«Δυο κηλίδες… μουρμούρισε με βλέμμα απλανές η μοδίστρα.
Σαν να έβλεπε κείνη την ώρα μέσα από το σύθαμπο του χρόνου
και της αντάρας της μάχης τους δυο αντίπαλους άντρες
να ματοκυλιούνται πάνω στο αλεξίπτωτο»
Η κατοχή των Γερμανών ήταν στο φόρτε της. Πολλές οι κακουχίες, οι στερήσεις, η πείνα! Περισσότερο βέβαια στα αστικά κέντρα και λιγότερο στην ύπαιθρο που όλο και κάτι χάριζε η Μάνα Γη στα πεινασμένα πλάσματά της: Τα κηπικά, τα φρούτα, τις βρούβες, τα σιτηρά… Και όσοι είχαν χωράφια και τα καλλιεργούσαν, όχι μόνο ζούσαν καλά μα βόλευαν κι αρκετούς άλλους που ζητούσαν με την εργασία τους στήριγμα για ζωή.
Αυτή η αισιόδοξη και γεμάτη φιλότιμο κίνηση, υπήρξε συνήθως στα σιτοχώρια της ευλογημένης πεδιάδας της Μεσαράς, στο Νομό Ηρακλείου. Στη δική μας περιοχή Τεμένους, βγάζαμε ελάχιστα σιτηρά. Γιατί πάντα από τα αρχαία χρόνια, καλλιεργούσαν εδώ τ’ αμπέλια. Αλλά με την Κατοχή πώς να καλλιεργηθούν και αυτά όπως έπρεπε και πού να πουληθούν τα τυχόν εισοδήματα; Όσοι δεν είχαν αμπέλια, δούλευαν στα ξένα σαν εργάτες, όμως τι μεροκάματο να κερδίσουν, να φάνε, να στηρίξουν οικογένεια, ν’ αναθρέψουν παιδιά;
Πολλά τα προβλήματα κι η δική μας καταδιά* μικρή κι ασήμαντη. Οι ανάγκες μεγάλες και στην οικογένεια τα παιδιά ανήλικα. Νήπια σχεδόν εμείς τα κοριτσάκια. Και το πιο μικρό, το νεογέννητο, ούτε καλά καλά είχε σαραντίσει όταν έγινε η Μάχη της Κρήτης, τότε που έπεφταν από τα σιδερένια εχθρικά πουλιά μιλιούνια οι χρωματιστές ομπρέλες των αλεξιπτωτιστών, στην ήρεμη και φωτολουσμένη γη μας…
Μάης καιρός. Οι γονείς μας πήραν τις οικογένειές τους μαζί με άλλους χωριανούς και μας πήγαν σε μια όμορφη εξοχική τοποθεσία για να προστατευτούμε από τους βομβαρδισμούς. «Ψηλό Κουτούτο» λεγόταν ο τόπος που δέσποζε στην περιοχή πάνω σ’ ένα καταπράσινο γόνιμο λόφο κατάφυτο μ’ αμπέλια και κρεβατίνες. Εκεί νιώθαμε πιο ασφαλείς από τις βόμβες που μπορούσαν να πέσουν μέσα στην κωμόπολη [σημ. στις Αρχάνες], κάτι που ευτυχώς δεν έγινε, χάριν στην προστασία της Θαυματουργού μας Παναγιάς.
Από τον τόπο αυτό φαινόταν προς βορρά φάτσα το Ηράκλειο, με τις φωτιές των βομβαρδισμών και την αντάρα. Στήσανε οι γονείς μας τις παράγκες που θα μέναμε, γεμάτοι έγνοια και μεράκι να μας σώσουν από τον όλεθρο. Πώς θα μας σώζανε όμως από το φάσμα της πείνας;
Εμείς τα μικρά τα βλέπαμε όλα σαν πανηγύρι: Τις φωτιές από μακριά, την αγωνία, το βούισμα των αεροπλάνων, τους κρότους από τις βόμβες, το αντιφέγγισμα από τις φωτιές μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα.
