Η λουρονησίδα του Αχελώου και ο υγροβιότοπος του Μεσολογγίου

Μια στενή λωρίδα γης ξεχωρίζει τα ρηχά νερά
της λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου από το Ιόνιο Πέλαγος

Η αεροφωτογραφία αναδεικνύει τη στενή λωρίδα γης που ξεχωρίζει τα ρηχά νερά της λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου από το Ιόνιο Πέλαγος, τυπική μορφή προσχωσιγενών εδαφών. Στο βάθος διακρίνεται η βραχώδης έξαρση του υψώματος Κουτσιλάρη και αριστερά του η βραχονησίδα Οξειάς. Διακρίνεται επίσης η γεωμετρικότητα των αποστραγγίσεων στα καλλιεργούμενα εδάφη. Στη βάση του Κουτσιλάρη εκβάλλει ο Αχελώος, που όμως δεν φαίνεται στην αεροφωτογραφία.

Ο “Λούρος”, η λουρονησίδα δηλαδή της λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου, αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο του ποταμολιμνοθαλασσιακού συμπλέγματος των εκβολών του Αχελώου ποταμού. Η ευρύτερη αυτή ενότητα αναπτύσσεται στη δυτική πλευρά της Κεντρικής Ελλάδος (Νομαρχιακό διαμέρισμα Αιτωλοακαρνανίας) κατά μήκος των ακτών του Ιονίου πελάγους. Αποτελεί μάλιστα και αυτή τμήμα ενός μεγαλύτερου συνόλου που περιλαμβάνει τη λιμνοθάλασσα του Αιτωλικού στα βόρεια, καθώς και τη λιμνοθάλασσα της Κλείσοβας και τις εκβολές του Εύηνου στα ανατολικά, κατά μήκος των βόρειων ακτών του Πατραϊκού κόλπου (βλ. Σχήμα 1).

 

 

Εντάσσεται διοικητικά στο Δήμο Οινιάδων με έδρα το Νεοχώρι και από το 1971, μαζί με το σύνολο του υγροβιότοπου Μεσολογγίου – Δέλτα Αχελώου, έχει περιληφθεί στον κατάλογο των περιοχών που προστατεύονται από τη συνθήκη Ramsar ως φυσικό οικοσύστημα διεθνούς σημασίας. Τέλος, σε μακρο-γεωραφική κλίμακα ανήκει στην ενότητα τοπίων με τενάγη που αναπτύσσονται κατά μήκος των δυτικών ακτών της Ελλάδας, από τη Γιάλοβα στο νότο μέχρι τη Σαγιάδα στο βορρά.

Ο υγροβιότοπος του ποταμολιμνοθαλασσιακού συμπλέγματος Αχελώου – Μεσολογγίου και ιδιαίτερα η λουρονησίδα “Λούρος” προσφέρεται ως προνομιακό τοπίο εμβάθυνσης επειδή προσφέρει την ευκαιρία για πολλαπλές αναγνώσεις/ προσεγγίσεις σε πέντε επίπεδα.

Το πρώτο επίπεδο ανάγνωσης/προσέγγισης αφορά στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ενός σύνθετου οικοσυστήματος και την αναγνώριση αυτού που ορίζεται ως ενιαία οντότητα με πολύπλοκες και αλληλοτροφοδοτούμενες λειτουργίες βιοτικών και αβιοτικών παραγόντων. Όπως σε όλες τις περιοχές υγροβιότοπων και ποταμολιμνιακών σχηματισμών, η ύπαρξη του νερού παίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση και τη συνολική εικόνα του τοπίου (βλ. Εικόνα 1).

 

 

Η ειδική σύσταση των προσχωσιγενών εδαφών αλλά και η εύθραυστη σχέση ανάμεσα στις περιοχές του νερού, τα υγρά και τα πιο ξηρά εδάφη προσδιορίζουν τον τύπο του οικοσυστήματος που αναπτύσσεται. Η διαδικασία αυτή, ξεκινώντας από τον τρόπο παραγωγής της μορφής του σχηματισμού λόγω της προσχωσιακής δράσης του ποταμού, και φτάνοντας ως τα είδη της χλωρίδας και της πανίδας και ιδιαίτερα των πουλιών τα οποία αποτελούν και “δείκτη” της υγείας του οικοσυστήματος, υποστηρίζει την ύπαρξη ενός κινητικού συνόλου (βλ. Εικόνα 2).

