28 Ιουλίου 2024
Είναι η 210η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
Υπολείπονται 156 ημέρες για τη λήξη του
🌅 Ανατολή ήλιου: 06:25 – Δύση ήλιου: 20:38
Διάρκεια ημέρας: 14 ώρες 13 λεπτά
🌗 Σελήνη 22.4 ημερών
Χρόνια πολλά στους: Ακάκιο, Αυξέντιο, Αυξεντία, Αυξεντούλα,
Δρόσος, Τίμωνα, Ειρήνη, Ρηνιώ και Χρυσοβαλάντη
Γεγονότα
1821 – Οι Σουλιώτες, πολιορκούμενοι από τον Ομέρ Βρυώνη, εγκαταλείπουν οριστικώς το Σούλι. Όταν ο Αλής φονεύθηκε (17 Ιανουαρίου 1822), οι Σουλιώτες συνέχισαν να μάχονται τους Τούρκους υπό τον Μάρκο Μπότσαρη. Μόνο μετά τη συντριβή των επαναστατημένων Ελλήνων στη Μάχη του Πέτα (4 Ιουλίου 1822), αναγκάσθηκαν να συνθηκολογήσουν (28 Ιουλίου) και να εγκαταλείψουν και πάλι το Σούλι στις 2 Σεπτεμβρίου 1822. Διασκορπίστηκαν στον ελληνικό χώρο και προσέφεραν πολύτιμες υπηρεσίες στον Αγώνα. Στο τέλος της Επανάστασης μόλις 200 Σουλιώτες είχαν επιζήσει. Από τα 11 χωριά του Σουλίου, μόνο η Σαμονίβα κατοικείται σήμερα, από ανθρώπους, που δεν έχουν καμία σχέση με τους Σουλιώτες, ενώ σώζονται τα ερείπια του Κουγκίου και του φρουρίου της Κιάφας.
1822 – Η καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη ολοκληρώνεται στο Αγιονόρι Αργολίδας. Η καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη ολοκληρώνεται στο Αγιονόρι Αργολίδας από τους άνδρες του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, του Δημήτριου Υψηλάντη, του Παπαφλέσσα και του Νικηταρά. Στην Ιστορία έμεινε γνωστή ως η “Καταστροφή του Δράμαλη στα Δερβενάκια” πόσοι ξέρουν όμως ότι και στην Κλεισούρα του Αγιονορίου έγινε μεγάλος χαλασμός; Ούτε μια ταμπέλα -ούτε μια πινακίδα που να λεει εδώ έγινε η μάχη δεν υπάρχει. Δικαιολογημένη η άγνοια ,σε λίγο θα την ξεχάσουμε και εμείς που είμαστε της περιοχής.
Ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια του χρονικού της Ελληνικής Επανάστασης είναι αναμφίβολα η καταστροφή της στρατιάς του Μαχμούτ Πασά “Δράμαλη”, που διαδραματίστηκε στα στενά του Δερβενακίου, του Άγίου Σώστη και στην περιοχή Στεφάνι – Κλεισούρα Αγιονορίου το τριήμερο 26-28 Ιουλίου 1822. Αν και τη γενική εποπτεία για την αντιμετώπιση της τούρκικης στρατιάς είχε ο Κολοκοτρώνης, το βάρος αυτής της αναμέτρησης επωμίσθηκαν ο Νικηταράς, ο Δημήτρης Υψηλάντης, ο Παπαφλέσσας, ο Αντώνης Κολοκοτρώνης, ο Κολιόπουλος και άλλοι οπλαρχηγοί ο καθένας από τους οποίους κινήθηκε σύμφωνα με τις προσωπικές του εκτιμήσεις.
