O Κιθ Ρίτσαρντς
γεννήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου του 1943
στο Ντάρτφορντ της νοτιοανατολικής Αγγλίας
και με πέντε νότες που είδε στον ύπνο του
ταρακούνησε τον κόσμο
O Κιθ Ρίτσαρντς, όπως γράψαμε και παραπάνω, γεννήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 1943 στο Ντάρτφορντ της νοτιοανατολικής Αγγλίας. Ο πατέρας του Μπερτ Ρίτσαρντς ήταν εργάτης σε εργοστάσιο και τραυματίας πολέμου κατά τη διάρκεια απόβασης στη Νορμανδίας. Η μητέρα του Ντόρις Ντιπρί ήταν αυτή που του εμφύσησε την αγάπη για τη μουσική, όπως και ο παππούς του Γκας Ντιπρί, που ήταν μουσικός της τζαζ. Οι παπούδες του από την πατρική γραμμή ήταν σοσιαλιστές και από τα ιδρυτικά μέλη του Εργατικού Κόμματος της Μεγάλης Βρετανίας.
Ο Ρίτσαρντς ήταν γείτονας και συμμαθητής με τον Τζάγκερ στο δημοτικό. Στη συνέχεια οι δρόμοι τους χώρισαν. Ξανασυναντήθηκαν τυχαία μια μέρα του 1960 σ’ ένα τρένο και αποφάσισαν να συνεργαστούν μουσικά. Με την καθοριστική συνδρομή του Μπράιαν Τζόουνς, που αργότερα τον απέπεμψαν από το συγκρότημα, έλαβαν σάρκα και οστά οι Rolling Stones το 1962, η μακροβιότερη και η πιο επιτυχημένη ροκ μπάντα του πλανήτη. Με τον Τζάγκερ αποτελεί μία από τις κορυφαίες συνθετικές δυάδες (γνωστοί και ως «Glimmer Twins», δηλαδή «Αστραφτεροί Δίδυμοι»), βαδίζοντας στα χνάρια των Λένον και ΜακΚάρτνεϊ των Beatles, με τους οποίους «κονταροχτυπήθηκαν» τη δεκαετία του ’60.
Το 1965, ο Ρίτσαρντς συνέθεσε στον ύπνο του το τραγούδι «Satisfaction» και με την προσθήκη των προκλητικών για την εποχή στίχων του Τζάγκερ έγινε η μεγαλύτερη επιτυχία όλων των εποχών και το τραγούδι που δεν λείπει από κάθε συναυλία τους. Το ριφ του τραγουδιού περιγράφηκε από το περιοδικό «Newsweek» ως οι «πέντε νότες που ταρακούνησαν τον κόσμο». Με τον Τζάγκερ έγραψαν τις περισσότερες από τις μεγάλες επιτυχίες του συγκροτήματος («Last Time», «Get Off Of My Cloud», «Jumping Jack Flash», «Honky Tonk Women», «Brown Sugar» και πολλές άλλες).
Η εξάρτησή του από τα ναρκωτικά τού δημιούργησε πολλά προσωπικά προβλήματα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ‘70, γεγονός που δεν τον εμπόδισε να διατηρήσει το υψηλό επίπεδο της μουσικής του παραγωγής, τους καρπούς της οποίας μπορεί να αντιληφθεί κάποιος στο άλμπουμ του 1972 «Exile On Main Street» (ένα μέρος του ηχογραφήθηκε στη βίλα του στη γαλλική Ριβιέρα), αλλά και στο αμφιλεγόμενο «Some Girls» του 1978.
Στα μέσα της δεκαετία του ’70 πραγματοποίησε αρκετές ηχογραφήσεις, από τις οποίες η μόνη που δισκογραφήθηκε ήταν το χριστουγεννιάτικο σινγκλ «Run Rudolph Run», το οποίο κυκλοφόρησε με αρκετή καθυστέρηση τον Δεκέμβριο του 1978.
Την ίδια χρονιά καταδικάστηκε για κατοχή ηρωίνης από δικαστήριο του Καναδά. Για να εξιλεωθεί έδωσε μία συναυλία για φιλανθρωπικούς σκοπούς, ιδρύοντας το συγκρότημα «New Barbarians» με μέλη τους Ρον Γουντ, Στάνλεϊ Κλαρκ, Ίαν ΜακΛάγκαν και Μπόμπι Κις. To γκρουπ έκανε επίσης μια περιοδεία στις ΗΠΑ κι εμφανίστηκε στο Φεστιβάλ του Νέμπγουερθ στην Αγγλία, προτού ο Ρίτσαρντς αφοσιωθεί ξανά στους Rolling Stones.
