Γέγονε την 22η Αυγούστου


...

Ο γέγονε… Γέγονε |


Γεγονότα

 

1645 – Τα Χανιά, η σημαντική πόλη της Κρήτης, παραδόθηκαν στους Οθωμανούς μετά από δίμηνη πολιορκία, σηματοδοτώντας την αρχή μιας μακράς τουρκικής εκστρατείας για την κατάληψη του νησιού. Παρά τις προσπάθειες των Βενετών να ενισχύσουν την άμυνα και να προετοιμάσουν την Κρήτη για πιθανή επίθεση, το μέλλον φαινόταν προδιαγραμμένο. Οι Τούρκοι, επιδιώκοντας τον έλεγχο της στρατηγικής θέσης της Μεσογείου, είχαν ήδη ξεκινήσει μια περίοδο επιδρομών, λεηλασιών και διπλωματικών ενεργειών, με στόχο να προσεταιριστούν τον τοπικό πληθυσμό. Τελικά, το 1645, η μεγάλη εκστρατεία κατάληψης του νησιού έγινε γεγονός.

Ο τουρκικός στόλος κατέφθασε στον δυτικό μυχό του κόλπου των Χανίων και αποβίβασε στρατεύματα κοντά στη Μονή Γωνιάς, την οποία κατέστρεψε. Οι Τούρκοι προχώρησαν προς την οχυρωμένη νησίδα των Αγίων Θεοδώρων, ενώ ο στρατός από την ξηρά ακολούθησε παρόμοια πορεία. Η άμυνα της περιοχής βασιζόταν σε δύο φρούρια: ένα χαμηλά κοντά στην παραλία και ένα στην κορυφή του λόφου, σχεδιασμένα για τον έλεγχο της παραλίας του Πλατανιά και της θαλάσσιας προσέγγισης προς την πόλη. Η μικρή φρουρά των 70 ανδρών ήταν ανεπαρκής για να σταματήσει τους εισβολείς, αλλά ο φρούραρχος Biagio Zulian προέβη σε ηρωική αντίσταση: προσποιήθηκε την παράδοση, άνοιξε τις πύλες και, όταν οι Τούρκοι μπήκαν, ανατίναξε τον υπόνομο με πυρομαχικά, σκοτώνοντας περίπου 200 εισβολείς μαζί με τους υπερασπιστές.

Χωρίς άλλα εμπόδια, οι Οθωμανοί προχώρησαν στην πολιορκία των Χανίων, και μετά από δύο μήνες σκληρής μάχης η πόλη παραδόθηκε στις 22 Αυγούστου 1645. Η σχετική αιφνιδιαστικότητα της επίθεσης και τα ελαττώματα στις οχυρώσεις συνέβαλαν στην ταχεία πτώση της. Από τα Χανιά οι Τούρκοι επεκτάθηκαν στην κατάληψη ολόκληρης της Κρήτης, ενώ οι οχυρωμένες νησίδες της Γραμβούσας και της Σούδας παρέμειναν υπό βενετική κατοχή μέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα.

 

1952 – Η Ελλάδα συγκλονίζεται από την περίφημη «Δίκη των Αεροπόρων», μια υπόθεση που θα μείνει στην ιστορία ως μία από τις μεγαλύτερες σκευωρίες κατά της Βασιλικής Αεροπορίας. Η υπόθεση, γνωστή και ως «Υπόθεση των Αεροπόρων», αποσκοπούσε στην παρουσίαση της ηγεσίας του Όπλου ως δήθεν κομμουνιστικά προσκείμενης, με αποτέλεσμα την απομάκρυνση και τη δίωξη σημαντικών στελεχών, αλλά και τη δημιουργία πολιτικής αναταραχής στην κυβέρνηση του στρατηγού Νικόλαου Πλαστήρα.

Δημιουργός της σκευωρίας ήταν ο μετέπειτα υποπτέραρχος Αντώνιος Σκαρμαλιωράκης, ο οποίος μαζί με την ομάδα του, υπηρετώντας τότε στο Α2 του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας, εκπόνησε το σχέδιο που στόχευε στην υπονόμευση της στρατιωτικής ηγεσίας. Ο Σκαρμαλιωράκης θα επανεμφανιζόταν αργότερα στο πολιτικό προσκήνιο, στις 21 Απριλίου 1967, κατά τη Δικτατορία των Συνταγματαρχών, ως στέλεχος της χούντας.