Η στέρηση δεν μας άγγιζε ακόμη, γιατί υπήρχε το γάλα της κατσίκας, λίγα κηπικά και φρούτα, ψωμί ελάχιστο και λάδι, εκεί τουλάχιστον στην εξοχή, καθόλου. Ίσως όμως για κάποιες μόνο μέρες. Την έλλειψη του λαδιού τη θυμάμαι καλά, γιατί ο πατέρας, όπως κάρφωνε τις σανίδες και τους τσίγκους της σκεπής για να φτιάξει την παράγκα που θα μέναμε, βουτούσε τα καρφιά, για να καρφώνονται πιο εύκολα, μέσα σ’ ένα πιατάκι, που είχε ελάχιστο λάδι. Μα ο σκύλος του γείτονα, από τη διπλανή παράγκα, πήγε κοντά, βρήκε το λαδάκι και το έγλειψε όλο. Στεναχωρήθηκε ο πατέρας, γιατί δεν είχε άλλο λάδι να τελειώσει τη δουλειά του με τα καρφιά και για μια στιγμή διαμαρτυρήθηκε νευριασμένος: « Ω το παντέρμο ωζό, εκιά ‘βρε να ξεπεινάσει;» Μα σα να μετάνοιωσε πάλι: « Κι είντα φταίει δα κι αυτό το έρμο; Σάμπως έχει τα φαγιά στα πιάτα να διαλέξει και προτίμησε το λαδάκι μου;» Θυμάμαι τούτο το περιστατικό σα να είναι τούτη η ώρα κι ας ήμουνα μόνο πέντε χρονών…
Όμως, δεν ήταν μόνο η εποχή του καλοκαιριού. Αυτή εύκολα θα την περνούσαμε. Μα θα ακολουθούσαν μετά οι μαύρες νύχτες του χειμώνα… Και ήρθαν πράγματι δύσκολες και βαριές. Γι’ αυτό τ’ άλλο το καλοκαίρι οι γονείς μας σκέφτηκαν κάτι πιο πρακτικό και ωφέλιμο. Θα πηγαίναμε από τις αρχές του Μάη να ξεκαλοκαιριαστούμε σ’ ένα χωριό της Μεσαράς, που είχαμε γνωστούς. Εκεί η μητέρα μας, που ήταν μοδίστρα, θα μπορούσε να δούλευε τη δουλεία της και θα μάζευε καρπό για το χειμώνα. Μα θα ζούσαμε και πιο εύκολα στη διάρκεια του καλοκαιριού. Το χωριό λεγόταν Τουρλωτή γιατί ήταν χτισμένο πάνω σ’ένα τουρλωτό ύψωμα και δέσποζε της περιοχής.
Σαν ήρθε λοιπόν η προπαραμονή της αναχώρησής μας- μαθήτρια εγώ στην Α’ του Δημοτικού- από βραδύς η μάνα μου μου παράγγειλε:
-Γροίκα Ρηνιώ παιδί μου. Αύριο που δα [=θα, τοπικός ιδιωματισμός] πας στο σκολειό σου, να πεις τση δασκάλας σου να προβιβάσει, γιατί είναι ανάγκη επειδή δα πάμε στη Μεσαρά και δα λείπομε-πες- όλο το καλοκαίρι… Να την αποχαιρετίξεις κιόλας και να τση φιλήσεις και τη χέρα τζη…
Όλα γενήκανε κατά πώς τα είπε η μητέρα και την άλλη ταχυνή φορτωθήκανε δυο γαϊδουράκια με τις απαραίτητες αποσκευές μας, ρουχικά, κλινοσκεπάσματα, κουζινικά και η ραπτομηχανή, το απαραίτητο εργαλείο της μάνας μας για τη δουλειά της. Μεσοσώμαρα καβαλικέψαμε εμείς τα παιδιά και οι γονείς μας λαλούσαν* τα ζωντανά. Εγώ κρατούσα αγκαλιά το μικρό μου αδερφάκι που ότι κι είχε κλείσει τον πρώτο του χρόνο.