Είχε προηγηθεί η κάθοδος του Δράμαλη στην Πελοπόννησο, επικεφαλής 35.000 στρατού νικηφόρου που είχε δαμάσει τον αδάμαστο Αλή των Ιωαννίνων. Ο στρατός αυτός είχε φτάσει από τα Γιάννενα και τη Λάρισα μέχρι το Άργος σχεδόν ανενόχλητος, δημιουργώντας πανικό στους κατοίκους της Κορινθίας και της Αργολίδας που κατέφυγαν στις ορεινές περιοχές. Όταν ο Δράμαλης εγκατέστησε το στρατηγείο του στο Άργος, είχε περίπου 10-12 χιλιάδες άνδρες κάτω από την άμεση διοίκησή του, και οι μισοί από αυτούς ήταν ιππείς. Το ερειπωμένο όμως κάστρο του Άργους είχε καταλάβει σώμα εθελοντών του Μανιάτη πολεμιστή Καρίγιαννη, οι οποίοι στη συνέχεια δέχθηκαν βοήθεια από τον Δημήτρη Υψηλάντη. Κατά την πολιορκία που ακολούθησε, ο Δράμαλης δεν κατόρθωσε να κυριέψει το φρούριο και ο στρατός του υποχρεώθηκε να ζήσει δυο περίπου εβδομάδες στο κάμπο του Άργους υποφέροντας από παντελής έλλειψη δυνατότητας ανεφοδιασμού, αφού οι Έλληνες είχαν κάψει τα πάντα στον Αργολικό κάμπο και τα πηγάδια είχαν στερέψει λόγω της ξηρασίας του καλοκαιριού. Αυτή η έλλειψη τροφίμων και κυρίως νερού για άντρες και ζώα οδήγησε τελικά στην αναγκαστική υποχώρηση του στρατού προς την Κόρινθο.
1914 – Η Αυστροουγγαρία κηρύσσει τον πόλεμο στη Σερβία. Αρχή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η μεγαλύτερη και πιο πολύνεκρη πολεμική αναμέτρηση που γνώρισε ο κόσμος μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Ξεκίνησε στις 28 Ιουλίου 1914, όταν η Αυστροουγγαρία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Σερβίας και τελείωσε με την ταπεινωτική ήττα της Γερμανίας και των συμμάχων της στις 11 Νοεμβρίου 1918. Ονομάστηκε Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ή Μεγάλος Πόλεμος, επειδή εξαπλώθηκε πέρα από τα σύνορα της Ευρώπης και αναμίχθηκαν σ’ αυτόν όλες οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής.
Τα αίτια, που οδήγησαν στην έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου θα πρέπει να αναζητηθούν στις οικονομικές συνθήκες της εποχής και στις επεκτατικές βλέψεις των διαφόρων κρατών, που αύξησαν τον μεταξύ τους ανταγωνισμό. Ειδικότερα, η οικονομική ανάπτυξη της Γερμανίας, που προήλθε από τη ραγδαία εκβιομηχάνισή της, οδήγησε στην όξυνση του ανταγωνισμού της με την Αγγλία για την κυριαρχία στις μεγάλες αγορές του κόσμου. Ταυτόχρονα, η γαλλική πολιτική της «ρεβάνς», δηλαδή η επιθυμία της Γαλλίας να αποκαταστήσει το γόητρό της και να ανακτήσει την Αλσατία και τη Λορένη (που είχε χάσει στο Γαλλογερμανικό πόλεμο του 1870 – 1871), είχε δημιουργήσει ένταση στις σχέσεις της με τη Γερμανία.
Την ίδια εποχή, η Αυστροουγγαρία βρισκόταν σε ανταγωνισμό με τη Ρωσία σχετικά με την κυριαρχία στα Βαλκάνια. Τα νέα εθνικά βαλκανικά κράτη, που είχαν δημιουργηθεί μετά την παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κρατούσαν ευνοϊκή στάση απέναντι στις διεκδικήσεις των εθνικών μειονοτήτων της Αυστροουγγαρίας και απειλούσαν την ενότητά της. Έτσι, η Αυστροουγγαρία επιθυμούσε να διατηρηθεί το στάτους – κβο των Βαλκανίων. Η Ρωσία, από την άλλη πλευρά, επιθυμούσε να βρει διέξοδο στη Μεσόγειο, υποστήριζε την κίνηση του πανσλαβισμού και θεωρούσε τον εαυτό της φυσικό προστάτη των ορθόδοξων λαών των Βαλκανίων, πράγματα που έβρισκαν αντίθετες τη Γερμανία και την Αυστροουγγαρία.
