Μνήμη χρονολογίου της 14ης Απριλίου

14 Απριλίου 2024

Είναι η 105η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Υπολείπονται 261 ημέρες για τη λήξη του.
🌅  Ανατολή ήλιου: 06:50 – Δύση ήλιου: 20:00
Διάρκεια ημέρας: 13 ώρες 10 λεπτά
🌓  Σελήνη 6 ημερών
Χρόνια πολλά στους: Αρίσταρχο, Θωμαΐδα,
Θωμαή, Σάββα, Σαββούλη και Σαββούλα

Γεγονότα

 

1528 – Ο πρώτος Έλληνας που πατάει το πόδι του στην Αμερική είναι κάποιος Θεόδωρος, που αποβιβάζεται στην περιοχή της Φλώριδας. Προς τιμήν του, έχει ανεγερθεί άγαλμα στην πόλη Κλίαργουοτερ της Φλώριδας. Ήταν μέλος ισπανικής εξερευνητικής αποστολής.
Στις 17 Ιουνίου του 1527 από το λιμάνι Σανλούκαρ της Αναδαλουσίας απέπλευσε ένας στολίσκος από πέντε πλοία, με κυβερνήτη τον σκληροτράχηλο δον Πανφίλο ντε Ναρβάεθ και προορισμό της δυτικές ακτές του Μεξικού και της Φλώριδας, που τότε ήταν αποικίες του ισπανικού στέμματος. Ανάμεσα στα μέλη του πληρώματος ήταν και κάποιος Έλληνας ονόματι Θεόδωρος, όπως αναφέρει στο ημερολόγιο που κρατούσε ο ταμίας της αποστολής Αλβάρ Νούνιεθ Καμπέθα ντε Βάκα. Ο συμπατριώτης μας θα πρέπει να ήταν κάποιος μισθοφόρος που διψούσε για εύκολο χρήμα, συνηθισμένο φαινόμενο εκείνη την εποχή.
Ο στολίσκος του Ναρβάεθ, μετά από πολλές περιπέτειες, προσορμίστηκε στις ακτές της δυτικής Φλώριδας, κοντά στη σημερινή πόλη Τάμπα, στις 14 Απριλίου του 1528. Εκεί τους υποδέχθηκαν κάποιοι Ινδιάνοι που τους έδειξαν μικρά κομματάκια χρυσού. Όταν οι κονκισταδόρες τους ρώτησαν πού τα βρήκαν, οι Ινδιάνοι έδειξαν τα βουνά στα ενδότερα της περιοχής, όπου κατοικούσαν οι Απαλάτσι, μία φυλή Ινδιάνων. Η ευκαιρία που τους παρουσιαζόταν ήταν μοναδική. Αμέσως ξεκίνησαν για τη χρυσοφόρο περιοχή, αλλά κατά τη διαδρομή πολλοί από αυτούς αφανίστηκαν από τις αρρώστιες, ενώ οι εναπομείναντες βρέθηκαν σε αφιλόξενα εδάφη και έχασαν τον προσανατολισμό τους.
Από το αδιέξοδο τους έβγαλε ο Έλληνας (Griego), όπως τον αποκαλούσαν. Ο Θεόδωρος θα πρέπει να είχε γνώσεις ναυπηγικής, αφού κατόρθωσε να κατασκευάσει βάρκες, με τις οποίες οι χρυσοθήρες κατόρθωσαν να διαφύγουν μέσω των παραποτάμων του Μισισιπή και στις 28 Οκτωβρίου του 1528 να φθάσουν σ’ ένα όρμο, κοντά στη σημερινή πόλη της Πενσακόλα, αρκετά μακριά από την αρχική τους βάση.
Οι Ινδιάνοι της περιοχής προσφέρθηκαν να τους προμηθεύσουν νερό και ο Θεόδωρος τους ακολούθησε. Έκτοτε, αγνοούνται τα ίχνη του, παρά τις προσπάθειες των συντρόφων του να τον βρουν. Υπέθεσαν ότι ο Θεόδωρος τους «πούλησε», για να καρπωθεί μόνο αυτός το χρυσάφι. Η αποστολή του δον Πανφίλο ντε Ναρβάεθ επέστρεψε στην Ισπανία το 1537, δέκα χρόνια αφότου είχε αναχωρήσει από το λιμάνι Σανλούκαρ της Ανδαλουσίας. Τρία χρόνια αργότερα, ο γραμματέας του ισπανού κατακτητή Ερνάντο Ντε Σότο, Γονθάλο Βαλντέζ, βρέθηκε στην περιοχή, όπου είχε εξαφανισθεί ο Θεόδωρος και πληροφορήθηκε από Ινδιάνους ότι είχε δολοφονηθεί για άγνωστο λόγο από ομοεθνείς τους.
Η ελληνική κοινότητα της Φλώριδας θεωρεί τον Θεόδωρο τον πρώτο Έλληνα που πάτησε το πόδι του στην Αμερική. Ανήγειρε, μάλιστα, άγαλμά του στην παραλία της πόλης Κλιαργουότερ της Φλώριδας, τα αποκαλυπτήρια του οποίου έγιναν στις 8 Ιανουαρίου του 2005.

