Μ. Καραγάτσης |
«Ας γελάσω!» |
«Το παρελθόν το γνωρίζω, ώστε να μη με γοητεύει.
Το μέλλον είναι σκοτεινό, ώστε να με τρομάζει.
Αγαπώ το φωτεινό, το γνωστό Σήμερα» |
Βίου Περίληψη
Ο Μ. Καραγάτσης γεννήθηκε στην Αθήνα, στις 23 Ιουνίου 1908, σε ένα απλό γωνιακό σπίτι στη συμβολή της Ακαδημίας και της Θεμιστοκλέους. Ήταν το πέμπτο και μικρότερο παιδί μιας οικογένειας που συνδύαζε το αστικό με το επαρχιακό πνεύμα — ο πατέρας του, δικηγόρος και πολιτικός· η μητέρα του, από τον Τύρναβο. Η παιδική του ηλικία, ωστόσο, πέρασε σε μεγάλο βαθμό στη Ραψάνη της Θεσσαλίας. Εκεί, όπως συνήθιζε να λέει, «γεννήθηκε ως συγγραφέας» — κάτω από καραγατσόδεντρα που του έδωσαν και το ψευδώνυμό του.
Το “Μ.” στο όνομά του παρέμεινε μυστήριο. Άλλοι το αποκωδικοποιούσαν ως Μιχάλης, άλλοι ως Μίτια, μα ο ίδιος δεν μπήκε ποτέ στον κόπο να το εξηγήσει. Το άφησε να πλανάται σαν υπογραφή χωρίς ταυτότητα, σαν σκιά ενός εαυτού που δεν όφειλε να απολογηθεί.
Τα πρώτα του βήματα στη λογοτεχνία έγιναν το 1927 με τη δημοσίευση του διηγήματος Η κυρία Νίτσα. Από νωρίς, το ύφος του χαρακτηριζόταν από μια τολμηρή διεισδυτικότητα στα σκοτεινά σημεία του ανθρώπου. Όπως έγραφε, «η δυστυχία, η αγωνία, η μεταμέλεια» τον έσπρωχναν πέρα από τα συμβατικά σύνορα της ζωής και της ηθικής. Ακολούθησαν τα έργα που τον ανέδειξαν ως κορυφαίο της Γενιάς του ’30 — Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν, Η Χίμαιρα, Ο Γιούγκερμαν — χαρακτήρες με έντονη αίσθηση της μοίρας, αλλόκοτοι ξένοι που ζούσαν στο όριο, πάντα καταδικασμένοι να μην ανθίσουν.
Το 1936 γεννήθηκε η κόρη του, Μαρίνα. Της έδωσε το όνομα της ηρωίδας του από τη Χίμαιρα — μια πράξη που φανέρωνε τον λυρικό δεσμό του με τη λογοτεχνία και τη ζωή. Η μητέρα της, η ζωγράφος Νίκη Καραγάτση, ήταν η σύντροφός του εκείνη την εποχή, αν και η σχέση τους σημαδεύτηκε από ασυνέπειες και ένταση.
Ήταν σκληρός, αλλά και παθιασμένος με την Ιστορία — ειδικά την “petite histoire”, την μικροϊστορία. Συχνά διηγούνταν στη Μαρίνα καθημερινά επεισόδια ανθρώπων της Ιστορίας, προσπαθώντας να εμφυσήσει την ανάγκη της μνήμης. Μέχρι τέλους εργαζόταν. Έγραφε το μυθιστόρημα 10, το οποίο έμεινε ημιτελές. Η τελευταία του λέξη στο χαρτί ήταν: «Ας γελάσω!»
