Gioia e Rivoluzione | Μνήμη Αντώνη Ν. Φράγκου


.

Αντώνης Ν. Φράγκος

Gioia e Rivoluzione*

Το κείμενο/ μαρτυρία του Αντώνη Φράγκου
είναι από την έκδοση «Vivere Pericolosamente»*, των εκδόσεων Εύμαρος


Ιταλία, επιστροφή στο μακρινό παρελθόν, στο αληθινό «πανεπιστήμιό» μου. Αφού απέτυχα στις πανελλαδικές εξετάσεις στην Ελλάδα και με τη σιγουριά πως θα πάω Ιταλία αν δεν τα καταφέρω εδώ, έφυγα μια ημέρα πριν κριθώ λιποτάκτης με τρένο για τη Γένοβα. Η αλήθεια είναι πως δεν έφυγα τελείως ανυποψίαστος για τη χούντα και τους αγώνες των φοιτητών. Ήδη είχε συμβεί η κατάληψη της Νομικής και ο αναβρασμός στον χώρο της ανώτατης παιδείας καλά κρατούσε. Ήδη η παρέα μας είχε αδέλφια φοιτητές και φοιτήτριες και μας πληροφορούσαν για τα πολιτικά τεκταινόμενα. Ήδη αγόραζα διάφορα βιβλία αριστερού περιεχομένου, καθώς μικροί εκδοτικοί οίκοι κυκλοφορούσαν διάφορα, τροτσκιστικά κυρίως, δοκίμια και θεωρητικά κείμενα, στα πλαίσια της χαλάρωσης που επεδίωκε το καθεστώς στην προοπτική νομιμοποίησής του.

Με όλα αυτά στη βαλίτσα, πήρα το τρένο για τη «Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Γένοβας». Κατάλυμα, μια πανσιόν στο κέντρο της πόλης. Η Via XX Settembre είναι η δική μας Πανεπιστημίου, ένα μάλλον στενό πέρασμα ανάμεσα στα παλιά παλάτσι αρκετών ορόφων. Στο μέσον περίπου της οδού, μια σχετικά φθηνή πανσιόν φιλοξενούσε αρκετούς φοιτητές, κάποιοι από τους οποίους ήταν φίλοι απ’ την Αθήνα. Καθόλου ιδανικές συνθήκες –μικρά δωμάτια με κοινό μπάνιο– ενίοτε περίεργη και ύποπτη πελατεία και ένα φουαγιέ με τηλεόραση που δεν χωρούσε κανένα. Τύχη και ατυχία μαζί, η γυναίκα του ιδιοκτήτη ήταν Ελληνίδα. Δεν είχαν περάσει μερικές εβδομάδες, και γίναμε μάρτυρες του τανκ που έριχνε την πύλη του Πολυτεχνείου, εικόνα που προβλήθηκε ξανά και ξανά, αμέσως μετά το αποτρόπαιο συμβάν, στην ιταλική τηλεόραση.