 

1821 – Μάχη στο Λεβίδι. Οι Έλληνες επαναστάτες κατατροπώνουν τους Τούρκους. Η ηρωική αντίσταση του Αναγνώστη Στριφτόμπολα και των παλικαριών του, οι οποίοι είναι οχυρωμένοι μέσα στα σπίτια, δίνει το χρόνο να φτάσουν ενισχύσεις υπό τους Δημήτριο Πλαπούτα και Σταύρο Δημητρακόπουλο, ώστε να λυθεί η πολιορκία.
Τη νύχτα της 13ης προς 14η Απριλίου, οι Τούρκοι, με αναπτερωμένο το ηθικό, μετά τις προηγούμενες νίκες τους, εξόρμησαν κατά του στρατοπέδου στο Λεβίδι, με 3.000 περίπου πεζούς και ιππείς. Όταν έγιναν αντιληπτοί από τις ελληνικές φρουρές, οι επαναστάτες ζήτησαν βοήθεια από το γειτονικό στρατόπεδο στο Διάσελο της Αλωνίσταινας. και από τον Ασημάκη Σκαλτσά, στο Κακούρι (σημ. Αρτεμίσιο). Ταυτόχρονα, ο Χαραλάμπης με ισχυρό σώμα ενόπλων, και ο Στριφτόμπολας, κατέλαβαν θέσεις πάνω από το χωριό ώστε να εμποδίσουν την είσοδο των Τούρκων. Ωστόσο, οι περισσότεροι παράτησαν τις θέσεις τους όταν εμφανίστηκε το τουρκικό ιππικό, ενώ μάταια προσπαθούσαν να τους μεταπείσουν οι Χαραλάμπης, Θεοχαρόπουλος, Αρβάλης.
Έμειναν 70 πολεμιστές υπό τους Πετμεζαίους, Σολιώτη, Στριφτόμπολα και Καρασπύρο, οι οποίοι οχυρώθηκαν, όπως-όπως, σε σπίτια του χωριού.
Οι Τούρκοι επιτέθηκαν με ορμή αλλά και οι Έλληνες αντιστάθηκαν με επιτυχία. Έξω από το σπίτι όπου είχε οχυρωθεί ο Στριφτόμπολας έγινε η αιματηρότερη συμπλοκή, όπου σκοτώθηκαν οι περισσότεροι Τούρκοι, και εκεί έπεσε ηρωικά και ο Στριφτόμπολας.
Τελικά, άρχισαν να φτάνουν στο σημείο της μάχης οι ενισχύσεις από τα άλλα ελληνικά στρατόπεδα, με επικεφαλής τους Δημήτρη Πλαπούτα, Ηλία Τσαλαφατίνο, Νικόλαο Πετμεζά, καθώς και ο Σκαλτσάς. Με τις ενισχύσεις αυτές ενώθηκαν και οι άνδρες των Χαραλάμπη, Θεοχαρόπουλου, Αρβάλη, οι οποίοι βρίσκονταν στα γύρω υψώματα. Οι Τούρκοι βρέθηκαν ανάμεσα σε δύο μέτωπα και αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη μάχη, πανικόβλητοι, για να κλειστούν στην Τριπολιτσά.

 

1837 – Ιδρύεται με βασιλικό διάταγμα του Όθωνα το Πανεπιστήμιο Αθηνών, που θα λάβει την ονομασία Οθώνειον Πανεπιστήμιον.
Το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ), το οποίο συνήθως αναφέρεται απλώς ως Πανεπιστήμιο Αθηνών, αποτελεί ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα που δραστηριοποιείται στην Αθήνα. Ιδρύθηκε με νόμο της αντιβασιλείας την 31 Δεκεμβρίου 1836 (παλαιό ημερολόγιο) που επαναβεβαιώθηκε με βασιλικό διάταγμα του Όθωνα της 24ης Απριλίου του 1837 και λειτουργεί αδιαλείπτως από τις 3 Μαΐου 1837 (τρίτη ημέρα του Πάσχα). Είναι το δεύτερο σε μέγεθος Πανεπιστήμιο της Ελλάδας, μετά το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, με περισσότερους από 40.000 προπτυχιακούς φοιτητές και περισσότερα από 2.000 άτομα διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού.
Το Πανεπιστήμιο Αθηνών είναι το αρχαιότερο Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα της σύγχρονης Ελλάδας και συνεισφέρει σημαντικά στο εκπαιδευτικό και ερευνητικό έργο της χώρας. Είναι επίσης το πρώτο Πανεπιστήμιο ολόκληρης της Βαλκανικής Χερσονήσου και της ευρύτερης περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου.
Για το 2018, το Πανεπιστήμιο Αθηνών κατατάσσεται στη θέση 501-600 στην παγκόσμια λίστα των The Times Higher Education (THE).
Το 2015 το Πανεπιστήμιο Αθηνών αξιολογήθηκε από την Αρχή Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση (ΑΔΙΠ) ως Worthy of merit.