Πέθανε στις 14 Σεπτεμβρίου 1960. Στον τάφο του γράφτηκε μια φράση δικής του έμπνευσης: «Οι μοναδικές ομορφιές είναι προνόμιο του θανάτου». Η μνήμη του ζει, όχι μόνο μέσα από τα βιβλία του, αλλά και μέσα από τη φωνή της κόρης του, η οποία τόλμησε να μιλήσει για τον πατέρα-μύθο και τον άνθρωπο-σύνθετο. Έναν άνθρωπο που δεν διεκδικούσε λύτρωση, αλλά που παρέδιδε στα έργα του τη ζωή ολόκληρη — με τις αντιφάσεις της, τα πάθη και τη σκληρότητά της.
Σε πρώτο πρόσωπο
Γεννήθηκα στην Αθήνα σε ένα από τα τέσσερα γωνιακά σπίτια των οδών Ακαδημίας και Θεμιστοκλέους. Δεν σας λέω όμως σε ποιό. Και το κάνω επίτηδες αυτό, για να μπλέξω άγρια-σε αυτό το αθηναϊκό σταυροδρόμι- τους διαφόρους ‘αρμοδίους’, όταν έρθει η στιγμή να εντοιχισθεί η αναμνηστική πλάκα. Εγώ βέβαια θα τα έχω τινάξει προ πολλού, και θα σπάω κέφι καλά στον ουρανό, με τη μεταθανάτια φάρσα μου. Θα έχω παρέα το Σολωμό, που θα μου λέει κουνώντας το κεφάλι: «Τράβα και σύ Καραγάτση, όσα τράβηξα εγώ από τον Καιροφύλλα, τον Αποστολάκη και το Σπαταλά. Όπως βλέπετε το κυριότερο γνώρισμά μου είναι η μετριοφροσύνη.
Διδάχτηκα τα πρώτα γράμματα στο Αρσάκειο της Λάρισας (όταν συλλογιέμαι πως, υπήρξα και Αρσακειάδα!) και αντί να ερωτευτώ τις συμμαθήτριες μου, αγάπησα παράφορα τη δασκάλα μου. Γεγονός που μαρτυράει τη σκοτεινή ερωτική ιδιοσυγκρασία μου. Έκανα ό,τι μπορούσα για να μην προβιβαστώ, να μείνω στην ίδια τάξη, κοντά στην ‘γυναίκα των ονείρων μου’. Το υπέροχο λογοτεχνικό μου ταλέντο φανερώθηκε στο Γυμνάσιο, όταν έγραφα εκθέσεις αριστουργηματικές.
Οι καθηγητές μου δεν πρόφταιναν να μου βάζουν δεκάρια. Ένας μονάχα- ένας ξερακιανός και καταχθόνιος- έβρισκε τα κείμενά μου απαίσια και τα μηδένιζε αράδα. Δεν μπορούσα να καταλάβω…αργότερα όμως κατάλαβα. Ο καθηγητής ήταν λογοτέχνης. Εννοείται πώς τον εκδικήθηκα σκληρά… Ήμουν νεαρότατο μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών όταν ο κ. Καθηγητής -γέρος πια- ζήτησε την ψήφο μου για να μπει και αυτός στο επίσημο αυτό Πρυτανείο της ελληνικής διάνθησης. Του την αρνήθηκα. Αποτέλεσμα: Αυτός είναι και εγώ δεν είμαι πια μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών…
Κάποτε σπούδαζα νομικά. Είχα συμφοιτητές τους κ. Πέτρον Χάρην, Άγγελο Τερζάκην, Γιώργο Θεοτοκάν, Πετσάλην και Οδυσσέα Ελύτην, τα εξαιρετικά αυτά νομικά πνεύματα που τόσο διέπρεψαν στη δικανική σταδιοδρομία τους- όπως και εγώ εξάλλου. Ο ισχυρισμός του κ. Κλ. Παράσχου ότι υπήρξε συμφοιτητής μου είναι ανακριβέστατος. Όταν ο νεαρότατος κ. Παράσχος γράφτηκε πρωτοετής στη νομική, εγώ ήμουν κιόλας δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω. Έφηβος ήμουν όταν έγραψα τα πρώτα μου και τελευταία ποιήματα. Δεν τα δημοσίευσα ποτέ. Αργότερα τόριξα στην πεζογραφία, ένας Θεός ξέρει το γιατί…»
Η σημερινή εποχή είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, και δε θ’ άλλαζα με τίποτα την φυσική χρονολογική τοποθέτηση της ζωής μου. Η Μοίρα, για να με γεννήσει το 1908 και να με πεθάνει όταν με πεθάνει, ήξερε τι έκανε. Το παρελθόν το γνωρίζω, ώστε να μη με γοητεύει. Το μέλλον είναι σκοτεινό, ώστε να με τρομάζει. Αγαπώ το φωτεινό, το γνωστό Σήμερα. Όταν κλείνουμαι στο γραφείο μου, μπροστά σ’ ένα λευκό χαρτί και με μερικές ιδέες στο κεφάλι, αισθάνουμαι μια τεράστια ηδονή: Όπως ο γυναικάς πλάι στην ερωμένη του, κι ο μπέκρος μπροστά στο εκατοσταράκι. Εξάλλου, τίποτα δεν μ’ αναγκάζει να γράφω από υποχρέωση για να πέσω στη ρουτίνα. Γράφω μόνον όταν έχω κέφι.