Τις επόμενες ημέρες δυο ογκώδεις διαδηλώσεις πέρασαν από την XX Settembre – του Ιταλικού ΚΚ αρχικά και κατόπιν της Ριζοσπαστικής Αριστεράς και της Αυτονομίας. Αλλά και στα τραπεζάκια της σχολής η εξέγερση του Πολυτεχνείου και η άγρια καταστολή της ήταν θέμα καθημερινό. Βεβαίως, η χούντα του Ιωαννίδη είχε παντού χαφιέδες και ο φόβος ήταν διάχυτος. Καθώς δεν υπήρχε καμιά επαφή, καμιά σύνδεση με τον έξω κόσμο, δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Ήταν τότε που ο ιδιοκτήτης της πανσιόν έβριζε τους εξεγερμένους του Πολυτεχνείου – κατόπιν έμαθα πως ήταν μέλος του φασιστικού MSI του Τζόρτζιο Αλμιράντε, με διασυνδέσεις στην τοπική αστυνομία. Αγανακτισμένος, ήρθα σε ρήξη μαζί του και με μια γελοία δικαιολογία με έδιωξε από τον χώρο. Η πρώτη πράξη αντίστασης, αν προσθέσουμε και τις υποτυπώδεις προκηρύξεις τύπου «Λευτεριά στους φοιτητές», που τυπώναμε με «σφραγίδες» από ωμές πατάτες σε χαρτιά, πίσω στην Αθήνα! Τούτων δοθέντων, αναγκάστηκα να μετακομίσω δύο ορόφους παρακάτω σε ορίτζιναλ ιταλική πανσιόν, που τη διαφέντευε μια σινιόρα. Ικανοποιημένος με τη στάση μου, αλλά πλήρως απομονωμένος από γνωστούς, προσπαθούσα να ισορροπήσω κάτω από το διπλό σοκ της καταστολής, τόσο του Πολυτεχνείου όσο και της βίαιας και αναγκαστικής αποχώρησής μου από το προηγούμενο, πολύ πιο οικείο περιβάλλον. Στα πλαίσια της νέας κατάστασης έτυχε να γνωρίσω κάποιο μέλος του πληρώματος του αντιτορπιλικού Βέλος ΙΙ, αλλά καθώς το εκεί προξενείο παρακολουθούσε στενά τον φοιτητόκοσμο, οι επαφές ήταν ελάχιστες.

Παράλληλα με τις όποιες σπουδές, κυκλοφορούσα στο ιστορικό κέντρο, στα διάφορα καφέ, αλλά και στα δισκάδικα. Τιμούσα, επίσης, τα σινεμά – κυρίως τα μικρά, με πρωτοποριακές τότε ταινίες (Γκοντάρ, Μπουνιουέλ, Παζολίνι κ.ά.), ταινίες κυρίως ασπρόμαυρες και με ελάχιστους θεατές. Επίσης, αγόραζα βιβλία –στα ιταλικά, βεβαίως– όπως το κλασικό της Κίττυς Αρσένη Στις φυλακές των συνταγματαρχών, και μερικά άλλα ανάλογου περιεχομένου, μου διαφεύγουν συγγραφείς και τίτλοι. Κι ενώ ήμουν ακραιφνής ροκάς πίσω στην πατρίδα, εδώ αγόραζα βασικά φρι τζαζ, αβάν γκαρντ μουσικές, A Love Supreme του μεγάλου σαξοφωνίστα Τζον Κολτρέιν, δίσκους του Άρτσι Σεπ και του Φάροου Σάντερς. Επίσης, εκεί –σε ένα μικρό δισκάδικο απέναντι από τον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό Principe, ανακάλυψα το Hot Rats του Φρανκ Ζάπα, αλλά και το Trout Mask Replica του θρυλικού Κάπτεν Μπίφχαρτ. Επίσης, βιβλία για τη τζαζ, το προοδευτικό ροκ.

Τώρα που το σκέφτομαι, το θεωρώ λογικό να περάσω σε τέτοιες προχωρημένες μουσικές, μιας και βίωνα την εξεγερσιακή κατάσταση στην Ιταλία, τον μακρύ Ιταλικό Μάη που άρχισε το ’69 και θα συνεχιζόταν μέχρι το 1978, την άγρια κρατική καταστολή των Autonomi – με τη συμβολή, δυστυχώς, του PCI. Στην αρχή η Lotta Continua και η Potere Operaio αργότερα, η Autonomia Operaia με δράση κυρίως στο Triangolo Rosso (το Κόκκινο Τρίγωνο) – Γένοβα, Μιλάνο, Τορίνο. Στην πρώτη λειτουργούσε η κρατική βιομηχανία και στις υπόλοιπες ιδιωτικά εργοστάσια (Fiat κ.λπ.) κοντά στην Κεντρική Ευρώπη, αλλά και στην εργατική Μπολόνια και φυσικά στη Ρώμη, με το πανεπιστημιακό κίνημα.