Πήραμε το δρόμο νοτικά προς το Βαθύπετρο κι από κει συνεχίζοντας βγήκαμε στο δροσόλουστο Χουδέτσι. Περάσαμε δίπλα από το γραφικό Μοναστήρι τ’ Αι-Γιώργη του Επανωσήφη και συνεχίσαμε τη δημοσιά ανάμεσα από χρυσωμένα χωράφια με στάχυα έτοιμα για θέρισμα. Ο στοργικός κόρφος της γης άπλωνε το χρυσό στήριγμα του σκλάβου, το ψωμί το ευλογημένο! Η πορεία συνεχίστηκε ως το δειλινό που φτάσαμε στο χωριό. Γνώριμος ο τόπος κι οι χωριανοί μας υποδέχτηκαν φιλικά και καλόκαρδα. Μας είχανε ετοιμάσει ένα μονόσπιτο ασοβάντιστο- ασβέστης δεν υπήρχε- μα σφουγγαρισμένο και καθαρό. Ανοίξαμε και απλώσαμε τα φτωχικά μας χρειώδη κι ετοιμάσαμε για κοιμηθιά ένα πρόχειρο κρεβάτι με στρίποδα*. Σ’ ένα τραπεζάκι θρονιάστηκε σα σε θέση τιμητική, ο συνεργός και σύμμαχος της μάνας μας, μα και δικός μας, η χειροκίνητη ραπτομηχανή. Το παιδομάνι του χωριού όλο περιέργεια γέμισε το μικρό χώρο της κατοικιάς μας. Ήρθαν κι οι μανάδες τους, οι θειάδες τους, όλες φιλενάδες της μάνας μας, άλλες μοναχές κι άλλες με τα μωροπαίδια στην αγκαλιά τους. Η υποδοχή τους μας συγκίνησε. Φιλότιμοι και φιλόξενοι οι Τουρλαθιανοί κάτοικοι και φίλοι, με την ανοιχτή καρδιά, σαν τον ορίζοντα το διάπλατο γύρω από το λόφο τους χωριού τους!
Μας φέρανε να φάμε φρέσκα μιγαδερά παξιμάδια, ξυνόγαλο και ανθόγαλο, λίγα αυγουλάκια και κηπευτικά, όλα δώρα πολύτιμα για την περίσταση. Σιτοβολώνας το χωριό, βίγλιζε στην κορφή του λόφου που ήταν χτισμένο. Δεν είχε πρασινάδες και νερά μα είχε μια ξεχωριστή γοητεία και θέα , καταμεσίς στο διάπλατο ορίζοντά του, με πολλά κοντινά χωριά ολόγυρα. Εκεί θα περνούσαμε το καλοκαίρι με τη μάνα μας. Ο πατέρας έφυγε το άλλο πρωί για να παραδώσει τα ξένα γαϊδουράκια που κάμανε τ’ αγώγι, μα και γιατί οι δικές του μικρές αγροτικές φροντίδες τον κρατούσαν στο σπίτι το πατρικό. Δούλευε η μάνα σαν το αεικίνητο μυρμήγκι και σόδειαζε υπομονετικά τη ζήση του χειμώνα. Στα ραψίματά της η αμοιβή της ήταν σιτάρι, κριθάρι, μαγεροψήματα…
Μετά από λίγες μέρες μια επίσκεψη έφθασε στο χωριό: Μια αντάρτικη ομάδα που συχνοκατέβαινε από τα βουνά κι έπαιρνε το δρόμο προς τα φιλόξενα σιτοχώρια για να εφοδιαστούν οι αγωνιστές της Λευτεριάς με τα απαραίτητα τρόφιμα για να ζήσουν. Ανάμεσά του ήταν κι ο Καπετάν Στελιανός, ένας ψηλόκορμος ομορφολεβένταρος, με μουστάκια δασιά, μεγάλα μαύρα λαμπερά μάτια, κρουσομάντηλο, στιβάνια και μαύρη κυλότα. Ήταν αρχηγός της ομάδας με καταγωγή από τα μέρη των Χανιών.
Συνήθως οι αντάρτες φιλοξενούνταν στο σπίτι του Προέδρου του χωριού. Φαρσάρη τον λέγανε, λεβέντης κι ο ίδιος, γενναίος και φιλόξενος. Η γυναίκα του η κερά-Μαρία η Φαρσάραινα, άξια και χρυσονοικοκυρά, φύλαγε κάθε φορά για τους αντάρτες πλούσια φιλοξενία και πολλά πεσκέσια στο φευγιό τους.