Τη σπίθα του πολέμου άναψε η δολοφονία του διαδόχου του θρόνου της Αυστροουγγαρίας Φραγκίσκου Φερδινάνδου και της συζύγου του Σοφίας από τον νεαρό σερβοβόσνιο εθνικιστή Γκαβρίλο Πρίντσιπ στο Σαράγεβο της Βοσνίας στις 28 Ιουνίου 1914. Για τη δολοφονία οι Αυστριακοί θεώρησαν υπεύθυνη την κυβέρνηση της Σερβίας και της κήρυξαν τον πόλεμο στις 28 Ιουλίου 1914
1920 – Ο σουλτάνος Μεχμέτ ο 6ος υπογράφει τη Συνθήκη των Σεβρών, που βάζει την οριστική «ταφόπλακα» στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Συνθήκη των Σεβρών -στο τμήμα που αναφερόταν στην Ελλάδα- περιείχε εγγράφως τις παραχωρήσεις των τουρκικών εδαφών όπως διαμορφώθηκαν στη Σύνοδο Ειρήνης του Παρισιού, με κυριότερη την απόδοση του μεγαλύτερου μέρους της Ανατολικής Θράκης και της ευρύτερης περιοχής της Σμύρνης στην ελληνική κυβέρνηση και τον ελληνικό στρατό. Από ελληνικής πλευράς, πληρεξούσιοι του Βασιλιά Αλέξανδρου και υπογράφοντες τη Συνθήκη ήταν ο Πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος και ο έκτακτος απεσταλμένος και πληρεξούσιος Άθως Ρωμάνος, ενώ από την τουρκική πλευρά υπέγραψαν ο στρατηγός Mehmed Hâdî Pasha, ο γερουσιαστής Riza Tevfik Bölükbaşı και ο Rechad Haliss Bey.
«Με τον διακανονισμό των Σεβρών τέθηκαν οι βάσεις για την ανάδειξη της Ελλάδας των δύο ηπείρων (Ευρώπη-Ασία) και των πέντε θαλασσών (Αιγαίο, Ιόνιο, Μεσόγειος, Μαύρη Θάλασσα και Προποντίδα). Η έκταση της ελληνικής επικράτειας έφθασε τα 173.779 τετρ. χιλιόμετρα και ο πληθυσμός της τα 7.156.000. Ουσιαστικά, τόσο η έκταση όσο και ο πληθυσμός του ελληνικού Βασιλείου τριπλασιάστηκαν μέσα σε μια δεκαετία (1910-1920).»
«Με τη Συνθήκη των Σεβρών, η οθωμανική επικράτεια περιοριζόταν στο ένα πέμπτο του προπολεμικού εδάφους της αυτοκρατορίας, που ουσιαστικά σήμαινε τη συρρίκνωση της στην Κωνσταντινούπολη και την Κεντρική Ανατολία. Αλλά και η παραμονή της Κωνσταντινούπολης στην κυριαρχία του σουλτάνου τέθηκε υπό συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις, ειδικότερα εξαρτήθηκε από την προστασία των μειονοτικών δικαιωμάτων στην τουρκική ζώνη (άρθρο 36). Άλλωστε, η οθωμανική πρωτεύουσα τελούσε υπό διασυμμαχική στρατιωτική κατοχή από τον Μάρτιο του 1920 και ο σουλτάνος με την κυβέρνησή του ήταν εκεί ουσιαστικά αιχμάλωτοι των νικητών του πολέμου. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία έχανε κάθε πρόσβαση στα Βαλκάνια, με εξαίρεση τα ευρωπαϊκά προάστια της Κωνσταντινούπολης, ενώ το Αιγαίο λάμβανε μορφή ελληνικής λίμνης. Με τη συνθήκη επιτεύχθηκε ο αφοπλισμός των Στενών και η ελευθεροπλοΐα στα Στενά τέθηκε υπό τον έλεγχο Διασυμμαχικής Επιτροπής (άρθρο 178), με άλλα λόγια κάτω από τον έλεγχο της κραταιάς Μεγάλης Βρετανίας. Η Συνθήκη των Σεβρών κατέδειξε τη θέληση των Συμμάχων όχι μόνο να διαλύσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά και να θέσουν το εναπομείναν τμήμα της (μετέπειτα Τουρκία) υπό στενό διοικητικό-στρατιωτικό και οικονομικό έλεγχο».