Η Ιταλία στην ακμή της κινηματικής δράσης υπήρξε πολιτικό και πολιτιστικό εργαστήρι, πρωτοπορία σε όλη τη Ευρώπη, ένας χώρος ουσιαστικής δημιουργίας! Ένα είδος γαλατικού μαγικού φίλτρου, το οποίο δοκίμασα και επηρέασε βαθιά όλο το εύρος των απόψεων, όχι μόνο των δικών μου, αλλά και χιλιάδων Ελλήνων φοιτητών και φοιτητριών. Άπαξ και βρεθήκαμε εκεί, σε εκείνη την «κομμουνιστική αναγέννηση», είχαμε ενταχθεί για πάντα στην ουτοπία, άσχετα αν με την πάροδο του χρόνου και την αμείλικτη ανάγκη για προσωπική επιβίωση θάβαμε όλο και πιο βαθιά τις ανεκτίμητες εμπειρίες μας. Τότε δεν συνειδητοποιούσαμε τις κοινωνικές διεργασίες των οποίων ήμασταν μέρος· την παραγωγή εναλλακτικής πολιτικής και την άμεση αντιπαράθεση με ένα κράτος που τη φοβόταν.

Τούτων δοθέντων, ανασύρω από τη μνήμη μου κάποια μικρά ενσταντανέ, όπως τότε που έστειλα πίσω στην Ελλάδα τη βαλίτσα με τα τροτσκιστικά βιβλία, μια βαλίτσα που θα ήταν ακόμη στην Ειδομένη αν η μάνα μου δεν έλεγε πως ο άνδρας της ήταν αντιπτέραρχος (τον αποστράτευσε η χούντα). Επίσης, καθώς ο Μίκης είχε τότε κυκλοφορήσει Τα τραγούδια του αγώνα και τα Λαϊκά, θεώρησα καλό να αντικαταστήσω το περιεχόμενο δυο δίσκων τζαζ με τα απαγορευμένα βινύλια του Θεοδωράκη. Ατάραχος παρατηρούσα τον ασφαλίτη στα σύνορα να σκαλίζει ένα ένα τα εξώφυλλα μονολογώντας, «δεν πιστεύω να έχεις τίποτε τραγούδια…».

Με το πέρασμα του χρόνου –με το πραξικόπημα στην Κύπρο, την επέμβαση των Τούρκων και την πτώση της Χούντας– τα πράγματα άλλαξαν, και στη φοιτητική κοινότητα της Γένοβας ο καθένας μπορούσε να απολαμβάνει την άνεση ενσώματης συμμετοχής στο πολιτικό γίγνεσθαι. Αν και η τιμή ανήκει σε αυτούς που έδρασαν στον καιρό της χούντας, η επόμενη γενιά είχε την ανάγκη μιας κοινωνικής πολιτικής έκφρασης – ήταν ένα ξέσπασμα σε μια κοινωνία, την ιταλική, όπου η πάλη των τάξεων οξυνόταν διαρκώς, τόσο με τη στρατηγική της έντασης εκ μέρους του καθεστώτος, όσο και με τις διαθέσεις αντίστασης και ανατροπής εκ μέρους των εργαζόμενων και των φοιτητών. Σε αυτή την καινούρια φάση, οι μουσικές επιλογές διαφοροποιήθηκαν, και η τζαζ άφησε αρκετό χώρο για τους Ιταλούς cantautori, (τραγουδοποιούς) όπως ο Ιβάν ντέλα Μέα («Cara moglie»), η Τζοβάνα Μαρίνι («I treni per Reggio Calabria»), ο Πάολο Πιετράντζελι («Contessa») αλλά και ο μεγάλος Φαμπρίτσιο ντε Αντρέ. Είναι και άλλοι πολλοί, που μου διαφεύγουν σήμερα, αλλά η συγκίνηση είναι ολοζώντανη όταν τους ακούω. Είναι επίσης ο «δικός» μας αδικοχαμένος βοκαλίστας Δημήτριος Στράτος, εξ Αιγύπτου, με το θρυλικό σχήμα των Area, το επικό «Gioia e Rivoluzione» και το αξεπέραστο «Arbeit Macht Frei», παράλληλα με την ανανεωτική Nuova Compagnia Di Canto Popolare.

