...
| Λευτέρης Τηλιγάδας |
Η δίκη των καπνοπαραγωγών
του Ξηρομέρου και του Βάλτου το 1962
| Τον Νοέμβρη του 1962, δεκαοκτώ αγρότες κάθισαν στο εδώλιο
για τα αιματηρά γεγονότα της Κυψέλης,
όπου δολοφονήθηκε ο καπνοπαραγωγός Μήτσος Βλάχος|
Το φθινόπωρο του 1962, το Αγρίνιο ζούσε μια πρωτοφανή αναστάτωση. Η πόλη είχε μετατραπεί σε επίκεντρο προσοχής για όλη την Αιτωλοακαρνανία και τη Δυτική Ελλάδα, καθώς άρχιζε η πολυσυζητημένη δίκη των καπνοπαραγωγών του Ξηρομέρου. Επρόκειτο για τους δεκαοκτώ αγρότες που είχαν συλληφθεί στα αιματηρά γεγονότα της σύγκρουσης μεταξύ καπνοπαραγωγών και αστυνομικών στην Κυψέλη, τον Σεπτέμβριο, όταν στη διάρκεια διαμαρτυρίας για τις τιμές του καπνού δολοφονήθηκε ο καπνοπαραγωγός Μήτσος Βλάχος.
Στις 10 Νοεμβρίου 1962 ξεκίνησε ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αγρινίου η δίκη των 18 καπνοπαραγωγών από το Ξηρόμερο και τον Βάλτο. Κατηγορούμενοι ήταν οι Δημοσθένης θεοδ. Παλκογιάννης, Γεράσιμος Μιχ. Τζαχρήστας, Βασίλειος Δημ. Βραχάς, Ιωάννης Δημ. Γκόργκας, Ιωάννης Β. Μπακογιώργος, Κων. Αθαν. Κούτσικος, Πάτροκλος Ιωάν. Ρούτσης, Ιωάννης Νικ. Αδάμος ή Τσούλος, Κων. Β. Σκοτίδας, ΑνδρέαςΓρηγ. Τζαμαλής, Λάμπρος Αποστόλου, Παναγιώτης Κων. Κόκκαλης, Ιωάννης Π. Σούνας, Δημήτριος Νικ. Μαυρομμάτης, Δημήτριος Κων. Κουτρούμπας, Κων. Η. Ζέλος, Γεώργιος Απ. Μαγκλάρας και Δημήτριος Αθ. Τζούρος. Οι κατηγορίες που αντιμετώπιζαν ήταν «στάση, αντίσταση κατά της αρχής, παρακώλυση συγκοινωνιών και απλές σωματικές κακώσεις κατά των χωροφυλάκων».

Αποκατάσταση φωτογραφίας μιας ομάδας κατηγορουμένων της δίκης
Πρόεδρος του δικαστηρίου ήταν ο Πρόεδρος Πρωτοδικών Σταύρος Ντάλλας με μέλη τους Πρωτόδικες Γεώργιο Δημόπουλο και Δημήτρη Φωτόπουλο. Εισαγγελέας της έδρας ήταν ο Δημήτρης Ρενιέρης και στη θέση του Γραμματέα κάθισε ο υπάλληλος της Γραμματείας του Πρωτοδικείου Αγρίνιου Δημήτρης Τσούνης. Την υπεράσπισή τους ανέλαβαν γνωστοί νομικοί από την Αθήνα και το Αγρίνιο οι: (από την Αθήνα) Σταύρος Κανελλόπουλος. Παναγιώτης Παπούλιας, Αθανάσιος Κακογιάννης, Θεόδωρος Σταυρόπουλος, Χρήστος Ροκόφυλλος (και από το Αγρίνιο) Κωνσταντίνος Ροκόφυλλος, Δημήτριος Βότσης, Γρηγόριος Μπακόλας, Κωνσταντίνος Καράτσαλος, Χαρίλαος Φαφούτης, Γεώργιος Σιδέρης, Παναγιώτης Μηλιάς και Ηλίας Μπίνας).
Στο ίδιο δικαστήριο εκδικαζόταν και η υπόθεση του χωροφύλακα Νίκου Φωτόπουλου, ο οποίος κατηγορούνταν για τον τραυματισμό του αγρότη Ευστάθιου Μπίλια, επίσης κατά τα επεισόδια της 8ης Σεπτεμβρίου.

Αποκατάσταση φωτογραφίας της έδρα της δίκης. Διακρίνονται από αριστερά προς δεξιά)
ο Εισαγγελέας Δ. Ρενιέρης, οι πρωτοδίκες Γεώργιος Δημόπουλος και Δημήτριος Φωτόπουλος
(στο μέσον τους), ο πρόεδρος του δικαστηρίου Σταύρος Ντάλλας και δεξιά, ο Γραμματέας Δημήτρης Τσούνης.
