Γέγονε την 18η Οκτωβρίου


...

Ο γέγονε… Γέγονε |


Γεγονότα

 

1851 – Εκδίδεται για πρώτη φορά το μυθιστόρημα του Χέρμαν Μέλβιλ «Μόμπι Ντικ», με τίτλο «Η Φάλαινα». Μόμπι Ντικ ή Η Φάλαινα (αγγλικά: Moby-Dick; or, The Whale) είναι μυθιστόρημα του 1851 γραμμένο από τον Αμερικανό συγγραφέα Χέρμαν Μέλβιλ. Στο βιβλίο ο ναύτης Ισμαήλ αφηγείται την περιπέτεια του Αχαάβ, καπετάνιου του φαλαινοθηρικού πλοίου Πίκοουντ, με στόχο να εκδικηθεί τον Μόμπι Ντικ, μια γιγάντια λευκή φάλαινα φυσητήρα, επειδή στο προηγούμενο ταξίδι του Πίκοουντ ο Μόμπι Ντικ δάγκωσε το πόδι του Αχαάβ στο γόνατο.

Το βιβλίο ανήκει στη λεγόμενη Αμερικανική Αναγέννηση και έχει ταξινομηθεί από τον όψιμο ρομαντισμό μέχρι τον πρώιμο συμβολισμό. Όταν δημοσιεύθηκε έλαβε ανάμεικτες κριτικές και ήταν εμπορική αποτυχία. Όταν πέθανε ο συγγραφές του το 1891 δεν τυπωνόταν. Η φήμη του ως σπουδαίο αμερικανικό μυθιστόρημα άρχισε να εξαπλώνεται στις αρχές του 20ού αιώνα, με την εκατονταετηρίδα της γέννησης του Χέρμαν Μέλβιλ. Ο Ουίλιαμ Φώκνερ είπε ότι ευχόταν να το είχε γράψει ο ίδιος και ο Ντ. Χ. Λώρενς το αποκάλεσε «ένα από τα πιο περίεργα και υπέροχα βιβλία στον κόσμο» και «το σπουδαιότερο βιβλίο που έχει γραφτεί για τη θάλασσα». Η εναρκτήρια πρόταση «Λέγε με Ισμαήλ» είναι ανάμεσα στις πιο διάσημες και sus της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Η βάση του έργου του Μέλβιλ ήταν ένα φαλαινοθηρικό ταξίδι που πραγματοποίησε το 1841 με το πλοίο Ακούσνετ. Το μυθιστόρημα αντλεί έμπνευση επίσης από τη φαλαινοθηρική λογοτεχνία καθώς και από τον Σαίξπηρ και τη Βίβλο. Η έμπνευση για τη φάλαινα ήταν μια δύσκολο να πιαστεί αλμπίνα φάλαινα, γνωστή ως Μόμπι Ντικ και το τέλος του βιβλίου βασίζεται στη βύθιση του φαλαινοθηρικού Έσσεξ το 1820. Οι λεπτομερείς και ρεαλιστικές περιγραφές της φαλαινοθηρίας και της εξαγωγής του λαδιού, καθώς και της ζωής στο πλοίο με ένα πολυπολιτισμικό πλήρωμα αναμιγνύονται με την εξερεύνηση της κοινωνικής θέσης, του καλού και κακού και την παρουσία Θεού. Πέραν της αφηγηματικής πρόζας, ο Μέλβιλ χρησιμοποιεί επίσης από τραγούδια, ποίηση και καταλόγους μέχρι μονολόγους και σαιξπηρικούς διαλόγους.

Η συγγραφή του βιβλίου διήρκεσε 18 μήνες. Τον Οκτώβριο του 1851 το κεφάλαιο «Η ιστορία του Τάουν-Χο» δημοσιεύθηκε στο Harper’s New Monthly Magazine. Τον ίδιο μήνα δημοσιεύθηκε ολόκληρο το βιβλίο (σε τρίτομο) με τον τίτλο Η Φάλαινα στο Λονδίνο και τον Νοέμβριο με τον οριστικό του τίτλο ως ένας τόμος στη Νέα Υόρκη. Υπάρχουν εκατοντάδες διαφορές ανάμεσα στις δύο εκδόσεις, καθώς ο εκδότης στο Λονδίνο Ρίτσαρντ Μπέντλεϊ λογόκρινε και άλλαξε πολλά σημεία, ενώ ο Μέλβιλ προχώρησε και εκείνος σε αλλαγές, συμπεριλαμβανομένης της αλλαγής τίτλου. Το όνομα της φάλαινας και στις δύο εκδόσεις είναι Μόμπι Ντικ, χωρίς την παύλα.

