Γιάννης Τσαρούχης:
«Περπατώντας φτάσαμε στο Αγρίνιο.
Εκεί είδα τους Γερμανούς με τα τριαντάφυλλα»
του Γιώργου Πανταζόπουλου
Ο σπουδαίος ζωγράφος και σκηνογράφος Γιάννης Τσαρούχης (1910 -1989) ήταν ένας από τους χιλιάδες ανώνυμους και επώνυμους Έλληνες στρατιώτες που πήραν ενεργό μέρος στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, ενώ στη συνέχεια, την Άνοιξη του ΄41, με την οπισθοχώρηση, βρέθηκε στον Άγιο Κωνσταντίνο Αγρινίου.
Οι κάτοικοι του Αγίου Κωνσταντίνου Αγρινίου, λίγα χρόνια μετά τον ξεριζωμό που βίωσαν από την πατρογονική γη στη Μικρά Ασία, ήταν ευαισθητοποιημένοι για τους Έλληνες φαντάρους που επέστρεφαν από το μέτωπο και με μεγάλη χαρά τους περιποιήθηκαν και τους έδωσαν από το περίσσευμά τους για να τους βοηθήσουν. Άνοιξαν ακόμη και τα παλιά σεντούκια για να τους προσφέρουν τα καλύτερα ρούχα τους, τα «γαμπριάτικα» για να τα φορέσουν οι φαντάροι μας!
Στο Αγρίνιο ο Γιάννης Τσαρούχης και ο συμπολεμιστής του Λυκούργος Καλλέργης (ηθοποιός) έμειναν λίγες μέρες και αφού πήραν δυνάμεις και λίγα τρόφιμα για το δρόμο, συνέχισαν την πορεία τους για την Αθήνα. Ο μεγάλος Έλληνας ζωγράφος είχε περιγράψει σε συνέντευξή του στο Μηνά Χρηστίδη και στην εφημερίδα «ΕΘΝΟΣ», τα όσα βίωσε κατά την επιστροφή του από το μέτωπο και τη φιλοξενία που είχε από τους κατοίκους του Αγίου Κωνσταντίνου Αγρινίου. Διαβάστε μερικά αποσπάσματα:
«Οι πρώτοι Γερμανοί που είδα εγώ ήταν στολισμένοι με τριαντάφυλλα στ΄ αυτιά και στο στήθος και με κόκκινα μαντίλια εμπριμέ. Ήταν στο Αγρίνιο. Τους είχα δει και πριν αλλά μακριά, από το ύψωμα του χωριού Κρύα, έξω από τα Γιάννενα. Περνάγανε με κατακαίνουργια αυτοκίνητα με μια σημαία πάνω στο καπό. […] Και ξεκινάμε με τα πόδια για την Άρτα. Στο δρόμο κοιμήθηκα όρθιος. Περπατούσα και ήμουν κοιμισμένος. Λέω στο διπλανό μου, άμα περάσουμε από το γεφύρι της Άρτας να με ξυπνήσεις. Ξύπνησα, το είδα, ξανακοιμήθηκα πάλι, περπατώντας πάντα. Φτάσαμε στην Άρτα κατά τις εφτά το πρωί. Βρομούσε πολύ άσχημα όλη η πόλη, λέω, έχουν ψοφήσει τίποτα μουλάρια; Αυτή η μυρωδιά, στην Αλβανία, ήταν από ψόφια μουλάρια. Μου λέει ένας, δεν είναι μουλάρια, είναι άνθρωποι στα υπόγεια των σπιτιών, πεθαμένοι απο τους βομβαρδισμούς.
Πήραμε ξύλα, κουφώματα, παντζούρια και χτυπούσαμε τ’ αυτοκίνητα που έρχονταν, για να μας πάρουν κι εμάς. Δεν σταματούσαν καθόλου. Ήταν γεμάτα. Αποφασίσαμε να πέφτει ένας στη μέση του δρόμου, μήπως σταματήσουν και δεν ήταν εύκολο ν’ ανέβεις, γιατί ήταν ψηλά τ’ αυτοκίνητα και σε χτυπούσαν κι από κει. Κάποιος όμως με βοήθησε και κατάφερα κι ανέβηκα.
– Κύριε Τσαρούχη, μου λέει, τι γίνεστε;
– Γιατί με λες «κύριο» στο χάλι που είμαστε; Σκισμένα ρούχα, όπως στα θέατρα και τα σινεμά και όλο ψείρες γεμάτοι, του λέω.