 

 

Επαληθεύεται επίσης η εξάρτηση της σταθερότητας κάθε μίας μορφής από τη σταθερότητα της διπλανής της και κάθε είδους από την ύπαρξη όλων των άλλων. Όσον αφορά στα πουλιά (δείκτη υγείας των υγροτοπικών συμπλεγμάτων) έχουν καταγραφεί 272 διαφορετικά είδη – περίπου τα 3/4 των ειδών που είναι γνωστά στην Ελλάδα – από τα οποία 32 είδη είναι αρπακτικά πουλιά. Ο μέσος συνολικός πληθυσμός των παρυδάτιων πουλιών αντιστοιχεί σε ποσοστό που ξεπερνά το 1% του αντίστοιχου ευρωπαϊκού πληθυσμού, γεγονός που αποτελεί ένδειξη της διεθνούς οικολογικής σπουδαιότητας του υγρότοπου.

Το δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης/προσέγγισης αφορά στην κατανόηση του τεχνητού χαρακτήρα του “φυσικού” τοπίου (βλ. Σχήματα 2 και 3).

 

 

 

Το τοπίο όπως αναγνωρίζεται σήμερα οφείλει τη μορφή του κυρίως στην ανθρώπινη παρέμβαση. Από τα αρχαία χρόνια είχαν γίνει προσπάθειες για την ανάσχεση ή την εκμετάλλευση της πλημμυρικής – προσχωσιακής δράσης του ποταμού. Κατά τον Ηρόδοτο, υπήρχε μονίμως διαμάχη ανάμεσα στους Αιτωλούς και στους Ακαρνάνες για τα εδάφη που χωρίζονταν από τον Αχελώο, καθώς με κάθε πλημμύρα του ποταμού και αλλαγή της ροής του νέα εδάφη αποκαλύπτονταν ενώ άλλα διαβρώνονταν. Πώς άραγε να οριοθετήσεις το χωράφι σου όταν το όριο μετακινείται συνεχώς από μόνο του; Ο σημερινός εγκιβωτισμός της κοίτης του Αχελώου και τα φράγματα που έχουν ανασχέσει την προσχωσιακή δράση και έχουν καθορίσει επακριβώς τις ποσότητες και την περιοδικότητα του νερού, διαφυλάττουν τα χωράφια και αποτρέπουν την πρόσχωση της λιμνοθάλασσας (βλ. Σχήμα 3). Ταυτόχρονα τα εγγειοβελτιωτικά έργα οδήγησαν σε απόσπαση όλων σχεδόν των εδαφών από το βιότοπο, αφήνοντας σε φυσική κατάσταση μόνο τα υγρά τμήματά του (βλ. Σχήμα 2). Κι αν όλο αυτό το σκηνικό δεν αφήνει αμφιβολίες για την υποταγή της φύσης από τον άνθρωπο σε ένα δυϊκό σχήμα, δεν είναι δυνατόν να παραγνωρίσουμε ότι αυτό υπήρξε αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης πολιτικής και οικονομικής επιλογής σε μία δεδομένη φάση της ανάπτυξης. Παρ’ όλα αυτά το τοπίο ως μορφή αντιστέκεται, καθώς αποκτά μεν ένα κράμα φυσικού και ανθρωπογενούς χαρακτήρα, ωστόσο εξακολουθεί να φαντάζει ενιαίο με κύρια χαρακτηριστικά την ηπιότητα της μεταβολής και το βάθος του ορίζοντα.