Το 1985 εμφανίστηκε στο φιλανθρωπικό κοντσέρτο του Live Aid, ως μέλος ενός βραχύβιου τρίο, στο οποίο συμμετείχαν οι Μπομπ Ντίλαν και Ρον Γουντ, όπως και στον δίσκο «Sun City», που ηχογράφησε μια ομάδα μουσικών («Artists United Against Apartheid»), προκειμένου να καταγγείλει το καθεστώς των φυλετικών διακρίσεων στη Νότια Αφρική.
Η αντιπαλότητα του Ρίτσαρντς με τον Τζάγκερ, που σιγόβραζε επί χρόνια, κορυφώθηκε το 1986, απειλώντας το μέλλον των Rolling Stones. Ο Ρίτσαρντς ασχολήθηκε με τη προσωπική του καριέρα και το 1988 κυκλοφόρησε το πρώτο σόλο άλμπουμ του με τίτλο «Talk Is Cheap» (1988) και τη συμμετοχή των Μπούτσι Κόλινς, Μασίο Πάρκερ, Άιβαν Νέβιλ κ.ά. Ήταν μια κατάθεση της ροκ ψυχής του Ρίτσαρντς και μια φλόγα που απουσίαζε από τις κυκλοφορίες των Rolling Stones εκείνης της περιόδου.
Λίγο αργότερα οι Ρίτσαρντς και Τζάγκερ τα ξαναβρήκαν και ξεκίνησαν μία νέα φάση συνεργασίας, που εγκαινιάστηκε με την ηχογράφηση του άλμπουμ «Steel Wheels» (1989), καθώς και με την περιοδεία-μαμούθ σε Αμερική και Ευρώπη που ακολούθησε την κυκλοφορία του. Το 1992 ο Ρίτσαρντς κυκλοφόρησε το δεύτερο σόλο άλμπουμ του με τίτλο «Main Offender», ενώ το 1991 είχε προηγηθεί το «Live At The Hollywood Palladium» με το γκρουπ X-Pensive Winos. Με το ίδιο γκρουπ κυκλοφόρησε το τρίτο προσωπικό του άλμπουμ, 23 χρόνια αργότερα, με τίτλο «Crosseyed Heart» (2015).
Από τις πολυάριθμες συνεισφορές και συμμετοχές του Ρίτσαρντς αξίζει να επισημανθούν οι συνεργασίες του με τους Μπο Ντίντλεϊ («A Man Amongst Men», 1996), Τομ Γουέιτς («Rain Dogs» του 1985 και «Bone Machine» του 1992), Τζον Λι Χούκερ («Mr. Lucky», 1991), Μπέρνι Γουόρελ («Funk Of Ages», 1990), Ziggy Marley & The Melody Makers («Concious Party», 1988), Αρίθα Φράνκλιν («Aretha», 1986), Αλέξις Κόρνερ («Get Off My Cloud», 1975) και Ρον Γουντ («I’ve Got My Own Album To Do» του 1974 και «Now Look» του 1975).
Η μακροχρόνια φιλία του με τον Τζόνι Ντεπ δημιούργησε τον χαρακτήρα του Τζακ Σπάροου στη σειρά των ταινιών «Οι Πειρατές της Καραϊβικής». Ο Ντεπ αντέγραψε τις κινήσεις του Ρίτσαρντς, τις γκριμάτσες του και μιμήθηκε ακόμη και τη φωνή του για να πλάσει τον χαρακτήρα του εκκεντρικού πειρατή.
Σε αντάλλαγμα, κάλεσε τον Ρίτσαρντς να παίξει τον πατέρα του, τον Κάπτεν Τιγκ, στις ταινίες «Οι Πειρατές της Καραϊβικής: Στο Τέλος του Κόσμου» («Pirates of the Caribbean: At World’s End», 2007) και «Οι Πειρατές της Καραϊβικής: Σε άγνωστα νερά» («Pirates of the Caribbean: On Stranger Tides», 2011). Είχε πρωτοεμφανιστεί στη μεγάλη οθόνη το 1969 στο ρόλο του στρατιώτη στην ταινία του Φόλκερ Σλέντορφ «Ο θρύλος του Μίκαελ Κόλχαας» («Michael Kohlhaas – der Rebell»)
To 2010 κυκλοφόρησε την αυτοβιογραφία του με τίτλο «Life» και το 2014 το παιδικό βιβλίο «Gus & Me: The Story of My Granddad and My First Guitar», όπου αφηγείται το πώς διδάχτηκε τα πρώτα μυστικά της κιθάρας από τον παππού του.