Αυτή η χαρά της ουσιαστικής ελευθερίας, που βιώναμε εμείς οι αλλοδαποί σε αυτή τη γωνιά του κόσμου, μας έστρεψε στην πολιτική αρένα της πόλης, κυρίως δε, στα πιο ενεργά κινηματικά ουτοπιστικά κομμάτια της. Λαμβάναμε μέρος στις συνελεύσεις, στις κινητοποιήσεις για τη διαφύλαξη του δημόσιου χαρακτήρα της φοιτητικής λέσχης, αλλά και σε εκδηλώσεις αλληλεγγύης με τους εργαζόμενους. Συζητήσεις, κόντρες, φραστικές ακρότητες στο όνομα του σοσιαλισμού –το ΙΚΚ, παρ’ όλη την ισχυρή κοινοβουλευτική του δύναμη (πάνω από 30%)– ήταν μειοψηφία στους φοιτητικούς χώρους. Εκεί ακριβώς έτυχε να συναντηθώ με τον περίφημο Σπόρτι, έναν συμπατριώτη ενταγμένο για τα καλά στις ριζοσπαστικές οργανώσεις. Οι διαφωνίες μας κατέληξαν σε αλληλοεκτίμηση, οπότε η πρόσκληση να λάβω μέρος στις διαδικασίες μιας οργάνωσης ήταν αναμενόμενη.

Κλήθηκα, λοιπόν, να συμμετάσχω σε ένα από τα Circoli Operai (Εργατικές Λέσχες), τα οποία η οργάνωση Lotta Comunista είχε στήσει στην Γένοβα. Υπήρχαν αρκετά τέτοια circoli στην πόλη, αλλά και σε μεγαλύτερες πόλεις της βορειοδυτικής Ιταλίας. Σιγά σιγά είχα αρχίσει να εντρυφώ, αν και επιφανειακά, στα κομμουνιστικά προτάγματα που κοινωνούσε η LC, η οποία είχε στενή σχέση με το ιστορικό –και ιδρυτικό, μαζί άλλους, το 1921– στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ιταλίας Μπρούνο Φορτικιάρι. Ένας επαναστάτης παλαιάς κοπής, που έφυγε απ’ το κόμμα αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και αγωνίστηκε να φέρει μαζί κομμουνιστές, τροτσκιστές, αναρχικούς – αντισταλινικούς ριζοσπάστες. Με βάση τη Γένοβα, η οργάνωση δημιούργησε το «L’ Istituto di Studi sul Capitalismo» (Ινστιτούτο για τη Μελέτη του Καπιταλισμού), μαζί με μια πολύ πλούσια βιβλιοθήκη, καθώς και τον εκδοτικό οίκο Edizioni Pantarei. Το ινστιτούτο συνέχισε την έκδοση των απάντων Μαρξ – Ένγκελς, που είχαν ξεκινήσει –χωρίς να ολοκληρώσουν– οι αριστεροί Editori Riuniti, σε μια νέα σειρά 50 τόμων συνοδευόμενη από λεπτομερή ευρετήρια. Στο διάστημα της εκεί παρουσίας μου αποκαλούταν λενινιστική οργάνωση, η οποία σε αντίθεση με άλλες του χώρου είχε αρκετούς Έλληνες φοιτητές. Με αυτούς ήρθα –όπως έγραψα και παραπάνω– σε επαφή και παράλληλα με τις πολιτιστικές δραστηριότητές μου συμμετείχα στις κινήσεις τους.