Η σκευωρία βασίστηκε σε ένα μεμονωμένο γεγονός: την «απόδραση» του Δόκιμου Ίκαρου Νικόλαου Ακριβογιάννη στην Αλβανία και από εκεί στη Σοβιετική Ένωση. Η ενέργεια αυτή χρησιμοποιήθηκε ως «αποδεικτικό στοιχείο» για να στηθεί μια εκτενής και ψευδής θεωρία συνωμοσίας, που στόχευε να πλήξει την αξιοπιστία της Αεροπορίας και να προκαλέσει σύγχυση στην πολιτική σκηνή της χώρας.

Η δίκη αυτή δεν υπήρξε απλώς νομική διαδικασία, αλλά εργαλείο πολιτικής εκμετάλλευσης, το οποίο έθεσε σε δοκιμασία τις θεσμικές αντοχές του ελληνικού κράτους και άφησε βαθιά ίχνη στην ιστορία των Ενόπλων Δυνάμεων. Αν και η σκευωρία αποκαλύφθηκε αργότερα, η υπόθεση των Αεροπόρων παραμένει σύμβολο της πολιτικής χειραγώγησης και των κινδύνων που αναφύονται όταν το στρατιωτικό προσωπικό γίνεται αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης.

Δείτε περισσότερα στο link που ακολουθεί:
Η Δίκη των Αεροπόρων

 

1996 – Στις 22 Αυγούστου 1996, το Βέλγιο βυθίστηκε στο πένθος και τη φρίκη με την αποκάλυψη της υπόθεσης του Μαρκ Ντιτρού, ενός κατά συρροήν δολοφόνου και παιδόφιλου, η δράση του οποίου συγκλόνισε ολόκληρη την Ευρώπη, σύμφωνα με το athensmagazine.gr.

Η σύλληψή του ήρθε μετά την εξαφάνιση δύο νεαρών κοριτσιών, της Laetitia Delhez και της Sabine Dardenne, και αποκάλυψε μια σκοτεινή πραγματικότητα: απαγωγή, βασανισμός και δολοφονία τουλάχιστον 16 παιδιών, καθώς και σεξουαλική κακοποίηση δεκάδων άλλων. Το σκάνδαλο δεν περιοριζόταν σε μεμονωμένα εγκλήματα· υπήρχαν ενδείξεις για την ύπαρξη ενός εκτεταμένου δικτύου παιδεραστίας, που, σύμφωνα με υποψίες, απολάμβανε την κάλυψη ακόμη και ανώτερων κρατικών αξιωματούχων.

Η αστυνομία ξεκίνησε εκτεταμένες έρευνες όταν οι δύο κοπέλες εξαφανίστηκαν τον Αύγουστο του 1996. Η σύλληψη του Ντιτρού στις 15 Αυγούστου αποκάλυψε τη φρικτή του δράση, αλλά η σοκαριστική επιβεβαίωση ήρθε μία εβδομάδα αργότερα. Στις 22 Αυγούστου, οι Laetitia και Sabine βρέθηκαν ζωντανές σε ένα κρυφό υπόγειο του σπιτιού του, σώζοντας ίσως περισσότερες ζωές από το θανάσιμο κύκλο του Ντιτρού. Οι μαρτυρίες τους οδήγησαν τις Αρχές στην ανακάλυψη των πτωμάτων τεσσάρων ακόμη παιδιών, προκαλώντας κύμα σοκ και οργής όχι μόνο στο Βέλγιο, αλλά και διεθνώς.

Οι έρευνες αποκάλυψαν τη λειτουργία ενός σύνθετου δικτύου εγκληματιών και συνεργών, που περιλάμβανε πρόσωπα με υψηλές κοινωνικές θέσεις, θέτοντας υπό αμφισβήτηση την ικανότητα του κράτους να προστατεύσει τα πιο ευάλωτα μέλη της κοινωνίας. Η υπόθεση του Μαρκ Ντιτρού παραμένει μέχρι σήμερα σημείο αναφοράς για τη διερεύνηση εγκλημάτων σε βάρος παιδιών και την ανάγκη διαφάνειας στις κρατικές δομές.