Η αίθουσα του δικαστηρίου ήταν ασφυκτικά γεμάτη. Από νωρίς το πρωί πλήθη από το Αγρίνιο, το Ξηρόμερο, τον Βάλτο και την Αμφιλοχία είχαν κατακλύσει την αίθουσα, περιμένοντας να ακούσουν τα ονόματα των ανθρώπων που για δύο μήνες ήταν οι «ένοχοι» της διαμαρτυρίας. Στην πραγματικότητα, ήταν οι ίδιοι άνθρωποι που είχαν θρηνήσει τον νεκρό τους, τον Μήτσο Βλάχο.
Η υπόθεση συγκλόνιζε τον νομό. Ο καπνός, η κύρια καλλιέργεια της Αιτωλοακαρνανίας, δεν ήταν απλώς προϊόν, αλλά ολόκληρο κοινωνικό σύστημα. Είκοσι πέντε χιλιάδες οικογένειες ζούσαν απ’ αυτόν. Οι χαμηλές τιμές, η αδυναμία απορρόφησης της σοδειάς και η αισχροκέρδεια των εμπόρων είχαν οδηγήσει σε οικονομική ασφυξία. Τα καπνά σάπιζαν στις αποθήκες — η ίδια η εφημερίδα Ελευθερία υπολόγιζε τότε πως «δύο εκατομμύρια κιλά σκουπίδια του καπνού» είχαν μείνει στα τοιχάρια των αποθηκών. Οι παραγωγοί έβλεπαν τον κόπο τους να χάνεται και την κυβέρνηση να αδρανεί. «Καθεστώς μονίμου άγχους και απογνώσεως έχει θεμελιώσει η συνεργασία κυβερνήσεων και καπνεμπόρων», έγραφε χαρακτηριστικά η εφημερίδα.
Από τον χειμώνα του 1961 είχαν ξεκινήσει οι διαμαρτυρίες. Τα αιτήματα των παραγωγών ήταν σαφή: αύξηση της τιμής κατά είκοσι λεπτά το κιλό, κρατική παρέμβαση για τη διάθεση της σοδειάς, οικονομική ενίσχυση των συνεταιρισμών. Το αίτημα απορρίφθηκε. Αντί γι’ αυτό, η κυβέρνηση προχώρησε σε αύξηση της τιμής των τσιγάρων κατά πενήντα λεπτά – προς όφελος των καπνοβιομηχανιών. Ούτε οι απορροφήσεις έγιναν, ούτε οι πιστώσεις δόθηκαν, κι έτσι, όπως υπολόγιζαν τότε, «δύο εκατομμύρια κιλά σκουπίδια του καπνού» είχαν μείνει στα τοιχάρια των αποθηκών, να σαπίζουν αχρησιμοποίητα. Οι παραγωγοί έβλεπαν την προσπάθειά τους να χάνεται, την αξιοπρέπειά τους να ποδοπατείται, την κυβέρνηση να κωφεύει. Έτσι αποφάσισαν να πάρουν τον δρόμο της διαμαρτυρίας.
Η πορεία του Σεπτεμβρίου ξεκίνησε από χωριά του Ξηρομέρου και του Βάλτου και κατέληξε στη γέφυρα της Σφήνας. Εκατοντάδες άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες, αγρότες με τα παιδιά τους, κρατούσαν πανό που ζητούσαν «δίκαιες τιμές» και «προστασία της παραγωγής». Οι αποστολές προς την κυβέρνηση είχαν αγνοηθεί, οι υπομνήσεις και οι εκκλήσεις είχαν μείνει αναπάντητες. Τώρα η απελπισία μετατρεπόταν σε μαζική διαμαρτυρία. Κι εκεί, ανάμεσα σε φωνές και συνθήματα, έπεσαν οι πρώτοι πυροβολισμοί. Η χωροφυλακή είχε λάβει διαταγή «χρήσεως των όπλων». Το αίμα του Δημήτρη Βλάχου πότισε το χώμα του Ξηρομέρου, σηματοδοτώντας τη σύγκρουση του κράτους με τους πολίτες του.

Σύνθεση με αποκατάσταση των φωτογραφιών του Μήτσου Βλάχου και της μητέρας του
Στη διάρκεια των πρώτων ημερών της δίκης, κατέθεσαν δεκάδες μάρτυρες. Ανώτεροι αξιωματικοί, αγρότες, γιατροί, δημοσιογράφοι, όλοι περιέγραψαν με διαφορετικό τρόπο τα γεγονότα. Κανείς όμως δεν ανέλαβε την ευθύνη του πυροβολισμού. «Ποιος σκότωσε τον Βλάχο;» ρώτησε κάποια στιγμή η υπεράσπιση έναν από τους αστυνομικούς. «Ο καθένας λέει ό,τι θέλει γι’ αυτό», απάντησε εκείνος. «Και εγώ να τον σκότωνα, δεν θα το έλεγα. Ο φόνος του Βλάχου είναι μυστικός». Η φράση αυτή έμελλε να περάσει στην ιστορία σαν σύμβολο της συγκάλυψης και της ατιμωρησίας.