Στέκι μας ήταν η Casa, η περίφημη φοιτητική εστία που δεσπόζει στην είσοδο του Πανεπιστημίου της Γένοβας και χτίστηκε στον μεσοπόλεμο. Στα κινηματικά χρόνια την κατελάμβαναν οι φοιτητές και την άδειαζε η αστυνομία. Κυρίαρχος της Casa ήταν η Lotta Comunista. Χρειάζονταν συνεχείς κινητοποιήσεις και καθημερινή επαγρύπνηση για να διατηρηθεί υπό συλλογικό καθεστώς, και θυμάμαι να διαδηλώνουμε στον κεντρικό δρόμο της Γένοβας, «la casa e rosa e rosa resterà» (η λέσχη είναι κόκκινη και κόκκινη θα μείνει). Το 1972, κατά τη διάρκεια μιας πολύχρονης κατάληψης από φοιτητές και μη, ένας παρτιζάνος, φιλοξενούμενος της οργάνωσης στον ξενώνα, αποκάλυψε στους συντρόφους μία από τις εισόδους στον χώρο των βασανιστηρίων, δίπλα στην κουζίνα, απομονωμένη με σκληρό τσιμέντο απ’ το 1946 –καθώς η Εστία ήταν κατά τη διάρκεια του πολέμου έδρα της Γκεστάπο και των κρατικών φασιστικών οργανώσεων. Η ανακάλυψη στάθηκε αφορμή για την δημιουργία Μουσείου Αντίστασης με τα κελιά των αντιστασιακών σε δημόσια θέα.

Παράλληλα με τα πανεπιστήμια και την πολιτική, ανακάλυπτα τη ζωή μιας μεγάλης πόλης της Ευρώπης, σφόδρα επηρεασμένης από την Αναγέννηση, τους μεγάλους πολέμους και τις εξεγέρσεις. Το κέντρο της, για παράδειγμα, ήταν χτισμένο επί Μουσολίνι και περιλάμβανε τεραστίων διαστάσεων δημόσια κτίρια, μάλλον κακόγουστα. Σε αυτό το, centro storico όπου ζούσα, με τα περίτεχνα παλάτια, γίναμε μάρτυρες της εμφάνισης των πρώτων σούπερ μάρκετ –το Standa, το Rinascente, το Coin– χωρισμένα ταξικά ανάλογα με την τιμή των προϊόντων, για τα οποία δεν είχαμε ιδέα ακόμη στην Αθήνα. Θυμάμαι ακόμη εκείνη την παράξενη γλυκιά ύπνωση που νιώθαμε όταν μπαίναμε μέσα στους πολλαπλούς διαδρόμους τους για ψώνια. Ύστερα ήταν τα μικροσκοπικά καφέ της XX Settembre, όταν το μεσημέρι λούζονταν στον ήλιο με τους υπαλλήλους να κάνουν διάλειμμα πίνοντας στην μπάρα μονορούφι τον εσπρέσο τους. Έκτοτε ο καφές αυτός έγινε δεύτερη φύση μας. Α, κι αυτή η συνήθεια των ντόπιων να τρώνε το ρύζι al dente και άψητη την braciola τους! Είναι πολλές φορές που τα κυριακάτικα απογεύματα ακούγαμε ιαχές φιλάθλων της Τζένοα ή της Σαμπτόρια απ’ το όμορφο, σχεδόν μπαρόκ, γήπεδο Λουίτζι Φεράρις. Ή, στις πίσω θέσεις λεωφορείων (μόνιμα Φίατ), τις συζητήσεις καθημερινών ανθρώπων που έκαναν κριτική στον τρόπο ερμηνείας κάποιων μουσικών οργάνων σε όπερα που είχαν δει και ακούσει την προηγουμένη στο Τεάτρο Κάρλο Φελίτσε, χτισμένου το 1828.

Βαθιά στο ιστορικό κέντρο, παράλληλα με το τεράστιο λιμάνι –απ’ τα μεγαλύτερα της Μεσογείου– υπήρχε η θρυλική Via Prè, πασίγνωστη για κάθε είδους λαθρεμπόριο, από αυτοκίνητα μέχρι τηλεοράσεις, τσιγάρα και ναρκωτικά, και ήταν μια κάποια διασκέδαση να την κατεβαίνουμε ομαδόν ακούγοντας τριγύρω μας «cigarette, cigarette»! Λίγο πριν από την αμαρτωλή συνοικία, στην Πιάτσα Ματεότι, ο Κερκυραίος φοιτητής Κώστας Γεωργάκης είχε αυτοπυρποληθεί τον Σεπτέμβρη του 1970 σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την δικτατορία στην Ελλάδα. Στο σημείο αυτό υπάρχει το άγαλμά του και αναμνηστική πλάκα.