Έγραψα πολλά και διάφορα διηγήματα, νουβέλες, μυθιστορήματα, έργα υψηλού ηθικοπλαστικού περιεχομένου, πολύ κατάλληλα για παρθεναγωγεία και βιβλιοθήκες οικογενειών με αυστηρά αστικά ήθη. Οι ήρωές μου λοιπόν –Λιάπκιν, Μαρίνα Ρεΐζη και ιδίως Γιούγκερμαν– είναι άνθρωποι αγνοί, αθώοι, ιδεολόγοι και στέκουν ψηλότερα από τις αθλιότητες του χαμερπούς υλισμού. Απορώ πώς το εκπαιδευτικό συμβούλιο δεν εισήγαγε ακόμα τα βιβλία μου για αναγνωστικά στα σχολεία του κράτους, εξίσταμαι πώς η Ακαδημία δεν μου έδωσε ακόμα το βραβείο Αρετής, πως δεν με εκάλεσε ακόμα να παρακαθίσω στους ενάρετους κόλπους της κοντά στον κ. Σπύρο Μελά. Δεν επείραξα ποτέ συνάδελφο και είμαι συμπαθέστατος στους λογοτεχνικούς κύκλους.
Αυτό θα αποδειχθεί στην κηδεία μου όπου θα έρθει κόσμος και κοσμάκης να πεισθεί ιδίοις όμμασι ότι πέθανα, ότι θάφτηκα, ότι πήγα στο διάολο. Και θα φύγει από το νεκροταφείο ο κόσμος και ο κοσμάκης βγάζοντας στεναγμούς ανακούφισης. Είμαι βέβαιος πως ο Θεός θα με κατατάξει μεταξύ των αγίων στον Παράδεισο. Αμήν.
«Περί ψευδωνύμων»*
Η διαμάχη Καραγάτση – Λαπαθιώτη
Το 1943 ο ίδιος ο Μ. Καραγάτσης προσπάθησε μέσα από δημοσίευσή του στο λογοτεχνικό περιοδικό Νέα Εστία να εξηγήσει την απόφασή του να χρησιμοποιήσει ψευδώνυμο. Στο δημοσίευμά του όμως «φωτογράφησε» έναν άλλο συγγραφέα της εποχής, τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη (1888-1944) ο οποίος του απάντησε σε επόμενο τεύχος του περιοδικού με αποτέλεσμα να προκληθεί μια ενδιαφέρουσα διαμάχη μεταξύ των δύο λογοτεχνών.
Η διαμάχη ξεκίνησε όταν ο Καραγάτσης στο τεύχος 379 του περιοδικού Νέα Εστία (15 Μαρτ. 1943) σχολίαζε σε επιστολή του προς τον Π. Χάρη, τότε διευθυντή της Νέας Εστίας, την απόφασή του να χρησιμοποιήσει λογοτεχνικό ψευδώνυμο:
«[…] θα ήθελα να σου ξομολογηθώ την κωμικοτραγικήν ιστορία του ψευδωνύμου μου.