Κείνη τη φορά λοιπόν η κερά Φαρσάραινα, που ήταν φιλενάδες με τη μάνα μου, ήρθε στο σπίτι μας σούρουπο σχεδόν, κι από την πόρτα, δίχως να μπει μέσα, πρόβαλε κι έκανε νόημα στη μάνα μου του τη θέλει, να της πει.
- -Έλα κερά Αννίκα να μου συντράμεις γιατί έχω μουσαφίρηδες… Σκύβει μετά και της λέει ψυθιριστά στ’ αυτί: Αντάρτες ήρθανε μόνο έλα να τωσε μαγειρέψομε… Φεύγουνε μαζί, αφού μας πράγγειλε πρώτα να κάτσομε φρόνιμα ώσπου νά’ρθει.
Πήγαν λοιπόν στο σπίτι της μα εκείνο που την ήθελε πραγματικά δεν ήταν για συντρομή στο μαγείρεμα. Για τη δουλειά αυτή είχε πολλές παραφατόρισσες*. Ο σκοπός που την κάλεσε ήταν να της γνωρίσει ένα παράξενο καινούριο πελάτη για ράψιμο. Κι ο πελάτης αυτός δεν ήταν ούτε χωριανός, ούτε κοντοχωριανός, μα ο ίδιος αυτοπρόσωπα ο Καπετάν Στελιανός, ο αρχηγός της αντάρτικης ομάδας που υποδεχτήκανε…
- -Παράξενο! κάνει η μάνα μου. Κι είντα θέλει μπρε κερά Μαρία. Είντα μπορώ να ράψω εγώ ενούς Καπετάνιου που ανεχουμίζει* τα βουνά…
- -Γιάντα, δε βάνουνε αυτοί ρούχα; Μα ας μπούμε μέσα στο πόρτεγο* που κάθουνται, κι ο ίδιος δα σου πει είντα ‘ναι που θέλει.
Μπροστά η κερά Μαρία, πίσω της όχι πολύ θαρρετά η μοδίστρα, μπήκανε στο δωμάτιο που ήσανε καθισμένοι οι αντάρτες και τρωγοπίνανε.
- -Νάτη Καπετάνιο μου τη φιλενάδα μου τη μπιστικιά που σού ΄λεγα. Έτηνε μας ράφτει όλους στο χωριό ας είναι καλά.
- -Και του λόγου σου νάσαι καλά κερά Μαρία μου, μα σαν είντα μπορώ να ράψω εγώ για τον Καπετάνιο… Και κείνη τη στιγμή, μόλις που τόλμησε για μια στιγμή να σηκώσει σαν αστραπή το σεμνό της βλέμμα για να τονε δει με σεβασμό και να ξαναχαμηλώσει τη ματιά κοκκινισμένη.
- – Γροίκα κερά μοδίστρα, εγώ μαθές ούτε σώρουχα, ούτε ξώρουχα θέλω. Έχω απ’ όλα. Μα ένα σκολινό ποκάμισο μου χρειάζεται…
«Σκολινό ποκάμισο; κάνει με το νου της η μοδίστρα. Κι είντα το θέλει μωρέ κοντό [=άραγε] το σκολινό ποκάμισο; Έχουνε στα βουνά μαθές καματερές* και σκόλες; ή αστεία κοντό μιλεί; Μα τονε θωρεί με την κόχη του ματιού της να σηκώνεται και να λύνει σπουδαχτικά ένα πλουμιστό κρητικό βουργιάλι. Έβαλε τη χερούκλα του μέσα κι έσερνε κι έσερνε ένα κάτασπρο γυαλιστερό ρούχο, που δεν είχε ξετελεμό… Σαν τό ‘βγαλε της κάνει:
- – Έντο επαέ κερά μοδίστρα το ρούχο του ποκαμίσου. Άσπρο σαν το γαμπριάτικο!
- – Μα αυτό είναι αλεξίπτωτο,… τόλμησε να πει εκείνη.
- – Καλά το γνώρισες. Αλεξίπτωτο είναι. Πιάσε ‘πο κειέ να τ’ ανοίξομε να το δεις καλά.
- – Εμά μεγάάλο! κάνουνε όλοι με θαυμασμό.
- – Και τόσονε για ένα ποκάμισο; Αυτό κάνει για δυο και τρία και θα πομείνει και περισσευούμενο.