Στην προσωπική του ζωή, ο Κιθ Ρίτσαρντς είναι παντρεμένος από το 1983 με την ηθοποιό και μοντέλο Πάτι Χάνσεν (γ. 1956), με την οποία έχει δύο παιδιά. Από τη μακροχρόνια σχέση του (1967-1980) με την ηθοποιό και μοντέλο Ανίτα Πάλενμπεργκ (1942-2017) είναι πατέρας δύο ακόμα παιδιών.
Ατάκες που του χρεώθηκαν
“Κάποια πράγματα γίνονται καλύτερα όταν περνάνε τα χρόνια. Όπως εγώ!”
“Η ζωή πρέπει να έχει τα πάνω της και κάτω της . Διαφορετικά, δεν θα γνωρίζατε τη διαφορά. Θα ήταν απλά μια ήπια, ευθεία γραμμή σε ένα μηχάνημα καρδιακών παλμών. Και όταν συμβαίνει αυτή η ευθεία γραμμή μωρό μου, είσαι νεκρός.”
“Εάν πρόκειται να γίνετε λιώμα, τότε κάντε το κομψά.”
“Το να σε κατηγορούν μπορεί να είναι και καλό. Σημαίνει ότι έχεις μεγάλη δύναμη. Για παράδειγμα στην αρχαία Ελλάδα, οι άνθρωποι κατηγορούσαν τους Θεούς για όσα τους συνέβαιναν.”
“Πρέπει να είσαι cool με τον εαυτό σου. Αν πρέπει να σκεφτείς να είσαι cool, τότε δεν είσαι cool.”
“Τι γίνεται ένας εκατομμυριούχος αν ξοδέψει πάνω από ένα εκατομμύριο δολάρια το χρόνο; Χρεωκοπημένος. Θα μπορούσα να κερδίσω αυτόν τον τίτλο πολύ γρήγορα.”
“Δεν έχω τίποτα να κρύψω. Έχω διαπιστώσει ότι αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για να τα πας καλά με όλους.”
“Το μεγαλύτερο λάθος στον κόσμο είναι να σκεφτείς ότι πρέπει να μιμηθείς κάποιον άλλο.”
“Ποτέ δεν είχα πρόβλημα με τα ναρκωτικά. Πάντα είχα πρόβλημα με την αστυνομία”
“Πολλοί γιατροί μου είχαν πει ότι έχω έξι μήνες ζωής. Στο τέλος πήγα στις κηδείες τους.”
“Αρρωσταίνω μόνο όταν κόβω τα ναρκωτικά.”
Τους ξεκατίνιασε όλους
Τι είπε για Bee Gees, Beatles, Band, Led Zeppelin,
Prince, Έλτον Τζον, Μικ Τζάγκερ και Τομ Γουέιτς
Για τους Bee Gees έχει πει ότι οι ψιλές φωνούλες τους δείχνουν ότι πήραν την εφηβεία τους υπερβολικά στα σοβαρά κι ότι ζουν στον δικό τους μικρό φανταστικό κόσμο. «Αρκεί να διαβάσετε τι λένε στις συνεντεύξεις… πόσα κουστούμια έχουν και τέτοιες σαχλαμάρες. Παιδιάστικα πράγματα».
Για τους Beatles ο Ρίτσαρντς έχει πει ότι η καριέρα τους παρα ήταν σύντομη, ότι υπήρξαν ένα φαινόμενο χωρίς διάρκεια. Όσο για το άλμπουμ «Sgt. Peppers» που γενικά θεωρείται ιδιοφυές, το χαρακτήρισε «συνονθύλευμα από σκουπίδια».