Η επικύρωση της Συνθήκης δεν έγινε σε κανένα Κοινοβούλιο (ούτε καν στο Ελληνικό), αφού ο Μουσταφά Κεμάλ κατάφερε, με τις νίκες του στρατού του, την ακύρωση της Συνθήκης στην πράξη.[4]Μετά τις ελληνικές βουλευτικές εκλογές του Νοεμβρίου του 1920, την ήττα του κόμματος των Φιλελευθέρων, αλλά και την προσωπική συντριβή του Ελευθέριου Βενιζέλου, οι Σύμμαχοι δεν ήταν πλέον διατεθειμένοι να συνεργαστούν με τη διάδοχη κυβέρνηση και τον επανακάμψαντα Βασιλιά Κωνσταντίνο. Η Ελλάδα προχώρησε μόνη της τη Μικρασιατική εκστρατεία μέχρι το τέλος της.
Τα σύνορα των δυο κρατών διευθετήθηκαν οριστικά με τη Συνθήκη της Λωζάνης.
1998 – Το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων διατάσσει την Τουρκία να καταβάλει αποζημίωση στην ελληνοκύπρια Τιτίνα Λοϊζίδου για τη δημευμένη περιουσία της στα Κατεχόμενα. Κατάφερε να καταδικάσει την Τουρκία, να πάρει τις αποζημιώσεις για τη μη χρήση της περιουσίας της και από το 2005 αγωνίζεται για την απόδοση της περιουσίας της. Αυτή είναι η πιο δύσκολη μάχη, όπως λέει, μια που η Άγκυρα επενδύει πολιτικό κεφάλαιο για κλείσιμο της υπόθεσης Λοϊζίδου.
Αποκαλύπτει πως ενώ το σύστημα έχει δουλέψει εξαιρετικά μέχρι τώρα, όσον αφορά την εφαρμογή της απόφασης υπεισέρχονται άλλοι παράγοντες, οι οποίοι το υπονομεύουν, τα πολιτικά παιχνίδια που παίζονται πολλές φορές είναι πιο δυνατά από τις νομικές αποφάσεις.
Ενώ κέρδισε την υπόθεση, διασφαλίστηκε το ιδιοκτησιακό δικαίωμα των περιουσιών στα κατεχόμενα, διερωτάται τι θα γίνουν οι περιουσίες, αφού το θέμα έχει γίνει ακόμη πιο πολύπλοκο.
Γεννήσεις
1836 – Εμμανουήλ Ροΐδης. Γεννήθηκε στις 28 Ιουνίου 1836 στην Ερμούπολη της Σύρου από εύπορους και αριστοκρατικής καταγωγής γονείς από τη Χίο, τον Δημήτριο Ροΐδη και την Κορνηλία το γένος Ροδοκανάκη. Το 1841 η οικογένειά του μετακόμισε στην Ιταλία λόγω του διορισμού του πατέρα του σε μεγάλο εμπορικό οίκο της εποχής, με έδρα τη Γένοβα, και αργότερα λόγω της υπηρεσίας του ως Γενικού Προξένου της Ελλάδας. Σε ηλικία δεκατριών ετών, και ενώ οι γονείς του είχαν εγκατασταθεί στο Ιάσιο, ο Ροΐδης επέστρεψε στην Ερμούπολη, όπου σπούδασε εσωτερικός στο φημισμένο ελληνοαμερικανικό λύκειο Χρήστου Ευαγγελίδη. Συμμαθητής του ήταν ο λόγιος, συγγραφέας και έμπορος Δημήτριος Βικέλας και μαζί εξέδιδαν μια εβδομαδιαία χειρόγραφη εφημερίδα με τον τίτλο Μέλισσα..
