Απίστευτα κι όμως... αγρινιώτικα
«Τι σ’ χρουστάω, πιδάκι μου»
- του Λ. Τηλιγάδα
Όσοι δεν το έχετε ζήσει, δεν μπορείτε να το καταλάβετε!
Να έχεις φτάσει 40 χρονών, να ζεις στην Αθήνα και να κατεβαίνεις στο Αγρίνιο για Σαββατοκύριακο.
Να συναντάς τους φίλους σου, να πηγαίνεις τις βόλτες σου, τα νυχτοπερπατήματά σου.. κι εκεί, κατά τις 4:00 το πρωί, να γυρίζεις στο σπίτι.
Στο σπίτι όμως σε περιμένει μία έκπληξη:
Η μάνα… Η μάνα, που πάντα σε νοιάζεται, που πάντα νευριάζει όταν δεν συμμορφώνεσαι προς τας υποδείξεις, είναι εκεί καθισμένη σε μία καρέκλα, φάτσα στην πόρτα και σε περιμένει. Σε περιμένει καρτερικά σε μία καρέκλα… Μισοκοιμισμένη(;) μισοξύπνια(;) «κανείς δεν το ‘βρε και δεν το ‘πε ακόμα.»
Δεν υπάρχει εργένης Αγρινιώτης που να μην έχει ζήσει μια παρόμοια σκηνή. Ειδικά όσοι έχετε μεγαλώσει εκεί στις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Και του ’80 και του ’90 και του 2000 θα έλεγα, αλλά έχω την ψευδαίσθηση ότι, τα πράγματα στο Αγρίνιο με τις μανάδες μπορεί και να έχουν αλλάξει… που δεν το νομίζω.
Είναι στο DNA της Αγρινιώτισσας μάνας αυτό.
Ψιλομεθυσμένος ο Γιώργος εκείνο το βράδυ, το πρώτο μετά από παλύ καιρό στο Αγρίνιο και αφού προηγουμένως συνάντησε τους παλιόφιλους στο ουζερί του Κελεμπία, επιστρέφει χαράματα στο σπίτι και βλέπει τη μάνα του ακοίμητο φρουρό να τον περιμένει.
– Τι σ’ χρουστάω, πιδάκι μου, τον ρωτάει η μάνα.
– Τι παρήγγειλες, ρε μάνα, της απαντάει ο Γιώργος.
Ιστορίες που έζησα ή μου αφηγήθηκαν
Να προσθέσω πως αν είσαι το μικρότερο παιδί το έχεις ζήσει διπλά και τριπλά αυτό, ακριβώς όπως το περιγράφεις όμως “φάτσα στην πόρτα”!!!, καθώς έπρεπε να κοιμάσαι με το φως της κουζίνας (= κουζίνα / καθιστικό / σαλόνι και υπνοδωμάτιο μαζί, ένεκα καναπέ) αναμμένο γιατί ο φρουρός ήθελε και φωτισμό! Οπότε μία φορά για το μεγάλο σου αδερφό, μία για το μεσαίο και μία για την πάρτη σου. Όλη μέρα στο χωράφι ή στο εργοστάσιο, ένα σπίτι στην πένα, δύο μαγειρέματα την ημέρα, κέντημα, πλέξιμο και το βράδυ νυχτοφύλαξ. Πότε ξεκουραζόταν αυτή η γυναίκα;; Πολύ ωραία η φωτογραφία! Πάρα πολύ ωραία!