Εντίτ Πιαφ | Μια φωνή πέρα από το «τότε» ή το «τώρα»


.

| ΠΡΟΣΩΠΟ – γραφία |

– Επιμέλεια: Λ. Τηλιγάδας


Γεννήθηκε κάτω από μια λάμπα υγραερίου

[ Εντίτ Πιαφ | Μια φωνή πέρα από το «τότε»,
το «τώρα» ή το αύριο
 ]

Η συντριπτική πλειοψηφία των φίλων και των βιογράφων της
υποστηρίζει ότι ο θάνατός της επήλθε από καρκίνο,
κατά πάσα πιθανότητα από το ήπαρ… Κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος

Δεν έγινε νεκροψία, οπότε δεν υπάρχει κανένας τρόπος
να αποκαλυφθεί η πραγματική αιτία

Η ερμηνευτική της δύναμη έγραψε ένα τεράστιο κεφάλαιο στην ιστορία της μουσικής και ταυτόχρονα κέρδισε μία μεγάλη μάχη με έναν αδίστακτο εχθρό, τον χρόνο. Ερμηνευτές σαν την Edith Piaf δεν τοποθετούνται σε χρονολογικά ράφια, σε είδη, κατηγορίες, συνθήκες ή γούστα. Δεν ήταν με το «τότε» ή το «τώρα». Δεν χωράνε στα στενά δωμάτια που τοποθετεί τα αντικείμενα της η διαδικασία της ανθρώπινης σκέψης. Το μεγαλείο της ανθρώπινης έκφρασης, όταν αγγίξει το μέγιστο δυνατό του, μετατρέπεται σε κάτι που προσπερνάει όλες αυτές τις συμβάσεις και μοιραία μένει πάντα ένα βήμα μπροστά. Εκεί όπου δεν υπάρχει ο χρόνος, η εποχή και η γλώσσα.

 

 

Η Εντίθ Πιαφ, ή πιο σωστά η Εντίτ Πιαφ γεννήθηκε στο Παρίσι στις 19 Δεκεμβρίου του 1915 και το πραγματικό της όνομα ήταν Édith Giovanna Gassion. Ο πατέρας της, Λουί Αλφόνς Γκασσιόν, ήταν ακροβάτης του δρόμου και η μητέρα της, Ανιτά Μεγιάρ (Anita Maillard), ήταν λυρική τραγουδίστρια, γνωστή με το ψευδώνυμο Line Marsa. Η μητέρα, λίγες εβδομάδες μετά τη γέννησή της την εγκατέλειψε, και η μικρή Εντίθ πέρασε τα πρώτα της χρόνια πρώτα κοντά στη γιαγιά της που ήταν ιδιοκτήτρια οίκου ανοχής.

Το 1919 η Εντίθ αρρωσταίνει από κάποια πάθηση στον εγκέφαλο και τυφλώνεται. Μετά από δύο χρόνια όμως θεραπεύεται χωρίς τη βοήθεια γιατρού και η όρασή της επανέρχεται. Ήταν επτά ετών όταν ο πατέρας της άρχισε να την παίρνει μαζί του στις περιοδείες που έκανε με το τσίρκο και γυρνά μαζί του όλη την Γαλλία. Στα δέκα της η Εντίθ άρχισε να τραγουδάει στους δρόμους. Αν και ο πατέρας της ήθελε να την κάνει ακροβάτη, γρήγορα κατάλαβε πως η κόρη του είχε «όλο το ταλέντο στο λαιμό και καθόλου στο κορμί» – όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο ίδιος.