 

1941 – Ιδρύεται στη Λευκωσία από προοδευτικούς αστούς πολιτικούς και κομμουνιστές το Ανορθωτικό Κόμμα του Εργαζόμενου Λαού (ΑΚΕΛ). Η ιδρυτική συνέλευση του ΑΚΕΛ αποτελούσε πρωτοβουλία πολιτικών που βρίσκονταν πέρα από το χώρο του ΚΚΚ. Ωστόσο, το ΚΚΚ συμμετείχε στην προσπάθεια ίδρυσης του ΑΚΕΛ διαμέσου του Γενικού Γραμματέα του, Πλουτή Σέρβα. Σύμφωνα με τον ίδιο, η πλειοψηφία της ηγεσίας του ήταν μη κομμουνιστές πολιτικοί. Το ΑΚΕΛ ήταν ένα νέο κόμμα, πολυσυλλεκτικό, πολυφωνικό. Εξέφρασε γενικά τα νεοεμφανιζόμενα μεσαία κοινωνικά στρώματα και ειδικά τη νεοεμφανιζόμενη πνευματική ελίτ, που σπούδασαν σε Βρετανία και Αθήνα.
Το ΑΚΕΛ ακολούθησε ηπιότερη τακτική και ρητορική από τους νεοφώτιστους πρωτοπόρους του ΚΚΚ. Το νέο κόμμα είχε εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης και τον Οκτώβριο του 1941 αριθμούσε 1300 μέλη. Η οργάνωσή του ήταν βασισμένη σε πρωτόγνωρα πρότυπα για την Κύπρο και στο πρώτο συνέδριό του (Λεμεσός, Οκτώβριος 1941), εκλέχθηκε γενικός γραμματέας ο Πλουτής Σέρβας. Το πρώτο πρόγραμμα και καταστατικό του ΑΚΕΛ ανάφερε ότι το ΑΚΕΛ ήταν «το κόμμα των εργατών, των εργαζομένων αγροτών και των εργαζομένων στρωμάτων των κυπριακών πόλεων», με σκοπό «την κατάκτηση της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης και του εργαζομένου λαού των πόλεων και της υπαίθρου, για την εφαρμογή στην Κύπρο ενός απόλυτα δημοκρατικολαϊκού διακυβερνητικού συστήματος, που να εξυπηρετεί τα συμφέροντα των εργατών και του εργαζομένου λαού και να εξασφαλίζει την άνθιση και την ευδαιμονία στην νήσο». Στα πρώτα κείμενα του νέου κόμματος εντοπίζονται μαρξιστικές-λενινιστικές επιρροές («πρεσβεύει στις αρχές της λαϊκής Δημοκρατίας») αλλά και πιο μετριοπαθείς θέσεις («ΤΚΕΛ σαν κόμμα ρεαλιστικό, θα ρυθμίζει την δράση του και τις ενέργειές του πάνω στην κυπριακή πραγματικότητα και τις διαγραφόμενες προοπτικές»). Στα επόμενα χρόνια, το κόμμα ριζοσπαστικοποιήθηκε στο ζήτημα του πολιτικού συστήματος και στο εθνικό πρόβλημα, και στο καταστατικό του 1946 αναφερόταν ως τελικός σκοπός «η ανοικοδόμηση της σοσιαλιστικής – κομμουνιστικής κοινωνίας» και «ότι στο σημερινό στάδιο -κάτω από συνθήκες εθνικής υποδούλωσης του κυπριακού λαού- το ΑΚΕΛ βάζει στην πρώτη γραμμή τον αγώνα για την εθνική αποκατάσταση του λαού, την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα».

