.
Οι πατρίδες των ανθρώπων
– Το Χαλίκι απέχει 207 χλμ. από το Αγρίνιο –
Επιμέλεια: Λ. Τηλιγάδας
Το παλαιότατο χωριό Χαλίκι, βρίσκεται σε υψόμετρο 1.150 μ.,
και είναι το δυτικότερο χωριό του νομού Τρικάλων
Χαλίκι | Δυο ώρες περπάτημα
μακριά απ’ τις πηγές του Αχελώου
Το όνομα Χαλίκι, προέρχεται (πιθανόν)
από τα άσπρα χαλίκια του νηπιακού Αχελώου
Τη μακραίωνη κατοίκηση του χωριού επιβεβαιώνουν ιστορικές μαρτυρίες. Η πρώτη αδιαμφισβήτητη αναφορά περί ύπαρξης του χωριού πραγματοποιήθηκε το 1336. Το υπέρ της επισκοπής Σταγών χρυσόβουλο του «αυτοκράτωρ Ρωμαίων» Ανδρονίκου Γ’ Παλαιολόγου περιλαμβάνει την αναφορά: «…καί είς τόν Ζυγόν, καί καταβαινοι πρός νότον είς χωρίον, τό λεγόμενον Χαλίκι…». Στην Οθωμανική έκθεση φορολογικής απογραφής του 1454/55 το χωριό αναφέρεται ως «Χαλίκ» με 174 κατοίκους και κύριες οικονομικές δραστηριότητες την προβατοκτηνοτροφία (74%), την συγκομιδή καρπών (17%) και τη μελισσοκομία (8.5%). Οι σημερινοί λοιπόν κάτοικοι του Χαλικίου μπορούν δικαιωματικά να αποκαλούν το χωριό τους παλαιότατο, με ιστορία τουλάχιστον 7 αιώνων και κτηνοτροφική παράδοση 6 τουλάχιστον αιώνων.
Γεωγραφία και δημογραφία
Το Χαλίκι βρίσκεται στην αρχή της κοιλάδας του Αχελώου, νοτιοανατολικά της κορυφής Περιστέρι (2.294 μ.) και νοτιοδυτικά της τοποθεσίας Ρόνα απ’ όπου πηγάζει ο Αχελώος, γνωστός στην περιοχή και ως Ασπροπόταμος η Άσπρος. Στις πηγές του μπορεί να φθάσει κανείς μετά από πορεία δύο ωρών ακολουθώντας ένα υπέροχο μονοπάτι, παράλληλο με τον Άσπρο και τους καταρράκτες του. Το μονοπάτι που μεγάλο μέρος του είναι πέτρινο καλντερίμι, ήταν ο παλιός δρόμος που συνέδεε το χωριό με τον θεσσαλικό κάμπο.
Το χωριό αποτελείται από 150 σπίτια και είναι κτισμένο αμφιθεατρικά σε υψόμετρο 1.113 μέτρων κάτω από την Κουάστα («Πλαγιά» στα βλάχικα), στην συμβολή του Κουτσοβού, όπως ονομάζεται σ’ αυτό το σημείο ο Ασπροπόταμος, με την Καπραρία («Ρέμα των αγριόγιδων» στα βλάχικα). Τα κοινοτικά εδάφη του Χαλικίου συνορεύουν με τα εδάφη της Ανθούσας (πρώην Λεπενίτσας ή Λίπιντζας), του Ανηλίου (Κιάρε), του Ανθοχωρίου (πρώην Ντερβεντίστας), του Μικρού και Μεγάλου Περιστεριού (πρώην Μπροσγκολίων), του Συρράκου και των Καλαρρυτών. Το Χαλίκι υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλαμπάκας και εκκλησιαστικά στην επισκοπή των Σταγών και Μετεώρων. Τους καλοκαιρινούς μήνες έχει 500 κατοίκους. Τον χειμώνα μένουν περίπου δέκα άτομα.
