Σε όλη την Ελλάδα κάνει ζέστη… Στο Αγρίνιο «βάνει ζέστα»!

Παλεύοντας με τη ζέστα!

Στα Ριπάκια* μ’ ένα Ζούνταπ του ’67

Και δεν ήταν μόνο το μπάνιο
Ήταν και το πέρασμα απέναντι με τη γαΐτα

 

του Λευτέρη Τηλιγάδα

 

Αύγουστος μεσημέρι, κάπου εκεί προς το τέλος της δεκαετίας του ‘70, την ώρα που η αντηλιά της κεντρικής πλατείας αντανακλούσε τόση θερμοκρασία που ήταν θέμα χρόνου να ψήσει ακόμα και τον ήλιο, μια παρέα νεαρών του Γυμνασίου, απολάμβανε την καθημερινή της συνήθεια: φραπόγαλο και χαζοκουβέντα μπροστά στην καφετέρια του Ματραλή, κάτω από τον ζεστό ίσκιο της πολυκατοικίας, στο ισόγειο του οποίου βρίσκονταν το μαγαζί-προορισμός της πόλης, για αρκετές δεκαετίες.

Το μάζεμα και το αρμάθιασμα του καπνού έχει τελειώσει και οι αρμάθες με αυτό το προϊόν της αγρινιώτικης γης – ευλογία και κατάρα ταυτόχρονα – κρέμονταν στις λιάστρες της περιοχής. Αρκετές απ’ αυτές βρίσκονταν εκείνα τα χρόνια σε απόσταση αναπνοής από την κεντρική πλατεία και ήταν οι μόνες που θεωρούσαν τον καυτό ήλιο του Αυγούστου συνεργάτη τους, αφού με τη συμβολή του κατάφερναν να μετατρέπουν τα καταπράσινα φύλλα του καπνού σε πολύτιμο «χρυσάφι».

Και κει που όλα έπηζαν μέσα σε μια βαριά και γεμάτη υγρασία «ζέστα» – ειρήσθω εν παρόδω, δεν είναι που το λέμε μόνο, ισχύει κιόλας: σε όλη την Ελλάδα το καλοκαίρι κάνει ζέστη, στο Αγρίνιο «βάνει ζέστα» – με τη μεσημεριάτικη κουβεντούλα τους οι νεαροί βρίσκονται κάπου αλλού: εκεί που τα νερά ήταν κρύα και βαθυγάλαζα, εκεί που τα σπίτια δεν καίγονται στο φως, αλλά λούζονταν απ’ αυτό, εκεί που τα κορίτσια ξάπλωναν υποψιασμένα δίπλα στο διεγερτικό σιγοψιθύρισμα του φλοίσβου, εκεί που οι ποιητές του κόσμου όλου δεν έγραφαν ποιήματα, αλλά έκαναν βουτιές στο γαλάζιο…

Εκεί, εκείνο το ντάλα μεσημέρι, μια χαζοκουβέντα του Μπάμπη, έσκασε σαν βαρελότο στα αυτιά μας:  «Γαμώ τη τύχη μας μέσα. Εμείς οι Αγρινιώτες είμαστε τόσο καντέμηδες, που ακόμα κι αν είχε θάλασσα το Αγρίνιο, εμείς θα ήμασταν απ’  ν’  Άρτα»!

Ευτυχώς που το Αγρίνιο είχε θάλασσα! Βέβαια, όπως μάθαμε μεγαλώνοντας, θάλασσα δεν την λες… Λιμνοθάλασσα ήταν. Η λιμνοθάλασσα του Αιτωλικού με τις δυο της παραλίες: την παραλία της Σταμνάς και τα Ριπάκια.

Στην παραλία της Σταμνάς κάποιοι πήγαιναν με το τρένο. Εμείς πηγαίναμε οικογενειακώς στα Ριπάκια με ένα «Ζούνταπ» του ’67, το οποίο ήταν το μοναδικό τροχοφόρο που διέθετε η οικογένεια για όλες τις μετακινήσεις και τις μεταφορές της .