Το 1855, αφού αποφοίτησε, εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο για θεραπεία για το πρόβλημα της βαρηκοΐας που είχε εμφανιστεί από τα μαθητικά του χρόνια και συνέχισε να τον ταλαιπωρεί σε όλη τη ζωή του. Παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα φιλολογίας και φιλοσοφίας. Μετά από ένα χρόνο και εξαιτίας της επιδείνωσης της υγείας του, πήγε στο Ιάσιο και το 1857 στη Βραΐλα, όπου ανέλαβε την αλληλογραφία του εμπορικού οίκου του θείου του, Δημητρίου Ροδοκανάκη. Τότε ασχολήθηκε κρυφά με τη μετάφραση του Οδοιπορικού του Σατωβριάνδου, ο θείος του όμως το αντιλήφθηκε και τον παρότρυνε να τη δημοσιεύσει. Την πλήρη μετάφραση εξέδωσε το 1860, έναν χρόνο αφού είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα μαζί με την οικογένειά του. Την επόμενη χρονιά ακολούθησε τους γονείς του στην Αίγυπτο, για θεραπεία της μητέρας του, όμως, μετά τον αιφνίδιο θάνατο του πατέρα του το 1862, επέστρεψε με τη μητέρα του και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα, αποφασισμένος να μην ακολουθήσει τις εμπορικές δραστηριότητες που του είχε αφήσει ο πατέρας του αλλά να αφοσιωθεί στην ενασχόληση του με τα γράμματα.
Το 1866 ολοκλήρωσε τη συγγραφή του μυθιστορήματος Πάπισσα Ιωάννα, έργο μέσα από το οποίο σατιρίζει τον κλήρο της Δυτικής Εκκλησίας την περίοδο του Μεσαίωνα. Το βιβλίο αφορίστηκε από την Ιερά Σύνοδο (αφορισμός που άρθηκε αργότερα) αλλά με τις συνεχείς πέντε εκδόσεις του κατάφερε να καταξιώσει διεθνώς τον Ροΐδη (ως διάσημο ή μάλλον διαβόητο – κατά σημείωση του Άριστου Καμπάνη). Ο Ροΐδης τα επόμενα χρόνια συνεργάστηκε με γαλλόφωνες εφημερίδες ενώ το 1870 έγινε και διευθυντής των εφημερίδων La Grèce (Η Ελλάδα) καί L’Independence Hellenique (Ελληνική Ανεξαρτησία).
Το 1873 έχασε σχεδόν όλη του την περιουσία που είχε επενδύσει σε μετοχές της Εταιρίας Λαυρίου και της Πιστωτικής.
Τον Ιανουάριο του 1875 και για 18 μήνες εξέδιδε με τον Θέμο Άννινο το εβδομαδιαίο χιουμοριστικό στην αρχή, σατιρικό κατόπιν, περιοδικό Ασμοδαίος μέσα από τις σελίδες του οποίου είχε τη δυνατότητα να σχολιάζει τη δημόσια και πολιτική ζωή της Ελλάδας καθώς και να συμμετέχει ενεργά σε αυτήν. Υπέγραφε με τα ψευδώνυμα «Θεοτούμπης», «Σκνίπας» και πολλά άλλα παρόμοια, τα περισσότερα μιας μόνο χρήσεως, αφού τα ψευδώνυμα αυτά φαίνεται πως ήταν συνήθως αναγραμματισμοί φράσεων που τόνιζαν κάτι που είχε αναφερθεί στο αντίστοιχο άρθρο. Καυτηρίαζε ακόμη τη κομματική συναλλαγή της εποχής του, υποστηρίζοντας όμως την πολιτική του Χαρίλαου Τρικούπη.
Το 1877 άρχισε η διαμάχη του με τον Άγγελο Βλάχο, με αφορμή ένα κριτικό του κείμενο με τίτλο «Περί Συγχρόνου Ελληνικής Ποιήσεως», στο οποίο στρεφόταν κατά του ακραίου ρομαντισμού και της πραγμάτωσής του στο έργο της Α’ Αθηναϊκής Σχολής και των ποιητικών διαγωνισμών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1878 διορίστηκε έφορος και διευθυντής στην Εθνική Βιβλιοθήκη, στην οποία εργαζόταν κατά τη διάρκεια των κυβερνήσεων Τρικούπη, ενώ απολυόταν από τις κυβερνήσεις Δηλιγιάννη. Παράλληλα, εμφανιζόταν ως υπέρμαχος της δημοτικής με μια σειρά από γλωσσικές μελέτες, αν και ο ίδιος έγραφε τα κείμενά του στην καθαρεύουσα. Το 1885 είχε ένα σοβαρό ατύχημα όταν τον χτύπησε μια άμαξα με αποτέλεσμα να σπάσει το σαγόνι του και να μην μπορεί να μιλήσει για μήνες. Το 1890 έχασε την ακοή του οριστικά.