Ιστορία και αρχιτεκτονική‐παραδόσεις
Η πρώτη σωζόμενη αναφορά στο Χαλίκι βρίσκεται σε Χρυσόβουλλο που εξέδωσε ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ’ Παλαιολόγος ο Νεότερος το 1336 για να επιβεβαιώσει δικαιώματα της επισκοπής Σταγών. Το «χωρίον το λεγόμενον Χαλίκι» αναφέρεται ως σημείο από το οποίο περνά το σύνορο της επισκοπής και είναι σαφές ότι τοποθετείται στην σημερινή του θέση. Αντίγραφα του Χρυσόβουλλου καθώς και παρόμοιου πατριαρχικού Σιγιλλίου που εξέδωσε ο Πατριάρχης Αντώνιος Δ’ το 1393, όταν πιά η περιοχή είχε περάσει στα χέρια των Οθωμανών Τούρκων, βρίσκονται σε τοιχογραφία στον εσωνάρθηκα του Ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Καλαμπάκα. Φωτοτυπημένο αντίγραφο υπάρχει και στη βιβλιοθήκη του Μουσείου του χωριού.
Έναν αιώνα αργότερα, οθωμανικό φορολογικό κατάστιχο επιβεβαιώνει τον κυρίως κτηνοτροφικό χαρακτήρα του χωριού: ο μεγαλύτερος φόρος με τον οποίον επιβαρύνεται το χωριό το 1454‐55 είναι ο φόρος επί των προβάτων.
Μετά από αυτές τις δύο σύντομες αλλά σημαντικές ιστορικές αναφορές, οι πρωτογενείς πηγές σιωπούν για σχεδόν δύο αιώνες. Στις αρχές του 17ου αιώνα όμως το Χαλίκι φαίνεται να παίρνει τη μορφή οργανωμένης κοινότητας. Ο άρχοντας Μίχος Φύλος αφήνει το όνομά του σε αφιερωματική επιγραφή, σε φορητή εικόνα της Αγίας Παρασκευής με χρονολογία 1649 ή 1659, και εξωραΐζει το χωριό με κοινωφελή έργα. Η Πούντ’ αλ Φύλω («Γέφυρα του Φύλου»), η Φιντίν’ αλ Φύλω («Βρύση του Φύλου») και τα Πύργι’ αλ Μιχαλάκι είναι μέχρι σήμερα προορισμοί περίπατου για τους Χαλικιώτες και τους επισκέπτες στο χωριό. Όμως οι σημερινές πέτρινες εκκλησίες του χωριού δεν είναι προγενέστερες του 18ου αιώνα. Σύμφωνα με παράδοση που συναντάμε σε πολλά μέρη της Ελλάδας, το χωριό αρχικά το αποτελούσαν δύο μικρότεροι οικισμοί που βρίσκονταν στα δυτικά του χωριού, στη θέση Κρανιές, και στα βορειοανατολικά, στη θέση Παληομανάστερο. Την επιλογή της σημερινής προνομιακής και οχυρωμένης θέσης του χωριού υπέδειξε η εικόνα που βρήκε κάποιος βοσκός.
Το χωριό φαίνεται να φθάνει στο αποκορύφωμα της ακμής του τον 18ο αιώνα, όπως και άλλα χωριά της περιοχής, όταν η ειρήνευση των Οθωμανών με τους Αυστροούγγρους επιτρέπει την ασφαλή ανάπτυξη και του χερσαίου εμπορίου. Την ακμή του Χαλικίου επιβεβαιώνουν οι πετρόχτιστες βρύσες του ―η Χάβαλη, η Ρούσα (που δεν υπάρχει πια), η βρύση στο Χάνι και ο Τροχός―όπως επίσης οι πολλές και μεγάλες εκκλησίες που βρίσκονται μέσα και έξω από το χωριό. Στην άκρη της πλατείας υψώνεται η μεγαλοπρεπής εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, τρίκλιτη βασιλική με τρούλο, με ξυλόγλυπτο τέμπλο, νάρθηκα, γυναικωνίτη, και το παρεκκλήσι του Αγίου Δημητρίου στον όροφο. Στον επάνω μαχαλά βρίσκεται η μονόκλιτη εκκλησία του Αγίου Μόδεστου, προστάτη των ζώων.