 

 

 

1860 – Λήγει ο Β’ Πόλεμος του Οπίου, με την υπογραφή της Συνθήκης του Τιεντσίν εις βάρος της Κίνας. Οι Κινέζοι υποχρεώνονται να ανοίξουν τα λιμάνια τους, να νομιμοποιήσουν το εμπόριο του οπίου και να επιτρέπουν τη δράση των χριστιανών ιεραποστόλων.

Στις 8 Οκτωβρίου 1856, κινέζοι αυτοκρατορικοί αξιωματούχοι συνέλαβαν το πλήρωμα του πλοίου Βέλος για πειρατεία και λαθρεμπόριο. Το πλοίο ήταν κινέζικης ιδιοκτησίας, αλλά έφερε τη βρετανική σημαία. Οι Άγγλοι παραπονέθηκαν ότι οι τελωνειακοί έσχισαν τη βρετανική σημαία και κήρυξαν τον πόλεμο στον αυτοκράτορα. Μαζί τους συντάχθηκαν και οι Γάλλοι, με το πρόσχημα της δολοφονίας ενός συμπατριώτη τους ιεραποστόλου στις αρχές του χρόνου. Τη συμπαράστασή τους στους Αγγλογάλλους εξέφρασαν ΗΠΑ και Ρωσία.
Οι δύο σύμμαχου γρήγορα κυριάρχησαν στο πεδίο των μαχών και κατέλαβαν την Καντώνα, αναγκάζοντας τους Κινέζους να συνθηκολογήσουν και να υπογράψουν τον Ιούνιο του 1858 τη Συνθήκη του Τιεντσίν, η οποία προέβλεπε:

  • Εγκατάσταση διπλωματικών αποστολών από Βρετανία, Γαλλία, ΗΠΑ και Ρωσία στο Πεκίνο, που εκείνη την εποχή ήταν Απαγορευμένη Πόλη.
  • Άνοιγμα δέκα νέων λιμανιών για εμπορική δραστηριότητα.
  • Ελευθερία κινήσεων για τους ξένους στο εσωτερικό της χώρας.
  • Ελευθερία κινήσεων για τους χριστιανούς ιεραποστόλους.
  • Νομιμοποίηση των εισαγωγών οπίου.
  • Καταβολή μεγάλης αποζημίωσης από την Κίνα σε Βρετανία και Γαλλία.

Ο Αυτοκράτορας Φενγκ Ξιάν αρνήθηκε να επικυρώσει τη συμφωνία και οι Αγγλογάλλοι επανέλαβαν τις εχθροπραξίες το 1859. Με επικεφαλής τον Τζέιμς Μπρους, 8ο Κόμη του Έλγιν (γιο του γνωστού μας Λόρδου Έλγιν) οι Αγγλογάλλοι προήλασαν και εισήλθαν χωρίς να συναντήσουν μεγάλη αντίσταση στο Πεκίνο. Έβαλαν φωτιά στα θερινά Ανάκτορα, προέβησαν σε λεηλασίες και ανάγκασαν τον αυτοκράτορα να υπογράψει στις 18 Οκτωβρίου 1860 τη Σύμβαση του Πεκίνου, με την οποία επικυρωνόταν η Συνθήκη του Τιεντσίν. Στη συνέχεια, οι Αγγλογάλλοι βοήθησαν τον αυτοκράτορα Τζι Τονγκ να καταστείλει την Εξέγερση του Ταϊπίγκ και να αποκαταστήσει την ενότητα της Κίνας το 1864.
Οι ταπεινωτικές ήττες των Κινέζων στους δύο Πολέμους του Οπίου, προκάλεσαν την εθνική τους αφύπνιση και συνέβαλαν μακροπρόθεσμα στην πτώση της δυναστεία των Τσινγκ το 1911 και την κατάργηση της βασιλείας. Από την εποχή εκείνη μεγάλωσε η καχυποψία των Κινέζων για τη Δύση. Αυτή η ψυχολογική κατάσταση διατηρείται άσβεστη και σήμερα στην Άπω Ανατολή.