 

1986 – Εκατό αμερικανικά βομβαρδιστικά σφυροκοπούν από αέρος, για περισσότερο από μία ώρα, περιοχές της Λιβύης. Όπως ανακοινώνουν οι ΗΠΑ, πρόκειται για αντίποινα στην τακτική της κυβέρνησης Καντάφι να χρηματοδοτεί και να υποθάλπει μουσουλμανικές τρομοκρατικές οργανώσεις, που δρουν σε διάφορα μέρη του κόσμου.
Στις 15 Απριλίου εξαπολύεται η επίθεση, στην οποία συμμετέχουν πρωτίστως βομβαρδιστικά F-111 που απογειώνονται από βρετανικές βάσεις, ένα εκ των οποίων καταρρίπτεται πάνω από τον Κόλπο της Σύρτης. Από τους βομβαρδισμούς σκοτώνονται πάνω από 100 πολίτες, ανάμεσα στους οποίους και μία κόρη του Καντάφι. Η επίθεση καταδικάζεται από τον Αραβικό Σύνδεσμο, τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, καθώς και από σειρά ευρωπαϊκών χωρών· πριν την επίθεση, η Γαλλία και η Ισπανία αρνούνται να επιτρέψουν στα αμερικανικά βομβαρδιστικά να διασχίσουν τον εναέριο χώρο τους.
Η αμερικανική στρατιωτική εμπλοκή στη Λιβύη τη δεκαετία του ’80 δεν σταματά εδώ. Το 1981, ζεύγος αμερικανικών μαχητικών F-14 κατέρριψε ζεύγος λιβυκών βομβαρδιστικών SU-22. Το 1989, πάλι δύο F-14 κατέρριψαν δύο λιβυκά MIG-23, πάντα εντός του Κόλπου της Σύρτης. Κατά τη δεκαετία του ’80, η συχνότητα της εμπλοκής αμερικανικών δυνάμεων στην περιοχή, συχνά εντός του εναέριου χώρου και των χωρικών υδάτων της Λιβύης, υπήρξε πρωτόγνωρη. Εντύπωση προκαλεί όχι μόνο ο όγκος των εμπλεκόμενων δυνάμεων, όχι μόνο η επανάληψη των επιθέσεων κάθε τύπου, αλλά και ο γεωγραφικός παράγοντας· πρόκειται για επιχειρήσεις που διεξάχθηκαν πολύ κοντά ή εντός της Λιβύης και παρουσιάζονταν στη δυτική κοινή γνώμη ως «αμυντικές» επιχειρήσεις εναντίον της «επιτιθέμενης» Λιβύης. Με πρόφαση την υποστήριξη της Λιβύης προς τη διεθνή τρομοκρατία, οι ΗΠΑ εγκατέστησαν μία μόνιμη στρατιωτική παρουσία στη Νότιοανατολική Μεσόγειο, εδραιώνοντας τον πολιτικο-στρατιωτικό έλεγχο της Βορείου Αφρικής.

 

Γεννήσεις

 

1936 – Φρανκ Σέρπικο (Frank Serpico) είναι αμερικανός αστυνομικός, που έγινε γνωστός γιατί ως μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος (whistleblower) ξεσκέπασε τη διαφθορά που ενδημούσε στην αστυνομία της Νέας Υόρκης στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Η περίπτωσή του έγινε παγκοσμίως γνωστή μέσα από την ταινία του Σίντνεϊ Λιούμετ «Σέρπικο» (1973), με πρωταγωνιστή τον Αλ Πατσίνο.
Ο Φραντσέσκο Σέρπικο γεννήθηκε στις 14 Απριλίου 1936 στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης από γονείς ιταλικής καταγωγής. Σε ηλικία 17 ετών κατατάχθηκε στον αμερικανικό στρατό και υπηρέτησε για δύο χρόνια στη Νότια Κορέα. Μετά την αφυπηρέτησή του ακολούθησε πανεπιστημιακές σπουδές, ενώ παράλληλα εργαζόταν περιστασιακά ως ιδιωτικός ντετέκτιβ.
Το 1973 ο αμερικανός δημοσιογράφος Πίτερ Μάας εξέδωσε τη βιογραφία του, η οποία έγινε μπεστ-σέλερ, πουλώντας πάνω από 3 εκατομμύρια αντίτυπα. Στο βιβλίο του Μάας βασίστηκε η ταινία του Σίντνεϊ Λιούμετ «Σέρπικο», που έκανε πρεμιέρα στις 5 Δεκεμβρίου 1973. Ο πρωταγωνιστής της ταινίας Αλ Πατσίνο, που ήταν υποψήφιος για Όσκαρ α’ ανδρικού ρόλου, πέρασε μήνες μαζί με τον Φρανκ Σέρπικο, προκειμένου να μπει στο «πετσί» του ρόλου. Τη μουσική της ταινίας έγραψε ο Μίκης Θεοδωράκης, που ήταν υποψήφιος για Γκράμι καλύτερης μουσικής επένδυσης σε κινηματογραφική ταινία.

