«Cannibal Holocaust»:
Μύθοι και πραγματικότητα
για την ταινία που σόκαρε τον πλανήτη
Ο σκηνοθέτης της Ρουτζέρο Ντεοντάτο δημιούργησε κάτι τόσο ρεαλιστικό που κατηγορήθηκε για φόνο. Η ταινία που οδήγησε στο «cannibal boom» και αποτέλεσε τη βάση για το είδος των ψευδοντοκιμαντέρ και του «found footage».
Δεν έχει κερδίσει πότε κάποιο βραβείο, ούτε καν έχει προταθεί. Πρωταγωνιστεί ένας πρώην πορνοστάρ (Ρόμπερτ Κέρμαν) και οι υπόλοιποι ηθοποιοί είναι παντελώς άγνωστοι. Οι περισσότεροι μάλιστα δεν συμμετείχαν ξανά σε ταινία. Το μπάτζετ ήταν μικρό και χρησιμοποιήθηκαν ιερόδουλες και μέλη του συνεργείου ως κομπάρσοι. Παρ’ όλα αυτά το «Cannibal Holocaust» είναι μια ταινία θρύλος και σίγουρα μια από τις πιο αμφιλεγόμενες όλων των εποχών. Υπεύθυνος για την επιτυχία αυτή είναι ο νοσηρός νους του σκηνοθέτη, Ρουτζέρο Ντεοντάτο ο οποίος έφυγε από τη ζωή στις 29 Δεκεμβρίου 2022 σε ηλικία 83 ετών.
Η πλοκή
Η βασική ιδέα του σεναρίου είναι απλή. Μια ομάδα Αμερικανών επισκέπτονται μια φυλή στον Αμαζόνιο με σκοπό να κάνουν ένα ντοκιμαντέρ. Δεν επιστρέφουν ποτέ και ο ανθρωπολόγος Χάρολντ Μονρό (Ρόμπερτ Κέρμαν) καλείται να τους εντοπίσει. Αφού ταξιδεύει στον Αμαζόνιο και έρχεται σε επαφή με τους ιθαγενείς ανακαλύπτει ό,τι έχει μείνει από την ομάδα αλλά και ένα φιλμ που θα αποκαλύψει τι πραγματικά συνέβη. Η ταινία έχει γυριστεί σε στιλ ψευδο-ντοκιμαντέρ και αποτέλεσε την πηγή έμπνευσης για πολλούς δημιουργούς, μεταξύ των οποίων και αυτούς του «Blair Which Project».
Η δημιουργία
Το «Ολοκαύτωμα των Κανιβάλων» δεν ήταν η πρώτη ταινία του Ντεοντάτο με θέμα τον κανιβαλισμό. Το 1977 είχε σκηνοθετήσει το «Ultimo Mondo Cannibale» (στα αγγλικά κυκλοφόρησε ως Jungle Holocaust). Μια εταιρία παραγωγής από τη Δυτική Γερμανία επικοινώνησε με τον Ντεοντάτο και του πρότεινε να κάνει κάτι παρόμοιο.
Σύμφωνα με αναφορές, η ιδέα για το «Cannibal Holocaust» προέκυψε από μια συζήτηση που είχε ο σκηνοθέτης με τον γιό του για το πως καλύπτονταν δημοσιογραφικά οι τρομοκρατικές επιθέσεις των «Κόκκινων Ταξιαρχιών». Ο Ντεοντάτο θεωρούσε ότι οι δημοσιογράφοι «στήνουν» μέρος των ρεπορτάζ τους για να φαίνονται πιο εντυπωσιακά. Παράλληλα, ο σκηνοθέτης επηρεάστηκε από τη σειρά ντοκιμαντέρ Mondo που παρουσίαζε ακραία έθιμα, βία, σεξ και θάνατο.
Το 1979 ο σκηνοθέτης πήγε στην Κολομβία για να βρει το μέρος που θα γίνουν τα γυρίσματα. Στο αεροδρόμιο της Μπογκοτά συνάντησε έναν Κολομβιανό φίλο του ο οποίος ήταν δημιουργός ντοκιμαντέρ. Του πρότεινε την περιοχή κοντά στη μικρή πόλη Λετίσια, στη Νότια Κολομβία. Ο Ντεοντάτο την επισκέφθηκε και ενθουσιάστηκε.