 

Γεννήσεις

 

1862 – Ο Κλοντ Ντεμπισί, ένας από τους κορυφαίους Γάλλους συνθέτες, υπήρξε πρωτοπόρος που διαμόρφωσε τη μετάβαση από τον ρομαντισμό του 19ου αιώνα στη μουσική του 20ού. Η πρωτοτυπία του στην αρμονία και τη δομή των έργων του άνοιξε νέους δρόμους στους μεταγενέστερους συνθέτες, από τον Βέμπερν μέχρι τον Μπουλέζ. Παρά τη συχνή ένταξή του στον μουσικό ιμπρεσιονισμό, ο ίδιος απέρριπτε κάθε κατηγοριοποίηση, επιδιώκοντας να εκφράσει μέσα από τη μουσική του τις αισθητικές αρχές των ιμπρεσιονιστών και συμβολιστών δημιουργών της εποχής.

Γεννήθηκε στις 22 Αυγούστου 1862 στο Παρίσι, σε μια φτωχική οικογένεια. Από πολύ μικρός ξεχώριζε για το πιανιστικό του ταλέντο και σε ηλικία 11 ετών έγινε δεκτός στο Ωδείο του Παρισιού. Εκεί μελέτησε πιάνο και σύνθεση, και το 1884 τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο της Ρώμης για την καντάτα του «Ο άσωτος υιός», μια διάκριση που του επέτρεψε να ζήσει για τρία χρόνια στη Βίλα των Μεδίκων, αν και σύντομα επέστρεψε στο Παρίσι, απογοητευμένος από τη συμβατική ζωή στο παλάτι.

Η διεθνής έκθεση του 1889 υπήρξε σταθμός για τον Ντεμπισί: ήρθε σε επαφή με τη μουσική της Άπω Ανατολής, η οποία τον ώθησε να απομακρυνθεί από την επιρροή του Βάγκνερ και να χαράξει τη δική του πορεία. Τα έργα του «Πρελούδιο στο απομεσήμερο ενός φαύνου» και η όπερα «Πελλέας και Μελισάνθη» τον καθιέρωσαν ως τον σημαντικότερο Γάλλο συνθέτη των αρχών του 20ού αιώνα, παρά τις αντιδράσεις ορισμένων κριτικών και τη δημιουργία του όρου «Ντεμπισισμός».

Η προσωπική του ζωή ήταν ταραχώδης, με ερωτικές περιπέτειες και σκάνδαλα, που περιλάμβαναν τον γάμο του με τη Λιλί Τεξιέ και τον μεγάλο έρωτά του με την Έμα Μπαρντάκ, μητέρα της κόρης του, Κλοντ-Εμά. Τα τελευταία του χρόνια σημαδεύτηκαν από τον καρκίνο και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Ντεμπισί πέθανε στο Παρίσι στις 25 Μαρτίου 1918, σε μια πόλη υπό βομβαρδισμό, αφήνοντας πίσω του μια μοναδική μουσική κληρονομιά που επηρέασε βαθιά τον 20ό αιώνα.

Κορυφαία έργα του παραμένουν το «Φεγγαρόφωτο», η «Σουίτα Μπεργκαμάσκ», η «Θάλασσα» και η «Πρελούδιο στο απομεσήμερο ενός φαύνου», έργα που συνεχίζουν να συναρπάζουν και να εμπνέουν νέες γενιές μουσικών και ακροατών.

 

1920 – Ο Ντέντον Άρθουρ Κούλεϊ υπήρξε ένας από τους κορυφαίους καρδιοχειρουργούς του 20ού αιώνα, ο άνθρωπος που το 1969 πραγματοποίησε την πρώτη εμφύτευση τεχνητής καρδιάς σε ασθενή. Γεννημένος στο Χιούστον του Τέξας στις 22 Αυγούστου 1920, σπούδασε ιατρική στα Πανεπιστήμια του Τέξας και Τζονς Χόπκινς, όπου και ειδικεύτηκε στη χειρουργική. Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στο Υγειονομικό Σώμα των ΗΠΑ και αποστρατεύτηκε το 1948 με τον βαθμό του λοχαγού.