Στο μεταξύ άφηνα τα μαλλιά ακόμη πιο μακριά, ξύριζα ψηλά τις φαβορίτες και συμμετείχα στις διαδικασίες της οργάνωσης –της Lotta Comunista– ως «επιρροή»! Συγκεντρώσεις σε διάφορα τοπικά πολιτικά κέντρα, αγωνιστικές διαδηλώσεις και ατελείωτα «συμπόσια» με άλλες αριστερές ομάδες μαοϊκών, τροτσκιστικών και αναρχικών τάσεων. Αλλά η μεγάλη μου έκπληξη ήταν όταν μου πρότειναν να ακολουθήσω την οργάνωση στο Μιλάνο σε μια εκδήλωση – μάλιστα κοιμηθήκαμε στη φοιτητική εστία το προηγούμενο βράδυ για να εκδράμουμε όλοι μαζί. Έτσι, την επομένη βρεθήκαμε στη βιομηχανική πόλη του Μιλάνου και χωρίς να πάρουμε ανάσα, αφού αλλάξαμε πολλά διαφορετικά λεωφορεία, φτάσαμε επιτέλους στον προορισμό μας, ένα μεγάλο θέατρο στο οποίο δεν έπεφτε καρφίτσα, με αποτέλεσμα να καταλήξουμε κάπου στον εξώστη. Μπορούσες να δεις πιάτο όλη την αίθουσα, να νιώσεις τον παλμό των συμμετεχόντων, τον ενθουσιασμό τόσων νέων ανθρώπων πεπεισμένων ότι μπορούν να αλλάξουν την κοινωνία. Στο πάνελ δέσποζε η μορφή του Μπρούνο Φορτικιάρι. Ήταν το συνέδριο της Lotta Comunista! Η κωμικοτραγική στιγμή της υπόθεσης ήταν όταν, με τη λήξη των εργασιών, όλος ο κόσμος όρθιος με σφιγμένη την γροθιά τραγούδησε τη Διεθνή. Χωρίς να καταλαβαίνω τι ακριβώς συνέβαινε, σήκωσα το χέρι ψελλίζοντας αυτή την πρωτάκουστη σε μένα μελωδία, η οποία θα με συντρόφευε εκατοντάδες φορές στο μέλλον.

Αν έχει κάποιο ενδιαφέρον η συνέχεια της ιστορίας, είναι πως με τα συνεχή ταξίδια μου στην Ελλάδα ήρθα σε επαφή με την ΚΝΕ, η οποία τότε κέρδιζε κατά κράτος στη φοιτητική νεολαία, και γοητευμένος από τη μεγάλη ιστορία και τη μαχητικότητά της εντάχθηκα εκεί. Η εικόνα να βρίσκομαι στην Casa πολιορκημένος από πρώην, πλέον, συντρόφους σε έναν ατελέσφορο διάλογο για το ποιος είναι περισσότερο επαναστάτης, είναι κάτι που θα το ζούσαμε πολλοί και πολλές στο μέλλον. Όσο για το μέλλον της Γένοβας, αυτό περιλάμβανε την τελευταία μεγάλη εξέγερση στην Ευρώπη και τη δολοφονία απ’ τους καραμπινιέρους, τον Ιούλιο του 2001 στην Πιάτσα Αλιμόντα, του Κάρλο Τζουλιάνι.

