Ένας ακαρνανικός βλάχικος μύθος της Βόνιτσας

Τα κατά Αμπελογιάννην:
Ένας ακαρνανικός βλάχικος μύθος

  • έγραψε ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης

Κατά τον χειμώνα του 1865, ενώ η ληστεία ελυμαίνετο τας επαρχίας  του Βάλτου και της Ακαρνανίας, εγώ και άλλοι τινες φίλοι τεθέντες  υπό την άμεσον οδηγίαν του ταγματάρχου Ηλία Δημητρακαράκου εξήλθομεν χάριν κυνηγεσίας εις Χελογίβαρον. Αφ’ ου δε διετρέξαμεν  τα ωραιότατα δάση τα περικυκλούντα την λίμνην, διενυκτερεύσαμεν  εν τη συνοικία των Βλαχοποιμένων αδελφών Φερεντίνου.

Όσον και αν ζήσω δεν θέλω λησμονήση τας τερπνοτάτας εντυπώσεις  της εκδρομής εκείνης! Συνελθόντες εντός πενιχράς, αλλά καθαροτάτης καλύβης και ευχαρίστως επαναλαμβάνοντες κύκλω σφριγώντος πυρός τας περιπετείας της ημέρας, αφού κατά το πατρώον έθιμον κατεβροχθήσαμεν αμνόν ανεκτίμητον προσενεχθέντα ακέραιον, εξηντλήσαμεν δε τας συνήθεις προπόσεις και επολιτικολογήσαμεν μέχρι κόρου, κεκμηκότες εκ της επιπόνου οδοιπορίας, χαύνοι, ενώ παρεσκευαζόμεθα να παραδοθώμεν εις τας αγκάλας του ύπνου, ήλθε και παρεκάθησε μεθ’ ημών ο Αθανασούλας Φερεντίνος, επανακάμπτωνεκ Βονίτζης.

Ήρξατο και ούτος διηγούμενος περί ληστών, περί της μαστιζούσης τα ποίμνια επιζωοτίας, περί βουλής, περί συντάγματος, εκφέρων παρατόλμους δοξασίας ουδέν συναδούσας (λυπούμαι να το είπω) προς τας ομολογίας των εν τη πρωτευούση ελευθεροφρόνων δογματολόγων, μέχρις ου, επελθούσης γενικής ναρκώσεως, παρελύθη ολοσχερώς η συνδιάλεξις και την επικρατούσαν σιγήν μόλις εκ διαλειμμάτων  διέκοπτον αρνητικά ή καταφατικά τινα μονοσύλλαβα τυχαίως ριπτόμενα εν τω μέσω προς τιμήν του ευφραδούς και φιλοξένου οικοδεσπότου.

Οι λύκοι ωρύοντο μακρόθεν, εβληχώντο τα ποίμνια, οι φρουρούντες αυτά κύνες υλάκτουν ακαταπαύστως, και η μοναδική και απερίγραπτος αύτη αρμονία, ενώ πολλούς εκ των συνεταίρων απεκοίμιζεν ευχαρίστως, διήγειρεν εν εμοί ακάθεκτον επιθυμίαν ν’ ακούσω και μάθω αρχαίαν τινα ιστορίαν σχετιζομένην προς την φυσικήν τάσιν του πνεύματός μου.

Εκδηλώσας τον πόθον τούτον, είδον μετ’ αγαλλιάσεως τον φίλον Θανασούλαν πρόθυμον να με ικανοποιήση και επί παρουσία του Κυρίου Ηλία Δημητρακαράκου διοικητού του εν Λευκάδι εδρεύοντος τάγματος, του αυταδέλφου μου Ξενοφώντος, του Νικολάου Σικελιανού και του γαμβρού μου Δημητρίου Σούντια, ήκουσα τα κατά Αμπελογιάννην και ιδού παραδίδω εις τας σημειώσεις ταύτας την περί αυτού φημηγορίαν (legende) χαίρων ότι δύναμαι να προσθέσω σελίδα μικράν εις την ογκώδη βίβλον των αρματωλικών παραδόσεων.

