 1933 και 1936). Από το 1917 έως το 1920 ήταν Υπουργός Συγκοινωνιών και προσωρινά Υπουργός Περιθάλψεως και Εσωτερικών στην κυβέρνηση Βενιζέλου. Το 1922 δημοσίευσε το «Δημοκρατικό Μανιφέστο», με το οποίο καταγγέλθηκε η πολιτική των φιλοβασιλικών κυβερνήσεων στο Μικρασιατικό ενώ παράλληλα υποστήριζε την εγκαθίδρυση Δημοκρατίας. Για την πράξη αυτή καταδικάστηκε σε φυλάκιση, αλλά με το ξέσπασμα του Κινήματος Πλαστήρα, απελευθερώθηκε.

Όταν στις 14 Ιουνίου 1917 η Προσωρινή κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου μεταφέρεται στην Αθήνα και ανασχηματίζεται, ο Παπαναστασίου αναλαμβάνει το Υπουργείο Συγκοινωνιών και το κρατάει έως τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920. Ως υπουργός Συγκοινωνιών προωθεί την αναδιοργάνωση του Πολυτεχνείου και της Σχολής Καλών Τεχνών και επικυρώνει με νόμο (Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός) το νέο σχέδιο πόλεως της Θεσσαλονίκης, που είχε καταστραφεί από την πυρκαγιά τον Αύγουστο του 1917 και εισηγείται στη Βουλή τη σύσταση επιτροπής για τη μελέτη του σχεδίου πόλεως της Αθήνας.

 

1993 – Γιώργος Μητσάκης. Ήρθε με την οικογένεια του στην Καβάλα το 1935 και αργότερα έμειναν σε ένα χωριό κοντά στο Βόλο. Ο Μητσάκης πρωτοέρχεται σε επαφή με τη λαϊκή μουσική στη Μαγνησία αλλά σύντομα θα αναζητήσει την τύχη του στη Θεσσαλονίκη.

Γνωρίζεται με τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Βασίλη Τσιτσάνη και τον Απόστολο Χατζηχρήστο και καταλήγει στον Πειραιά, την πόλη που θα αγαπήσει, το 1939 απ’ όπου ξεκίνησε την μεγάλη πορεία του στο τραγούδι. Το 1941, μέσα στην Κατοχή, γράφει τα πρώτα του τραγούδια, «Το φτωχό κομπολογάκι μου» και «Όταν καπνίζει ο λουλάς», που βασίζονται σε πραγματικά περιστατικά. Από το 1947 έως το 1949 εμφανίζεται με τον Μανώλη Χιώτη στο κοσμικό στέκι «Πιγκάλς» της οδού Πατησίων, μια συνεργασία που άφησε εποχή. αξίζει να αναφερθούν τα: «Απόψε είναι βαριά», «Θλιμμένο δειλινό», «Είναι όλα μαύρα», «Πέφτουν τα φύλλα απ’ τα κλαριά», «Όπου Γιώργος και μάλαμα», «Καυγαδάκι», «Πάρε το δαχτυλίδι μου», «Πού ‘σαι καημένε Περικλή», «Στον Πειραιά συννέφιασε», «Μπαρμπα-Θωμάς», «Στης Λαρίσης το ποτάμι» και «Συννεφιές». «Ψιλή βροχούλα έπιασε», «Το καπηλειό», «Ο Ναύτης», «Ο Ψαράς», «Το Φανταράκι», «Κάτω απ’ το σβηστό φανάρι», «Βαλεντίνα», «Όσο βαριά είναι τα σίδερα», «Παλαμάκια» είναι μερικά από τα τραγούδια του ανάμεσα στα τόσα και τόσα με θαυμάσιες μελωδίες αλλά και στίχους που σπάνια συναντά κανείς στην ιστορία τού ρεμπέτικου.