– Ξέρετε ποιος είμαι εγώ, μου λέει. Είμαι το μοντέλο του διαγωνισμού του Παρθένη.
Ήταν στο Πολυτεχνείο μοντέλο.
– Ήμουν, μου λέει, κομμωτής, χτένιζα την κυρία Παρθένη.
– Δεν θυμάμαι τίποτα, του λέω.
– Να σου πουλήσω, μου λέει, την ξιφολόγχη μου; Δεν την πα-ρέδωσα, την έχω κρατήσει.
– Τι να την κάνω την ξιφολόγχη σου, του λέω.
– Για το γραφείο σου.
– Δεν έχω γραφείο καημένε.
– Τότε να σου δώσω ένα βάζο γλυκό φράπα, μου λέει.
– Μην το πάρεις είναι γεμάτο γυαλιά, πετάγεται ο διπλανός. Έχουν σπάσει καθρέφτες κι έχουν πέσει μέσα.
– Πόσα θέλεις, του λέω.
– Ένα τέταρτο κουραμάνα που έχεις, μου λέει.
– Την κουραμάνα μού την είχε δώσει ένας λοχαγός.
– Πάρε το ένα τέταρτο γιατί δεν έχω όρεξη να φάω και μη μου δώσεις τίποτα, του λέω.
Το αυτοκίνητο σταμάτησε και ο σωφέρ είπε να κατέβουμε κάτω όλοι γιατί δεν πάει παραπέρα. Δίπλα ήταν ένα αμπέλι. Πήγαμε καί κοιμηθήκαμε σ’ ένα χαντάκι τ’ αμπελιού. Σε λίγο με σκουντάει αυτός και μου λέει: «ξύπνα περνάει ένα φορτηγάκι». Πώς κατάφερα εγώ, πήδησα από το άνοιγμα που είχε η τέντα τ’ αυτοκινήτου και μπήκα μέσα, πάνω στο σβέρκο ενός γιατρού; Μας λένε: «Βρέ παιδιά να σας πάρουμε, αλλά όχι και στο σβέρκο μας».
Ακόμα και τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια, δεν μπορώ να συλλάβω πώς σκαρφάλωσα και βρέθηκα έτσι. Σε λίγο σπάει τ’ αυτοκίνητο και κατεβήκαμε όλοι κάτω.
Περπατώντας φτάσαμε στο Αγρίνιο. Εκεί είδα τους Γερμανούς με τα τριαντάφυλλα.
Πήγαμε σ’ ένα σπίτι του συνοικισμού να μείνουμε. Εκεί οι γυναίκες έβγαλαν τα προικιά τους, με τις νταντέλες και τ’ αζούρ και μας έστρωσαν τα κρεβάτια. Οι Αγρινιώτες στην πόλη κλείσανε τις πόρτες με κλειδί και με λουκέτο για να μη μπούμε μέσα οι στρατιώτες. Και καλοντυμένοι όλοι πήγαν στην εκκλησία σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Μια Σμυρνιά δασκάλα πρόσφερε δύο αυγά σ’ ένα Γερμανό στρατιώτη και μια άλλη γειτόνισσα της είπε: «Δεν ντρέπεσαι, μωρή, στους ξένους δίνεις τ’ αυγά, δεν τα δίνεις στα δικά μας παιδιά; Θα πάω να σου βρω εγώ ένα αυγό», είπε, και μου έφερε ένα αυγό να φάω. Τo απόγευμα έρχεται o Καλλέργης και μου λέει: «Βρήκαμε ένα σχέδιο να πάμε στην Αθήνα». Με τον Καλλέργη είχαμε χαθεί ένα διάστημα και ξαναβρεθήκαμε στ’ Αγρίνιο.
Μου λέει: «Λοιπόν θα ντυθούμε όλοι τραυματίες. Βρήκαμε ένα νοσοκομειακό και θα βάλουμε στα κεφάλια μας γάζες, λευκοπλάστ, ιώδιο κ.τ.λ. Και ντυθήκανε χονδροειδώς τραυματίες όλοι τους.