Την περίοδο 1890-1900 δημοσίευσε το μεγαλύτερο μέρος του καθαρά αφηγηματικού του έργου, που περιλαμβάνει αρκετά διηγήματα. Μέχρι το τέλος της ζωής του συνεργαζόταν με πολλά λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες της εποχής στα οποία δημοσίευε διηγήματα και κριτικά άρθρα.
Πέθανε στην Αθήνα, στις 7 Ιανουαρίου 1904.
1902 – Καρλ Πόπερ (γερμανικά: Karl Raimund Popper, 28 Ιουλίου 1902 – 17 Σεπτεμβρίου 1994) ήταν Αυστριακός φιλόσοφος και καθηγητής, που, μεταξύ των άλλων, άσκησε κριτική στον ιστορικισμό και στις νεομαρξιστικές τοποθετήσεις. Ήταν ένας από τους σημαντικότερους φιλοσόφους της επιστήμης του 20ού αιώνα, ενώ άσκησε μεγάλη επιρροή στην πολιτική και κοινωνική φιλοσοφία. Γεννήθηκε και σπούδασε στη Βιέννη, αλλά εγκαταστάθηκε στην Αγγλία το 1946 όπου πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του. Η οικογένεια του Πόπερ ήταν εβραϊκής καταγωγής που είχε ασπασθεί τον Λουθηρανισμό. Από νεαρή ηλικία είχε αναπτύξει ένα ευρύτατο φάσμα ενδιαφερόντων: μουσική, πολιτική, μαθηματικά, φυσική, ψυχολογία, φιλοσοφία, ακόμα και για ορισμένες πρακτικές τέχνες, όπως εκείνη της επιπλοποιΐας.
Ασχολήθηκε επίσης με την επιστημολογία, όπου έκανε μια από τις πιο επιδραστικές τομές στην ιστορία του κλάδου με τη θεωρία του περί διαψευσιμότητας, σύμφωνα με την οποία, για να είναι χρήσιμη (ή έστω επιστημονική) μια επιστημονική θέση (θεωρία, “νόμος”, αρχή κ.λ.π.) πρέπει να είναι διαψεύσιμη, δηλαδή να μπορεί να ελεγχθεί και να αποδειχτεί λανθασμένη.
1974 – Αλέξης Τσίπρας. Ο Αλέξης Τσίπρας (Αθήνα, 28 Ιουλίου 1974) είναι Έλληνας πολιτικός, πρόεδρος του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΣΥ.ΡΙΖ.Α.) και αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Διετέλεσε πρωθυπουργός της Ελληνικής Δημοκρατίας (26 Ιανουαρίου 2015 – 27 Αυγούστου 2015 & 21 Σεπτεμβρίου 2015 – 8 Ιουλίου 2019), μετά τη νίκη του στις εκλογές του Ιανουαρίου 2015 και του Σεπτεμβρίου 2015.
Ανέπτυξε πολιτική δράση από τα μαθητικά και τα φοιτητικά του χρόνια. Διετέλεσε πρόεδρος της νεολαίας του Συνασπισμού (ΣΥΝ). Ήταν υποψήφιος δήμαρχος Αθηναίων στις δημοτικές εκλογές του Οκτωβρίου 2006. Στις 10 Φεβρουαρίου 2008 εξελέγη πρόεδρος του Συνασπισμού (ΣΥΝ). Στις εκλογές του Οκτωβρίου 2009 εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής με τον ΣΥΡΙΖΑ και ανέλαβε πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας. Στις εκλογές του Μαΐου και του Ιουνίου του 2012, ο ΣΥΡΙΖΑ αναδείχθηκε σε δεύτερο κόμμα και ο Αλέξης Τσίπρας κατέλαβε το αξίωμα του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, ο ΣΥΡΙΖΑ αναδείχθηκε πρώτο κόμμα και ο Αλέξης Τσίπρας έγινε πρωθυπουργός της Ελληνικής Δημοκρατίας, συνεργαζόμενος με τους Ανεξάρτητους Έλληνες. Μετά από 5 μήνες διαπραγμάτευσης με τους δανειστές της Ελλάδας, στις 27 Ιουνίου προκήρυξε δημοψήφισμα, για το εάν θα πρέπει να γίνουν αποδεκτοί οι όροι που του πρότειναν, για ένα τρίτο μνημόνιο. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, που έγινε στις 5 Ιουλίου, ήταν 61,31% υπέρ του «ΟΧΙ». Στις 13 Ιουλίου υπέγραψε συμφωνία για ένα τρίτο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής για την Ελλάδα. Παραιτήθηκε στις 20 Αυγούστου και ορκίστηκε εκ νέου πρωθυπουργός μετά τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015.