- – Μα ένα θέλω ‘γω και νάναι και σκολινό!
Επιμένει κείνος για σκολινό, κάνει η μοδίστρα με το νου της. Γιάντα κοντό; Μα ας τον ανερωτήξω να δω είντα θα μου πει.
- – Με το συμπάθειο Καπετάνιο, να σ’ ανερωτήξω κάτιτίς;
- – Ό,τι θες κερά μοδίστρα.
- – Απ’ ό,τι κατέχω εσείς οι αντάρτες οι πλια πολλοί φορείτε μαύρα ρούχα, μαύρα ποκάμισα. Εσύ είντα το θες το άσπρο και σκολινό δα κιόλας; Έχετε σεις σκόλες απάνω στα βουνά;
- – Όσες θες, σκόλη κάναμε την ανάγκη και ρεβαΐζι το μπαρούτι… Μα για να καταλάβεις ξάνοιξε καλά όλο τονέ το ρούχο που βαστώ…
- Ανοίγουνε πιο διάπλατα το αλεξίπτωτο κι εκεί καταμεσής θωρούνε δυο κηλίδες αίμα μεγάλες, στρογγυλές κι ολόιδιες στο χρώμα, ούτε πλια σκούρα, ούτε πλια ανοιχτή η μια από την άλλη… Διαφέρνανε μόνο στο μέγεθος. Η μια ήτανε αρκετά μεγάλη κι η άλλη μικρότερη.
- – Ναι, θωρώ δυο μεγάλες στάμπες αίμα, κάνει η μοδίστρα. Μα…πώς;
- – Πώς εγεννηθήκανε θες ν’ ανερωτήξεις; Να σου πω εγώ… Γροίκα το λοιπόν: Στο Μάλεμε κοντά συχνογύριζα τσι μέρες που πέφτανε οι αλεξιπτωτιστές. Κι όχι βέβαια μόνο εγώ μα όλοι οι αθρώποι μας εκειά ένα γύρω. Εφτάνανε το λοιπόν οι συντερένιοι διαόλοι. Ενοίγανε τσι πόρτες τως κι εσκιάνιαζε ο ουρανός με τσ’ ομπρέλες τσι πολύχρωμες. Μιλιούνια εκατεβαίνανε κι αρχίνηζε ευθύς το μακελειό. Εκείνοι με τα όπλα ντως τα βαρά κι εμείς με τα σκαπέθια και τα δρεπάνια… Κι ελέγασι κιόλας οι δικοί μας όλο τσατίλα για τ’ άδικο τη μαντινάδα:
«Την ώρα μα και τη στιγμή δα σκυλοβλαστημάτε
όντες εξεκινούσατε στην Κρήτη για να πάτε»
Τέτοιο πείσμα μας ήπιασε όλους τσοι ντόπιους για τ’ άδικο που μασε κάνανε στη γη μας, να κατεβαίνουνε μπρε ωσάν τ’ αρπαχτικά γεράκια και τσι σκάρες [=γύπες], που δε μασε σταμάτανε κιαμιά δύναμη… Εκειά να θώρειες…
«Ε το παντέρμο τ’ άδικο πώς σου πατεί τον γκάλο
μα και το δίκιο το τρανό, θάρρος σου δίνει κι άλλο»
Μέσα στσ’ άλλους απού λες, ευρέθηκα και ‘γω με δίχως όπλα. Ένα γκραδάκι του παππού μου ολοσκούριαστο εβάστουνα, μα είντα να σου κάμει. Από την εποχή των Τουρκώ είχανε να το λαδώσουνε το ευλογημένο να ξεσκουριάνει μια σταλιά. Είπα τότεσά κι εγώ να κάμω το κολάι*μου… Ν’ αρμαθιάσω* κάμποσα όπλα απού τσοι Γερμανούς που ήσανε τα παντέρμα ολοκαίνουργια και τα λιμπίζουσουνε. Εμακέλευγα κιόλας όσους εμπόρουνα, γιατί μαθές αν δε τό ‘κανα ‘τσα, ήθελα με μακελέψουνε ‘κείνοι [= θα με μακελεύανε ‘κείνοι]. Κι ήθελα μου κάνουνε [=θα μου κάνανε] δα μνημόσυνο στο χρόνο απάνω. Ετσά ‘ναι η παντέρμη ώρα του πολέμου. Ή γίνεσαι