Η καριέρα του απογειώθηκε στη δεκαετία του ’50, όταν δίδαξε στο Κολέγιο Ιατρικής Μπέιλορ και συνεργάστηκε με τον πρωτοπόρο Μάικλ ΝτιΜπέικι, αναπτύσσοντας τεχνικές για την αντιμετώπιση ανευρυσμάτων της αορτής. Το 1962, ίδρυσε με ιδιωτικά κεφάλαια το Καρδιολογικό Ινστιτούτο του Τέξας, που εξελίχθηκε σε κέντρο παγκόσμιας αναφοράς. Οι πρωτοποριακές του εγχειρήσεις ανοιχτής καρδιάς, ακόμη και σε Μάρτυρες του Ιεχωβά που αρνούνταν μεταγγίσεις, τον έφεραν στο διεθνές προσκήνιο.

Η πιο ιστορική στιγμή ήρθε στις 3 Απριλίου 1969. Ο Κούλεϊ τοποθέτησε στον 47χρονο Χάσκελ Καρπ την πρώτη τεχνητή καρδιά, η οποία λειτούργησε για 65 ώρες, έως ότου βρεθεί δότης για μεταμόσχευση. Παρά την αποτυχία διάσωσης του ασθενούς, το εγχείρημα άνοιξε νέους ορίζοντες στη μεταμοσχευτική ιατρική.

Η σχέση του με τον ΝτιΜπέικι υπήρξε θυελλώδης, με διαρκείς αντιπαραθέσεις που κορυφώθηκαν όταν ο Κούλεϊ αποχώρησε από το Μπέιλορ το 1969. Χρειάστηκε να περάσουν σχεδόν τέσσερις δεκαετίες για να συμφιλιωθούν, το 2007, σε προχωρημένη ηλικία.

Με περισσότερα από 1.400 επιστημονικά άρθρα και 12 βιβλία, ο Κούλεϊ άφησε ανεξίτηλο αποτύπωμα στη σύγχρονη ιατρική. Πέθανε στις 18 Νοεμβρίου 2016, σε ηλικία 96 ετών, αναγνωρισμένος ως ο γιατρός που τόλμησε να «δώσει» τεχνητό παλμό στην ανθρώπινη καρδιά.

 

Θάνατοι

 

1936 – Ο Παύλος Κουντουριώτης, γεννημένος στην Ύδρα στις 9 Απριλίου 1855, υπήρξε μια από τις κορυφαίες προσωπικότητες του ελληνικού Ναυτικού και πολιτικής ζωής του πρώτου μισού του 20ού αιώνα. Προερχόμενος από τη διάσημη ναυτική οικογένεια Κουντουριώτη, εγγονός του πρωθυπουργού Γεωργίου Κουντουριώτη και αδελφός του πολιτικού Ιωάννη Κουντουριώτη, ο Παύλος ακολούθησε την οικογενειακή παράδοση, κατατάσσοντας το 1875 στο Βασιλικό Ναυτικό. Από νωρίς φάνηκαν οι στρατηγικές του ικανότητες: συμμετείχε στις επιχειρήσεις της Πρέβεζας και της Κρήτης κατά τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897, ενώ ως κυβερνήτης του ατμομυοδρόμου «Αλφειός» οργάνωσε αποβάσεις στρατευμάτων σε Χανιά και Λεπτοκαρυά, και πραγματοποίησε το πρώτο υπερπόντιο ταξίδι ελληνικού πολεμικού πλοίου με το εκπαιδευτικό «Μιαούλης».

Η καριέρα του κορυφώθηκε κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, όταν ως Αρχηγός του Β΄ Στόλου και κυβερνήτης του θωρηκτού «Αβέρωφ» προχώρησε στην απελευθέρωση σχεδόν όλων των νησιών του Αιγαίου, συμμετέχοντας σε κρίσιμες ναυμαχίες όπως αυτή της Έλλης και της Λήμνου. Ο τολμηρός του ελιγμός στην Έλλη θεωρείται απόδειξη στρατηγικής τόλμης και αποφασιστικότητας, καθώς ανάγκασε τον τουρκικό στόλο να υποχωρήσει.