 

1912 – Ο υποπλοίαρχος Νικόλαος Βότσης τορπιλίζει το τουρκικό θωρηκτό «Φετίχ Μπουλέντ» στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Με την έναρξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, ο υποπλοίαρχος Νικόλαος Βότσης διατάχθηκε να επιτηρεί την παραλιακή ζώνη της Κατερίνης με το τορπιλλοβόλλο «Τ- 11», προκειμένου να μην επιχειρηθεί εκφόρτωση πολεμικών εφοδίων από τουρκικά πλοία στα μαχόμενα Οθωμανικά στρατεύματά τους στη Μακεδονία. Όμως, ο 35χρονος υδραίος αξιωματικός, γόνος ναυμάχων του ’21, διψούσε για πολεμική δράση και έβαλε ως στόχο ένα παλαιό θωρηκτό του οθωμανικού στόλου, το «Φετίχ Μπουλέντ», που ναυλοχούσε στο λιμάνι της τουρκοκρατούμενης τότε Θεσσαλονίκης. Έμαθε ότι από το πλοίο είχαν αφαιρεθεί τα μεγάλα κανόνια του, τα οποία είχαν τοποθετηθεί στην ξηρά για την καλύτερη υπεράσπιση της περιοχής.

Ζήτησε από το επιτελείο να δράσει και έλαβε θετική απάντηση.

Η επιχείρηση ορίστηκε για το βράδυ της 18ης Οκτωβρίου. Με τη βοήθεια δύο ελλήνων ψαράδων από την Κατερίνη, που γνώριζαν πολύ καλά τα κατατόπια του Θερμαϊκού, το ελληνικό τορπιλλοβόλο εισέδυσε με πάσα μυστικότητα και περισσή ικανότητα στο ναρκοθετημένο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και χωρίς να γίνει αντιληπτό έβαλε από απόσταση 150 μέτρων με δύο τορπίλες κατά του τουρκικού θωρηκτού στις 23:35, σύμφωνα με την αναφορά του κυβερνήτη. Οι βολές ήταν επιτυχημένες και το «Φετίχ Μπουλέντ» έγειρε προς τα δεξιά και άρχισε να βυθίζεται, παρασύροντας στον υγρό τάφο του τον ιμάμη του πλοίου και έξι ναύτες. Μία τρίτη τορπίλη, που εκτοξεύτηκε από το «Τ-11», προσέκρουσε στον κυματοθραύστη. Κατά τη διάρκεια της επιχείρησης, ο Βότσης ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός, καθώς στο λιμάνι ήταν αραγμένα δύο ακόμη πλοία, ένα αγγλικό και ένα ρωσικό, και θα μπορούσε να προκληθεί διπλωματικό

επεισόδιο αν τους συνέβαινε το παραμικρό.
Αμέσως σήμανε συναγερμός στο τουρκικό στρατόπεδο. Ο εκκωφαντικός κρότος, που δόνησε την πόλη, αρχικά νομίστηκε ότι προερχόταν από έκρηξη σε πυριτιδοποθήκη, αλλά το αρχικό ξάφνιασμα διαδέχθηκε η κατάπληξη, όταν οι Οθωμανοί αξιωματικοί πληροφορήθηκαν την ανατίναξη του πλοίου. Αμέσως, ο τεράστιος προβολέας από το Καραμπουρνάκι άρχισε να χτενίζει το λιμάνι για την επισήμανση του εισβολέα, αλλά το ελληνικό τορπιλλοβόλο διέφυγε, όπως ήλθε, απαρατήρητο, και στις 4 το πρωί της 19ης Οκτωβρίου 1912 επέστρεψε στη βάση του, στα παράλια της Κατερίνης. Την ίδια μέρα, ο Νικόλαος Βότσης απέστειλε την αναφορά του προς το επιτελείο και δέχθηκε τα συγχαρητήρια του υπουργού Ναυτικών, Νικολάου Στράτου.
Το γεγονός του τορπιλλισμού και της βύθισης του «Φετίχ Μπουλέντ» προκάλεσε μεγάλο ενθουσιασμό στο λαό και το μαχόμενο στρατό. Ήταν η πρώτη μεγάλη ναυτική επιτυχία των Βαλκανικών Πολέμων και γιορτάστηκε με πανηγυρισμούς σε όλη την Ελλάδα. Αναφορά στο κατόρθωμα του Βότση περιλαμβάνεται στον ύμνο του Πολεμικού Ναυτικού «Ο Ναύτης του Αιγαίου», που συνέθεσε το 1912 ο Κωνσταντίνος Λυκόρτας.