Το τρίτο επίπεδο ανάγνωσης/προσέγγισης αφορά στη σύγχρονη οικονομική και αναπτυξιακή ιστορία της χώρας και πώς αυτή αρθρώθηκε με το συγκεκριμένο τοπίο. Αρχίζοντας από την πρωτογενή παραγωγή η οποία αποτελεί και την αρχική οικονομική βάση της περιοχής, η συλλεκτική οικονομία των ψαράδων με τις χαρακτηριστικές πελάδες (πασσαλόπηκτα σπίτια στο νερό, βλ. Εικόνα 3), τα πριάρια (βάρκα χωρίς καρίνα) και τα διβάρια (θαλασσινά περιφραγμένα λιβάδια, βλ. Εικόνα 4) που κάποτε τα νέμονταν τσιφλικάδες και τώρα συνεταιρισμοί ψαράδων, αποτελούσε και αποτελεί το σημαντικότερο στήριγμα της τοπικής οικονομίας.

 

 

Το νεότερο μεταπολεμικό γεωργικό μοντέλο, για το οποίο τεράστια τμήματα του βιότοπου αποξηράνθηκαν και αποδόθηκαν στη γεωργία χωρίς πάντα να γίνουν παραγωγικά (βλ. ερημοποίηση) λόγω υπερεκτίμησης και τελικά αστοχίας των διαθέσιμων τεχνικών, έχει σταματήσει τις παλαιότερες μετακινήσεις των κοπαδιών των τσελιγκάτων που έφταναν στα πεδινά, όπως μαρτυρούν οι χαρακτηριστικές σαρακατσάνικες καλύβες. Στην περιοχή εγγράφονται οι πρώτες προσπάθειες εκβιομηχάνισης στο ελεύθερο ελληνικό κράτος, με το εργοστάσιο παραγωγής ποτάσας του Σπύρου Βάλβη γύρω στο 1840 στον οποίο είχε μάλιστα παραχωρηθεί το προνόμιο της ελεύθερης χρήσης θαλασσίων φυτών. Οι αλυκές, η βιομηχανική μετεξέλιξη μιας τοπικής παραδοσιακής συλλεκτικής δραστηριότητας, εξακολουθούν να λειτουργούν και να αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο του τοπίου και σημαντικό οικονομικό πόρο. Η προσπάθεια εκβιομηχάνισης τη δεκαετία του ‘70 με το πετροχημικό εργοστάσιο και το εργοστάσιο καύσης τοξικών αποβλήτων στον Αστακό (που σηματοδότησαν την επιλογή για εγκατάσταση ακόμη και ρυπογόνων χρήσεων σε υγροβιότοπους), απέτυχε λόγω άστοχων κυβερνητικών χειρισμών και κινηματικών δράσεων των κατοίκων που απολάμβαναν τα επιτεύγματα ενός δυναμικού γεωργικού τομέα. Και τέλος να σημειώσουμε τις αποτυχημένες προσπάθειες δημιουργίας βιομηχανικών πόλων (με το θεσμικό πλαίσιο των ΒΙ.ΠΕ. και ΝΑ.ΒΙ.ΠΕ.) τη δεκαετία του ‘80.

Τις παραπάνω εξελίξεις ακολούθησε η αγροτική έξοδος προς το υπερτοπικό αστικό κέντρο του Αγρινίου (πληθυσμιακή αύξηση της τάξης του 32% την εικοσαετία 1960 – 1980), η οποία καθήλωσε πληθυσμιακά το Μεσολόγγι και υποβάθμισε τις ορεινές κυρίως κοινότητες χωρίς να έχει τις ίδιες επιπτώσεις στα χωριά που συμμετείχαν στο νέο γεωργικό πρότυπο. Επίσης, η τριτογενοποίηση στα αστικά κέντρα και τα φαινόμενα αυθαίρετης δόμησης (βλ. Εικόνα 5) στα πιο όμορφα αλλά και πιο ευαίσθητα σημεία του βιότοπου δημιούργησαν εκτεταμένες περιοχές παραθεριστικής κατοικίας. Σε αυτές τις εξελίξεις συνέβαλαν και τα μεγάλα τεχνικά έργα των τελευταίων χρόνων (γέφυρα Ρίου Αντιρρίου, Ιόνια οδός από Αντίρριο έως Αλβανία, εμπορικό λιμάνι στον Αστακό, εκτροπή του Εύηνου, εκτροπή του Αχελώου).