Τον Ιούνιο του 2018, υπέγραψε τη συμφωνία των Πρεσπών για την επίλυση του Μακεδονικού ονοματολογικού ζητήματος. Τον ίδιο μήνα συμφωνήθηκε από την Ευρωομάδα σημαντική ελάφρυνση του ελληνικού χρέους[6] και τον Ιούλιο, η ενισχυμένη εποπτεία της χώρας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ έως το 2022. Στις 20 Αυγούστου του 2018 ολοκληρώθηκε το τρίτο πρόγραμμα οικονομικής στήριξης της Ελλάδας.
Μετά το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών της 26ης Μαΐου 2019, με το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε δεύτερο κόμμα, ο Αλέξης Τσίπρας προκήρυξε πρόωρες βουλευτικές εκλογές για τις 7 Ιουλίου 2019, στις οποίες κέρδισε η Νέα Δημοκρατία, οπότε ο ίδιος επέστρεψε στη θέση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, παραμένοντας πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ.
Θάνατοι
1741 – Αντόνιο Βιβάλντι (Antonio Lucio Vivaldi, 4 Μαρτίου 1678 – 28 Ιουλίου 1741), γνωστός και με το προσωνύμιο il Prete Rosso (ο κοκκινομάλλης παπάς) λόγω του χρώματος των μαλλιών του, ήταν Ιταλός συνθέτης, δεξιοτέχνης βιολονίστας και ιερέας της εποχής του Μπαρόκ. Θεωρείται από τους σημαντικότερους συνθέτες της εποχής του και ο δημοφιλέστερος του κλασσικού μπαρόκ, καθώς με τη μουσική του επηρέασε πλήθος συνθετών τόσο της γενιάς του, μεταξύ των οποίων, τους Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, Γκέοργκ Φίλιπ Τέλεμαν, όσο και τους μετέπειτα.
Στα πιο γνωστά έργα του περιλαμβάνονται δεκάδες κοντσέρτα για βιολί – μια ενότητα των οποίων αποτελούν τις περίφημες “Τέσσερις Εποχές”- και άλλα όργανα, πάνω από 40 όπερες και πλήθος άλλων έργων θρησκευτικής μουσικής.
Αρκετά έργα του συνέθεσε για το γυναικείο μουσικό σχήμα του Ospedalle della Pietà, το οποίο ουσιαστικά ήταν ένα ορφανοτροφείο για εγκαταλειμμένα παιδιά και στο οποίο ο Βιβάλντι εργάστηκε στις περιόδους 1703-1705 και 1723-1740. Οι όπερές του επιπλέον είχαν κάποια επιτυχία σε πόλεις όπως η Βενετία, η Μάντουα και η Βιέννη. Μετά τη συνάντησή του με τον αυτοκράτορα Κάρολο ΣΤ΄ ο Βιβάλντι μετοίκησε στη Βιέννη όπου και έλπιζε στην τοποθέτησή του ως μουσικού εκεί. Ο αυτοκράτορας ωστόσο σύντομα σχετικά μετά την άφιξή του πέθανε και ο συνθέτης απεβίωσε πάμφτωχος άνευ κάποιας σταθερής πηγής εισοδήματος.
Παρόλο που η μουσική του έτυχε ευρείας αποδοχής και αρεσκείας από το κοινό ενώ ο ίδιος ήταν εν ζωή, μετά το θάνατό του η δημοτικότητά της μειώθηκε αρκετά ως την ταχεία αναγέννησή της στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα. Στις μέρες μας, ο Βιβάλντι συγκαταλέγεται μεταξύ των δημοφιλέστερων και περισσότερο ηχογραφημένων μπαρόκ συνθετών.