 

Γεννήσεις

 

1918 – Κωνσταντίνος Μητσοτάκης (Χαλέπα Χανίων, 18 Οκτωβρίου 1918 – Αθήνα, 29 Μαΐου 2017) ήταν Έλληνας πολιτικός.

Διετέλεσε πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας (1 Σεπτεμβρίου 1984 – 3 Νοεμβρίου 1993) καθώς και πρωθυπουργός της Ελληνικής Δημοκρατίας (11 Απριλίου 1990 – 13 Οκτωβρίου 1993). Καταγόμενος από οικογένεια με πολιτική παράδοση ασχολήθηκε από νωρίς με την πολιτική εκλεγόμενος βουλευτής Χανίων ήδη από τις εκλογές του 1946. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ενώσεως Κέντρου λαμβάνοντας μέρος στον επονομαζόμενο Ανένδοτο Αγώνα των ετών 1961-63, κατά της Κυβέρνησης του 1961 του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που οδήγησε την κεντρώα παράταξη στην εξουσία έπειτα από μακρά περίοδο παραμονής της στην αντιπολίτευση, καθώς και στην κρίση που ακολούθησε τον Ιούλιο του 1965, οπότε ερχόμενος σε αντίθεση με τον Πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου αποχώρησε από την κυβέρνηση μαζί με άλλα στελέχη, χαρακτηριζόμενοι επί τούτου «αποστάτες» και «προδότες» της Ένωσης Κέντρου, σχηματίζοντας τις λεγόμενες «Κυβερνήσεις των Αποστατών» (αυτές των Αθανασιάδη-Νόβα, Τσιριμώκου και του Στεφανόπουλου). Με το ξέσπασμα του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου συνελήφθη και εν συνεχεία μετέβη στο εξωτερικό, όπου ανέπτυξε αντιδικτατορική δράση.

Μεταπολιτευτικά δημιούργησε το Κόμμα Νεοφιλελευθέρων που εξέλεξε στις εκλογές του 1977 δυο βουλευτές, τον ίδιο και τον Παύλο Βαρδινογιάννη. Το επόμενο έτος εντάχθηκε στη Νέα Δημοκρατία και την 1η Σεπτεμβρίου του 1984 εξελέγη αρχηγός της. Ηγήθηκε του κόμματος στις εκλογές του 1985, στις οποίες και ηττήθηκε. Μετά την ήττα παραιτήθηκε και έθεσε εκ νέου θέμα ηγεσίας. Στις εσωκομματικές εκλογές που ακολούθησαν επανεξελέγη πρόεδρος.

Στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις του 1989 (Ιουνίου και Νοεμβρίου) δεν κατάφερε να κερδίσει την αυτοδυναμία, το πέτυχε όμως σε αυτές της 8ης Απριλίου του 1990, οπότε και σχημάτισε Κυβέρνηση υπό την προεδρία του. Στις επόμενες εκλογές ηττήθηκε και παραιτήθηκε από την ηγεσία της ΝΔ, του απονεμήθηκε δε ο τίτλος του επιτίμου προέδρου του κόμματος.

Εκλεγόταν βουλευτής μέχρι το 2004. Παρά την παύση της κοινοβουλευτικής του δράσης εξακολουθούσε να προβαίνει σε πολιτικές παρεμβάσεις διαμέσου των μέσων ενημέρωσης ή της επαφής του με πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες. Παιδιά του είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η Ντόρα Μπακογιάννη.

 

1926 – Τσακ Μπέρι. Γεννήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 1926 στο Σεντ Λούις του Μιζούρι και ήταν το 4ο παιδί της οικογένειάς του, από τα 6 συνολικά. Ο πατέρας του ήταν ιερέας σε εκκλησία Βαπτιστών, ενώ η μητέρα του ήταν διευθύντρια σχολείου. Το 1944, ο Μπέρι συνελήφθη για ληστεία που διέπραξε στο Κάνσας Σίτι.