 

 

 

Το τέταρτο επίπεδο ανάγνωσης/προσέγγισης περιλαμβάνει τη σημερινή κατάσταση του τοπίου και του οικοσυστήματος και τις διαδικασίες για την προστασία του. Όλοι αυτοί οι οικονομικοί και κοινωνικοί μετασχηματισμοί που συντελέστηκαν την ίδια περίοδο οδήγησαν στην αποκρυστάλλωση της σημερινής μορφής του τοπίου. Και όλοι συνέβαλαν και συμβάλλουν στην παραπέρα υποβάθμιση του βιότοπου. Σήμερα οι μόνοι που ζουν συμβιωτικά με το βιότοπο είναι οι τσιγγάνοι και οι ψαράδες, δύο κοινωνικές ομάδες οι οποίες βρίσκονται στο περιθώριο των σύγχρονων εξελίξεων. Η κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στη φύση είναι πλήρης. Η κατάσταση αυτή οφείλεται στη χωρική επέκταση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων και στην απόσπαση φυσικών χώρων από το βιότοπο. Κύριοι υπαίτιοι γι΄αυτή την υποβάθμιση είναι (α) η γεωργία και οι αλυκές που πέρα από τις παραγωγικές τους εκτάσεις έχουν υποβαθμίσει ευρύτερες περιοχές, (β) τα φράγματα στα ανάντη και ο εγκιβωτισμός της κοίτης του Αχελώου που στερούν το βιότοπο από φερτές ύλες και γλυκό νερό, (γ) η χημική ρύπανση από τα γεωργικά κατάλοιπα, και (δ) η αυθαίρετη δόμηση σε κρίσιμες περιοχές μαζί με την ηχητική όχληση και το παράνομο κυνήγι.

Είναι σαφές ότι το πρόβλημα είναι κατ’ εξοχήν χωρικής και περιβαλλοντικής φύσης και σχετίζεται τόσο με τις μεγάλες κρατικές επιλογές όσο και με τις καθημερινές μικρο-επεμβάσεις των κατοίκων και των επισκεπτών. Η αναδιάρθρωση του αγροτικού τομέα, η εντατικοποίηση της γεωργίας, τα εγγειοβελτιωτικά έργα, η αλυκοποίηση, η προσπάθεια εκβιομηχάνισης, τα αυθαίρετα και τέλος η “απειλή επιβολής της προστασίας”, έχουν δημιουργήσει αντικρουόμενα συμφέροντα και απόψεις μεταξύ των κατοίκων. Ήταν λοιπόν ως ένα βαθμό φυσικό ν’ αντιληφθούν ως καταναγκασμό τη συνθήκη Ramsar που υπέγραψε η ελληνική Βουλή το 1971 και επικύρωσε το 1974, καθώς και την πράξη οριοθέτησης και προστασίας του βιότοπου το 1994.

Το γενικό μοντέλο οριοθέτησης που μέχρι τώρα επιχειρήθηκε να εφαρμοστεί είναι αυτό των ζωνών διαβαθμισμένης προστασίας που κατατείνει στο διαχωρισμό του φυσικού χώρου από τον ανθρωπολειτουργικό. Μ’ αυτόν τον τρόπο, το μοντέλο δεν επεμβαίνει στις κοινωνικοοικονομικές δομές των τοπικών κοινοτήτων. Αυτές με τη σειρά τους συνεχίζουν ν’ αναπτύσσονται επιβεβαιώνοντας τις κάθε φορά καταγραμμένες τάσεις, αποκτούν όμως ένα γεωγραφικό όριο που απαγορεύει την επέκταση του ανθρωπολειτουργικού χώρου. Και όσο η σχέση ανθρωπολειτουργικού – φυσικού χώρου παραμένει ανταγωνιστική, οι πιέσεις αφορούν αυτό ακριβώς το όριο. Το σχήμα αυτό νομιμοποιεί τη λογική των περιορισμών και των απαγορεύσεων, τις οποίες υφίστανται μόνο οι κάτοικοι των ευαίσθητων οικολογικά περιοχών, τη στιγμή που συνολικά η κυρίαρχη τάση παραμένει σαφώς αυτή της κατάκτησης και κυριαρχίας πάνω στη φύση. Μ’ αυτή την έννοια θα πρέπει να αναζητηθούν νέες ποιότητες για την αναπτυξιακή διαδικασία, μέσα από την ένταξη του υγροβιότοπου στη συλλογική προοπτική και την εγκαθίδρυση συμπεριφορών και χρήσεων γης συμβατών με τις λειτουργίες του.