Μετά τους πολέμους, προήχθη σε Αντιναύαρχο και διετέλεσε Υπουργός Ναυτικών σε πολλές κυβερνήσεις, ενώ συμμετείχε ενεργά στην Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η πολιτική του δράση συνεχίστηκε με την ανακήρυξη της Δεύτερης Ελληνικής Δημοκρατίας, όταν το 1924 ορκίστηκε ως πρώτος Πρόεδρός της. Παρά την απόπειρα δολοφονίας το 1927 και τις συνεχείς πολιτικές εντάσεις, παρέμεινε σύμβολο κύρους και εθνικής υπευθυνότητας μέχρι την οριστική του παραίτηση το 1929 για λόγους υγείας.

Ο Παύλος Κουντουριώτης απεβίωσε στις 22 Αυγούστου 1935 στο Παλαιό Φάληρο και ετάφη στην Ύδρα, αφήνοντας πίσω του μια κληρονομιά στρατιωτικής ανδρείας και πολιτικής ακεραιότητας. Η ζωή του συνδέει την ελληνική ναυτική παράδοση με την οικοδόμηση σύγχρονων δημοκρατικών θεσμών, ενώ οι στρατιωτικές και πολιτικές του επιτυχίες τον καθιστούν πρόσωπο-ορόσημο στην ιστορία της χώρας.

 

2014 – Ο Εμμανουήλ Κριαράς γεννήθηκε στις 28 Νοεμβρίου 1906 στον Πειραιά, σε οικογένεια κρητικής καταγωγής από τα Σφακιά, και πέρασε τα πρώτα του παιδικά χρόνια στη Μήλο. Το 1914 η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στα Χανιά, όπου ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές σπουδές του, και το 1924 ξεκίνησε τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από όπου αποφοίτησε το 1929. Από το 1930 έως το 1950 εργάστηκε στο Μεσαιωνικό Αρχείο της Ακαδημίας Αθηνών, αρχικά ως συνεργάτης και από το 1939 ως διευθυντής.

Παράλληλα με την εργασία του, επιδίωξε συνεχή επιμόρφωση στο εξωτερικό: το 1930 με υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών μετέβη στο Μόναχο για σπουδές λεξικογραφίας, ενώ αργότερα, ως διδάκτορας, παρακολούθησε σεμινάρια στο Παρίσι για βυζαντινολογία και συγκριτική γραμματολογία. Το 1938 απέκτησε διδακτορικό με τη διατριβή «Μελετήματα περί τας πηγάς του Ερωτοκρίτου». Το 1944 φυλακίστηκε στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου λόγω της πολιτικής του δράσης.

Το 1950 εκλέχτηκε τακτικός καθηγητής Μεσαιωνικής Ελληνικής Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, όπου δίδαξε και νεοελληνική φιλολογία, μεσαιωνική ιστορία αλλά και γενική και συγκριτική γραμματολογία, ιδρύοντας το 1965 την πρώτη αυτοτελή έδρα αυτής της επιστήμης στην Ελλάδα. Το διδακτικό έργο του διακόπηκε απότομα το 1968 με την αποπομπή του από τη Χούντα, λόγω των δημοκρατικών του πεποιθήσεων.

Η απόλυσή του δεν σταμάτησε όμως την ερευνητική του δραστηριότητα. Εστράφη με αποφασιστικότητα στη σύνταξη του «Λεξικού της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας (1100-1669)», έργο που υπήρξε η κορωνίδα της φιλολογικής του πορείας και συνέχισε τη συγγραφή και την έρευνα μέχρι τα βαθιά γεράματα. Ο Κριαράς υπήρξε παντρεμένος από το 1936 με την καθηγήτρια Αικατερίνη Στριφτού-Κριαρά, η οποία απεβίωσε το 2000. Ο ίδιος έφυγε από τη ζωή το βράδυ της 22ης Αυγούστου 2014, στη Θεσσαλονίκη, σε ηλικία 107 ετών, αφήνοντας πίσω του ένα πλούσιο πνευματικό έργο που καθιστά την προσωπικότητά του ορόσημο για τη σύγχρονη ελληνική φιλολογία.

 

————————————————————————
Πηγές: sansimera.gr, el.wikipedia