Όταν αποφυλακίστηκε το 1947, στα 21α γενέθλιά του, παντρεύτηκε τη Θαμέτα Σαγκς και απέκτησε μια κόρη μαζί της. Ο Τσακ Μπέρι ξεκίνησε την καριέρα του τραγουδώντας τραγούδια των Νατ Κινγκ Κόουλ και Μάντι Γουώτερς. Τον Μάιο 1955, ο Μπέρι υπέγραψε συμβόλαιο με την Τσες Ρέκορντς. Τον Ιούνιο 1956, ο Μπέρι βγάζει την πρώτη μεγάλη του επιτυχία, το Roll Over Beethoven, που φτάνει στο #29 των ΗΠΑ.

Αργότερα, βγάζει της μεγαλύτερες επιτυχίες του School Days, Rock and Roll Music, Sweet Little Sixteen και Johnny B. Goode. Αργότερα, ο Τσακ Μπέρι μπήκε για 2η φορά στην φυλακή. Κατά τη δεκαετία του 1960, ο Μπέρι βγάζει πολλές επιτυχίες, που δεν σημειώνουν, ωστόσο, τόσο μεγάλη επιτυχία όσο τα προηγούμενα τραγούδια του. Τέλος, το 1986, ο Τσακ Μπέρι εισήχθη στο Rock and Roll Hall of Fame. Ο τρόπος παιξίματός του ενέπνευσε πολλούς καλλιτέχνες, όπως τον Άνγκους Γιανγκ των AC/DC.

Ο Berry ανακοίνωσε την ημέρα των 90ων γενεθλίων του πως το πρώτο καινούργιο studio album μετά το “Rock It” του 1979 θα κυκλοφορήσει μέσα στο 2017 υπό τον τίτλο “Chuck”. Ο πρώτος δίσκος του μετά από 38 χρόνια θα περιλαμβάνει επίσης τα παιδιά του Charles Berry Jr. και Ingrid, (“the Blueberry Band”), στην κιθάρα και τη φυσαρμόνικα, ενώ τα τραγούδια “θα καλύπτουν το φάσμα από σκληρό rock μέχρι πιο soul χρονοκάψουλες του έργου του” και θα είναι αφιερωμένος στην επί 68 χρόνια σύζυγο του, Themetta Berry.

Η Αστυνομία της Κομητείας Σαιντ Τσαρλς του Μιζούρι κλήθηκε στο σπίτι του Berry την 18η Μαρτίου 2017, όπου ήταν αναίσθητος. Ο θάνατος του ανακοινώθηκε την ίδια ημέρα. Ήταν 90 ετών.

 

Θάνατοι

 

1871 – Τσαρλς Μπάμπατζ. (26 Δεκεμβρίου 1791 – 18 Οκτωβρίου 1871) ήταν Βρετανός μαθηματικός, φιλόσοφος, εφευρέτης και μηχανικός ο οποίος επινόησε τον προγραμματίσιμο υπολογιστή.

Θεωρείται ο «πατέρας του υπολογιστή».Του αποδίδεται η εφεύρεση του πρώτου μηχανικού υπολογιστή, ο οποίος σταδιακά οδήγησε σε πιο προχωρημένο σχεδιασμό. Τμήματα των μη ολοκληρωμένων μηχανών του εκτίθενται στο Μουσείο Επιστημών του Λονδίνου.

To 1991 κατασκευάστηκε μια πλήρως λειτουργική διαφορική μηχανή από τα αρχικά σχέδια του Μπάμπατζ, με μεθόδους κατασκευής που αντιστοιχούσαν στον 19ο αιώνα.

Η επιτυχής κατασκευή της μηχανής έδειξε ότι η μηχανή θα μπορούσε να λειτουργήσει. Εννέα χρόνια αργότερα το Μουσείο Επιστημών ολοκλήρωσε τον εκτυπωτή που ο Μπάμπατζ είχε σχεδιάσει για την διαφορική μηχανή, μια εξαιρετικά πολύπλοκη συσκευή για τον 19ο αιώνα.