Η εξέταση των μαρτύρων αποκάλυψε επίσης τη δομή μιας κοινωνίας σε κρίση. Ο πρόεδρος της Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Αγρινίου, μιλώντας στο δικαστήριο, περιέγραψε πώς η απορρόφηση της παραγωγής είχε πέσει στο ένα τρίτο, πώς το εμπόριο και οι βιομηχανίες καθόριζαν τις τιμές χωρίς έλεγχο, πώς οι αγρότες ζούσαν με δάνεια και αγωνία. Η «ψυχολογία απελπισίας» που ανέφεραν οι εφημερίδες είχε γίνει πλέον μαρτυρία στο εδώλιο.
Οι απολογίες των κατηγορουμένων έγιναν σε βαρύ κλίμα. Μίλησαν με ήρεμη αξιοπρέπεια για τη φτώχεια, για την ανάγκη, για τον αγώνα να πουλήσουν το προϊόν τους. Αρνήθηκαν κάθε πράξη βίας. «Είμαστε αγρότες, όχι στασιαστές», είπε ο ένας. Ο υποστράτηγος Κυρίκης, που είχε σταλεί λίγους μήνες πριν ως επιθεωρητής των ΤΕΑ, κατέθεσε ότι «τα αιτήματα των παραγωγών είναι δίκαια, αλλά πρέπει να προσεχθεί ο τρόπος διεκδικήσεώς τους». Ήταν μια σπάνια στιγμή αναγνώρισης μέσα στη δίκη.
Η αγόρευση του εισαγγελέα Δημητρίου Ρενιέρη θεωρήθηκε από τις εφημερίδες «αγόρευση πολιτικολογούσα». Ο ίδιος δήλωσε ότι κατανοεί την αγανάκτηση των αγροτών, ωστόσο οι κατηγορούμενοι είχαν παραβεί τον νόμο «εξελθόντες εις συλλαλητήριον προκειμένου να επιτύχουν την ικανοποίησιν των αιτημάτων των». Ζήτησε την καταδίκη δεκατεσσάρων εξ αυτών για παρακώλυση συγκοινωνιών. Οι δικηγόροι υπεράσπισης, με κύριο εκφραστή τον Στ. Κανελλόπουλο, απάντησαν πως το κράτος «οφείλει να σέβεται τη φωνή της ανάγκης» και πως «όπου το κράτος παρίσταται με τα όπλα του, εκεί η δικαιοσύνη χάνει την τιμή της». Οι αγορεύσεις κράτησαν ως αργά τη νύχτα, μέσα σε απόλυτη σιωπή από το ακροατήριο.

Τρείς από τους Αγρινιώτες δικηγόρους της υπεράσπισης (από αριστερά προς τα δεξιά)
Γρ. Μπακόλας, Χρ. Ροκόφυλλος και Θ. Σταυρόπουλος
Η απόφαση εκδόθηκε στις 14 Νοεμβρίου. Το δικαστήριο, ύστερα από τετραήμερη διαδικασία, αθώωσε δεκατρείς από τους δεκαοκτώ κατηγορούμενους και καταδίκασε πέντε –τους: Δημοσθένη θεοδ. Παλκογιάννη, Βασίλειο Δημ. Βραχά, Ιωάννη Νικ. Αδάμο, Κων. Αθαν. Κούτσικος και Ανδρέα Γρηγ. Τζαμαλή– σε ποινές φυλάκισης δυόμισι μηνών για «παρακώλυση συγκοινωνίας». Οι ποινές μετατράπηκαν σε εξαγοράσιμες και οι πέντε αφέθηκαν ελεύθεροι. Για τους υπόλοιπους δώδεκα (Γεράσιμο Μιχ. Τζαχρήστα, , Ιωάννη Δημ. Γκόργκα, Ιωάννη Β. Μπακογιώργο, Πάτροκλο Ιωάν. Ρούτση, Κων. Β. Σκοτίδα, Λάμπρο Αποστόλου, Παναγιώτη Κων. Κόκκαλη, Ιωάννη Π. Σούνα, Δημήτριο Νικ. Μαυρομμάτη, Δημήτριο Κων. Κουτρούμπα, Κων. Η. Ζέλο, Γεώργιο Απ. Μαγκλάρα και Δημήτριο Αθ. Τζούρο), η αθώωση ήταν πλήρης. Το δικαστήριο έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε πρόθεση ή συμμετοχή σε βιαιοπραγίες.