Το σενάριο έγραψε ο Τζιανφράνκο Κλέριτσι και ο αρχικός τίτλος ήταν «Green Inferno» (Πράσινη Κόλαση). Κάποιες σκηνές δεν μπήκαν τελικά στην ταινία κυρίως γιατί ήταν αδύνατο να γυριστούν. Χαρακτηριστική είναι αυτή όπου ιθαγενείς ακρωτηριάζουν το πόδι ενός άντρα και το ρίχνουν στα πιράνχας. Ο Ντεοντάτο επιχείρησε να τη γυρίσει αλλά διαπίστωσε ότι η κάμερα δεν μπορούσε να… ξεχωρίσει τίποτα όταν τα πιράνχας έτρωγαν ένα κομμάτι κρέας.
Η απόφαση το φιλμ να γυριστεί στα αγγλικά πάρθηκε για καθαρά εμπορικούς λόγους. Ο Ντεοντάτο επέλεξε τον Ρόμπερτ Κέρμαν ως πρωταγωνιστή ο οποίος συμμετείχε και στην προηγούμενη ταινία του Ιταλού σκηνοθέτη το «The Concorde Affair». Ο πρώην πορνοστάρ θα γινόταν τελικά ο… βασιλιάς του κινηματογράφου με θέμα τον κανιβαλισμό καθώς θα πρωταγωνιστούσε και στα «Eaten Alive!» και «Cannibal Ferox» του Ουμπέρτο Λέντσι.
Κόντρες, αντιδράσεις και δολοφονίες ζώων
Τα γυρίσματα ξεκίνησαν στις 4 Ιουνίου 1979. Η παραγωγή χρειάστηκε να σταματήσει αρκετές φορές είτε λόγω των καιρικών συνθηκών, είτε λόγω άλλων γεγονότων. Ένας από τους ηθοποιούς αποχώρησε λίγο μετά την έναρξη των γυρισμάτων, ενώ ο Κέρμαν επέστρεψε στην Μπογκοτά για λίγες μέρες καθώς πέθανε ξαφνικά ο πατέρας του.
Η σχέση σκηνοθέτη-πρωταγωνιστή ήταν εκρηκτική. Ντεοντάτο και Κέρμαν συγκρούονταν καθημερινά. «Δεν πιστεύω ότι ο Ντεοντάτο έχει ψυχή. Ήταν ένας σαδιστής. Φερόταν σαδιστικά σε άτομα που δεν μπορούσαν να του απαντήσουν» έχει πει ο ηθοποιός.
Πολλοί από τους ηθοποιούς ένιωθαν άβολα στα γυρίσματα. Κυρίως στις σκηνές κατά τις οποίες ο Ντεοντάτο είχε ζητήσει να θανατωθούν ζώα (συνολικά θανατώθηκαν επτά ζώα ένα κοάτι, δύο πιθηκοι, ένα γουρούνι, ένας βόας, μια χελώνα και μια ταραντούλα) και στις σκηνές σεξ. Υπήρξαν επίσης καταγγελίες για προβλήματα στις πληρωμές.
Κατηγορούμενος για δολοφονίες
Το «Cannibal Holocaust» έκανε πρεμιέρα στις 7 Φεβρουαρίου 1980 στο Μιλάνο. Υπήρξαν αντιδράσεις για τη βία και το σεξ, αλλά γενικότερα οι κριτικές ήταν θετικές. Ο θρυλικός Σέρτζιο Λεόνε έστειλε επιστολή στον Ντεοντάτο στην οποία ανέφερε: «Αγαπητέ Ρουτζέρο, τι ταινία! Το δεύτερο μέρος είναι ένα αριστούργημα ρεαλιστικού κινηματογράφου. Όμως όλα μοιάζουν τόσο αληθινά που θεωρώ ότι θα έχει πρόβλημα με όλο τον κόσμο».
Ο Λεονέ δικαιώθηκε άμεσα. Δέκα μέρες μετά την πρεμιέρα η ταινία κατέβηκε από τις ιταλικές αίθουσες και ο τοπικός εισαγγελέας ζήτησε να κατασχεθούν όλα τα αντίγραφα. Το 1981 το περιοδικό «Photo» άφησε να εννοηθεί ότι το «Cannibal Holocaust» ήταν τελικά ένα φιλμ snuff και οι δολοφονίες που είχαν καταγράφει ήταν πραγματικές. Στον Ντεοντάτο ασκήθηκαν κατηγορίες για δολοφονία. Η σκηνή που προκάλεσε τον μεγαλύτερο προβληματισμό είναι αυτή που μια κοπέλα παρουσιάζεται «παλουκωμένη». Οι κατήγοροι υποστήριξαν ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να παρουσιαστεί τόσο ρεαλιστικά μόνο αν η κοπέλα πράγματι είχε δολοφονηθεί.