 

1955 – Χοσέ Ορτέγα ι Γκάσετ (ισπανική γλώσσα: Jose Ortega y Gasset, προφορά ΔΦΑ: [xo’se oɾ’teɣa i ɣa’set], Μαδρίτη, 9 Μαΐου 1883 – 18 Οκτωβρίου 1955) ήταν Ισπανός φιλόσοφος και δοκιμιογράφος, που άσκησε σημαντική επιρροή στην πνευματική και πολιτιστική αναγέννηση της Ισπανίας στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα.

Ο Ορτέγα ι Γκασέτ γεννήθηκε στη Μαδρίτη στις 9 Μαΐου του 1883. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια και ο πατέρας του ήταν έγκριτος δημοσιογράφος. Στα νεανικά του χρόνια φοίτησε σε σχολείο ιησουϊτών στη Μάλαγα, ενώ συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Μπιλμπάο (1897 – 98) και αργότερα στο Πανεπιστήμιο Φιλοσοφίας και Γραμμάτων της Μαδρίτης (1898 – 1904).

Από το 1905 μέχρι το 1907 συμπλήρωσε τις σπουδές του σε ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Γερμανίας – Λειψία, Κολωνία, Βερολίνο και Μάρμπουργκ. Υπήρξε μαθητής του νεοκαντιανού φιλοσόφου Χέρμαν Κοέν (Hermann Kohen, 1842 – 1918).
Μετά την επιστροφή του στην Ισπανία το 1908, διορίστηκε καθηγητής Ψυχολογίας, Λογικής και Ηθικής στην Escuela Superior del Magisterio de Madrid και το 1910 κατέλαβε την έδρα της Μεταφυσικής στο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης. Με την κριτική αρθρογραφία του και το φιλελεύθερο πνεύμα του, αγωνίστηκε για τον εκσυγχρονισμό της πνευματικής ζωής της χώρας του και την ανάγκη συγχρονισμού της με τη σκέψη και τους φιλελεύθερους προσανατολισμούς της υπόλοιπης Ευρώπης.

Ο Ορτέγα ι Γκασέτ, με ένα πύρινο λόγο που εξεφώνησε το 1914, τόνισε την επείγουσα ανάγκη της πνευματικής ανανέωσης της Ισπανίας και διατύπωσε μια πολιτική φιλοσοφία, που βασιζόταν σ’ ένα φιλελεύθερο πολιτικό προσανατολισμό. Για την πραγματοποίηση του προγράμματος αυτού, ίδρυσε το 1923 την «Επιθεώρηση της Δύσης» (Revista de Occidente), που σημείωσε μεγάλη κυκλοφορία σε όλες τις ισπανόφωνες χώρες και έφερε κοντά στα κοινωνικά στρώματα της χώρας του την ευρωπαϊκή σκέψη του 20ου αιώνα.

Ο Ορτέγκα ι Γκασέτ, επικεφαλής δημοκρατικών διανοούμενων, ηγήθηκε μιας αντιπολιτευτικής κίνησης κατά της δικτατορίας του Πρίμο δε Ριβέρα (Primo de Rivera, 1923 – 1930) και αργότερα έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανατροπή του βασιλιά της Ισπανίας Αλφόνσου ΙΓ΄, που κατέληξε στην πτώση της μοναρχίας.

Με την έκρηξη του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου το 1936, ο Ορτέγα ι Γκασέτ, αν και δεν ήταν αριστερών πεποιθήσεων, διαφώνησε με τις δημοκρατικές επιδιώξεις των αντικυβερνητικών ομάδων, εγκατέλειψε την Ισπανία και αποστασιοποιήθηκε ενσυνείδητα από τις πολιτικές διαμάχες. Αυτοεξορίστηκε στο Μπουένος Άϊρες της Αργεντινής, μέχρις ότου επέστρεψε ξανά στην Ευρώπη το 1942.

Αρχικά, εγκαταστάθηκε στην Πορτογαλία μέχρι και τα μέσα του 1945, επισκεπτόμενος για σύντομα χρονικά διαστήματα την Ισπανία. Το 1948 επέστρεψε στη Μαδρίτη, όπου ίδρυσε το Ινστιτούτο Ανθρωπιστικών Σπουδών, στο οποίο και δίδασκε. Ο Ορτέγα ι Γκασέτ πέθανε στη Μαδρίτη στις 18 Οκτωβρίου 1955 σε ηλικία 72 ετών.

 

————————————————————————
Πηγές: sansimera.gr, el.wikipedia