 

 

Στα 15, έχοντας ανακαλύψει τη θαυμάσια φωνή της, εγκατέλειψε τον πατέρα της για να ζήσει στο Παρίσι τραγουδώντας και πάλι στους δρόμους. Στα 17 την συναντά ο Louis Dupont όπου ζουν μαζί και σε ένα χρόνο, στις 11/2/1933, κάνουν ένα κοριτσάκι, τη Μαρσέλ, που όμως μετά από δύο χρόνια πεθαίνει από μηνιγγίτιδα. Εκείνη συνεχίζει με περισσότερο πάθος αλλά και πόνο πια να τραγουδά στους δρόμους της Pigalle, όπου και γνωρίζει τον Louis Leplée, διευθυντή του πιο κομψού παρισινού καμπαρέ στα Ηλύσια Πεδία. Μαγεμένος από τη φωνή της, υπογράφει συμβόλαιο μαζί της και τη βαφτίζει «Môme Piaf» (μικρό σπουργίτι).

Το 1935 της βγάζει και τον πρώτο της δίσκο. Λίγο αργότερα όμως ο μέντορας της Λεπλέ δολοφονείται και η ίδια κατηγορείται πως γνωρίζει τον δολοφόνο αλλά δεν τον καταδίδει. Αν και αθωώθηκε με τη βοήθεια ενός νέου συντρόφου, του τραγουδοποιού Raymond Asso, που είναι τρελά ερωτευμένος μαζί της, φεύγει για να ζήσει στην επαρχία αλλά επιστρέφει στο Παρίσι το 1937. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τη γερμανική κατοχή, δίνει συναυλίες για αιχμαλώτους πολέμου. Εισάγει πλαστές άδειες εργασίας στα κέντρα κράτησης αιχμαλώτων και βοηθάει πολλούς Γάλλους φαντάρους να δραπετεύσουν. Γύρω στα 23 της είναι πια μια μεγάλη προσωπικότητα και γυρίζει την πρώτη της ταινία, που θριαμβεύει. Από τότε συνεχίζει μια πετυχημένη καριέρα και κάνει μια έντονη ζωή, αλλάζοντας συνεχώς συντρόφους και εραστές. Πολλούς απ’ αυτούς τους βοήθησε να ξεκινήσουν την καριέρα τους (Yves Montand, George Moustaki, George Brasins κ.α.)

Στα τέλη του 1945, γράφει τους στίχους στην τεράστια επιτυχία της La vie en rose, ένα τραγούδι που στην αρχή περνά απαρατήρητο και σε όλη την καριέρα της γράφει περίπου 80 τραγούδια.

 

Στα 30 της ερωτεύεται τον Ύβ Μοντάν και αναλαμβάνει να στήσει την καριέρα του.

 

Σε πρώτο πρόσωπο

Όχι. δεν πιστεύω στη μοίρα. Πιστεύω πως τα καλά πράγματα έρχονται αν  τα επιθυμούμε. Πιστεύω πως μπορούμε να ξεπεράσουμε οποιαδήποτε κακή συγκυρία.» (Από συνέντευξη στον δημοσιογράφο Pierre Desgraupes στη γαλλική εκπομπή Cinq colonnes à la une).

  • «Το τραγούδι είναι ένας τρόπος για να δραπετεύω. Έρχεται από έναν άλλο κόσμο. Όταν τραγουδώ δεν βρίσκομαι πια στη Γη».
  • «Το μόνο που έχω κάνει στη ζωή μου είναι να μην υπακούω»
  • «Θέλω να κάνω του ανθρώπους να κλαίνε ακόμη κι αν δεν καταλαβαίνουν τα λόγια μου»
  • «Θα ήθελα να δω έστω και έναν, ο οποίος θα παραδεχόταν ότι έχει υπάρξει δειλός»
  • «Για μένα ο ύπνος είναι χάσιμο χρόνου. Φοβάμαι να κοιμηθώ είναι μία μορφή θανάτου»
  • «Δεν πιστεύω στην οικονομία των συναισθημάτων, ούτε στην οικονομία των αγαθών»
  • «Αδιαφορώ για τα λόγια του κόσμου. Δεν δίνω καμία αξία στις αρχές τους»
  • «Χρησιμοποιείτε τα λάθη σας, χρησιμοποιείστε τα ελαττώματά σας, τότε θα λάμψετε»