Παράλληλα το γεγονός ότι οι ηθοποιοί δεν είχαν εμφανιστεί στα ΜΜΕ ενέτεινε τη φημολογία ότι πράγματι είναι νεκροί. Αυτό όμως ήταν ένα εμπορικό τέχνασμα του Ντεοντάτο για να προμοτάρει την ιδέα ότι το υλικό ήταν αληθινό.
Όταν η υπόθεση έφτασε στο δικαστήριο ο σκηνοθέτης παρουσίασε τους ηθοποιούς και το ζήτημα έληξε. Για την σκηνή με την «παλουκωμένη» κοπέλα εξήγησε ότι η ηθοποιός καθόταν πάνω σε μια μικρή σέλα ποδηλάτου και είχε στόμα της ένα ξύλο. Έδειξε μάλιστα και παρασκήνια από τα γυρίσματα όπου η κοπέλα μιλά με το συνεργείο.
Το σίκουελ που δεν θα δούμε ποτέ
Σύμφωνα με αναφορές το «Cannibal Holocaust» απαγορεύτηκε σε συνολικά 50 χώρες. Σταδιακά όμως βγήκε στις αίθουσες, αρχικά λογοκριμένο και πολλά χρόνια μετά με όλες του τις σκηνές. Στη χώρα μας έκανε επίσημη πρεμιέρα στις 28 Σεπτεμβρίου 2007.
Το «Cannibal Holocaust» οδήγησε στο λεγόμενο «cannibal boom» στο κινηματογράφο. Πολλές ταινίες με παρόμοιο θέμα το ακολούθησαν και κυκλοφόρησαν κάποια ανεπίσημα σίκουελ. Το 2005 ο Ντεοντάτο ανακοίνωσε ότι σκόπευε να σκηνοθετήσει τη συνέχεια του «Cannibal Holocaust, η οποία θα είχε τίτλο «Cannibals». Υποστήριξε ότι πήρε την απόφαση του αφού είδε την ταινία «Hostel» (έκανε μάλιστα ένα πέρασμα ως γκεστ από το Hostel 2). Το σενάριο ολοκληρώθηκε αλλά οι οικονομικές διαφορές του Ντεοντάτο με τους παραγωγούς οδήγησαν στην ακύρωση του «Cannibals».
Το 2013 ο σκηνοθέτης Έλι Ροθ, προσωπικός φίλος του Ντεοντάτο, κυκλοφόρησε το «Green Inferno», μια ταινία που πήρε τον τίτλο της από το ντοκιμαντέρ που ετοίμαζε η ομάδα που χάθηκε στο «Cannibal Holocaust».
Κοινωνικό σχόλιο ή εμπορικό δημιούργημα;
Πολλοί ήταν εκείνοι που είδαν στο «Cannibal Holocaust» ως ένα κοινωνικό σχόλιο. Τόνισαν ότι η ταινία θέτει το ερώτημα «ποιος είναι τελικά πολιτισμένος και ποιος όχι;». Υποστήριξαν ότι η βία και το σεξ ήθελε να δείξει τον βιασμό του φυσικού κόσμου και την εκμετάλλευσή των ιθαγενών.
Ακόμα και ο ίδιος ο Ντεοντάτο ήταν μάλλον αναποφάσιστος όχι μόνο για το τι ήθελε να πει η ταινία του, αλλά και για το αν είναι περήφανος που την έκανε ή όχι. Σε παλιότερες συνεντεύξεις του τόνιζε ότι ήθελε απλά να δημιουργήσει ένα ρεαλιστικό φιλμ με κανιβάλους. Έλεγε πως έχει μετανιώσει που σκότωσε ζώα. «Ήταν ηλίθιο, δεν έπρεπε να το κάνω» τόνιζε. Σταδιακά όμως ο Ντεοντάτο φάνηκε να παρασύρεται από το αφήγημα περί κοινωνικού-πολιτικού σχολίου. Υποστήριζε ότι τελικά υπάρχει ιδεολογικό υπόβαθρο και μήνυμα πίσω από το «Cannibal Holocaust». Υπερασπίστηκε ακόμα και τη θανάτωση των ζώων γιατί όπως έλεγε «αυτό συμβαίνει στον πραγματικό κόσμο και όχι στον κόσμο των σούπερ μάρκετ».
Το δεδομένο είναι ότι το «Cannibal Holocaust» είναι μια ταινία που κατάφερε να σοκάρει ολόκληρο των πλανήτη και να αποτελεί έως σήμερα τον κορυφαίο εκπρόσωπο του σινεμά με κανιβάλους. Λίγα χρόνια πριν πεθάνει, ο Ντεοντάτο ρωτήθηκε για το φιλμ και είπε: «Για να ασχολείται ακόμα ο κόσμος μαζί του μάλλον ήταν η καλύτερη ταινία που έχω κάνει».