Ήμουνα κι εγώ από τους νέους εκείνους που είχαν πολλούς δισταγμούς για το πρωτόλειό τους έργο. Δε με φόβιζε όμως η γνώμη των συνανθρώπων μου. Με το δονκιχωτικό θράσος των δειλών, ήμουνα έτοιμος να δώσω τη μάχη με το πραγματικό και τόσο -κατά τη γνώμη σου- καλαίσθητο όνομά μου. Με τη διαφορά πως το όνομα αυτό δεν ήταν μόνο δικό μου, αλλά και του μακαρίτη του πατέρα μου, ενός ανθρώπου μ’ εξαιρετικήν αξία και μεγάλα πνευματικά και ηθικά χαρίσματα. Αλλά και παθολογικά εγωκεντρικού, που πίστευε ακράδαντα πως κάθε άλλος έξω από το δρόμο που ακολούθησε αυτός στη ζωή του, είχε μέσα του το σπέρμα της κατωτερότητας, της αποτυχίας. Και σαν καλός πατέρας που ήταν, σπατάλησε τις δυνάμεις του και την περιουσία του για να με κάνει ό,τι ήταν κι αυτός. Δηλαδή ένα σοβαρό και πρακτικό επιστήμονα πολιτικό.
Καταλαβαίνεις τη βαθιά του απογοήτευση όταν είδε τις βιολογικές και διαμορφωτικές του προσπάθειες να πάνε χαμένες. Χωρίς να έχουμε μιλήσει ποτέ καθαρά, καταλάβαινε πως η λογοτεχνική προοπτική ήταν το μεγάλο μου πάθος. Και συννέφιαζε…
Έτυχε ο μακαρίτης να έχει φίλο γκαρδιακό ένα συνομήλικό του στρατιωτικό, που ο γιος του, καλός κι ορθόδοξος ποιητής, ακολούθησε κάποιον αιρετικό σε άλλες βιοκοινωνικές του εκδηλώσεις δρόμο[1]. Και γεννήθηκε στη φαντασία του πατέρα μου η πλάνη πως ο κάθε νεοέλληνας λογοτέχνης πρέπει νάχει όλα τα γνωρίσματα που ξεχώριζαν το γιο του γερο-φίλου του από τους άλλους ανθρώπους. Με φώναξε λοιπόν μια μέρα και μου εδήλωσε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο:
– Το όνομα που σου έδωσα είναι ακηλίδωτο και σου απαγορεύω να το κηλιδώσεις! Δε θάχουμε στην οικογένειά μας τα ρεζιλίκια του Παυσανία!
Έσκυψα το κεφάλι με τον πρεπούμενο υικό σεβασμό:
– Να μείνετε ήσυχος. Θα πάρω ψευδώνυμο…
Κι έτσι από Ροδόπουλος γίνηκα Καραγάτσης.