 

1942 – Βαλέρι Μπρούμελ, ρώσος αθλητής του άλματος εις ύψος, που κατέρριψε 6 φορές το παγκόσμιο ρεκόρ και κατέκτησε ένα χρυσό κι ένα αργυρό μετάλλιο σε Ολυμπιακούς Αγώνες.
Ο Μπρούμελ γεννήθηκε σε ένα χωριό της μακρινής ανατολικής Σιβηρίας, σε μια οικογένεια γεωλόγων που εξερευνούσαν την περιοχή. Αργότερα μετακόμισαν στο Λουχάνσκ και δίδαξαν στο τοπικό πανεπιστήμιο. Ξεκίνησε την ενασχόληση με το άλμα εις ύψος σε ηλικία 12 ετών στο Λουχάνσκ, με προπονητή τον Π.Σ. Στέιν. Σε ηλικία 16 ετών έκανε άλματα στα 2 μέτρα, χρησιμοποιώντας την τότε κυρίαρχη τεχνική δρασκελισμού με ίσια πόδια. Βελτίωσε τις δεξιότητές του υπό την καθοδήγηση του Β.Μ. Ντιάτσκοφ στη Μόσχα. Το 1960 έσπασε το ρεκόρ της ΕΣΣΔ, με 2,17 μ. και επιλέχθηκε στην ολυμπιακή ομάδα της ΕΣΣΔ. Στους Θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του 1960, έκανε άλμα στο ίδιο ύψος με τον νικητή, Ρόμπερτ Σαβλακάντζε, αλλά έκανε περισσότερες προσπάθειες και έτσι του απονεμήθηκε το αργυρό μετάλλιο. Το 1961–1963 κατέρριψε 6 φορές το παγκόσμιο ρεκόρ στο άλμα εις ύψος, βελτιώνοντάς το από τα 2,23 μ. έως τα 2,28 μ. Κέρδισε επίσης στο άλμα εις ύψος στην Πανεπιστημιάδα του 1961 και του 1963, στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1962, στους Θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του 1964 και στο Πρωτάθλημα ΕΣΣΔ 1961–1963.[8]
Αφού έμεινε αήττητος κατά τη διάρκεια της σεζόν 1965, ο Μπρούμελ υπέστη πολλαπλά κατάγματα στο δεξί πόδι του σε ατύχημα με μοτοσικλέτα και αντιμετώπισε ακρωτηριασμό. Χειρουργήθηκε επιτυχώς από τον καθηγητή Γκαβριίλ Ιλιζάροφ με μια νέα διαδικασία επιμήκυνσης ποδιών χρησιμοποιώντας τον εξωτερικό του σταθεροποιητή (συσκευή Ιλιζάροφ). Ωστόσο, ακόμη και μετά από 29 χειρουργικές επεμβάσεις δεν μπόρεσε να αναρρώσει πλήρως. Αποσύρθηκε το 1970 αφού πήδηξε 2,06 μ. σε τοπικούς αγώνες.

 