Έτσι έπεσε η αυλαία μιας δίκης που για τέσσερις ημέρες κράτησε σε αγωνία την Αιτωλοακαρνανία. Οι καπνοπαραγωγοί βγήκαν από το δικαστήριο μέσα σε χειροκροτήματα. Οι γυναίκες έκλαιγαν, οι άνδρες αγκαλιάζονταν. Το πλήθος φώναζε «ζήτω η δικαιοσύνη». Ήταν η πρώτη φορά μετά από χρόνια που η ύπαιθρος αισθάνθηκε πως νίκησε, έστω ηθικά, απέναντι στο κράτος που την καταπίεζε. Οι εφημερίδες έγραψαν ότι «οι αγρότες απέδειξαν την αξιοπρέπειάν των». Κανείς δεν πίστευε όμως πως η ιστορία είχε τελειώσει. Ο φόνος του Μήτσου Βλάχου παρέμενε «μυστικός» και ατιμώρητος. Κανείς δεν τιμωρήθηκε για τον νεκρό, όπως κανείς δεν παραδέχτηκε την εντολή για τα πυρά.
Η δίκη των καπνοπαραγωγών του Ξηρομέρου δεν ήταν μια απλή ποινική διαδικασία. Ήταν το αποκορύφωμα μιας κοινωνικής κρίσης που έφτανε στα όρια της εξέγερσης. Ανέδειξε τη σύγκρουση ανάμεσα στον κόσμο της υπαίθρου και την κρατική εξουσία, την ανισότητα ανάμεσα σε παραγωγούς και εμπόρους, την απουσία πολιτικής μέριμνας για τον αγροτικό πληθυσμό. Ήταν η φωνή της γης που ζητούσε δικαιοσύνη και ακουγόταν για πρώτη φορά ύστερα από δεκαετίες σιωπής.
Η υπόθεση του Ξηρομέρου υπήρξε καθρέφτης μιας Ελλάδας που άλλαζε. Το 1962, οι κυβερνήσεις Καραμανλή είχαν δρομολογήσει πολιτικές σταθερότητας και ανάπτυξης που όμως δεν έφταναν στην ύπαιθρο. Ο αγροτικός πληθυσμός ζούσε στα όρια της φτώχειας, χωρίς συλλογική φωνή, με τους συνεταιρισμούς υπό κρατικό έλεγχο και τους εμπόρους να καθορίζουν τις τιμές. Η βία στην Κυψέλη ήταν το αποτέλεσμα μιας μακράς αλυσίδας αποκλεισμών, ενός κοινωνικού στρώματος που δεν είχε πια τίποτα να χάσει.
——————————————————————————————————————————————————————–
Πηγές: Αξιοποιήθηκαν τα φύλλα της εφημερίδας ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ των ημερών: 10 Νοεμβρίου 1962, Σελίδα 8 (Ανακοίνωση έναρξης της δίκης στο Αγρίνιο), 13 Νοεμβρίου 1962, Σελίδα 3 (Αναλυτικά ρεπορτάζ από τη δίκη, καταθέσεις μαρτύρων, αγορεύσεις υπεράσπισης), 14 Νοεμβρίου 1962, Σελίδα 8 (Αναμονή της απόφασης και συνέχιση της ακροαματικής διαδικασίας), 15 Νοεμβρίου 1962, Σελίδα 8, (Δημοσίευση της απόφασης — απαλλαγή των 13 καπνοπαραγωγών και καταδίκη 5 για παρακώλυση συγκοινωνίας), που καταγράφουν το πλήρες δημοσιογραφικό χρονικό της δίκης των 18 καπνοπαραγωγών του Ξηρομέρου στο Αγρίνιο (10–14 Νοεμβρίου 1962)
Οι φωτογραφίες που αφορούν τα πρόσωπα ης δίκης είναι από το βιβλίου του Γρηγόρη Μπακόλα,
“Η δίκη των καπνοπαραγωγών Ξηρομέρου – Βάλτου στο Αγρίνιο το 1962“.
Η φωτογραφική σύνθεση του Μήτσου Βλάχου και της μητέρας του είναι αποκαταστημένες φωτογραφίες
από μεμονωμένες και με πολύ «θόρυβο» φωτογραφίες του Μήτσου Βλάχου
(πηγή: https://agriniomemories.blogspot.com/) και της μητέρας του (από εφημερίδα της εποχής)
——————————————————————————————————-
Η μνήμη είναι μια δυνατότητα για να διευρύνουμε το μέλλον
και όχι για να το συρρικνώσουμε στο ήδη ξεπερασμένο παρελθόν


