Αιτωλικοί Περίπατοι Γ’ – Ο γύρος της Τριχωνίδας

Ένας άλλος περίπατος,
είναι ο γύρος της Τριχωνίδας

γράφει ο Αθανάσιος Δημητρούκας
(με τη ματιά του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου)

Λίμνη μεγάλη, μια θάλασσα γαλανή, αμμουδιές, απόκρημνες ακρολιμνιές, πλούσια βλάστηση. Ταξίδεψα κάποτε στα νερά της φθινόπωρο, με γεμάτο φεγγάρι, νύχτα βαθιά. Ήταν ένα λυρικό ταξίδι, με άνετο πλεούμενο, με νεανική συντροφιά. Τη γυροφέρνω τώρα κάτου από σιγανή βροχή, απομεσήμερο, με όλες τις τριανταφυλλιές της ματωμένες. Ο γύρος αρχίζει από το χείμαρρο, την Ερμίτσα και πότε σιμώνει στην ακρολιμνιά και πότε λιγοστά ξεμακραίνει, και περνάει πολιτείες και μοναξιές και περιβόλια και μαλακές λοφοσειρές και βράχους μεγάλους. Και παντού, έξω, φυσικά, από τις κατοικίες των ανθρώπων, ευωδιάζει ο τόπος. Μια συμβολιστική άνοιξη, σιγαλοπερπάτητη, συννεφιασμένη αναδεύει τα μαγνάδια της από λαγκαδιά σε λαγκαδιά κι από περιγιάλι σε περιγιάλι.

Κ’ έτσι καθώς βρίσκεται έξω από την τροχιά των τυπικών οδοιπορικών ο τόπος, η ευφροσύνη του περαστικού πολλαπλασιάζεται. Περνούμε από το Παναιτώλιο (το παλιό Μουσταφούλι), το Καινούργιο, τη Μυρτιά, (την παλιά Γουρίτσα), το Κεφαλόβρυσο, κατεβαίνουμε στο Πετροχώρι, στα Σιταράλωνα, κι από κει στη Μακρυνού και στα λοιπά χωριά της Μακρυνείας. Είναι ένας περίπατος ανάμεσα σε πολλή ομορφιά. Μια φύση, που και κακοτράχαλη όταν γίνεται δεν σε τρομάζει. Μια φύση φιλική.

Τα περιβόλια της Γουρίτσας είναι σ’ όλη την περιοχή φημισμένα. Ενώ τα ιαματικά της νερά αποτελούν, καθώς υποθέτω, δεινή παρεξήγηση. Λεμονιές κατάφορτες καρπό, που χρυσίζει μεστός κ’ ευωδάτος, Κ΄ οι πορτοκαλιές στο πρώτο λουλούδι. Και τ΄ άλλα κάρπιμα δέντρα να φυλλουριάζουν ή και μόλις να δένουν καρπό. Κι ωστόσο, το αλησμόνητο θέαμα νομίζω, πως είναι η Παραβόλα, Απάνου στο βράχο της κοιτάζοντας τη λίμνη, με το ερειπωμένο της κάστρο κατακορφίς, μια Κατοχή, που γέρνει στην  Τριχωνίδα, καθώς εκείνη στον Ασπροπόταμο. Και το πράσινο χυμένο παντού, το κύμα της άνοιξης. Λατρεύω αυτά τα ερημικά τα τοπία, τ’ ανυποψίαστα, Αυτό το χώμα το μητρικό, γεμάτο φύτρα, γεμάτο χυμούς. Αν είταν η ζωή εκεί πέρα βιώσιμη! Μα όχι δεν είναι! Συνηθίζουμε να υπερτιμούμε τη γραφικότητα πολύ συχνά.

Είμαστε οι περαστικοί. Ζούμε το δέντρο, την ελκυστική γεωμετρία του απλού σπιτικού, το φως τ’ ουρανού και της θάλασσας. Και περνούμε. Πόσο διαφορετική θα είταν η εντύπωσή μας, αν χρειαζόταν να ζήσουμε σ΄ ένα ημίγυμνο σπίτι, με το λυχνάρι ή με την άρρωστη λαμπίτσα τη νύχτα, με τα χέρια ροζιασμένα από τα ξύλα στο λόγγο, από τη φροντίδα της γης, από την έγνια των ζωντανών, μέσα στην κάπνια του χωριάτικου φούρνου, μ’ ένα κομμάτι ξερό ψωμί, με το τίποτα!