1945 – Ρίτσι Μπλάκμορ, άγγλος κιθαρίστας των Deep Purple.Γεννήθηκε στις 14 Απριλίου 1945 στο Γουέστον Σούπερ Μερ του Βόρειου Σόμερσετ και μετακόμισε στο Ίστον του Μίντλσεξ σε ηλικία 2 ετών Στα 11 του χρόνια, ο πατέρας του του δώρισε την πρώτη του κιθάρα, υπό τον όρο να μάθει να παίζει κάνοντας μαθήματας κλασικής κιθάρας, για ένα χρόνο. Σταμάτησε το σχολείο σε ηλικία 15 ετών και ξεκίνησε να δουλεύει σαν μηχανικός ασυρμάτων στο αεροδρόμιο του Χίθροου, στο Λονδίνο. Εκείνη τη χρονιά, έκανε μαθήματα ηλεκτρικής κιθάρας με τον Τζιμ Σάλιβαν
Στα τέλη του 1967, δημιούργησε το συγκρότημα Mandrake Root αλλά δέχθηκε ένα τηλεφώνημα από τον μετέπειτα μάνατζερ των Deep Purple, Τόνι Έντουαρτς, για να επιστρέψει στην Αγγλία και να ενταχθεί στο νέο συγκρότημα που αυτός θα δημιουργούσε. Αρχικά, το συγκρότημα ονομάστηκε Roundabout, με τους Κρις Κέρτις στα φωνητικά, Ντεήβ Κέρτις στο μπάσο, Τζον Λορντ στα πλήκτρα και Μπόμπι Κλαρκ στα τύμπανα. Λίγο αργότερα, άλλαξαν το όνομα τους σε Deep Purple ενώ άλλαξαν και τραγουδιστή, μπασίστα και ντράμερ, με τους Ροντ Έβανς, Νικ Σίμπερ και Ίαν Πέις, αντίστοιχα.
Με αυτή τη γραμμή μελών, οι Deep Purple ηχογράφησαν τρία άλμπουμ, τα “Shades of Deep Purple” (1968), “The Book of Taliesyn” (1968) και “Deep Purple” (1969), ενώ κυκλοφόρησαν και μερικά σινγκλ, πιο επιτυχημένα εκ των οποίων ήταν τα “Hush” και “Kentucky Woman”.
Το καλοκαίρι του 1969, αποφάσισαν να αλλάξουν τραγουδιστή και μπασίστα, εντάσσοντας στο συγκρότημα τους Ίαν Γκίλαν και Ρότζερ Γκλόβερ, αντίστοιχα. Με τα νέα μέλη, οι Deep Purple ηχογράφησαν τέσσερα στούντιο άλμπουμ (“Deep Purple in Rock” (1970), “Fireball” (1971), “Machine Head” (1972) και “Who Do We Think We Are” (1973)) και δύο ζωντανά ηχογραφημένα άλμπουμ (“Concerto for Group and Orchestra” (1969) και “Made in Japan” (1972)), τα οποία γνώρισαν μεγάλη επιτυχία σε όλο τον κόσμο. Χαρακτηριστικό ήταν το ότι το 1973, οι Deep Purple είναι το # 1 συγκρότημα σε πωλήσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες. Επίσης, μεγάλη επιτυχία γνώρισαν τα σινγκλ “Black Night”, “Strange Kind of Woman” και “Fireball” στη Μεγάλη Βρετανία, όπως και το “Smoke on the Water” στις ΗΠΑ, όπου βραβεύτηκε ως χρυσό.
Το καλοκαίρι του 1973, αποχωρούν από το συγκρότημα ο Ίαν Γκίλαν και ο Ρότζερ Γκλόβερ,[20] για να αντικατασταθούν από τους Ντέιβιντ Κόβερντεϊλ και Γκλεν Χιουζ, αντίστοιχα.[21] Με τις προσθήκες αυτές, οι Deep Purple ηχογράφησαν τα “Burn” και “Stormbringer”, πραγματοποιώντας ταυτόχρονα πολύ μεγάλες συναυλίες στην Αμερική και την Ευρώπη.
Τον Απρίλιο του 1975, ο Μπλάκμορ έδωσε την τελευταία του συναυλία με τους Deep Purple, από τους οποίους αποχώρησε λόγω της αυξανόμενης απογοήτευσης του από τα jazz/funk στοιχεία που είχαν υιοθετηθεί στον σκληρό ήχο του συγκροτήματος.

Θάνατοι

 

1891 – Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος (1815 – 14 Απριλίου 1891) ήταν Έλληνας ιστορικός που χαρακτηρίζεται από τους σύγχρονους ιστορικούς ως ο «πατέρας» της ελληνικής ιστοριογραφίας. Είναι ο θεμελιωτής της αντίληψης της ιστορικής συνέχειας της Ελλάδας από την αρχαιότητα έως σήμερα, αφού καθιέρωσε στην διδασκαλία του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών την τριμερή διαίρεση της ελληνικής ιστορίας (αρχαία, μεσαιωνική και νέα) και επιδίωξε να αναιρέσει τις κυρίαρχες εκείνη την εποχή απόψεις ότι η Βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν περίοδος παρακμής και εκφυλισμού που δεν αναγνωριζόταν ως τμήμα της ελληνικής ιστορίας. Πιστεύεται ότι έθεσε τις βάσεις για τη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας της νεοελληνικής κοινωνίας
Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος γεννήθηκε το 1815 στην Κωνσταντινούπολη και ήταν γιος του Δημητρίου Παπαρρηγόπουλου, τραπεζίτη από τη Βυτίνα και προκρίτου της ελληνικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολη, και της Ταρσίας Νικοκλή. Με την έκρηξη της επανάστασης του 1821 οι Τούρκοι θανάτωσαν τον πατέρα του, τον αδερφό του Μιχαήλ, τον θείο του Ιωάννη Παπαρρηγόπουλο και τον γαμπρό του πατέρα του, Δημήτριο Σκαναβή), ενώ δήμευσαν και ολόκληρη την περιουσία του. Ύστερα από αυτά τα τραγικά γεγονότα η μητέρα του, Ταρσία Νικοκλή, κατέφυγε στην Οδησσό μαζί με τα οκτώ παιδιά της. Εκεί ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος σπούδασε ως υπότροφος του Τσάρου στο γαλλικό Λύκειο «Ρισελιέ» μέχρι το 1830, οπότε η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στο Ναύπλιο. Ο ίδιος παρακολουθούσε μαθήματα στην κεντρική σχολή της Αίγινας με δάσκαλο τον Γεώργιο Γεννάδιο, αλλά τελικά δεν κατάφερε να αποφοιτήσει. Παρ’ όλο που γνώριζε αρκετές ξένες γλώσσες (γαλλικά, γερμανικά και ρωσικά) και μελετούσε πολύ, δεν ολοκλήρωσε ποτέ καμία βαθμίδα της εκπαίδευσης, γεγονός που έγινε αιτία να μη διοριστεί στο Πανεπιστήμιο. Βαθύτερη αιτία του αποκλεισμού του ήταν ότι ήταν “ετερόχθων”, δηλ. από επαρχίες που δε συμπεριλήφθηκαν στο νεοπαγές ελληνικό κράτος. Ο στρατηγός Μακρυγιάννης είχε υπερασπιστεί με νύχια και με δόντια τον διορισμό στο Δημόσιο αποκλειστικά των αυτοχθόνων, μόνον όσων προέρχονταν δηλαδή από τις απελευθερωμένες περιοχές. «Αν δεν φάγομεν εμείς ας πάει κατά διαβόλου η ελευθερία» φέρεται να είπε σε συνεδρίαση της εθνοσυνέλευσης.