Το πέμπτο επίπεδο ανάγνωσης/προσέγγισης είναι η μορφολογική κατανόηση του τοπίου. Το τοπίο δομείται κατά κύριο λόγο από την πλατιά πεδιάδα στην οποία ο ποταμός Αχελώος εγγράφεται ως κυρίαρχο γραμμικό στοιχείο ροής, την ήρεμη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου, τους χαμηλούς λόφους και τις διεσπαρμένες μικρές οικιστικές συγκεντρώσεις. Το ήπιο του ανάγλυφου επιτρέπει – από τις περισσότερες θέσεις, ακόμη και τις πιο χαμηλές όπως αυτή του κέντρου της λουρονησίδας – τη συνεχή θέαση μίας ευρείας έκτασης. Το βλέμμα σταματά στο όρος Αράκυνθος, που υψώνεται πάνω από τη λιμνοθάλασσα και την πόλη του Μεσολογγίου προς τα βορειοανατολικά και στους κοντινούς λόφους προς το βορρά (βλ. Σχήμα 4).

 

 

Από τους χάρτες χρήσεων γης του 1972 και του 1988 (βλ. Σχήμα 3) παρατηρούμε σημαντικές αλλαγές στην εδαφοκάλυψη, σε άμεση συσχέτιση με τις μεταβολές στα πρότυπα και τους ρυθμούς οργάνωσης του τοπίου. Ακριβέστερα μπορούμε να παρατηρήσουμε τις παρακάτω μεταβολές:

Μείωση των φυσικών εκτάσεων από 8.350ha σε 2.100ha ή αλλιώς μείωση της τάξης του 75%.
Αύξηση της γεωργικής γης από 5500ha σε 7.550ha ή αλλιώς αύξηση της τάξης του 37%.
Δημιουργία αλυκών βιομηχανικής κλίμακας, έκτασης 2.400ha.
Εμφάνιση ερημοποιημένων εκτάσεων 3.200ha ως αποτέλεσμα των αστοχιών των τεχνικών σε προσπάθειες μετατροπής φυσικών εκτάσεων (κυρίως αλμυρόβαλτων) σε αγροτική γη.

Η οικιστική οργάνωση  βασίζεται στην ύπαρξη δύο οικισμών μεσαίου μεγέθους, το Νεοχώριο με 3.208 κατοίκους ανατολικά του Αχελώου και την Κατοχή με 2.890 στα δυτικά του ποταμού, και πέντε μικρών (100 – 400 κάτοικοι), με χαμηλή γενική πυκνότητα (βλ. Σχήμα 3). Και τα δύο χωριά παρουσιάζουν σταθερότητα πληθυσμών από τη δεκαετία του ’60, λόγω των αποδόσεων της εντατικής γεωργίας και της σχετικής οικονομικής ευημερίας των τοπικών αγροτών. Κατά μήκος των ακτών του Ιονίου πελάγους αναπτύσσονται με γρήγορο ρυθμό αυθαίρετες (κατά κύριο λόγο) εγκαταστάσεις δεύτερης κατοικίας που εξυπηρετούν τις ανάγκες του τοπικού πληθυσμού. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην περιοχή δεν παρατηρείται κάποια ένταση της τουριστικής δραστηριότητας. Σε αυτό συντελούν ασφαλώς οι εσωτερικές “αντιστάσεις” του τοπίου. Ασταθή εδάφη, ακατάλληλα για θεμελίωση μεγάλων κτιριακών εγκαταστάσεων και εκτεταμένοι βάλτοι και καλαμιώνες δε διαμορφώνουν ελκτικές συνθήκες για τις δραστηριότητες που συνοδεύουν το κλασικό μοντέλο μαζικού παραθαλάσσιου θερινού τουρισμού. Οι μόνες περιοχές που σχετικά προσφέρονται για τέτοιες δραστηριότητες βρίσκονται στις αμμουδερές παραλίες των εκβολών του Αχελώου, στην περιοχή της Κατοχής και στις νότιες (προς τη θάλασσα) παραλίες του Λούρου στην περιοχή του Νεοχωρίου. Εκεί άλλωστε έχουμε και τις δύο συγκεντρώσεις αυθαίρετων παραθεριστικών κατοικιών. Επικουρική αιτία για τη μη ανάπτυξη τουριστικών δραστηριοτήτων είναι το γεγονός ότι η περιοχή δε διασχίζεται και γενικά βρίσκεται μακριά από το εθνικό οδικό δίκτυο (Εθνική οδός Αντιρρίου – Ιωαννίνων) αλλά και από το πρωτεύον τοπικό δίκτυο (βλ. Σχήμα 5).