Απέναντι από το χωριό και κάτω από τον Κούκο δεσπόζει η τρίκλιτη με τρούλο και περίπου σύγχρονης αρχιτεκτονικής με την Αγία Παρασκευή, εκκλησία του Αγίου Γεωργίου με πανέμορφο ξυλόγλυπτο τέμπλο και την θρυλική αγριοκερασιά που ξεφυτρώνει από τον τρουλίσκο του Ιερού Βήματος. Η μικρή εκκλησία των Αγίων Αποστόλων είναι κτισμένη προς τα δυτικά του χωριού, κοντά στη βρύση της Φονίσκας, ενώ η μικρή εκκλησία του Αγίου Αθανασίου υποδέχεται τον επισκέπτη απέναντι και κοντά στην είσοδο του χωριού. Περίπου ένα χιλιόμετρο από το χωριό, στον δρόμο που ακολουθεί τον Ασπροπόταμο με κατεύθυνση την Ανθούσα, βρίσκεται το μοναστηριακό συγκρότημα με την επιβλητική εκκλησία της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, κτίσμα των μέσων του 19ου αιώνα, και το μικρό μονότρουλο παρεκκλήσι του Προφήτη Ηλία.
Όπως επαληθεύεται από αφιερωματικές επιγραφές, τα μέσα του 18ου αιώνα ήταν η εποχή της ακμής του θρυλικού άρχοντα Δημάκη. Από τους πρώτους δυτικούς περιηγητές που αναφέρονται στο Χαλίκι στις αρχές του 19ου αιώνα, ο Άγγλος Ληκ (Leake) και ο Γάλλος Πουκβίλ (Pouqueville) μας μεταφέρουν μια εντύπωση σχετικής παρακμής λόγω υπερβολικής φορολογίας που επιβάλλει ο Αλή Πασάς. Στα μέσα του 19ου αιώνα, όμως, ο Γάλλος αρχαιολόγος Εζέ (Heuzey) μας περιγράφει μια ανθηρή κοινότητα με συμβούλιο αρχόντων και σχολείο με νεαρό δάσκαλο. Ορισμένες σκηνές που περιγράφει, όπως το Ύψωμα (είδος αρτοκλασίας) στον Προφήτη Ηλία ή το άρμεγμα στο μαντρί της Βερλίγκας, παραμένουν μέχρι σήμερα αναλλοίωτες.
Ωστόσο, η αρχιτεκτονική του χωριού υπέστη σημαντικές αλλαγές, οι οποίες οφείλονται κυρίως στις καταστροφές που διέπραξαν οι Γερμανοί τον Οκτώβριο του 1943, κατά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην περιοχή. Οι Γερμανοί άφησαν το Χαλίκι με πενήντα περίπου από τα σπίτια του καμένα και εγκαταλελειμμένο από σημαντικό αριθμό των κατοίκων του. Οι συνθήκες κατά τον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε εμπόδισαν την συντήρηση των υπαρχόντων σπιτιών και την αναδόμηση των κατεστραμμένων. Οι εκκλησίες του χωριού για κάποιο λόγο γλύτωσαν, μάρτυρες της ακμαίας και μακραίωνης ιστορίας του.
Το χωριό σιγά σιγά άρχισε να ανακάμπτει. Ένα από τα πρώτα καμένα κτίρια που ξανακτίστηκαν ήταν το σχολείο που λειτουργούσε σαν μονοτάξιο δημοτικό τους καλοκαιρινούς μήνες μέχρι το 1969, ενώ το 2006 επισκευάστηκε με πρωτοβουλία του Πολιτιστικού Συλλόγου και λειτουργεί ως Μουσείο Ιστορίας του χωριού και Πολιτιστικό Κέντρο με μικρή βιβλιοθήκη. Δρόμος αμαξιτός έφτασε στο χωριό το 1959, ενώ στη δεκαετία του 1970 ξεκίνησε πιο συστηματική αναδόμηση. Το χωριό εκσυγχρονίζεται, αλλά παίρνει όψη πολύ διαφορετική από αυτήν που μαρτυρούν οι προπολεμικές φωτογραφίες. Μετά την ασφαλτόστρωση του δρόμου από την Καλαμπάκα που ολοκληρώθηκε στην δεκαετία του 1990, το Χαλίκι έγινε προορισμός ημερήσιας εκδρομής όλο το χρόνο, ακόμη και το χειμώνα. Η εύκολη πρόσβαση όμως επέφερε και δεινά. Τελευταίος οδυνηρός σταθμός στην ιστορία του χωριού ήταν η κλοπή πολύτιμων ενυπόγραφων εικόνων και κειμηλίων από την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, καθώς και άλλων εκκλησιών στην περιοχή, τον Φεβρουάριο του 2010.