1750 – Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ (Johann Sebastian Bach, Άιζεναχ, 21/31 Μαρτίου[15] 1685 – Λειψία, 28 Ιουλίου 1750) ήταν Γερμανός συνθέτης, διευθυντής ορχήστρας, μουσικοπαιδαγωγός και εκτελεστής (οργανίστας, κλειδοκυμβαλίστας,[α] βιολίστας και βιολονίστας) της περιόδου Μπαρόκ.
Υπήρξε αναμφισβήτητα ο μεγαλύτερος συνθέτης αυτής της περιόδου, καθώς και ένας από τους σπουδαιότερους στην ιστορία της έντεχνης Δυτικής μουσικής. Τα περισσότερα από 1000 έργα του που έχουν διασωθεί έως τις μέρες μας, φέρουν όλα τα χαρακτηριστικά της εποχής Μπαρόκ, τα οποία και απογειώνουν στην τελειότητα. Παρόλο που δεν εισάγει κάποια νέα μουσική φόρμα, εμπλουτίζει το γερμανικό μουσικό στυλ της εποχής με μια δυνατή και εντυπωσιακή αντιστικτική τεχνική, έναν φαινομενικά αβίαστο έλεγχο της αρμονικής και μοτιβικής οργάνωσης, και την προσαρμογή ρυθμών και ύφους από άλλες χώρες, ιδιαίτερα από την Ιταλία και τη Γαλλία. Η μουσική του χαρακτηρίζεται από τεχνική αρτιότητα, αρτιστικό υπόβαθρο και, κυρίως, υψηλή πνευματικότητα.
Τα έργα του καλύπτουν ένα ευρύτατο φάσμα τόσο της οργανικής (έργα για τσέμπαλο, εκκλησιαστικό όργανο, κοντσέρτα), όσο και της φωνητικής μουσικής (ορατόρια, λειτουργίες, πάθη, καντάτες, κ.α.). Ως χαρακτηριστικά έργα του Μπαχ μπορούν να αναφερθούν: η Τοκάτα και Φούγκα σε Ρε Ελάσσονα, η Λειτουργία σε σι ελάσσονα, τα Κατά Ματθαίον Πάθη, τα Βρανδεμβούργια Κοντσέρτα, το Καλοσυγκερασμένο Κλειδοκύμβαλο και η Τέχνη της Φούγκας.
1980 – Σωτηρία Βασιλακοπούλου, ήταν φοιτήτρια της Παντείου και μέλος της ΚΝΕ η οποία έχασε τη ζωή της στην πύλη του Εργοστασίου της ΕΤΜΑ στις 28 Ιουλίου 1980. Εκείνη την μέρα μέλη της ΚΝΕ μοίραζαν προκηρύξεις στους εργάτες του εργοστασίου καλώντας σε κινητοποιήσεις. Για να αποφύγουν κάτι τέτοιο οι υπεύθυνοι του εργοστασίου επιβίβασαν τους εργάτες που σχόλασαν σε λεωφορεία εντός του προαυλίου του εργοστασίου. Τα λεωφορεία ύστερα από την επιβίβαση των εργατών ανέπτυξαν ταχύτητα και κινήθηκαν προς την πύλη όπου τα μέλη της ΚΝΕ προσπαθούσαν να μοιράσουν τις προκηρύξεις αποφεύγοντας τα λεωφορεία. Η Σωτηρία Βασιλακοπούλου παρασύρθηκε από ένα από αυτά αφήνοντας την τελευταία της πνοή.
Αμέσως το σωματείο των εργαζομένων της ΕΤΜΑ προκήρυξε απεργία που καταστάλθηκε από τα ΜΑΤ. Η κηδεία της μετατράπηκε σε συλλαλητήριο ενάντια στην εργοδοτική ασυδοσία. Το 6ο Φεστιβάλ ΚΝΕ-Οδηγητή αφιερώθηκε στη μνήμη της και από τη σκηνή του φεστιβάλ ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος της αφιέρωσε τους στίχους «Αν έχεις λείψει για ό,τι πρέπει θα ‘σαι για πάντα μέσα σ’όλα εκείνα που γι’αυτά έχεις λείψει»