μακελάρης ή μακαρίτης… Εμάζωνα το λοιπόν και τά ‘βανα κεια σε μια ξερολιθιά σκεπασμένα. Μια γκοπανιά* κοχεύγω με την άκρη τ’ αμαθιού μου μια ασκιανιάδα δίπλα μου… Ήτονε ένας Γερμαναράς κι είχε σηκωμένο το στιλέτο ντου να το μπήξει στον γκαφά * μου. Γυρίζω ‘γω σαν αστραπή και του ματσάζω και τα δυο ντου χέρια. Λίγο μού ‘γγιξε το μαχαίρι στο λαιμό και μου τονε ξέγδαρε. Και η μια κηλίδα που θωρείς, η πλια μικρή, είναι δικό μου αίμα…
Δίχως να του πάρω το μαχαίρι τού ‘σφιγγα τη γροθιά και τη γυρίζω οθέ ντα [=προς τα] πάνω ντου με δύναμη. Και με την ίδια ντου τη χέρα που του βάστουνα ετρύπησε το δικό ντου λαιμό… «Μάχαιραν έδωσες, μάχαιρα δα λάβεις» του κάνω ολοδιαόλιστος… Και να την άλλη κηλίδα το αίμα, την πιο μεγάλη. Δική ντου είναι… Εκεί πάνω ήπηρε και τσοι τράτους * ίσαμε που ψοφολόισε ολότελα…
- – Δυο κηλίδες… μουρμούρισε με βλέμμα απλανές η μοδίστρα. Σαν να έβλεπε κείνη την ώρα μέσα από το σύθαμπο του χρόνου και της αντάρας της μάχης τους δυο αντίπαλους άντρες να ματοκυλιούνται πάνω στο αλεξίπτωτο… Δυο κηλίδες… επανέλαβε, από αίμα Ελληνικό και Γερμανικό! και βαθιαναστέναξε στοχαστικά…
- – Λοιπόν; είντα λες μοδίστρα; να μου ράψεις θες [=θα μου ράψεις] το σκολινό ποκάμισο;
Μειδίασε κείνη καθώς ξαναβρέθηκε στην πραγματικότητα.
- – Σκολινό Καπετάνιο; τον ρωτά με την ίδια διάθεση.
- – Ναι σκολινό! Γιάντα. Αφού δε γίνηκε σάβανό μου κείνη την ώρα, σκόλη είν’ η ζωή μου, μια και ζω και θωρώ τον ήλιο. Γιατί ολπίζω και θα δω και τη Λευτεριά…
Η Ειρήνη Ταχατάκη (1935-) από τις Αρχάνες είναι δασκάλα, λαογράφος και συγγραφέας πολλών βιβλίων, με ενεργό και πολύχρονη συμμετοχή στα πολιτιστικά πράγματα της Κρήτης. Είναι επίσης ζωγράφος και κεντήστρα και τα σχέδια που συνοδεύουν το διήγημα είναι δικά της,
Το κείμενο, όπως θα δείτε, έχει αρκετές ιδιωματικές λέξεις και φράσεις. Όταν εκδόθηκε σε βιβλίο, οι επιμελητές επισήμαναν κάποιες λέξεις με αστερίσκο και πρόσθεσαν ένα γλωσσάρι στο τέλος, που το αναπαράγει εδώ ο Αντώνης. Όμως άφησαν χωρίς εξήγηση πολλές ακόμα και κάθε άλλο παρά ευνόητες ιδιωματικές λέξεις, και αυτές τις έχει εξηγήσει ο φίλος μας ο Αντώνης σε αγκύλες μέσα στο κείμενο. Kαι πάλι βεβαια απόμειναν χωρις εξήγηση μερικές λέξεις που εγώ, αν είχα να επιμεληθώ το κείμενο, θα τις εξηγούσα (π.χ. ταχυνή, μιγαδερά). Νίκος Σαραντάκος
Tα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν τον συντάκτη τους,
χωρίς να συμπίπτουν κατ’ ανάγκη με την άποψη του AgrinioStories.
AgrinioStories | Πηγή