Ύστερ’ από λίγο καιρό κυκλοφόρησε ο “Συνταγματάρχης Λιάπκιν”. Ο μακαρίτης αγνοούσε επισήμως το φοβερό μου στραβοπάτημα. Όταν όμως διάβασε τις κριτικές, όταν άκουσε τους επαίνους των ανίδεων για την πεισματωμένη αντίληψή του γνωστών και φίλων, άρχισε να κλονίζεται. Και μια μέρα αγόρασε το “Λιάπκιν” και τον διάβασε κρυφά. Μάλιστα κρυφά. Και κατάλαβε. Γιατί, όπως είπαμε, ήταν άνθρωπος με ανώτερην αντίληψη, ο μακαρίτης. Με φώναξε, λοιπόν, πάλι στο γραφείο του και μου είπε τον παρακάτω μνημειώδη λόγο:
– Κηλιδωμένο όνομα σου έδωσα και πήρες ψευδώνυμο;
Έτσι, το ψευδώνυμό μου χρωστιέται όχι σε δικό μου, αλλά σε πατρικό complexe d’ infériorité για λογαριασμό του οικογενειακού ονόματος. Με τη διαφορά πως όταν γίνηκε φανερό πως δεν υπήρχε φόβος να κηλιδώσω με την πέννα μου το όνομα των Ροδοπουλέων, ήταν πια πολύ αργά. Κι έτσι απόμεινα Καραγάτσης. Ας όψεται ο γιος του Παυσανία… [Περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 379 (15/3/1943)]
Εδώ ο Καραγάτσης “φωτογραφίζει” το γνωστό ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, ο οποίος μάλιστα συνεργαζόταν συχνά με το περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ. Ο πατέρας του Λαπαθιώτη λεγόταν Λεωνίδας και ήταν ανώτατος στρατιωτικός, ενώ το 1909 έγινε υπουργός των εξωτερικών και αργότερα βουλευτής.
Η απάντηση Λαπαθιώτη
Στο μεθεπόμενο τεύχος της ΝΕΑΣ ΕΣΤΙΑΣ ο Λαπαθιώτης γράφει, μεταξύ άλλων, αναφερόμενος στον Καραγάτση:
«[…] Στο τελευταίο γράμμα του, για τα ψευδώνυμα, αφηγούμενος το πώς αναγκάστηκε να πάρη το ψευδώνυμό του, αναφέρει πρόσωπα που μου τυχαίνουν γνώριμα, και μάλλον προσφιλή: τον πατέρα του, το φίλο του πατέρα του (Παυσανία, Πελοπίδα, είτε Λεωνίδα στρατηγό), και το γιο του φίλου του πατέρα του. Κι επειδή αυτός ο γιος του φίλου του πατέρα του δε μπορεί ο ίδιος να μιλήση, θ’ αναλάβω να μιλήσω αντ’ αυτού σα να ήμουν εντελώς στη θέση του. Δεν ξέρω τίνος είδους αντιπάθεια είχε ο πατέρας του Μ. Καραγάτση για το “στραβό δρόμο” που είχε πάρει ο γιος του καλού του φίλου Λεωνίδα, αλλά, καθώς θυμάμαι, δεν του την έκανε ποτέ γνωστή, σε ιδιαίτερές τους συζητήσεις, και δε μπορώ να λησμονήσω το θερμό και πατρικό του φέρσιμο προς το γιον αυτό, τον “παραστρατημένο”, τις φορές που έτυχε να βρίσκωμαι παρών!
Κι ακόμα, ξέρω αρκετά καλά πως ο ίδιος ο στρατηγός ο Λεωνίδας ήταν, ως το τέλος της ζωής του, -κι εκείνος, κι η γυναίκα του, άνθρωποι μορφωμένοι και πολιτισμένοι- υπερήφανος για το δρόμο που πήρε το παιδί τους, μάλιστα κάπως υπερβολικά (αν κι εδώ που τα λέμε, δεν πιστεύω ν’ αρνηθή ο φίλος Καραγάτσης ότι κι οι δυο τους είχαν και λίγο δίκιο!).