Για τους Band είπε πως, όταν τους είδε στη συναυλία του Dylan στο Isle of Wight το 1969, απογοητεύτηκε. «Ο Dylan ήταν καλός, ιδιαίτερα όταν τραγουδούσε σόλο. Έχει έναν μοναδικό ρυθμό που αναδεικνύεται όταν δεν παίζει με τους Band. Οι Band είναι δύσκαμπτοι: αν και έπαιζαν μαζί για πολύ, πολύ καιρό, δεν είχαν καθόλου αυθορμητισμό. Ίσως επειδή πάντοτε συνόδευαν κάποιον άλλο».
Ο Ρίτσαρντς ήταν λίγο πιο μετρημένος όταν σχολίαζε τους Led Zeppelin, αν και έχει πει ότι η φωνή του Robert Plant τού έδινε στα νεύρα. Επεφύλαξε ωστόσο επαίνους για τον Jimmy Page: «Είναι σπουδαίος κιθαρίστας. Για μένα, οι Led Zeppelin είναι ο Jimmy Page». Έχει επίσης επαινέσει τον Ντέιβιντ Μπόουι, αλλά μόνο για το «Changes» που θεωρεί κλασικό. Τα υπόλοιπα, καθώς και την όλη περσόνα του Bowie, τα έχει χαρακτηρίσει «πόζα, σκέτη πόζα. Ο Μπόουι δεν έχει σχέση με τη μουσική. Το ξέρει κι ο ίδιος».
Για τον Prince είπε ότι είναι υπερεκτιμημένος κι ότι δεν προσπάθησε να σταθεί στο ύψος του ονόματός του: το 1981 ο Prince άνοιξε τη συναυλία των Rolling Stones στο LA Coliseum με αποτέλεσμα να τον γιουχάρουν κάμποσοι από τα 90.000 άτομα. Εκτός του ότι το κοινό ανυπομονούσε να δει τους Rolling Stones, o Prince φάνηκε σαν να πουλάει μούρη παρότι ήταν ακόμα σχετικά άγνωστος (το «Little Red Corvette» κυκλοφόρησε δύο χρόνια αργότερα).
Φτάνουμε στον Έλτον Τζον τον οποίον ο Ρίτσαρντς θάβει κυριολεκτικά: «Είναι μια γριά σκύλα που γράφει τραγούδια για νεκρές ξανθές». Ο Έλτον Τζον δεν άφησε αναπάντητη τη φράση: «Ο Ρίτσαρντς είναι αξιολύπητος» είπε. «Μοιάζει με μαϊμού που πάσχει από αρθρίτιδα. Τρέφω μεγάλο σεβασμό για τους Rolling Stones, αλλά θα ήταν καλύτερα αν είχαν ξωπετάξει τον Κιθ πριν από 15 χρόνια».
Έχει επικρίνει τον Μικ Τζάγκερ αποφεύγοντας να τον βάλει στο Top 20 των αγαπημένων του τραγουδιστών (έβαλε όμως τον εαυτό του!) και υπονοώντας ότι ήταν κακός εραστής για τη Μαριάν Φέιθφουλ. Σ’ αυτό το Τop 20 περιλαμβάνονται ο Άαρον Νέβιλ, o Σμόουκι Ρόμπινσον, o Μάντι Γουότερς, o Σαμ Κουκ με την Αρίθα Φράνκλιν στην πρώτη θέση: η λίστα αντανακλά τα μουσικά γούστα του Ρίτσαρντς που περιλαμβάνουν ροκ εντ ρολ της δεκαετίας του 1950 (Έλβις Πρίσλεϊ, Μπάντι Χόλι, Λιτλ Ρίτσαρντ), κάντρι (Μπόνι Ράιτ, Γουίλι Νέλσον, Τζορτζ Τζόουνς ), rhythm and blues, σόουλ −ήχο της Motown− γκόσπελ (Μάβις Στέιπλς) και ρέγκε (Τζίμι Κλιφ).
Καλά λόγια έχει πει για τον Τομ Γουέιτς: «Δεν υπάρχει κανείς στον κόσμο σαν αυτόν». Ο Ρίτσαρντς έχει υπέροχες αναμνήσεις από τη συνεργασία τους στο «Rain Dogs» το 1985. Εξάλλου, ο Γουέιτς και ο Ρίτσαρντς μοιράζονται τα ίδια ακούσματα, αυτά που ο Γκραμ Πάρσονς έκανε γνωστό ως «Cosmic American Music», ένα υβρίδιο κάντρι, rhythm and blues, σόουλ, φολκ και ροκ.