Ένας ολόκληρος προϊστορικός οικισμός 50 στρεμμάτων
βρίσκεται τσιμενταρισμένος στο βυθό του μυχού του Πλατυγιαλιού.
- του Λευτέρη Τηλιγάδα
Στο βυθό του μεγαλύτερου λιμανιού της χώρας, το οποίο για χρόναι πολλά τώρα βρίσκεται σε χειμερία νάρκη χωρίς καμμιά ελπίδα αφύπνισης βρικσόνταν πριν το 1980 ένας όλόκληρος αρχαίος οικισμός βυθισμένος. Οι λόγοι της καταβύθισης του οικισμού, παραμένουν ουσιαστικά άγνωστοι, αφού η εξακρίβωσή τους προϋποθέτει γεωλογική μελέτη. Τοίχοι κτισμάτων διακρίνονται σε μια ζώνη 400 μ. παράλληλα προς την ακτογραμμή και σε απόσταση 130 μ. απ’ αυτήν, τουλάχιστον ως την ισοβαθή των 5 μ. Μερικοί απ’ αυτούς συνεχίζονταν και στην παραλία σε αρκετό βάθος κάτω από το έδαφος.
Το τμήμα του οικισμού που καλύπτεται απο τη θάλασσα έχει έκταση περίπου 50 στρεμμάτων και καταποντίστηκε πριν από 4.500 χρόνια. Η οριστική του εξαφάνιση ωστόσο επήλθε με την εγκατάσταση του διαλυτηρίου πλοίων, που συντελέστηκε εξαιτίας της αβελτηρίας αλλά και με τις «ευλογίες» της θανούσας υπουργού Πολιτισμού Μελίνας Μερκούρη.
Το κείμενο που ακολουθεί είναι προϊόν μυθοπλασίας, το οποίο όμως εδράζεται σε πραγματικά δεδομένα.
Αν είσαι ιδιώτης και θελήσεις να ξεκινήσεις ένα έργο, σε κάθε σοβαρή χώρα του κόσμου πριν ακόμα εκδοθεί η οποιαδήποτε άδεια, πολύ περισσότερο μια ολόκληρη Κοινή Υπουργική Απόφαση, και πριν ακόμα μπει η οποιαδήποτε μπουλντόζα να κάνει τη δουλειά της, περνούν από τον τόπο, που έχει επιλεγεί για την επένδυση, ένα σωρό υπηρεσίες – στην Ελλάδα ακόμα περισσότερες – και δίνουν τις απαιτούμενες βεβαιώσεις. Περνάει το δασαρχείο, η πολεοδομία, η υπηρεσία χερσαίων και ενάλιων αρχαιοτήτων, ένα σωρό κλιμάκια διάφορα επιτελεία, αγουροξυπνημένοι επιστήμονες με τις μεζούρες στα χέρια και πάει λέγοντας ο κουρνιαχτός κι η αμπελοφιλοσοφία.
Στο Πλατυγιάλι όμως δεν έγινε ακριβώς έτσι. Εκεί όλα έγιναν τυπικά και βιαστικά και αφού βέβαια πρώτα εκδόθηκε η Κοινή Υπουργική Απόφαση, που όριζε τον περίφημο ξηρομεριτικό κόλπο πια ως ναυτιλιακή περιοχή.
Άλλες όμως οι βουλές των βιαστικών επενδυτών κι άλλοι οι κρυφοί θησαυροί των τόπων.
Μια τέτοια τυπική επίσκεψη ρουτίνας είχε προγραμματίσει και το υπουργείο πολιτισμού εκεί στα τέλη Ιουλίου του 1986, δυο χρόνια παρακαλώ μετά την υπογραφή της παραπάνω ΚΥΑ, που «τελείωνε» τη δουλειά μια κι έξω.
Τι γκαντεμιά; Ο υπάλληλος του υπουργείου είδε μπροστά του πράματα και θάματα. Τοίχοι κτισμάτων σε μια ζώνη 400 μ. παράλληλα στην ακτογραμμή και μάλιστα σε απόσταση από τα 5 έως τα 130 m. Κι όχι μέσα βαθιά στη θάλασσα… Έξω – έξω, στα 5 μέτρα μόλις.
Ήρθε και φούντωσε.