Εκείνο δεν ήταν μηχανάκι… Πολυεργαλείο ήταν.

Θυμάμαι τις Κυριακές του καλοκαιριού, όταν τα πράγματα «πήγαιναν δεξιά» κι ο καπνός στο χωράφι δεν κινδύνευε να «αρπάξει», ο πατέρας έβαζε στον κοτσαδόρο που είχε κολλήσει στην πίσω σχάρα του Ζούνταπ, μια πλατφόρμα με ρόδες, κάτι σαν τρέιλερ της φτώχειας δηλαδή, και το γέμιζε με όλα όσα ήταν απαραίτητα για τη θάλασσα: σαμπρέλες, καρεκλάκια, ομπρέλες, τσάντες γεμάτες με λαδόκολλες και ταπεράκια φαγητού, καρπούζι, παγωμένο νερό… και το «κόβαμε» τετρακάβαλο για μπάνιο. Πίσω η μάνα μου καθισμένη με τα δύο της πόδια κρεμασμένα στη δεξιά πλευρά του Ζούνταπ, στη μέση ο πατέρας, και στο ντεπόζιτο της βενζίνας (σ’ αυτό το μηχανάκι το ντεπόζιτο ήταν άλλες δύο θέσεις) εγώ και ο αδερφός μου… και πηγαίναμε για μπάνιο στα Ριπάκια.

Και δεν ήταν μόνο το μπάνιο. Ήταν και το πέρασμα απέναντι με τη γαΐτα. Θυμάμαι ακόμα τη χαρά μου, όταν φτάσαμε μια μέρα στα δυτικά γεφύρια κι αντί ο πατέρας μου στρίψει δεξιά, να περάσει από πάνω τους και να φτάσουμε εκεί μπροστά στο ταβερνάκι που συνήθως αράζαμε, σταμάτησε στην αρχή των γεφυριών και μας ρώτησε με τον αδερφό μου: «Θέλετε να πάτε με τη γαΐτα;»

Μας πλημύρισε ένα αίσθημα ενθουσιασμού και φόβου μαζί. Ο πατέρας το κατάλαβε: «Μη φοβάστε μωρέ… Κατεβείτε», μας είπε

Εκεί που σήμερα είναι οι καφετέριες της δυτικής παραλίας του Αιτωλικού, τη δεκαετία του ’70 ήταν αραγμένες κάτι μεγάλες γαΐτες σκεπασμένες με καραβόπανο – άλλη πράσινο, άλλη λευκό, άλλη μπλε – που πηγαινοέρχονταν όλη μέρα από το Αιτωλικό στα Ρεμπάκια και αντίστροφα, μεταφέροντας κόσμο – κυρίως τα γυναικόπαιδα – για το μπάνιο τους. Ήταν το πρώτο μου ταξίδι με πλεούμενο, η πρώτη φορά που ταξίδεψα τη θάλασσα… τη δική μου θάλασσα… Τη θάλασσα του Αγρινίου: Τα Ριπάκια.

Από τότε μέχρι σήμερα έχουν περάσει πολλά χρόνια. Αλλά όπου κι αν πήγα, τίποτα δεν μπόρεσε να αντικαταστήσει ή να με κάνει να μην θυμάμαι, με έντονα συναισθήματα τρυφερότητας, εκείνη την κυριακάτικη βόλτα στη λιμνοθάλασσα του Αιτωλικού…

Καλό υπόλοιπο καλοκαιριού.

 

Ριπάκια λεγόταν το φυτό με το οποίο ήταν σκεπασμένος εκείνη την εποχή ο εξωτερικός χώρος στο μαγαζάκι της παραλίας.
Φωτογραφία: Παραλία «Ριπάκια» Αιτωλικού

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *