Κινηματογραφική Λέσχη | Peeping Tom


.

Κινηματογραφική Λέσχη Δήμου Αγρινίου

Άνεσις | Χαρ. Τρικούπη 33 – Αγρίνιο | τηλ.: 26410 44345


Peeping Tom, του Μάικλ Πάουελ

Την Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2024
στον Δημοτικό κινηματογράφο Άνεσις

Η εμβληματική ταινία του Μάικλ Πάουελ με ψηφιακά αποκατεστημένη κόπια 4K,
για να μας τραβήξει ξανά στο σύμπαν της ηδονοβλεψίας του σινεμά,
της ψυχικής κακοποίησης, του μπλε και του κόκκινου που πάντα θα φωτίζουν τα τραύματα.

Ώρα προβολής: 9:30, το βράδυ

Γενική είσοδος: 3 ευρώ

Ο Μάικλ Πάουελ («Ο Μαύρος Νάρκισσος», «Τα Κόκκινα Παπούτσια»), με ή και χωρίς (όπως εδώ) τον Εμερικ Πρέσμπεργκερ, είναι ένας από τους σπουδαιότερους, πιο καινοτόμους και διαχρονικής αξίας σκηνοθέτες και εικαστικούς του σινεμά. Το «Peeping Tom» (ή «Ο Ηδονοβλεψίας» όπως, ολόσωστα, πρωτοβγήκε στις ελληνικές αίθουσες), είναι μια από τις ωραιότερες ταινίες (ψυχολογικού) τρόμου που έγιναν ποτέ, τις πιο τολμηρές, αμφιλεγόμενες, προκλητικές, για την οποία έχουν χυθεί τόνοι μελάνι σε κείμενα τόσο κινηματογραφικά, όσο και ψυχαναλυτικά, όσο και πολιτικά. Τι να γράψεις, λοιπόν, γι’ αυτή την εμβληματική ταινία; Ισως, μόνο, πώς στέκεται στην οθόνη και στη σκέψη σήμερα.

Για την ιστορία, η ταινία αυτή, σε ασύλληπτα προχωρημένο για την εποχή της σενάριο του Λίο Μαρκς, γυρίστηκε το 1960, την ίδια εποχή που ένας άλλος Βρετανός σκηνοθέτης, ο Αλφρεντ Χίτσκοκ, γύριζε στην Αμερική μια άλλη ταινία ψυχολογικού τρόμου με ήρωα έναν άλλο κακοποιημένο άντρα που θωπεύει τις πληγές του δολοφονώντας κατ’ εξακολούθηση γυναίκες, το «Ψυχώ». Το δεύτερο ανακηρύχθηκε, δίκαια, αμέσως αριστούργημα, το πρώτο κατακεραυνώθηκε και μόνο με την πάροδο του χρόνου αναγνωρίστηκε ως η σπουδαία ταινία που είναι.

 

 

 

M. Bρετανία, 1960, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Μάικλ Πάουελ | Σενάριο: Λίο Μαρκς
Φωτογραφία: Οτο Χέλερ | Μοντάζ: Νορίν Ακλαντ
Μουσική: Μπράιαν Ισντεϊλ
Πρωταγωνιστούν: Κάρλχαϊντς Μπεμ, Ανα Μάσεϊ, Μαξίν Όντλεϊ, Μόιρα Σίρερ
Διάρκεια: 101 λεπτά | Γλώσσα: Αγγλικά
Υπότιτλοι: Ελληνικά | Διανομή: Summer Classics

Ο ηδονοβλεψίας της ταινίας είναι ο Μαρκ (ο Καρλχάιντς Μπεμ με την ιδιόρρυθμη ηδυπάθεια στο πρόσωπο), ένας νεαρός, εσωστρεφής άντρας που δουλεύει ως οπερατέρ και, στο πλάι, ως φωτογράφος πιπεράτων γυμνών. Ομως στο δικό του χρόνο ο Μαρκ, κακοποιημένος ως παιδί από τον σαδιστή πατέρα του, μαγνητοσκοπεί με τη φορητή κάμερά του γυναίκες και τις δολοφονεί με το ίδιο αυτό «εργαλείο», καθώς αποτυπώνει στο φιλμ το βλέμμα του τρόμου που σκεπάζει το πρόσωπό τους, δημιουργώντας snuff movies για την προσωπική του ικανοποίηση και θέλοντας να ξορκίσει το δικό του παιδικό τρόμο που του σημάδεψε τη ζωή.