«Γράφαμε για τον καημό, το γλέντι, το μεράκι του λαϊκού ανθρώπου», έλεγε. «Έδινα την ερώτηση και αμέσως την απάντηση. Τότε παίζαμε εμείς οι ίδιοι τα τραγούδια μας. Τραγουδούσα σόλο, πρίμα, έπαιζα μπουζούκι, κιθάρα ο γέρος [Κώστας] Καρίπης, μπαγλαμά ο τυφλός ο [Στέλιος] Χρυσίνης και εγώ μπροστά στο μικρόφωνο κι ο κόσμος άκουγε. Και όταν κανένας φώναζε, Μητσάκη δάσκαλε παίξε μου ένα ‘βασανισμένο’, του έκανα το χατίρι… “Απόψε άρχισε να ψιλοβρέχει κι ο νους μου πάλι σε σένα τρέχει…”. Αυτά τραγουδούσα, τα βάσανα και τις ελπίδες του λαϊκού ανθρώπου. Αυτόν τον κόσμο αντιπροσώπευα στα τραγούδια μου, πέντε χιλιάδες το σύνολο. Εκεί έπιανε το τραγούδι. Τον εφοπλιστή τι να τον συγκινήσει αυτό το είδος; Δεν θα το καταλάβει, όσο σπουδαγμένος και να είναι…».

«Ήταν φτιαγμένος από το υλικό των αυθεντικών δημιουργών. Εκείνο, που ισορροπούν πάνω στις συναισθηματικές τους αντιφάσεις. Πίκρα και χαρά, πόνος και γιορτή έβγαιναν μαζί από το μπουζούκι του. Κοινός παρονομαστής οι αξεπέραστες μελωδίες του. Ο Γιώργος Μητσάκης κατατάσσεται στην ομάδα των μεγάλων δημιουργών: Τσιτσάνης, Χιώτης, Παπαϊωάννου, Καλδάρας, που πρωταγωνίστησαν στην μετεξέλιξη του ρεμπέτικου σε γνήσιο λαϊκό τραγούδι με έντονο κοινωνικό χαρακτήρα. Μελωδός, ποιητής, οργανοπαίκτης και τραγουδιστής. Ο Γιώργος Μητσάκης δημιούργησε δικό του στυλ, δική του σχολή και υπηρέτησε πιστά και ειλικρινά την λαϊκή μουσική σκηνή από την πρώτη στιγμή που έπιασε το μπουζούκι στα χέρια του, στον Βόλο το 1935, ως τον θάνατό του, στις 17 Νοεμβρίου του 1993.

Τα τραγούδια του Γιώργου Μητσάκη -σύμφωνα με δικές του μαρτυρίες- φτάνουν ή και ξεπερνούν τα 1.500. Σε ποσοστό 95% οι στίχοι τους είναι γραμμένοι από τον ίδιο, ο οποίος συχνά τα έπαιζε κιόλας ως σολίστας, έκανε τις ενορχηστρώσεις, ενώ σε πολλά είναι ο βασικός ερμηνευτής και σε εκατοντάδες συνοδεύει τους τραγουδιστές ή τις τραγουδίστριες. Ο Γιώργος Μητσάκης έκανε, παράλληλα, μεγάλη επιτυχία με την παρουσία του στο λαϊκό πάλκο, δεσπόζοντας επί 50 χρόνια στην διασκέδαση της νυχτερινής Αθήνας ως επικεφαλής λαϊκών συγκροτημάτων στα πιο ευπρόσωπα κέντρα της εποχής: «Ροσινιόλ», «Τζίμης ο Χονδρός», «Τριάνα του Χειλά», «Κομπαρσίτα», «Όαση», «Πίγκαλς», «Διανίτα». (Από το βιβλίο του Πάνου Γεραμάνη: «Η ζωή μου ένα τραγούδι» (εκδ. Καστανιώτης, 2007).»

Αρκετοί μουσικοκριτικοί θεωρούν τον Μητσάκη ως τον σημαντικότερο ποιητή του ρεμπέτικου, ενώ μουσικά τον κατατάσσουν στους συνθέτες του ρεμπέτικου με δυτικές επιδράσεις ενώ επί της ουσίας έκανε Ελληνικό λαϊκό τραγούδι. Οι κορυφαίοι ερμηνευτές του ρεμπέτικου και του λαϊκού έχουν τραγουδήσει συνθέσεις του Γ. Μητσάκη: Στράτος Παγιουμτζής, Ιωάννα Γεωργακοπούλου, Γιάννης Τατασόπουλος, Σωτηρία Μπέλλου, Στέλλα Χασκίλ, Μαρίκα Νίνου, Πρόδρομος Τσαουσάκης, Δημήτρης Ρουμελιώτης, Στέλιος Καζαντζίδης, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Πάνος Γαβαλάς, Μανώλης Αγγελόπουλος, Γιώργος Νταλάρας, Καίτη Γκρέυ, Γιώτα Λύδια, Στράτος Διονυσίου, Πόλυ Πάνου, Μπέμπα Μπλανς, Λίτσα Διαμάντη, Γιάννης Καλατζής και δεκάδες άλλοι.