– Τι κάτσαμε τη βάρκα καπετάνιο, γύρισε και είπε στο στέλεχος της ΕΤΒΑ που πετούσε βοτσαλάκια παραπέρα.
– Που την κάτσαμε, ρώτησε αδιάφορα αυτός.
– Εδώ… Δεν βλέπεις;
Κοιτάζει το στέλεχος, δε βλέπει τίποτα.
– Τι είναι; Δε βλέπω τίποτα.
– Είναι αυτό που μας πήρε και μας σήκωσε. Ολόκληρος αρχαίος οικισμός… Να μπροστά σου… Έτσι να κάνεις, να βρέξεις τα πόδια σου, τον «ξενύχιασες».
– Ποιος οικισμός μωρέ και πράσιν’ άλογα. Εγώ δε βλέπω τίποτα.
– Μα..
– Τι μα και ξε μα; Αν δε με πιστεύεις, πάμε στον Αστακό, να πάρεις τηλέφωνο και τη Μελίνα.
Ήρθε ο αρχαιολόγος κι αναθάρρησε. «Η Μελίνα», είπε από μέσα του. «Ευτυχώς που είναι η Μελίνα υπουργός πολιτισμού κι έχει αυτή τη λόξα με τ’ αρχαία. Μόνο έτσι θα σωθεί ο οικισμός».
Μπήκαν στο αυτοκίνητο. Για πότε φτάσανε στον Αστακό, ούτε που το κατάλαβε. Μπήκαν στο κοινοτικό κατάστημα.
– Ένα τηλέφωνο, είπε στον πρόεδρο, που καθόταν και καθάρισε τα νύχια του με το στυλό. Μπορώ να κάνω ένα τηλέφωνο στο υπουργείο;
– Μόνο ένα; Δύο, υπερθεμάτισε ο πρόεδρος με την ευκολία που υπερθεματίζει κάθε πρόεδρος, όταν δε βάζει το χέρι στη τσέπη. Πάρε το τηλέφωνο και μετά θα σας πάω εγώ σε ένα ουζερί… άλλο να σου λέω κι άλλο να είσαι εκεί να πίνεις. Πες και στην υπουργό να ‘ρθει
Έμεινε άλαλος, ο αρχαιολόγος.
– Μα… κ. Μερκούρη, εσείς είστε στο υπουργείο κι εγώ σας μιλώ για το Πλατυγιάλι. Πώς να τον δείτε τον οικισμό από την Αθήνα;
– Αυτά τα κουμουνιστικά που ξέρεις να τα αφήσεις Β΄ Πανελλαδικάριε, του απάντησε από την άλλη άκρη η υπουργός. Εγώ δεν βλέπω κανέναν οικισμό εκεί πέρα.
– Μα κ. Μερκούρη…
– Μαμούνια. Μερκούρη από τσουκνίδα έφαγες ποτέ; Δεν γίνεται εγώ, που είμαι υπουργός, να μην βλέπω και συ, που είσαι υπάλληλος, να βλέπεις… Κατάλαβες;!
Να πούμε σήμερα, μετά από τόσα χρόνια ότι δεν κατάλαβε, θα ‘ναι ψέμα. Κάτι λίγο του πήρε μόνο του αρχαιολόγου το καθάρισμα των αυτιών και των ματιών – έξι μηνάκια μόνο – και μέσα στον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς, την έβαλε φαρδιά πλατιά την υπογραφή του. Κι αυτή η υπογραφή του ακόμα και μέχρι σήμερα μας βεβαιώνει ότι κάτι σημαντικό είδε, ο αρχαιολόγος εκεί, αλλά (όπως αποδεικνύουν τα γεγονότα) «εν οίδε, ό,τι ουδέν οίδε».
Και μετά ήρθανε οι μπετονιέρες. Και γυρίσανε την ανατρεπόμενη κοιλιά τους στη θάλασσα και του δώσανε και κατάλαβε του προϊστορικού οικισμού, τι ακριβώς θα πει η φράση: «κουστουμάκι από μπετόν αρμέ», που λένε κι οι μαφιόζοι. Πενήντα ολόκληρα στρέμματα ανεξερεύνητης ιστορίας τσιμενταρίστηκαν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, που τσιμεντάρει η Μαφία στην Κάτω Ιταλία – όπως λένε, όσοι ξέρουν απ’ αυτά – όσους δε τηρούν την omerta.