Ο άνθρωπος που διαβαίνει έτσι δα ανάμεσα στους καιρούς την έχει απολησμονήσει τη γραφικότητα. Δε βλέπει τους πράσινους τόνους στο λειβάδι, Προσέχει μονάχα, αν το χορτάρι έχει ψηλώσει. Αν το χωράφι είναι καλό. Κοιτάζει τον ουρανό και συλλογιέται την καινούργια βροχή, αν θα τον βοηθήσει ή αν θα τον καταστρέψει. Βολεύεται με το λίγο, με το ελάχιστο, γιατί δεν έχει συνηθίσει το περισσότερο, το καλύτερο. Θεωρεί πολυτέλεια ότι δεν είναι παρά στοιχειώδης πολιτισμός. Τα πάντα τα θεωρεί πολυτέλεια. Ο στενόχωρος κάμπος του φαίνεται πολύτιμο χάρισμα. Γιατί παραπάνω αρχίζουν τα βουνά, τα χωράφια, τα βουνά τ’ ατελείωτα, τα χωριά τα σφηνωμένα στους βράχους, τα χωράφια με τη στενή γης, τα κλιμακωτά, από ξερολιθιά, τα κατσίκια, που είναι οι μόνοι σύντροφοι σε κείνες τις ερημιές. Κι΄ η αγωνία της μέρας. Να περάσει και τούτη, αρκεί να περάση ! Κ’ ύστερα μας κακοφαίνεται, βέβαια, που τον συναντούμε στα τρίστρατα της Αθήνα θλιβερό γυρολόγο!  Αγραμματοσύνη, απλυσιά, στερεμένη ζωή. Τι θα βγει από δαύτα; Το καλύτερο που θα βγει είναι, βέβαια, ο τίμιος γυρολόγος. Αν είναι τίμιος!

Ανηφορίζουμε στο Κεφαλόβρυσο. Στη μεγάλη πλατεία προσπαθούμε, οι φίλοι, να συμμαζώξουμε τη θύμησή μας από κείνο το Κεφαλόβρυσο το παλιό, που είχαμε άλλοτε γνωρίσει. Τώρα έχει περάσει ο πόλεμος. Κι απομένουν πολλά ρημάδια, σκυθρωπά, αν όχι κι ολότελα απελπισμένα. Το Κεφαλόβρυσο είναι η πολιτεία της λαγκαδιάς. Ανάμεσα στα βουνά, η βρυσομάνα του τόπου, τα μεγάλα πλατάνια και τα δροσάτα νερά. Μια Ρούμελη, αρρενωπή. Και μια μνήμα αρχαία. Έξω από τη μικρή πολιτεία και σε λιγοστή απόσταση βρίσκονται χάμου πεσμένα τα μνημεία του Θέρμου, ναοί, βουλευτήρια, δικαστήρια, στοές, στάδια. Και το μικρό, και τόσο σημαντικό, μουσείο.

Το Θέρμο, κέντρο  λατρείας, έγινε με τον καιρό και το κέντρο της πολιτικής ζωής των Αιτωλών, που ένιωθαν πάντα πως άνηκαν σε διαφορετική από τις άλλες φυλή. Η μεγάλη του ακμή σημειώνεται στον τρίτο αιώνα, τότε που η αιτωλική συμπολιτεία ξαπλώνει την εξουσία της σε τόπους μακρινούς και γίνεται μια δύναμη μέσα στην Ελλάδα, μια δύναμη που αντιστέκεται στους Μακεδόνες. Ο Φίλιππος, παρακινημένος από τους Μεσσήνιους και τους Ακαρνάνες, οργανώνει εκστρατεία και καταστρέφει το Θέρμο. Τον επόμενο αιώνα έρχονται οι Ρωμαίοι. Η αιτωλική συμπολιτεία παρακμάζει. Και στο τέλος εξαφανίζεται. Δεινά παθαίνει αργότερα κι από τους Γότθους ο τόπος. Το Θέρμο είναι η μεγάλη αιτωλική μνήμη. Από τα χρόνια της προϊστορίας ίσαμε τους Βυζαντινούς αιώνες. Ένα σύμβολο. Πολλή σιωπή το κοιμίζει στους κόρφους της τώρα.

 

Φωτογραφία: Το Θέρμο τη δεκαετία του 50
(Αρχείο Γεωργίου – Πηγή: Ιστότοπος Δήμου Θέρμου)