 

1930 – Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, ρώσος ποιητής. Ήταν το τρίτο και τελευταίο παιδί της οικογένειάς του που γεννήθηκε στο Μπαγκντάτι, στη Γεωργία όπου ο πατέρας του εργαζόταν ως δασοφύλακας. Ο πατέρας του είχε καταγωγή από Ουκρανούς Κοζάκους ενώ η μητέρα του ήταν επίσης oυκρανικής καταγωγής. Αν και ο Μαγιακόφσκι μιλούσε Γεωργιανά στο σχολείο και με τους φίλους του, η οικογένειά του μιλούσε κυρίως Ρωσικά στο σπίτι. Σε ηλικία 14 ετών πήρε μέρος σε διαδηλώσεις με τους σοσιαλιστές στην πόλη Κουταΐσι, όπου παρακολούθησε μαθήματα στο τοπικό γυμνάσιο. Μετά τον ξαφνικό και πρώιμο θάνατο του πατέρα του το 1906, η οικογένειά του — ο ίδιος, η μητέρα του, και οι δύο αδελφές του — μετακόμισε στη Μόσχα, όπου συνέχισε τις μαθητικές του σπουδές.
Στη Μόσχα ο Μαγιακόφσκι ανέπτυξε το πάθος του για τη μαρξιστική λογοτεχνία, πήρε μέρος σε σειρά δραστηριοτήτων στο Ρωσικό Σοσιαλιστικό Δημοκρατικό Κόμμα των Εργαζομένων και αργότερα στρατολογήθηκε ως μέλος των Μπολσεβίκων. Το 1908 αποπέμφθηκε από το σχολείο επειδή η μητέρα του δεν μπορούσε πλέον να πληρώνει τα δίδακτρα. Εκείνη την εποχή, ο Μαγιακόφσκι φυλακίστηκε σε τρεις περιπτώσεις για ανατρεπτική πολιτική δράση αλλά, όντας ανήλικος, απέφυγε τη μεταγωγή του. Στη διάρκεια της περιόδου της απομόνωσης στα κρατητήρια της φυλακής της Μπουτίρκα (ρωσικά: Бутырский следственный изолятор ή Бутырская тюрьма) το 1909, άρχισε να γράφει ποίηση, αλλά τα ποιήματά του κατασχέθηκαν από τις αρχές. Με την αποφυλάκισή του, εξακολούθησε να εργάζεται για το σοσιαλιστικό κίνημα, και το 1911 μπήκε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Μόσχας όπου γνωρίστηκε με μέλη του ρωσικού φουτουριστικού κινήματος. Έγινε ο κύριος εκπρόσωπος τύπου για την ομάδα Γκιλέας (ρωσικά:Гилея), και στενός φίλος του ζωγράφου Νταβίντ Μπουρλιούκ, τον οποίο έβλεπε ως μέντορά του.
Το 1912 η φουτουριστική έκδοση, Ένα χαστούκι στο πρόσωπο του δημοσίου γούστου (Пощёчина общественному вкусу) περιελάμβανε τα πρώτα δημοσιευμένα ποιήματα του Μαγιακόφσκι: Νύχτα (Ночь), και Πρωί (Утро). Λόγω όμως των πολιτικών τους δραστηριοτήτων, ο Μπουρλιούκ και ο Μαγιακόφσκι αποβλήθηκαν από τη Σχολή Καλών Τεχνών της Μόσχας το 1914.
Η εργασία του συνεχίστηκε, υπό την μανιέρα του Φουτουρισμού, έως το 1914. Η καλλιτεχνική του ανάπτυξη τότε άλλαξε δραματικά προς την κατεύθυνση της αφήγησης και ήταν αυτή του η δουλειά, που δημοσιεύτηκε αμέσως την περίοδο που προηγήθηκε της Ρωσικής Επανάστασης, η οποία επρόκειτο να καθιερώσει τη φήμη του ως ποιητή στη Ρωσία και στο εξωτερικό.
Η σημασία της επίδρασης του Μαγιακόφσκι δεν περιορίζεται στη σοβιετική ποίηση. Ενώ από χρόνια θεωρείται ο κορυφαίος Σοβιετικός ποιητής, έχει αλλάξει επίσης τις παραδοχές για την ποίηση στην ευρύτερη κουλτούρα του 20ου αιώνα. Ο πολιτικός του ακτιβισμός ως καθοδηγητή προπαγάνδας σπάνια κατανοήθηκε και συχνά επικρίθηκε από τους συγχρόνους του, ακόμα και από στενούς του φίλους όπως ο Μπορίς Παστερνάκ. Κοντά στα τέλη του 1920, ο Μαγιακόφσκι απομυθοποίησε σε μεγάλο βαθμό την πορεία της Σοβιετικής Ένωσης υπό τον Ιωσήφ Στάλιν: τα σατιρικά του έργα Ο κοριός (ρωσικά: Клоп, 1929) και Το μπάνιο (ρωσικά: Баня, 1930), τα οποία πραγματεύονται τη σοβιετική απέχθεια για την τέχνη και τη γραφειοκρατία, αντανακλούν αυτή την εξέλιξη.
Το απόγευμα της 14ης Απριλίου, 1930, ο Μαγιακόφσκι αυτοπυροβολήθηκε. Το ημιτελές κείμενο του ποιήματος της αυτοκτονίας του σημείωνε, μεταξύ άλλων: «Το καράβι της αγάπης συντρίφτηκε πάνω στην καθημερινή ρουτίνα. Εσύ κι εγώ, δεν χρωστάμε τίποτε ο ένας στον άλλον, και δεν έχει νόημα η απαρίθμηση αμοιβαίων πόνων, θλίψεων και πληγών». Ο Μαγιακόφσκι ετάφη στη Μόσχα, στο Κοιμητήριο Νοβοντέβιτσι.