 

 

Η τοπική παραγωγή αναφέρεται κυρίως στην εντατική – εμπορευματοποιημένη γεωργία (βαμβάκι, καλαμπόκι, μηδική, λαχανικά στα θερμοκήπια κ.λπ.), τις σημαντικές αλυκές, την ιδιαίτερη ιχθυοπαραγωγή της λιμνοθάλασσας και λίγες ελαφριές βιομηχανίες. Η προσπάθεια μεγιστοποίησης της παραγωγικότητας μέσω εκτεταμένων εγγειοβελτιωτικών έργων είχε ως αποτέλεσμα την εγγραφή επί του εδάφους ενός νέου γραμμικού και αυστηρά ορθογωνικού “pattern”, ξένου ως προς τα φυσικά χαρακτηριστικά του χώρου αλλά πλήρως διαδεδομένου πλέον σε όλες τις περιοχές εντατικής γεωργίας και ιδιαίτερα σε περιοχές υγροτόπων. Το “pattern” αυτό βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τις ελεύθερες καμπύλες του τοπίου στις ακτογραμμές, στους πρόποδες των βουνών και στις όχθες του Αχελώου.

Περνώντας τώρα στο Λούρο, τη λουρονησίδα που διαχωρίζει τη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου από τη θάλασσα, και σε ανάλυση σε μικρότερη κλίμακα, το πρώτο πράγμα που παρατηρούμε είναι η ρευστή σχέση ανάμεσα στο υγρό στοιχείο και τα στερεά εδάφη (βλ. Σχήμα 6).

 

 

Σ’ αυτό το τοπίο της αστάθειας η φυσική βλάστηση περιορίζεται στις ακαλλιέργητες εγκαταστάσεις στα ελώδη και αμμώδη μη παραγωγικά εδάφη (βλ. Σχήματα 7 και 8).

 

 

 

Προς τη θάλασσα έχουμε κυρίως θίνες που εκτείνονται σε όλη την ακτογραμμή και οι οποίες φθάνουν σε ύψος το 1,50μ. (βλ. Εικόνα 6).

 

 

Στο κέντρο οι αμμόλοφοι και οι θίνες αναμειγνύονται με τη μακεία βλάστηση η οποία είναι πυκνότερη και φτάνει σε ύψος έως και τα 2.5μ. (βλ. Εικόνα 7)

 

 

Κατά μήκος του κύριου δρόμου οι οικιστές έχουν φυτέψει πικραμυγδαλιές, το μόνο ίσως διακοσμητικό φυτό που είναι ικανό να επιζήσει σε αυτό το περιβάλλον. Προς τη λιμνοθάλασσα, στις βαλτώδεις εκτάσεις συναντάμε υδρόφιλη βλάστηση με καλαμιώνες. Εκεί βρίσκονται και τα ελάχιστα φυσικά βοσκοτόπια για τους νεροβούβαλους που όμως στην περιοχή αυτή έχουν δώσει τη θέση τους στα συνήθη βοοειδή.