«Σ’ αγαπώ όπως δεν αγάπησα ποτέ κανέναν, Τάκη, μη μου πληγώσεις την καρδιά! Μπορεί να έρθεις στο Παρίσι με την Ειρήνη, αλλά μάλλον δεν το βλέπω, έτσι θα έρθω εγώ κοντά σου το Νοέμβριο. Κανείς στον κόσμο δεν θα με εμποδίσει να έρθω στην Αθήνα, όμως αυτό που πρέπει να κάνεις χωρίς δισταγμό είναι να έρθεις στην Αμερική το Δεκέμβριο, έτσι θα ξανασμίξουμε εκεί και από κει ελπίζω να σε φέρω στο Παρίσι, που όταν το γνωρίσεις θα το αγαπήσεις όσο κι εγώ. Αν πας στο Λονδίνο μετά την Αμερική θα πάω κι εγώ, θα ‘θελα να ζω πολύ κοντά σου, νομίζω πως θα μπορούσα να σε κάνω ευτυχισμένο και πιστεύω επίσης πως σε καταλαβαίνω πολύ καλά. Ξέρω πως είμαι ικανή να τα παρατήσω όλα για σένα…» (Ερωτική επιστολή της Πιαφ στον Δημήτρη Χορν. Η γνωριμία της με το νεαρό τότε Έλληνα ηθοποιό έγινε κατά τη σύντομη επίσκεψή της στην Αθήνα για να δώσει ρεσιτάλ στο Θέατρο Κοτοπούλη, στις 18 Σεπτεμβρίου 1946. Ήταν 31 και εκείνος μόλις 25 χρόνων.)

Κατάθλιψη, αλκοόλ και ναρκωτικά

Γνωρίζει μεγάλες δόξες και στην Νέα Υόρκη όπου ερωτεύεται τον βασιλιά του μποξ, Μερσέλ Σερντάν και ζουν ένα από τα πιο φημισμένα ρομάντζα της εποχής. Ο ξαφνικός θάνατος του Σερντάν σε αεροπορικό δυστύχημα, το 1949, βυθίζει την Πιαφ σε κατάθλιψη, που ποτέ δεν ξεπερνά πραγματικά. Το 1951 έχει δύο σοβαρά τροχαία, ενώ μετά το δεύτερο οι γιατροί της δίνουν για καιρό μορφίνη στην οποία εθίζεται. Απέκτησε εξάρτηση. Η Πιαφ την ανακατεύει μαζί με αλκοόλ, χειροτερεύοντας έτσι την ήδη κακή κατάσταση της υγείας της.

 

[Αριστερά] «Δεν ήταν απλώς μία γυναίκα που τραγουδούσε. Ήταν ο λαός. Ήταν μια γυναίκα του λαού που τραγουδούσε», Marguerite Monnot. [Δεξιά] Η Πιάφ με την αγαπημένη της φίλη Μομόν

Το 1952, παντρεμένη με τον τραγουδιστή Ζακ Πιλ, στην πεντηκοστή τουρνέ της στην Αμερική σε κάποια ρεσιτάλ της, συνοδεύεται στο πιάνο από τον νεαρό τότε Ζιλμπερ Μπεκώ. Εκείνη την εποχή ακολουθεί πολλές θεραπείες αποτοξίνωσης, μα οι ουσίες την έχουν καταβάλει. Παρ’ αυτά κάνει εξαιρετικές ηχογραφήσεις. Τα επόμενα δύο χρόνια μένει κλεισμένη σπίτι της σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση, μα το 1955, μόλις μαθαίνει πως θα τραγουδήσει στο θέατρο Ολυμπιά, με αφάνταστη ενέργεια δίνει μια αψεγάδιαστη παράσταση. Χωρίζουν με τον Πιλ το 1956.