 

2006 – Φέρεντς Πούσκας. Ο Φέρεντς Πούσκας (ουγγρικά: Puskás Ferenc, ˈfɛrɛnt͡s ˈpuʃkaːʃ, 1 Απριλίου 1927 – 17 Νοεμβρίου 2006) ήταν Ούγγρος ποδοσφαιριστής, που θεωρείται ως το πρώτο υπέρλαμπρο αστέρι του παγκοσμίου ποδοσφαίρου και ένας από τους καλύτερους ποδοσφαιριστές όλων των εποχών με πολυάριθμους τίτλους σε ομαδικό και ατομικό επίπεδο.

Το 1995 ανακηρύχθηκε από τη Διεθνή Ομοσπονδία Ιστορίας και Στατιστικής Ποδοσφαίρου (IFFHS) ως ο κορυφαίος σκόρερ όλων των εποχών στο επίπεδο της υψηλότερης εθνικής κατηγορίας βραβεύοντάς τον, ενώ ψηφίστηκε ως 6ος καλύτερος παίκτης του 20ού αιώνα στις εκλογές της Ομοσπονδίας. Εκλέχθηκε επίσης 7ος καλύτερος ποδοσφαιριστής του 20ού αιώνα σε ειδική ψηφοφορία του περιοδικού France Football, ανάμεσα στους νικητές της Χρυσής Μπάλας το 1999, ενώ ήταν 6ος στην ψηφοφορία των διεθνώς έγκυρων περιοδικών, του αγγλικού World Soccer και του ιταλικού Guerin Sportivo.

Ο Πούσκας, γνωστός και ως ο «Καλπάζων Συνταγματάρχης», έπαιξε για σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα για ουσιαστικά τρεις ομάδες και όταν έπαιζε για αυτές, ήταν οι καλύτερες στον κόσμο, στοιχείο εξαιρετικά σπάνιο. Ξεκίνησε την καριέρα του στη Χόνβεντ Βουδαπέστης, όπου αγωνίστηκε για 13 χρόνια και κέρδισε όλους τους τίτλους που διεκδίκησε στα χρόνια που συνέχισε την πορεία του με τη Ρεάλ Μαδρίτης πράτοντας το ίδιο. Ήταν επίσης ηγετική φυσιογνωμία της καλύτερης Εθνικής Ουγγαρίας που υπήρξε στο ποδόσφαιρο, γνωστής ως «Μαγικοί Μαγυάροι» και το πρώτο μεγάλο «δεκάρι» του παγκοσμίου ποδοσφαίρου.

Το σώμα του δεν ήταν ευλογημένο για να πρωταγωνιστήσει στο άθλημα, είχε όμως χαμηλό κέντρο βάρους, δυνατά πόδια, με το αριστερό να εξαπολύει με τρομακτικό ρυθμό ισχυρότατα σουτ, με πολύ συχνά επιτυχημένα αποτελέσματα. Δεν είναι τυχαίο ότι το βραβείο της FIFA για το καλύτερο γκολ της χρονιάς πήρε το όνομά του, έχοντας κλείσει την καριέρα του με αναλογία τερμάτων ανά αγώνα 1,02 για τους επίσημους αγώνες (και σχεδόν 1,00 σε εθνικό επίπεδο) και με 806 γκολ βρίσκεται στην 6η θέση όλων των εποχών.

Η αγωνιστική του παρουσία με την εθνική ομάδα της Ουγγαρίας του χάρισε τη φήμη ως του κορυφαίου ποδοσφαιριστή της υφηλίου στο πρώτο ήμισυ της δεκαετίας του 1950, ορίζοντας το άθλημα την εποχή του κατέρριψε ρεκόρ κόσμου διεθνών συμμετοχών και τερμάτων αλλά όχι τον τίτλο του Παγκοσμίου πρωταθλητή, με την ευκαιρία του 1954 να χάνεται, προϊόν ευρέως αποδεκτής αδικίας ποικίλων παραγόντων, με την ομάδα να θεωρείται ως η καλύτερη που δεν κατέκτησε τον κορυφαίο ποδοσφαιρικό θεσμό. Ως προπονητής οδήγησε το 1971 τον Παναθηναϊκό στη μεγαλύτερη επιτυχία που είχε ποτέ ελληνική ομάδα στην Ευρώπη: στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, όπου ο ΠΑΟ ηττήθηκε από τον Άγιαξ.

 

Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia