Ακόμη ένα παιδί, κι ακόμη ένα παιδί.
Πόσα παιδιά ακόμη; Πόσα για να βγει η κοινωνία
από τον φαύλο κύκλο του κατηγορώ; και έπειτα το τίποτα
- της Λευκοθέας Μαρίας Γκολγκάκη
Κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του σε μία από τις πολλές ψυχιατρικές κλινικές που έζησε ο Αντονέν Αρτώ[i], γράφει μια επιστολή στον ψυχίατρο του, στην οποία αναφέρει:
«Το ηλεκτροσόκ, κ. Λατρεμολιέρ, με φέρνει σε απόγνωση, μου σβήνει τη μνήμη, παραλύει τη σκέψη και την καρδιά μου, με μετατρέπει σε απόντα, ο οποίος εξοικειώνεται με την απουσία του και αντικρίζει τον εαυτό του, στη διάρκεια των εβδομάδων αναζητώντας το είναι του, ως νεκρό πλάι σε κάποιον ζωντανό, που εν είναι πλέον ο ίδιος, ο οποίος αξιώνει την έλευση του και στον οποίο δεν δύναται πλέον να εισέλθει». [i]
Διαβάζοντας το απόσπασμα αυτό, δεν μπορούμε παρά να συγκρίνουμε σε κάποιο, στον ελάχιστο ίσως βαθμό, αυτό που πιθανόν νιώθει ένα παιδί όταν με βίαιο τρόπο του επιβάλλεται ένας ενήλικας. «Μετατρέπεται σε απόντα», «αναζητά το είναι του…στο οποίο δεν δύναται πλέον να εισέλθει». Τι να είναι άραγε αυτό που συντηρεί ένα κακοποιημένο παιδί στη ζωή;
Τα παιδιά, τα ευγενέστερα των πλασμάτων, που η μορφή τους είναι κάτι παραπάνω από ύλη είναι κάτοχοι μιας ανώτερης συνείδησης. Ταξιδιώτες του ονείρου που ζυγίζουν με άλλες μονάδες αυτόν τον κόσμο. Σε κάθε τέτοια σιχαμερή πράξη, αναγκάζονται να απαλλαγούν από την επίγνωση της παρούσας στιγμής, να βγουν έξω από το σώμα τους, ακόμη και όταν η πράξη καθαυτού λαμβάνει τέλος στο χώρο. Όχι όμως στο χρόνο. Ας μη γελιόμαστε. Σενάριο που έρχεται στη θύμηση ξανά και ξανά, εικόνα κλουβιού, από το οποίο δεν μπορούν να εξέλθουν. Αιώνια να βρίσκεται η υπόσταση τους τοποθετημένη ανάμεσα στο δίπολο τρόμος-λύτρωση. Με την ελπίδα πως το χέρι που τα έχει φυλακίσει εκεί μέσα, θα τα λυπηθεί και δεν θα ανοίξει για άλλη μια φορά αναπάντεχα την πόρτα, έτοιμο να συνθλίψει όλο τους το είναι.
Υπάρχουν λοιπόν εκεί έξω όλα αυτά τα ευτελή όντα με τις άθλιες, παρείσακτες και επαναλαμβανόμενες παρορμήσεις στις οποίες υπακούν τυφλά. Καμία αναστολή, τίποτα δεν τους σταματάει μπρος στην υλοποίηση της επιθυμίας τους για τροφή. Μορφώματα του είδους μας που διαρρηγνύουν κάθε έννοια λογικής, αφήνοντας στο πέρασμα τους ένα ίζημα αποστροφής.
Κι εμείς ως κοινωνία τι αποζητούμε; Μήπως να διασφαλίσουμε πως τα θύματα τους θα ζουν υποφερτά όποια ζωή κι αν είναι αυτή, με την υποτυπώδη έννοια ή να προστατεύσουμε όλα μα όλα μας τα μικρά από τέτοια σαρκοβόρα θηρία;
Ο κόσμος συνταράσσεται στο άκουσμα μιας καινούριας αναφοράς σε κάθε παρόμοιο περιστατικό που έρχεται στη δημοσιότητα. Φρικαλεότητες της διπλανής πόρτας, μιας χάρτινης διπλανής πόρτας. Αηδιάζουμε μέχρι το μεδούλι, επαναστατεί κάθε μας κύτταρο ανθρωπιάς, γνώσης, πολιτισμού, δικαιοσύνης και πάει λέγοντας. Καμία αμφιβολία για τη γνησιότητα και ανιδιοτέλεια των αγνών μας συναισθημάτων λύπης, αγανάκτησης, συμπόνιας.
Θέλω να αποφύγω όλες τις κλισέ εκφράσεις. Θα μπορούσα να αρχίσω με τη λέξη τέρατα και να κλείσω με αυτή. Λέξη εμποτισμένη με όλη την απέχθεια που κουβαλάνε πράξεις ασέλγειας. Αλίμονο αν δεν νιώσουμε αηδία, όμως το ζητούμενο δεν είναι τι θα νιώσουμε εμείς. Ακόμη ένα παιδί, κι ακόμη ένα παιδί. Πόσα παιδιά ακόμη, πόσα για να βγει η κοινωνία από τον φαύλο κύκλο του κατηγορώ και έπειτα το τίποτα. Ας φτάσουμε στο προκείμενο. Τι θα γίνει με αυτά τα παιδιά; Πως κλείνει μια πληγεί που χάσκει; Και γιατί πρέπει να φτάσει στο σημείο της επούλωσης; Να μη δημιουργηθεί ποτέ, αυτό είναι το ζητούμενο.
Αξίες που ρίχνονται κατάχαμα, γίνονται η σπηλιά του ληστή. Αλλά, δυστυχώς, είμαστε φειδωλοί στο να ξεχνάμε. Βιώσαμε την αηδία ο καθένας μας ξεχωριστά, σε ατομικό επίπεδο. Όταν βιώσουμε τον κορεσμό στο σύνολο ως κοινωνία, τότε θα έχουμε κάνει ένα ακόμη βήμα.
Το ίδιο ακριβώς λεπτό που γράφεται αυτό το κείμενο, κάποιο κακοποιημένο παιδί, σπαρακτικός αναζητητής της λύτρωσης, σκέφτεται… «Είμαι κι εγώ εδώ, τα ίδια περνάω, ποιός θα με βοηθήσει εμένα;». Ακατόρθωτο να προσανατολισθείς στη νύχτα.
Μια και μοναδική μέρα είναι αρκετή για να σε κρατήσει σε ένα κλουβί όλη σου τη ζωή, να σε εμποδίσει να ζήσεις ολοκληρωτικά. Υπάρχουν παιδιά που κατάφεραν με πολύ κόπο να βγουν από αυτό, και να συνεχίσουν να υπάρχουν, θέτοντας σε εφαρμογή το ένστικτο της αυτοσυντήρησης που επιβάλει τη μη διακοπή της ύπαρξης. Πράγματι, το να υφίστασαι, να υπάρχεις, μέσα στην αδυναμία αυτού του κόσμου. Να υπερβείς!