Η ταινία που αποδίδει τη σκοποφιλία ακριβέστερα απ’ όποια άλλη στο κινηματογραφικό λεξικό, είναι φυσικά γυρισμένη σε στούντιο, μ’ ένα εκπληκτικό σκηνικό νυχτόβιων δρόμων και σπιτιών και μαγαζιών μιας παθολογικής αποθησαύρισης και αξιοποιεί το υποκειμενικό βλέμμα μέσα από το φακό της κάμερας (του Μαρκ, του Πάουελ) ως αυθύπαρκτο ήρωα που δρα αυτόβουλα. Είναι η κάμερα που δολοφονεί, η κάμερα που ερωτοτροπεί ή που τιμωρεί. Βούτυρο στο ψωμί της ψυχαναλυτικής θεωρίας (εδώ θα βρούμε από τον φροϋδικό ερωτισμό γιου και πατέρα ως την εκδικητική βία της σεξουαλικής διείσδυσης), το «Peeping Tom» μοιάζει σήμερα τόσο επίκαιρο όσο το ’60, με την έμφαση σε λίγο διαφορετικά σημεία, ή με λίγο διαφορετικό τρόπο.

Από τη μια πλευρά, ο Πάουελ (και ο Λίο Μαρκς), εστιάζουν (!) στον Μαρκ, τον τραυματισμένο ήρωά τους, εκείνον ακολουθεί το βλέμμα των θεατών, μ’ εκείνον ταυτίζεται, μ’ εκείνον μοιράζεται την ηδονοβλεπτική τάση κάθε κινηματογραφικής θέασης, εκείνον αγωνιά να συμπαθήσει, να συγχωρέσει και με το δικό του φινάλε πονά – τα «φινάλε» των δεκάδων θυμάτων δεν είναι παρά αναλώσιμοι σταθμοί σε μια πορεία προς τον οριστικό οργασμό, το θάνατο, που θα έρθει ως μοναδική διέξοδος. Ακόμα και η Ελεν (της οξυδερκούς και σπιρτόζας Ανα Μάσεϊ) είναι ένα θύμα των δικών της πατριαρχικών καταβολών που προσπαθεί εκείνη μάταια ν’ ανατρέψει.

Κι από την άλλη, ποτέ μια κάμερα, ένας φακός, δεν ήταν τόσο βίαια διεισδυτικός σε ό,τι μύχιο, προσβλητικός σε ό,τι ιδιωτικό, καταστροφικός σε ό,τι διστακτικά στοχάζεται και σε ό,τι ευάλωτο ανθίζει, όσο στη σημερινή κουλτούρα. Οταν ο Μαρκ φωτογραφίζει ημίγυμνα τα «κορίτσια» του, μια πανέμορφη πρωτάρα περιμένει τη σειρά της, προφίλ, καπνίζοντας ένα τσιγάρο. Το σοκ είναι ταυτόσημο και για τον Μαρκ και για τους θεατές όταν η κοπέλα γυρίσει ανφάς για να δείξει το παραμορφωμένο μισό πρόσωπό της. «Μπορείς να μου το διορθώσεις κι αυτό;» θα ρωτήσει πικρά τον φωτογράφο-ρετουσέρ. Οχι απλώς δεν θα μπορέσει, αλλά τόσο εκείνος, όσο κι οι σημερινοί θεατές τής αδιάκριτα αποτυπωμένης πραγματικότητας, θα αναστενάξουν λαίμαργα από ηδονή με την ατέλεια, την παραμόρφωση, το λάθος, το τραύμα, που δεν ρετουσάρεται, αλλά ανάγεται, και τότε και τώρα, σε ύψιστη ηδονοβλεπτική χαρά, καθιστώντας το «Peeping Tom» κάτι παραπάνω από αριστούργημα, μια ταινία που αντλεί από τα ταπεινότερα ανθρώπινα ένστικτα για να προκαλέσει τον διαχρονικό τρόμο για την ανθρώπινη κατάσταση. Ισως γι’ αυτό η ταινία μένει χωρίς τίτλους τέλους, απλώς κόβεται: γιατί η ιστορία της ακόμα δεν έχει τελειώσει.