 

————————————————————————————————————-
Το κείμενο είναι αφιερωμένο «στη μνήμη του συντρόφου Φώτη Κούνδουρου» και βρίσκεται στην έκδοση, «Vivere pericolosamente 2», των εκδόσεων Εύμαρος, η οποία κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2024. Η αναδημοσίευση γίνεται ανήμερα της κηδείας του συγγραφέα (30/12/2024), ο οποίος πέθανε στις 28 Δεκεμβρίου του 2024. (Πηγή: https://www.oanagnostis.gr/)
Είναι μία έκδοση στην οποία «είκοσι συγγραφείς ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα των εκδόσεων Εύμαρος να θυμηθούν στιγμιότυπα, γεγονότα και ιστορίες ή να εμπνευστούν διηγήματα από τα καλύτερά τους χρόνια στην Ιταλία του ’60, ’70 και ’80. Φοιτητές οι περισσότεροι, σε μια Ιταλία που δεν θυμίζει καθόλου τη σημερινή κοινωνική και πολιτισμική πραγματικότητα. Μια Ιταλία ανεκτική, αλληλέγγυα και κυρίως δημοκρατική και πρωτοπόρα. Ένα κοινωνικό καμίνι που στάθηκαν τυχεροί και ευτυχείς όσοι και όσες το έζησαν. Είκοσι ιστορίες, είκοσι φωνές του C’ero anchi’o – ήμουν κι εγώ εκεί», σημειώνεται στο οπισθόφυλλο της έκδοσης.
Οι είκοσι συγγραφείς αυτής της συλλογικής έκδοσης είναι: ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ, Στο σινεμά όλα είναι ένα ψέμα: στη Ρώμη με τον Φεντερίκο Φελλίνι | ΜΑΡΙΑ ΒΕΡΟΥ, Un’altra vita | ΣΤΑΘΗΣ Β. ΒΛΑΧΑΚΟΣ, Επόμενη στάση Uscita | ΦΟΙΒΟΣ ΓΚΙΚΟΠΟΥΛΟΣ, Ο μάγειρας | ΑΝΝΑ ΓΡΙΒΑ, Μπεατρίτσε | ΚΩΣΤΑΣ ΖΑΦΕΙΡΗΣ, Σιγά μην ξέρουν από πίτσα οι Ιταλοί… | ΝΙΚΟΛΑΣ ΖΗΡΓΑΝΟΣ, “Ρουμάνοι” στην Περούτζα | ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΟΝΙΟΡΔΟΣ, Living on my own, | ΣΤΑΘΗΣ ΛΟΥΚΑΣ, Τεργέστη: ΙΙ Comandante Carlos, το ΚΚΕεσ., ο Μίκης Θεοδωράκης | ΣΤΑΥΡΟΣ ΝΟΥΧΑΚΗΣ, Ο κύριος γενικός Δερβέναγας | ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΟΥΝΙΑΣ, Memoria Gregory, | ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΠΑΝΤΕΛΙΑΣ, Η δική μου Ιταλία | ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΠΑΤΕΣΤΟΣ, Καφέ με γάλα | ΚΩΣΤΑΣ ΠΟΝΤΙΚΟΠΟΥΛΟΣ, Όπως βαθιά είν’ η θάλασσα | ΚΩΣΤΑΣ ΣΤΟΦΟΡΟΣ, Εκδρομή στην Καλαβρία | ΝΙΚΟΣ ΣΥΡΜΑΤΕΝΙΟΣ, Η αποστολή του Roberto Ballatore | ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΑΤΑΡΟΥΝΗΣ, Οι Ματρίκολες | ΤΟΝΙΑ ΤΣΙΤΣΟΒΙΤΣ, Milano e dintorni | ΑΛΕΞΗΣ ΤΣΟΥΚΙΑΣ, Cante j’euv | ΑΝΤΩΝΗΣ Ν. ΦΡΑΓΚΟΣ Gioia e Rivoluzione.
———————————————————————————————-
Οι ενυπόγραφες απόψεις-κείμενα που αναδημοσιεύουμε
εκφράζουν, κατά τη γνώμη μας, προβληματισμούς και αναζητήσεις της εποχής μας
χωρίς να συμπίπτουν εξ ολοκλήρου ή και απαραίτητα με την άποψη μας