«Εγώ», λέω, «φοβάμαι να ντυθώ έτσι, γιατί μπορεί να μας πιάσουν οι Γερμανοί και να μας τιμωρήσουν, επειδή λέμε ψέματα». Άλλωστε αν μου πουν τι έχεις, θα πω έχω σπάσει το πόδι μου, γιατί το είχα άλήθεια χτυπήσει πολύ άσχημα. Παίρνουμε από το Αγρίνιο ένα κατακαίνουργιο αυτοκίνητο του Ερυθρού Σταυρού που βρισκόταν εκεί, μπαίνουμε μέσα και στο Αντίρριο μας σταματάνε. Όσοι ήταν με ψεύτικα μπαντάζ τους χαιρετήσανε οι Γερμανοί. Όσοι δεν είχαν ψεύτικα πανιά, τους είπαν: “ Εσείς με τα πόδια”. Ήταν μαζί μας και ένας που είχε 40 πυρετό, γρίπη· με τα πόδια κι αυτός. Ένας που φορούσε σώβρακο μακρύ, το πέρασαν οι Γερμανοί για μπαντάζ κι αυτό, έτσι έμεινε στο αυτοκίνητο το νοσοκομειακό. Μετά βρήκαμε ένα αυτοκίνητο και χυμάω εγώ με τον Καλλέργη και τρώμε ξύλο απο τους άλλους που ήταν μέσα. […]»
Φτάνοντας στα περίχωρα της Αθήνας ο Γιάννης Τσαρούχης, αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Το πρωί ο σωφέρ μας λέει: “Δεν είχα φανάρια γι΄ αυτό σταμάτησα”. Μετά απ’ αυτή τη δήλωση ξεκίνησε. Στο δρόμο, στα χωριά, στο Κριεκούκι, στην Κάζα, στη Μάνδρα, κοιτούσαν οι γέροι του χωριού τ΄ αυτοκίνητα και μας χειροκροτούσαν.
Ένας είπε: “Για τα χάλια μας, μάς χειροκροτάτε”;
Και οι γέροι απαντούσαν: “Eίσαστε ήρωες, είσαστε λεβεντόπαιδα”. Φτάνω στην Αθήνα, πάω στο σπίτι μου, που ήταν στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου. Μου βγάζουν τα ρούχα με τις ψείρες. Είχα γενειάδα τότε, κοκκινωπή γενειάδα. Εννιά η ώρα έπεσα και ξύπνησα την άλλη μέρα στις εννιά. Σπίτι ήταν ο μπαμπάς, η Κική, όλοι ήταν εκεί. Κοιμόμουνα ακόμα όταν ήρθε ο Πικιώνης σπίτι. Το είχε μάθει που γύρισα. Του τηλεφώνησε η μητέρα μου. Με κοίταξε. “Ωραία κοιμάται”, είπε. “Πολύ καλά είναι, έτσι που κοιμάται”, και με φίλησε στo μέτωπο».
Ο Τσαρούχης επέστρεψε στην Αθήνα και όπως οι υπόλοιποι Έλληνες έζησε από «πρώτο χέρι» την πείνα και τις κακουχίες της Κατοχής.
Πηγή: «αρχείο Αγρινίου» τεύχος 21 – Ευχαριστούμε θερμά: Την κα Νίκη Γρυπάρη, Πρόεδρο του Ιδρύματος «Γιάννη Τσαρούχη» και ανιψιά του ζωγράφου. Την κα Βάσω Τζούτη, από το Ίδρυμα «Γιάννη Τσαρούχη» για τη σημαντική τους συμβολή στην περαίωση της έρευνάς μας. Τον κ. Θ. Βαλαώρα για τις πολύτιμες πληροφορίες που μας έδωσε για το δάσκαλό του Σπύρο Κουκουλομάτη, στη «Σχολή Σταυράκου» και το Γιάννη Τσαρούχη. Την κα Γίτσα Πανταζή-Ναστούλη για τη σημαντική συμβολή της στην περαίωση της έρευνάς μας. (ΑΓΡΙΝΙΟ-ΓΛΥΚΕΣ ΜΝΗΜΕΣ: agriniomemories. blogspot.gr)
Πηγές: Γ. Τσαρούχης, Ως στρουθίον μονάζον επί δώματος, Εκδόσεις Καστανιώτη. Καταγραφή από το Μηνά Χρηστίδη: «Η επιστροφή του στρατιώτη Γ. Τσαρούχη από το μέτωπο» (Το Έθνος της Κυριακής, 24-10-1982). Ίδρυμα «Γ. Τσαρούχης», http://tsarouchis.gr/el/.
Φωτογραφία της ανάρτησης: Ο Γιάννης Τσαρούχης με έναν συστρατιώτη του
Διαβάστε περισσότερα στην ενότητα Μαρτυρίες με click πάνω στην κάρτα που ακολουθεί ή στο Posted in Μαρτυρίες