Τώρα αν στις οικογενειακές τους συζητήσεις, ο πατέρας του φίλου Καραγάτση έλεγε τ’ αντίθετα (γιος και πατέρας, βέβαια, αλλιώς κουβεντιάζουν μεταξύ τους), – αυτό επίσης, δε βρίσκομαι σε θέση να το ξέρω, και το πιστεύω, όπως το λέει ο φίλος Καραγάτσης… Τόση, βλέπεις, ήταν η πνευματική διαφορά των δυο εκείνων φίλων πατεράδων (και συμβουλευτών, ένα διάστημα), ώστε, ενώ ο ένας είχε την αφέλεια να απαγορεύση στο παιδί του να γίνη λογογράφος για να μη μοιάση με το γιο του φίλου του, ο άλλος είχε την αντίθετην αφέλεια, όταν ο γιος του ήταν δώδεκα χρονών, να του τυπώση, σε βιβλιαράκι, από δική του εντελώς πρωτοβουλία, ένα παιδικό του δραματάκι, έμμετρο και ομοιοκατάληκτο, – τον… περίφημο “Νέρωνα τον Τύραννο”, και να το μοιράζη στους γνωστούς του…
Αλλά, στα τελευταία, θα μου πήτε, τι βγαίνει απ’ αυτή την ιστορία; Θα σας το πω κι αυτό αμέσως: Βγαίνει πως ο φίλος Καραγάτσης, μην έχοντας πρόχειρη άλλην αφορμή, βρήκε τον τρόπο, γι’ άλλη μια φορά, να ικανοποιήση αξιόλογα το, ας το πω χαριτωμένο, “βίτσιο” του, της φιλάρεσκης περιαυτολογίας, θυσιάζοντας σ’ αυτό, δίχως ίχνος τύψεως, και το γιο του φίλου του πατέρα του, -κι ακόμα και τον ίδιο τον πατέρα του, που μας τον παρασταίνει αφελέστατο και με πρωτόγονη, σχεδόν, απλοϊκότητα, ενώ τον ξέραμε, ως τώρα, σοβαρά και πολιτισμένα μορφωμένο… Χαλάλι του! Σήμερα, άλλωστε, τέτοιο είναι και της εποχής το δόγμα: Ο σκοπός ν’ αγιάζη τα μέσα! Κι εγώ, τώρα, για να τον ευχαριστήσω, υπερακοντίζω τους σκοπούς του…
Μόνο, ακόμα, που θα παρατηρήσω πως, αν ο γιος του φίλου του πατέρα του είναι ο… ανήθικος υπεύθυνος για το πάρσιμο αυτού του ψευδωνύμου του, -δεν είναι όμως, και καθόλου, υποθέτω, για τη φρικώδη ακαλαισθησία της ευρέσεως αυτού του ψευδωνύμου! Γι’ αυτήν είναι υπεύθυνος ο ίδιος, – ο ίδιος που το βρήκε, και που τόχει…
Με συγχωρείς, “Νέα” μου “Εστία”, που τόσο σ’ απασχόλησα με μιαν υπόθεση πολύ προσωπική, – αλλά. πρώτος, ο φίλος Καραγάτσης άνοιξε και τούτο το μπελά, όπως κάνει, κατ’ αρχήν, σ’ αυτές τις περιστάσεις!
Εγώ, δεν κάνω, παρά να τον κλείσω.
Εκτός αν έχη όρεξη και γι’ άλλο… Εγώ δεν έχω, – αλλά τι να κάνω! Γιατί να του χαλάσω την καρδιά;…» (Περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 381 – 15/4/1943)
————————————————————————————————————————-
Πηγές κειμένου: Μ. Καραγάτσης αποσπάσματα από συνέντευξη που έδωσε στον ΘΑΛΗ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ (περιοδικό “Νεοελληνικά Γράμματα”, αρ. 48, Οκτ. 1937), η οποία επαναδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ (ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ 27/6/2008) | Μ. Καραγάτσης: «Αυτοβιογραφία» (1908–1960) | Χρήστος Χωμενίδης, Γιατί ο Μ. Καραγάτσης ήταν ένας “κακός λογοτέχνης” και πώς αυτό ήταν στ’ αλήθεια καλό | Άντεια Φραντζή, Ένας φιλολογικός καβγάς στην Αθήνα του 1939 και μια συνάντηση που δεν πραγματοποιήθηκε.
Φωτογραφίες: «Το ευχαριστημένο»: Το σπονδυλωτό μυθιστόρημα της Μαρίνας Καραγάτση για τα οικογενειακά της βιώματα, https://www.lifo.gr/culture/vivlio/
——–————————————————
Επιμέλεια: Lef.T