Ανατιμήσεις: «Να σε κάψω Γιάννη…»

«Να σε κάψω Γιάννη, να σ’ αλείψω λάδι» τα μέτρα για τις ανατιμήσεις

  • του Γιάννη Μυλόπουλου

Το πρόβλημα με τις επιδοτήσεις που εξήγγειλε η κυβέρνηση, ως μόνη απάντηση στις ανατιμήσεις των προϊόντων και στην ακρίβεια της αγοράς, δεν είναι μόνο ότι είναι… ψίχουλα. Το πρόβλημα δεν εντοπίζεται, δηλαδή, στο ότι τα 13 ευρώ επιδότησης στη βενζίνη που δίνει η κυβέρνηση δεν φτάνουν ούτε για ζήτω. Ούτε το πρόβλημα είναι μόνο ότι αυτή η επιδότηση απευθύνεται σε ένα πολύ περιορισμένο αριθμό καταναλωτών, με τη συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας να συνεχίσει να είναι θύμα της κερδοσκοπίας.

Η μεγάλη εικόνα της ανεπάρκειας της κυβερνητικής πολιτικής βρίσκεται στην εσκεμμένα λάθος διάγνωση του κ. Μητσοτάκη. Η οποία, ως τέτοια, οδηγεί προφανώς και σε λάθος θεραπεία. Ο πρωθυπουργός απέδωσε τις ανατιμήσεις των καυσίμων, του ρεύματος και των βασικών προϊόντων της αγοράς στον πόλεμο στην Ουκρανία. Η διαστρέβλωση της αλήθειας εδώ είναι προφανής. Όταν ο πόλεμος ξέσπασε στα τέλη του Φεβρουαρίου και οι ανατιμήσεις είχαν ξεκινήσει από το καλοκαίρι ακόμη, είναι περισσότερο από φανερό ότι οι αιτίες βρίσκονται αλλού.

Κι όταν ο πληθωρισμός, ήδη από τον Δεκέμβριο ακόμη είχε ανέβει στο 5,1%, τον Ιανουάριο στο 6,2% και τον Φεβρουάριο στο 7,2%, πόσο έξυπνο είναι η ακρίβεια να αποδίδεται σε έναν πόλεμο που ξεκίνησε μόλις στις 24 Φεβρουαρίου; Δικαιολογίες του τύπου η αγορά γνώριζε από τον Οκτώβριο ακόμη ότι τον Φεβρουάριο θα ξέσπαγε πόλεμος στην Ουκρανία και γι’ αυτό άρχισαν οι ανατιμήσεις από τον Αύγουστο, μόνον σαν κωμικές μπορούν να χαρακτηριστούν. Δεν είναι ο πόλεμος λοιπόν η αιτία των ανατιμήσεων. Μπορεί ο πόλεμος να επιδεινώσει την ακρίβεια στο μέλλον, αλλά πάντως δεν αποτελεί την αιτία γι’ αυτήν.

Οι ψευδείς αναλύσεις της κυβέρνησης όμως για τις ανατιμήσεις δεν ξεκίνησαν τώρα, μετά τον πόλεμο. Πριν από αυτόν, η κυβερνητική προπαγάνδα τις απέδιδε στη διεθνή ενεργειακή κρίση. Αν όμως πράγματι, αυτή ήταν η μόνη αιτία των ανατιμήσεων, τότε αυτό θα σήμαινε ότι παντού, σε όλες τις χώρες της Ε.Ε, οι τιμές της ενέργειας θα διαμορφώνονταν περίπου στα ίδια υψηλά επίπεδα. Πως εξηγείται λοιπόν, σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, ότι η Ελλάδα είναι συνεχώς, εδώ και μήνες, ανάμεσα στις 5 χώρες με το ακριβότερο ρεύμα στην Ευρώπη και συγχρόνως ανάμεσα στις 3 με την ακριβότερη βενζίνη;

Πως εξηγείται ότι σήμερα, για παράδειγμα, η Ελλάδα έχει την τρίτη ακριβότερη τιμή Ηλεκτρισμού της Αγοράς Επόμενης Ημέρας στην Ευρώπη, όπως διαβεβαιώνει η ΡΑΕ; Πως εξηγείται, ακόμη, ότι η Κύπρος, παρά το γεγονός ότι αγοράζει βενζίνη από την Ελλάδα, την πουλά σε φτηνότερη τιμή από εμάς; Κι ακόμη, πως γίνεται και η Βουλγαρία, που και αυτή εξαρτάται από το Ρωσικό φυσικό αέριο, όπως και η Ελλάδα, έχει φτηνότερη τιμή από εμάς;

 

 

Εδώ είναι προφανές ότι με δεδομένη τη διεθνή ενεργειακή κρίση, κάθε κυβέρνηση έχει τις δικές της ευθύνες για τη διαμόρφωση των τιμών στη χώρα της. Που εξαρτώνται από τα μέτρα που έχει, ή στη δική μας περίπτωση, που δεν έχει πάρει. Η Γαλλία, για παράδειγμα, έχοντας επιβάλει ανώτατο όριο 4% στις ανατιμήσεις της ενέργειας, έχει καταφέρει να ελέγξει σε ένα σημαντικό βαθμό τις τιμές.

Κι ακόμη, οι 19 από τις 27 χώρες της Ε.Ε., έχοντας μειώσεις τους φόρους κατανάλωσης στα καύσιμα και το ΦΠΑ σε βασικά προϊόντα, έχουν επιτύχει σημαντική μείωση των τιμών στις εσωτερικές τους αγορές. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, κινούμενη από ακραία ιδεοληψία, ή ακόμη χειρότερα, εξυπηρετώντας κερδοσκοπικά συμφέροντα, αρνείται να επέμβει διορθωτικά στην ελληνική αγορά. Αφήνοντας τις τιμές να αυξάνουν ανεξέλεγκτα.

Οι επιδοτήσεις στη βενζίνη που εξήγγειλε η κυβέρνηση συνεπώς δεν αγγίζουν την καρδιά του προβλήματος. Εκείνο που επιτυγχάνουν είναι να συντηρούν την ακρίβεια και τις ανατιμήσεις. Αφού οι επιδοτήσεις πηγαίνουν κατευθείαν στις τσέπες των κερδοσκόπων. Κι επίσης, ένα μέρος τους επιστρέφει και πάλι στο κράτος, μέσω των αυξημένων φόρων που πληρώνουν οι καταναλωτές.

Ο μόνος ζημιωμένος δηλαδή από την επιδοματική πολιτική είναι ο πολίτης. Κι αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο στη χώρα μας, που ο κατώτατος μισθός δεν αρκεί ούτε για το ρεύμα και τη θέρμανση των οικογενειών και που οι χαμηλόμισθοι και οι αδύναμοι οικονομικά ανέρχονται στο ποσοστό ρεκόρ για την Ευρώπη, του 45% του συνόλου των μισθωτών, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ. Κάτι που θα συνέχιζε να συμβαίνει, ακόμη και αν οι επιδοτήσεις δεν ήταν ψίχουλα…

Ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος για την αντιμετώπιση της ακρίβειας είναι η μείωση των φόρων και ο έλεγχος των τιμών στην αγορά, μέσω πλαφόν. Και ο μόνος τρόπος προστασίας της αγοραστικής δύναμης των οικονομικά αδύναμων, είναι η αύξηση των κατώτατων μισθών. Μια πιο μόνιμη και σταθερή λύση για τη διατήρηση της αγοραστικής δύναμης όλων των καταναλωτών πάντως, θα ήταν η Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή, όπως εφαρμόζονταν στην Ελλάδα όταν ο πληθωρισμός βρίσκονταν και πάλι στα ύψη. Η επιδοματική πολιτική, ακόμη και όταν δεν είναι ψίχουλα, όπως είναι τώρα κι ακόμη και όταν απευθύνεται σε πολλούς, όπως δεν συμβαίνει τώρα, είναι ένας τρόπος συντήρησης της ακρίβειας και επιδότησης της αισχροκέρδειας.

 

 

Είναι δηλαδή στο πρότυπο της γνωστής παροιμίας: «Να σε κάψω Γιάννη, να σ’ αλείψω λάδι». Πρώτα η κυβέρνηση καίει τους καταναλωτές, επιτρέποντας κερδοσκοπικές κινήσεις στην αγορά και μετά αλείφει τους περισσότερο καμένους από την ακρίβεια με λάδι, για να ανακουφίσει τα μεγάλα εγκαύματα.

Ακόμη και όταν το λάδι είναι αρκετό για να ανακουφίσει όλα τα εγκαύματα κι ακόμη και όταν φτάνει για να ανακουφίσει όλους τους καμένους, τη φωτιά των ανατιμήσεων δεν μπορεί να τη σβήσει.

Χρειάζεται, συνεπώς, μια άλλη πολιτική που να αντιμετωπίζει την αιτία του κακού προς όφελος της κοινωνίας. Αυτήν όμως την πολιτική κυβέρνηση Μητσοτάκη, όπως αποδεικνύεται καθημερινά ούτε μπορεί, ούτε και θέλει να την εφαρμόσει…

 


AgrinioStories | Πηγή