Η μορφή του φυσικού σχηματισμού, το γεγονός δηλαδή ότι πρόκειται για μία στενή επιμήκη λωρίδα γης ανάμεσα στη θάλασσα και τη λιμνοθάλασσα στην οποία το σχετικά σταθερό έδαφος είναι μία ακόμα στενότερη λωρίδα, λειτουργεί ως απόλυτος περιορισμός  για την ανάπτυξη των όποιων εγκαταστάσεων. Ο κύριος οδικός άξονας αποτελεί και το μοναδικό στοιχείο οργάνωσης του παραθεριστικού οικισμού (βλ. Σχήμα 9). Πρόκειται για ένα χωματόδρομο καλής βατότητας πλάτους 6-8μ. Η πρόσβαση στις κατοικίες δεν γίνεται απευθείας από τον κύριο δρόμο, αλλά από τα «ενδιάμεσα στοιχεία», μικρές διόδους που αρθρώνονται κάθετα στον κύριο δρόμο και δεν ξεπερνούν σε πλάτος τα 2,5μ. (βλ. Σχήμα 10).

 

 

 

Αυτές οι δίοδοι/μονοπάτια ακολουθούν υπάρχοντα ανοίγματα της βλάστησης περιορίζοντας την καταστροφή της (βλ. Σχήμα 8). Πέραν αυτών υφίστανται μικρότερα μονοπάτια, μικρές πορείες για πεζούς, κάθετες και αυτές στον κύριο άξονα, με κατεύθυνση προς τη θάλασσα και τη λιμνοθάλασσα. Μερικά από αυτά τα μονοπάτια είναι μόνιμα ενώ άλλα διαμορφώνονται περιοδικά, ανάλογα με την κατάσταση και τη χρήση του εδάφους. Οι πορείες που κατευθύνονται προς τη θάλασσα διακόπτονται σε αποστάσεις της τάξης των 50μ. από το νερό, λόγω της ύπαρξης των αμμοθινών. Αντίθετα, εκείνες που κατευθύνονται προς τη λιμνοθάλασσα επιτρέπουν την πρόσβαση μέχρι το νερό.

Λιγότερα από 30 μικρά θερινά σπίτια διαμορφώνουν τον οικιστικό πυρήνα της περιοχής. Η μεγάλη πλειοψηφία των μονάδων είναι μικρές με γενική κάτοψη απλού παραλληρόγραμμου, συνήθως από 3Χ5μ έως 5Χ7μ. και είναι απλές, ελαφριές κατασκευές (τοίχοι από ξύλο, τσιμεντόλιθους ή πλίνθους, με κάλυψη από λαμαρίνα, ελλενίτ ή κεραμίδια) (βλ. Εικόνα 8).

 

 

Προορίζονται για τη στέγαση 2-4 ατόμων και διατηρούν απόσταση περίπου 10-12μ. από τον κύριο δρόμο και 25-30μ. μεταξύ τους. Αυτό το “pattern” είναι επαναλαμβανόμενο, έτσι ώστε η πιθανή θέση μίας επόμενης μονάδας να είναι σχεδόν προβλέψιμη. Οι μονάδες ικανοποιούν τις παραθεριστικές ανάγκες του τοπικού πληθυσμού – κυρίως από τον οικισμό του Νεοχωρίου – τα μόνιμα σπίτια του οποίου βρίσκονται σε αποστάσεις 5-20 λεπτών με το αυτοκίνητο. Αυτό σημαίνει ότι ο εξοπλισμός των κατοικιών είναι στοιχειώδης, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα την “οικολογική προσαρμογή” των κτισμάτων εκτός κάποιων εξαιρέσεων (βλ. Εικόνα 9).

 

 

Παρά την κυριαρχία των μεγάλων υδάτινων σχηματισμών, πόσιμο νερό δεν υπάρχει στην περιοχή και γίνεται μεταφορά πόσιμου νερού από το χωριό. Μερικά σπίτια συλλέγουν το νερό της βροχής από τις στέγες και το χρησιμοποιούν για τις υπόλοιπες οικιακές ανάγκες.

 


AgrinioStories | Πηγή