 

1986 – Σιμόν Ντε Μποβουάρ, (απαντάται και Μπωβουάρ, γαλλικά: Simone de Beauvoir, 9 Ιανουαρίου 1908 – 14 Απριλίου 1986) ήταν Γαλλίδα συγγραφέας, φιλόσοφος, διανοούμενη, ακτιβίστρια και φεμινίστρια. Υπήρξε σύντροφος του διάσημου υπαρξιστή φιλοσόφου Ζαν-Πωλ Σαρτρ.
Το γνωστότερο έργο της υπήρξε «Το δεύτερο φύλο», μια φεμινιστική ανάλυση της γυναικείας ύπαρξης και της καταπίεσης των γυναικών.
Η Σιμόν Λυσί Ερνεστίν Μαρί Μπερτράν ντε Μπωβουάρ γεννήθηκε στις 9 Ιανουαρίου του 1908 στο Παρίσι της Γαλλίας, σπούδασε στο πανεπιστήμιο École Normale Supérieure όπου και σε ηλικία 21 ετών συνάντησε τον Ζαν-Πωλ Σαρτρ. Το 1981 συνέγραψε το «La Cérémonie Des Adieux» (Η Τελετή του Αποχαιρετισμού), μια οδυνηρή εξιστόρηση των τελευταίων χρόνων του Σαρτρ.
Μαζί με τον σύντροφό της Ζαν-Πωλ Σαρτρ συντάχτηκε με το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας, αλλά αποχώρησαν αμφότεροι έπειτα από την Σοβιετική επέμβαση στην Ουγγαρία το 1956 και μετέπειτα στράφηκαν προς τον Μαοϊσμό. Η Μπωβουάρ θεωρήθηκε η μητέρα του (μετά το 1968) φεμινισμού, με φιλοσοφικά γραπτά που συνδέθηκαν, αν και ήταν ανεξάρτητα, με τον Σαρτριανό υπαρξισμό. Πέθανε από πνευμονία στις 14 Απριλίου του 1986 και τάφηκε πλάι στον Σαρτρ στο Κοιμητήριο του Μονπαρνάς του Παρισιού.

 

Πηγές: Σαν σήμερα, el.wikipedia
Διαβάστε περισσότερα στην ενότητα Χρονολόγιο
με click πάνω στην κάρτα που ακολουθεί
ή στο Posted in Χρονολόγιο