Ο Αμπελογιάννης ή Μπελογιάννης, μονογενής υιός και κληρονόμος πατρός κτηνοκόμου, διήνυσε τον πρώτον αυτού νεανικόν βίον περιθάλπων και επιτηρών τα ποίμνια. Αλλ’ εν μέσω των ερήμων διαιτώμενος και αδιαπαύστως συναντώμενος μετά φιλοπολέμων συνεταίρων, τυχών δε του βαπτίσματος των καταιγίδων και την ψυχήν αυτού αναθρέψας νηπιόθεν εν μέσω των απεριγράπτων καλλονών αειπαρθένου και σοβαράς φύσεως, ησθάνθη ταχέως εαυτόν προωρισμένον να διατρέξη άλλο παρά το ποιμαντικόν στάδιον και βαθμιαίως αναπτυσσομένην εν τη καρδία του ακατάσχετον ορμήν προς τον πολεμικόν βίον.

Εμφορούμενος υπό τοιαύτης ιδέας, είδε κατ’ όναρ ότι ευρέθη όρθιος εν μέσω της κοίτης του Αχελώου και ότι έχων τα νώτα εστραμμένα προς τας εκβολάς αυτού αντιπαρέταττε το στήθος προς την ορμήν των ρευμάτων μηδόλως πτοούμενος εκ της μεγάλης των υδάτων εξογκώσεως. Ενώ δε το κύμα του ποταμού ανυψούμενον συνεστρέφετο ήδη περί τον τράχηλον και τον πώγωνα και τα χείλη περιέβρεχεν απειλητικόν και επίφοβον, ηνέωξεν αυτομάτως το στόμα και ησθάνθη ότι εντός του λάρυγγος αυτού, ως εις αχανές βάραθρον βυθιζομένης της πλημμύρας, ο κίνδυνος βαθμηδόν ηλαττούτο, οι δε πόδες αυτού εκραταιούντο και αι δυνάμεις επηύξανον. Το απροσδόκητον φαινόμενον διήρκεσεν επί πολλήν ώραν, μεθ’ ο κατενόησεν ο Αμπελογιάννης ότι είχεν απορροφήση πάντα τα νάματα του καταπληκτικού Αχελώου μέχρι παντελούς αποξηράνσεως.

Εγερθείς του ύπνου προς ουδένα έφρασε την οπτασίαν, αλλ’ αύτη επί τρεις κατά συνέχειαν νύχτας επανήλθε και σπουδαίαν ενεποίησε τότε εντύπωσιν εις την παράθερμον του νεανίου διάνοιαν. Ουχ ήττον ετήρησε πάλιν αυστηράν εχεμυθίαν και προσεπάθει μόνος, άνευ της αρωγής ονειροκρίτου τινος να εξηγήση το καταπληκτικόν όνειρον.

Επήλθεν εν τοσούτω η ημέρα, καθ’ ην οι ποιμένες εορτάζουσι την μνήμην του αγίου Γεωργίου. Ο δε Αμπελογιάννης σφάξας τον αμνόν αυτού ανέγνωσε και επί της ωμοπλάτης σημεία αναντίρρητα, επιβεβαιούντα και σχολιάζοντα το δράμα. Γενομένου δε κατά την στιγμήν εκείνην ραγδαίου υετού, έρριψε την καταβραχείσαν κάπαν επί τινα θάμνον και ρεμβάζων εφύλαττεν έως ο εμφανισθείς ήλιος την αποξηράνη. Αίφνης εγείρεται τότε θύελλα και ορμητικός στρόβιλος ανήρπασεν εν τη δίνη αυτού την μηλωτήν, ήτις μετεωρισθείσα μέχρι νεφελών κατέπεσε μετ’ ολίγον επί τους ώμους του ποιμένος.

Ενταύθα η διήγησις προς στιγμήν διεκόπη, και ο απλοήθης φημηγόρος αναλαβών σοβαρώτερον ήθος, προσέθηκε μετ’ αφελείας ότι εκ της θαυμασίας εκείνης της κάπας καταπτώσεως προήλθεν ο πολεμικός των αρματωλών τίτλος _καπετάνος_, ως αν ήθελε σπουδάζων ν’ ανασκευαστή την περί της ξενοφωνίας ταύτης επικρατούσαν δόξαν (capetano) προκειμένου λόγου περί του εθνοπαραδότου εκείνου συμβόλου της στρατιωτικής ισχύος, περί της πορφύρας δι’ η περιεβάλλετο ανέκαθεν ο βασιλεύς των ορέων, ο ακαταδάμαστος και άσπονδος εχθρός της οθωμανικής κατακτήσεως, ο αήττητος μαχητής, ο κλέφτης.