Με μεγάλο ζήλο κάνει άλλη μια περιοδεία στην Αμερική και είναι πια μια διεθνής σταρ. Το 1958 ζει μια ακόμα έντονη σχέση δίπλα στον νεότερο τραγουδιστή και συνθέτη Ζωρζ Μουστακί, ο οποίος το 1959 συνθέτει γι’ αυτήν το τραγούδι Milord που κυκλοφόρησε το 1960 και λίγο αργότερα γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Άλλο ένα σοβαρό τροχαίο αποδυναμώνει περισσότερο την Πιαφ. Μετά από λίγους μήνες καταρρέει κατά τη διάρκεια κονσέρτου της σε κατάμεστη αίθουσα της Νέας Υόρκης.

Η αντίστροφη μέτρηση

Σε ένα κονσέρτο στην Στοκχόλμη, στα τέλη της δεκαετίας του 1950, καταρρέει επάνω στη σκηνή και η διάγνωση των γιατρών είναι ανίατος καρκίνος. Η Πιαφ δεν πτοείται και συνεχίζει να εμφανίζεται κάνοντας περιοδείες όπως και πριν, συνοδευόμενη όμως από μια νοσοκόμα που της χορηγεί μορφίνη για τους πόνους. Το 1960 τραγουδά με επιτυχία το Non, Je Ne Regrette Rien (Όχι, δεν μετανιώνω για τίποτα) και συνεχίζει να θριαμβεύει τραγουδώντας, παρότι συχνά τρεκλίζει και παραπατά στη σκηνή. Το καλοκαίρι του 1961, γνωρίζει τον κατά πολύ νεότερό της, τελευταίο της έρωτα, τον Έλληνα Θεοφάνη Λαμπουκά, που τον βαφτίζει «Τεό Σαγαπό» και τον παντρεύεται τον Οκτώβριο του 1962 (εκείνη 46 και 26 εκείνος). Το 1962 ήρθε μαζί με τον κολλητό της Jean Cocteau τελευταία φορά στην Ελλάδα να δει την παράσταση «Όμορφη Πόλη», μια και θα τραγουδούσε το τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη στα Γαλλικά.

Θάνατος

Το 1963, πήγε με το σύζυγό της, Theo Sarapo, στη βίλα της στη γαλλική Ριβιέρα. Η κατάστασή της επιδεινώθηκε γρήγορα και το βράδυ της 10ης Οκτωβρίου, πέθανε. Η συντριπτική πλειοψηφία των φίλων και των βιογράφων της υποστηρίζει ότι ο θάνατός της επήλθε από καρκίνο, κατά πάσα πιθανότητα από το ήπαρ. Ωστόσο, η αδελφή του συζύγου της, είπε ότι ο Sarapo ήταν σχεδόν βέβαιος ότι πέθανε λόγω ενός εγκεφαλικού ανευρύσματος. Δεν έγινε νεκροψία, οπότε δεν υπάρχει κανένας τρόπος να αποκαλυφθεί η πραγματική αιτία.

Για λόγους που δεν είναι ξεκάθαροι (πιθανώς επειδή η Piaf είχε δηλώσει ότι ήθελε να πεθάνει στο Παρίσι, την πόλη όπου γεννήθηκε και έκανε καριέρα), ο σύζυγός της και μια νοσοκόμα, μετέφεραν με ένα αυτοκίνητο τη σορό της στο Παρίσι όπου ανακοινώθηκε ο θάνατός της το επόμενο πρωί. Ήταν 47 ετών.

Ο αρχιεπίσκοπος του Παρισιού αρνήθηκε την Ρωμαϊκή Καθολική ιεροτελεστία της ταφής, λόγω της “αμετανόητης και αμαρτωλής ζωής της”. Τελικά έθαψαν τη σορό της στο νεκροταφείο Pere Lachaise στο Παρίσι, δίπλα στον τάφο της κόρης της και στην κηδεία της παρευρέθηκαν πάνω από 100.000 άνθρωποι. Ο Sarapo πέθανε μια δεκαετία αργότερα σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα.

 

——————————————————————————-
«Όταν φτάνεις στην κορυφή, θα πρέπει να θυμάσαι
να στείλεις το ασανσέρ πίσω για τους άλλους
»
(Εντίτ Πιαφ)



Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *