Αρχές Απριλίου του 1941
προσγειώθηκαν στο Αγρίνιο, για ανεφοδιασμό,
τρία μεγάλα μεταγωγικά αεροπλάνα
του Χρήστου Χατζηαγάπη
Προπολεμικά η πόλη μας είχε τακτική αεροπορική συγκοινωνία με την Αθήνα και τα Γιάννενα. Η άλλη πόλη που είχε αεροπορική συγκοινωνία με την Αθήνα ήταν η Θεσσαλονίκη. Αυτό από μόνο του δείχνει ότι η πόλη μας είχε τις προϋποθέσεις για να στηρίξει αεροπορική συγκοινωνία και κατά τη γνώμη μου αυτές ήταν: πρώτο ότι το αεροδρόμιο ήταν πολύ κοντά στην πόλη και μπορούσε ο καθένας να πάει με τα πόδια, δεύτερο ήταν η έλλειψη οδικής συγκοινωνίας, καθώς οι δρόμοι ήταν σε κακά χάλια και η σιδηροδρομική συγκοινωνία που γινόταν μέσω Πατρών (από το Κρυονέρι με πλοίο) ήταν χρονοβόρα και σκέτη ταλαιπωρία και τρίτο και σπουδαιότερο ήταν η οικονομική ανάπτυξη που είχε τότε το Αγρίνιο και η γύρω περιοχή με την παραγωγή καπνών. Εκείνη την εποχή εγκαταστάθηκαν στο Αγρίνιο πολλές εταιρείες, κατασκευάστηκαν αποθήκες επεξεργασίες των καπνών όπου δούλευαν χιλιάδες εργάτες.
Το καλοκαίρι του 1940 στο αεροδρόμιο, εν όψει του επερχόμενου πολέμου με την Ιταλία, γίνονταν εργασίες επέκτασής του για να μπορούν να προσγειώνονται και πολεμικά αεροπλάνα, όπου δούλευαν πολλοί εργάτες. Ο πατέρας μου τότε είχε νοικιάσει μια αποθήκη εκεί κοντά, μεταξύ της σιδηροδρομικής γραμμής και του δημόσιου δρόμου που πάει για το Δοκίμι και είχε στήσει ένα πρόχειρο εστιατόριο για να τρώνε οι εργάτες που δούλευαν στο αεροδρόμιο. Εγώ με το μεγαλύτερο αδελφό μου το Γιάννη, όταν δεν είχαμε σχολείο, πηγαίναμε και βοηθούσαμε τον πατέρα μας στις δουλειές του.
Μια μέρα αρχές Απριλίου του 1941 προσγειώθηκαν στο αεροδρόμιο για ανεφοδιασμό τρία μεγάλα μεταγωγικά αεροπλάνα που μετέφεραν τη Βασιλική Οικογένεια της Σερβίας[1], στην Αγγλοκρατούμενη τότε Αίγυπτο.
Το πρώτο αεροπλάνο, από κακό υπολογισμό του πιλότου, δεν σταμάτησε μέσα στο διάδρομο αλλά συνέχισε την πορεία του μέσα σε ένα χωράφι που εκείνη τη στιγμή έπαιζαν παιδιά, σκοτώνοντας ένα δεκάχρονο αγόρι. Τελικά, αφού πέρασε τη σιδηροδρομική γραμμή και το δημόσιο δρόμο, σταμάτησε μόνο όταν οι ρόδες του έπεσαν μέσα σε ένα χαντάκι και τα φτερά του ακούμπησαν σε δύο μεγάλα δένδρα (ακακίες ανθισμένες), που ήταν στην αυλή ενός σπιτιού. Οι επιβάτες του αεροπλάνου όταν κατέβηκαν ήταν όλοι σοκαρισμένοι. Οι γυναίκες έκλαιγαν και όλοι φαίνονταν λυπημένοι για το θάνατο του μικρού παιδιού.
Το αεροπλάνο αυτό είχε πάθει ζημιές και δε μπορούσε να πετάξει, παρέμεινε δε αρκετές μέρες στο σημείο αυτό, έως ότου ήρθαν δύο φορτηγά ανατρεπόμενα από το εργοτάξιο του αεροδρομίου, μας φόρτωσαν (για αντίβαρο) όλα τα παιδιά που ήμασταν εκεί και με τη βοήθεια εργατών από το αεροδρόμιο, το έβγαλαν από το χαντάκι και το άφησαν στο κέντρο του χωραφιού.
Τις ημέρες εκείνες προσγειώθηκαν στο αεροδρόμιο και 15 αεροπλάνα ελληνικά δίπτερα για ανεφοδιασμό και σκοπό είχαν να συνεχίσουν το ταξίδι τους για να μην πέσουν στα χέρια των Γερμανών που στο μεταξύ (6 Απριλίου 1941) μας κήρυξαν τον πόλεμο.
Τα γερμανικά στρατεύματα, αφού κατέλαβαν αμαχητί τη Γιουγκοσλαβία, επέπεσαν στη λαβωμένη από τον πόλεμο με την Ιταλία μικρή Ελλάδα και παρακάμπτοντας τα οχυρά «Μεταξά» βρέθηκαν στα νώτα του ελληνικού στρατού που πολεμούσε στο Τεπελένι της Αλβανίας.
Της εισβολής στη χώρα μας του Γερμανικού στρατού, προηγήθηκε σφοδρός αεροπορικός βομβαρδισμός από τα περιβόητα «Στούκας» που με τις σειρήνες έσπερναν τον πανικό στον κόσμο, που έτρεχε στα καταφύγια για να σωθεί.
Ο κύριος στόχος της γερμανικής αεροπορίας ήταν το αεροδρόμιο και αφού εξουδετέρωσαν την αντιαεροπορική άμυνα (ένα αντιαεροπορικό είχε όλο κι όλο) τα γερμανικά αεροπλάνα πετούσαν όσο χαμηλά ήθελαν και μέσα σε δυο τρεις μέρες κατέστρεψαν ό,τι υπήρχε πάνω στο αεροδρόμιο. Έτσι η πατρίδα μας αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει και να υποστεί τη σκλαβιά των στρατευμάτων ΚΑΤΟΧΗΣ, για τέσσερα χρόνια.
Φωτογραφία: Ο Πέτρος Β΄ Καραγεώργεβιτς
της Γιουγκοσλαβίας με τον Ουΐστον Τσώρτσιλ. (Πηγή)
Διαβάστε περισσότερα στην ενότητα Μαρτυρίες με click πάνω στην κάρτα που ακολουθεί ή στο Posted in Μαρτυρίες