Μετά τοσαύτα και τοιαύτα σημεία πορευθείς ο Αμπελογιάννης προς τον γηραιόν πατέρα ανήγγειλεν αυτώ ην είχεν αμετάτρεπτον απόφασιν να παραιτήση τον ποιμαντικόν βίον και να επιδοθή εις το πολεμικόν στάδιον. Ματαίως εδάκρυσε γονυπετής ο γέρων, πειρώμενος ίνα τον μεταπείση. Ο Αμπελογιάννης ησπάσατο την χείρα του γεννήτορος και απήλθε.

Ήτο τότε η ώρα καθ’ ην οι ποιμένες απολείποντες τας πεδιάδας άγουσι τα ποίμνια εις τας ακρωρείας, και ελθών εις την γέφυραν της Τατάρνας όθεν συνήθως διέρχονται, είδε πολλούς εκ των ομηλίκων και εκθέσας αυτοίς τα γενόμενα εστρατολόγησε και επέπεσεν αμέσως κατά των πολεμίων. Η φήμη αυτού εμεγαλύνθη εν βραχυτάτω χρόνω και το όνομα του Αμπελογιάννου αντηχούν απ’ άκρου εις άκρον, διέσπειρεν απελπισίαν και τρόμον παρά τοις οθωμανοίς, οίτινες βλέποντες καταστρεφομένην την κυριαρχίαν αυτών συνεκέντρωσαν μεγάλας δυνάμεις και επετέθησαν φοβούμενοι μη εκ του παραδείγματος εκείνου προκύψη παντελής όλεθρος. Διήρκεσεν ο αγών επί πολύ αιματηρός, φονικώτατος. Αλλά εξαντληθέντων των μέσων του αρματωλού καί τινων εκ των συνεπαρχιωτών αντιφερθέντων κατ’ αυτού, ενόησεν ο Αμπελογιάννης ότι ώφειλε προς στιγμήν να διακόψη τας εχθροπραξίας και να αναβάλη εις άλλην καταλληλοτέραν ώραν την επανάληψιν του πολέμου.

Απέστειλε λοιπόν τον Μούρτον και τον Βλαχογηωργάκην, εκ των ανδρειοτέρων και πιστοτέρων αυτού συναγωνιστών, τον μεν εις Ακαρνανίαν, τον δε εις Λευκάδα, αυτός δε μόνος επορεύθη εις τα Μετέωρα της Θεσσαλίας, ένθα εύρεν άσυλον παρά τινι των εκεί Ηγουμένων. Εξαγορεύσας δε το όνομα και τα πολλά παθήματα, αφιέρωσε πάντα τον πλούτον εις την μονήν και λαβών του μοναχού το σχήμα, ησύχασεν εν τη ιερά εκείνη ακροπόλει. Νοσήσαντος μετ’ ου πολύ χαλεπήν νόσον, κατέρρευσεν εκ μιας η εκ της ηλικίας και των δεινών αγώνων ήδη πολιωθείσα κόμη και μετ’ αυτής ο μύσταξ και το γένειον. Το σύμπτωμα τούτο θεωρηθέν θανάσιμον έπεισε τον Ηγούμενον να εισέλθη παρά τω αγωνιώντι και λάβη την τελευταίαν αυτού εξομολόγησιν. Αλλ’ ώ του θαύματος! Ενώ ο Αμπελογιάννης παρεσκευάζετο εις μετάληψιν των αχράντων μυστηρίων, αίφνης ανθηρά, μέλαινα, ανηβλάστησεν επί της κεφαλής η κόμη, ανεφύησαν οι μύστακες και το γένειον, η χροιά μετεβλήθη και εν ακαρεί μετεμορφώθη ο επιθάνατος εις ακμαίον και θάλλοντα νεανίαν υπό τα όμματα του πνευματικού.

Το απροσδόκητον θαύμα υπέλαβεν ο Ηγούμενος κατόρθωμα σατανικόν, οιωνόν αποτρόπαιον, όθεν δραμών λάθρα εις Λαμίαν κατήγγειλε τον πρόσφυγα και παρέδωκεν αυτόν δέσμιον εις τους δημίους. Καταδικασθέντα εις τον δι’ αγχόνης θάνατον, ήγαγον αυτόν οι οθωμανοί εις τον τόπον της εκτελέσεως, αλλ’ άπαξ και δις αναρτήσαντες αυτόν είδον μετά τρόμου ρηγνύμενον το σχοινίον και τον Αμπελογιάννην μετέωρον επί τινα ώραν διαμένοντα ώς περερειδομένον επί αφανούς τίνος βάθρου. Η δε αρχή προς ην ηγγέλθη το γενόμενον αναστείλασα την εκτέλεσιν έπεμψεν έκτακτον ταχυδρόμον εις Κωνσταντινούπολη εκθέτουσα το συμβάν και αιτούσα οδηγίας. Εν τοσούτω διεθρυλλήθη το θαύμα και τις εξ Ακαρνανίας Κυρ Σταμούλης, μέγας και πολύς τω καιρώ εκείνω, αδιάλλακτος του αρματωλού εχθρός, επορεύθη εις Λαμίαν και χλευάσας τους οθωμανούς επί τη μικροψυχία αυτών ητήσατο και έλαβε την άδιαν ίνα ιδίαις χερσί διαπράξη την απαγχόνισιν.