Κτηνοτροφία‐περίπατοι κι ορειβασίες
Τους καλοκαιρινούς μήνες το Χαλίκι σφύζει, όπως πάντα, από ζωή. Οι κτηνοτρόφοι πρώτοι πρώτοι στα μέσα Ιουνίου επιστρέφουν με τα κοπάδια τους από τα χειμαδιά του θεσσαλικού κάμπου: 8.000 πρόβατα με τα γκισέμια τους και τα σκυλιά τους και 500 αγελάδες κατανέμονται κατά τσελιγκάτο στα ανοιξιάτικα και ξεκαλοκαιριά μαντριά του χωριού: το Μπουβουλάρου με τη Βερλίγκα, τα Κριθάρια με την Παληομάντρα, το Γουργκουλογκάνι με την Πλάκα, το Μπριτσίγκουρ με την Στουρνάρα, τον Αγιαπόστολο (Σινγκιέτρου στα Βλάχικα) με την Στίνια, το Μαναστήρι με την Ρόνα, τις Πίττες με τις Βορτόπες καθώς και στα διάφορα γελαδομάντρια.
Η λίμνη Βερλίγκα.
Το ψηλότερο μαντρί του χωριού είναι κτισμένο ακριβώς κάτω από τη Βερλίγκα, αλπική κοιλάδα μοναδικού κάλλους. Η πορεία είναι μακρινή αλλά ο ορειβάτης αποζημιώνεται από την υπέροχη διαδρομή μέσα από δάσος με έλατα στην αρχή, και όσο ανεβαίνει από τη σκιερή Γκούβα κου νιάου («Τρύπα με χιόνι», καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου), την Βερλίγκα και τέλος από την Φαρμακόλακκα, μικρότερη αλλά εντυπωσιακή ανοιξιάτικη αλπική λίμνη λίγο πριν φθάσει στην Βερλίγκα.
Ήθη κι έθιμα‐εκδηλώσεις
Εκτός από την παράδοση της κτηνοτροφίας στο Χαλίκι διατηρούνται ακόμη άλλα παλαιά έθιμα, όπως το τριήμερο πανηγύρι (26‐28 Ιουλίου) με γενικό χορό στην πλατεία, το Ύψωμα μετά από τη λειτουργία και οι επισκέψεις των γυναικών στους μαχαλάδες που γιορτάζουν. Στις αρχές Αυγούστου έχει καθιερωθεί από τον Πολιτιστικό Σύλλογο η Γιορτή της Πίτας, που είναι το αγαπημένο φαγητό των Βλάχων. Δεν λείπουν κι από δω τα κλαρίνα και οι χοροί. Ο κύκλος του καλοκαιρινής ζωής στο Χαλίκι κλείνει με την Γιορτή του Συλλόγου των Κτηνοτρόφων στις 2 Σεπτεμβρίου, ανήμερα του Άη Μάμα. Οι κτηνοτρόφοι προσφέρουν πρόβειο κρέας με μανέστρα μαγειρεμένο στα καζάνια από τις γυναίκες τους. Ακολουθεί και πάλι γλέντι με κλαρίνα. Όπως παλιά, πρώτα οι παραθεριστές και μέχρι το τέλος Οκτωβρίου τελευταίοι οι κτηνοτρόφοι καθώς φεύγουν για τα χειμαδιά εύχονται καλό χειμώνα και καλή αντάμωση το επόμενο καλοκαίρι.
Που θα μείνετε: Στo Ξενοδοχείο. Διαθέτει οκτώ (8) δωμάτια με θέρμανση, τηλεόραση και μπάνιο. Όλα τα δωμάτια έχουν μπαλκόνι με θέα. Ο ξενώνας βρίσκεται στην είσοδο του χωριού ενώ διαθέτει ταβέρνα και καφετέρια. Που θα φάτε: Σε μια από τις τρεις παραδοσιακές ταβέρνες που βρίσκονται στην κεντρική πλατεία του χωριού και στο εστιατόριο του Ξενώνα.
Πηγή κείμενου: https://vlaxoxoria.gr
Πηγή φωτογραφιών: https://aspropotamos.org (Δείτε περισσότερες)
———————————————————————————————
Ψηφιακές Καταγραφές Πατριδογνωσίας