Παραδοθέντος του ήρωος εις τας χείρας του ομοπίστου και ομοφύλου εκείνου αλιτηρίου ετελέσθη η καταδίκη, ενώ δε κατεβιβάζετο ο νεκρός από της αγχόνης, έφθανεν εκ Κωνσταντινουπόλεως και η χάρις. Ο επιτυχής δήμιος εξελθών της Λαμίας επορεύθη εις Λευκάδα και μεγαλαυχών ανήγγειλε το στυγερόν κατόρθωμα προς τον Βλαχογεωργάκην. Συνάμα δε ηπείλησεν αυτόν και τω προείπε την αυτήν τύχην άν ποτε επανήρχετο εις το αρχαίον στάδιον. Ο Βλαχογεωργάκης υπεκρίθη μεν μεταμέλειαν αλλά μαθών την ημέραν καθ’ ην ο φονεύς του προσφιλούς αρχηγού του έμελλε να επιστρέψη εις τα ίδια, εξήλθε μετά των συνεταίρων και κατέλαβε δίοδόν τινα στενήν παρά τη πηγή της Πλαγιάς. Εκεί επιπεσών εφόνευσε τους συνοδεύοντας τον Σταμούλην οθωμανούς, συλλαβών δε ζώντα τον βδελυρόν δήμιον απήγαγεν επί την κορυφήν του λόφου και τεταρτίσας αυτόν, εκρέμασε σταυροειδώς τα τεμάχια επί τεσσάρων δένδρων και έκτοτε η θέσις εκείνη επωνομάσθη Σταυροί.

Ο Μούρτος διωκόμενος ακαταπαύστως και θέλων να μεταβή εις Βάλτον ενέπεσεν εις ενεδρεύουσαν τινα εχθρικήν συμμορίαν και μονομαχήσας προς τον φιλοπόλεμον αυτής αρχηγόν εφόνευσε μεν τον αντίπαλον αλλά τρωθείς θανατηφόρως εζωγρήθη υπό των πολεμίων και παρέδωκε το πνεύμα εν βασάνοις. Ο προπάππος του Θανασούλα Φερεντίνου ήτο αυτάδελφος του Μούρτου. Αφού δε παρηκολούθησεν απ’ αρχής την ανύψωσιν του Αμπελογιάννου, είδε δε μετά ταύτα την παντελή καταστροφήν αυτού τε και των συνεταίρων, εν ώρα θανάτου, προσεκάλεσε τα τέκνα, εξέθηκεν αυτοίς τα γενόμενα και εφ’ όρω φοβεράς κατάρας παρήγγειλεν αυτοίς να μη επιδοθώσι ποτέ εις τον κλέφτικον βίον. Διό και από του χρόνου εκείνου οι απόγονοι αυτού έχοντες υπ’ όψιν την ιστορίαν ταύτην και του προπάτορος την αράν, διαδοχικώς ασχολούνται εις την καλλιέργειαν των πολλών αυτών ποιμνίων.

Ότε η διήγησις ετελείωσεν ο παρακολουθών τον φίλον Δημητρακαράκον σαλπιγκτής, εσάλπισε το εωθινόν εγερτήριον και συγχρόνως πεζός ταχυδρόμος καταφθάσας εκ Βονίτζης ανήγγειλε προς ημάς ότι μεταβατικόν τι απόσπασμα είχε συγκρουσθή μετά της ληστρικής συμμορίας του Μαριώλη και του Κρίκα κατά τα απέναντι ημών υψούμενα Σκλάβενα.

Πηγή:
Φωτογραφία:
Φωτογραφία:
Διαβάστε περισσότερα στην ενότητα Μαρτυρίες
με click πάνω στην κάρτα που ακολουθεί
ή στο Posted in Μαρτυρίες