Αύγουστος 1926 – Καπνεργάτες Αγρινίου:
«Δικαία απαίτησις:
ή 100 δράμια ψωμί ή ένα χρόνο απεργία»
«Προς όλους τους εργάτας, αγρότας, πρόσφυγας, μικροαστούς
και εις όσους γενικώς συμμερίζονται τον αγώνα των καπνεργατών
από την κοινωνία του Αγρινίου.»
Κείμενο*: Λευτέρης Τηλιγάδας
Στα μέσα του 1926 η αγγλική λίρα είχε πραγματοποιήσει ένα τεράστιο άλμα. Από τις 350 δρχ., που ήταν η συναλλαγματική της αξία, εκτοξεύτηκε στις 450 δρχ., με αυτονόητες κερδοφόρες επιπτώσεις στο εξαγωγικό εμπόριο και ιδιαίτερα στις εξαγωγές των καπνών, οι οποίες πληρώνονταν με συνάλλαγμα, και «φόρτωναν» τα ταμεία των καπνεμπόρων με σημαντικά κέρδη. Το γεγονός αυτό ήταν μια πρώτης τάξεως αφορμή για το καπνεργατικό σωματείο της πόλης να ζητήσει αύξηση στα μεροκάματα.
Η αύξηση που ζητούσαν οι καπνεργάτες για το ανδρικό μεροκάματο, ήταν της τάξης των 35 δραχμών: από τις 85 δραχμές, που ήταν μέχρι τότε, ζητούσαν να φτάσει στις «130 τοιαύτας». Το αίτημά τους αυτό το διατύπωσαν και με υπόμνημά τους, σε επιτροπή που συγκροτήθηκε, για να συμβιβάσει τις απόψεις των καπνεργατών και των καπνεμπόρων και αποτελούνταν από τον Κ. Καλαμάρα, δικηγόρο (Πρόεδρο), τους καπνεμπόρους Ι. Ροντήρη, Π. Πάνου, Λ Παπαβασιλείου και Δ. Έξαρχο, και τους καπνεργάτες, Ε. Αναστασίου, Επ. Βασιλείου, Γ. Ερμογένη και Ι. Θεμελή. Στο υπόμνημά τους οι καπνεργάτες εκτός από την παραπάνω αύξηση ζητούσαν, επίσης, και 25 δραχμές παραπάνω για τις καπνεργάτριες.
Σάββατο, 31 Ιουλίου 1926.
Οι καπνέμποροι, το Σάββατο 31 Ιουλίου, ανακοίνωσαν την απόφασή τους να αυξήσουν μόνο το ανδρικό μεροκάματο κατά πέντε δραχμές από τις 12 Αυγούστου και μετά. Η αύξηση όμως αυτή θεωρήθηκε από τους καπνεργάτες εμπαιγμός και αξίωσαν από την εργοδοσία η οροφή του ανδρικού μεροκάματου να είναι οι 120 δρχ., και το γυναικείο να αυξηθεί κατά 15%, όμως, ούτε αυτή η πρόταση έγινε αποδεκτή. Για το λόγο αυτό, στις 11:30 το πρωί εκείνης της μέρας, κήρυξαν απεργία, θεωρώντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα κάμψουν την εργοδοτική αδιαλλαξία και θα πάρουν την αύξηση που ζητούσαν.
Κυριακή, 1 Αυγούστου 1926.
Την επόμενη μέρα ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Μεσολογγίου έφθασε στο Αγρίνιο και προσπάθησε να συμβιβάσει τα πράγματα.
«Οι καπνεργάτες υποχωρήσαντες εδέχθησαν προοδευτικήν αύξησιν των ανδρικών ημερομισθίων μέχρι δραχμών 100, ενώ οι καπνέμποροι εδέχθησαν μόνον μέχρι των 95 δραχμών. Η λύσις αυτή δεν εφάνη αρεστή εις την ολομέλεια των απεργών οίτινες συνελθόντες παρά την Αγίαν Σωτήραν την απέρριψαν ζητήσαντες αύξησιν και των ημερομισθίων των γυναικών κατά 10 δραχμάς.
Μη επιτευχθείσης συμβιβαστικής λύσεως, τη μεσολαβήσει του Νομάρχου κ. Ζούλα και του ταγματάρχου κ. Ζαμπετάκη, ενισχύθη η εν Αγρινίω στρατιωτική δύναμις δι’ ισχυρών πεζικών δυνάμεων αποσταλεισών εκ της δυνάμεως των εν Πάτραις και Μεσολογγίω εδρευόντων συνταγμάτων».
Αμέσως μετά την κήρυξη της απεργίας οι καπνεργάτες «τέθηκαν σε κατάσταση διαρκούς επαγρύπνησης». Δημιούργησαν ομάδες περιφρούρησης, οι οποίες «στρατοπέδευσαν» έξω από τα καπνεργοστάσια και τις καπναποθήκες και εμπόδιζαν τη λειτουργία τους από απεργοσπάστες ή από ελεύθερους εργάτες, προστατεύοντας τον αγώνα τους ακόμα και τη νύχτα. […]
Παρασκευή 6 Αυγούστου 1926
Έξι μέρες μετά την κήρυξη της απεργίας, το διοικητικό Συμβούλιο του καπνεργατικού Σωματείου του Αγρινίου η «Αλληλοβοήθεια», εξέδωσε την παρακάτω ανακοίνωση:
«Προκήρυξις
Προς όλους τους εργάτας, αγρότας, πρόσφυγας, μικροαστούς και εις όσους γενικώς συμμερίζονται τον αγώνα των καπνεργατών από την κοινωνία του Αγρινίου.
Ο καπνεμπορικός κόσμος Αγρινίου, βλέποντας την οικτράν σημερινήν του οικονομικήν κατάστασιν λόγω της αυξανομένης ακρίβειας της ζωής, ως και το γλίσχρον σημερινόν ημερομίσθιον που παίρνει και θέλοντας να δώσει ψωμί στα παιδιά του, όσο δίνουν και οι καπνεργάτες της Νέας Ελλάδος, ως και πολύ της παλαιάς, θέλοντας να παύση η αδικία που του γίνεται επάνω στο ημερομίσθιο και μάλιστα από καπνεμπόρους συμπολίτας μας που με την αισχράν αυτήν εκμετάλλευσιν καπνοπαραγωγών και καπνεργατών κερδίζουν αμύθητα χρήματα, χρήματα που είναι ο ιδρώτας, η ζωή αυτών των καπνεργατών και καπνοπαραγωγών εκμεταλλευόμενοι της περιστάσεως που ο καπναπαραγωγός έχει ανάγκην και μιας δραχμής ακόμα. Με τους διάφορους πράκτοράς των κατορθώνουν να πάρουν τα καπνά των με τιμάς που μόνον σπανάκια μπορούν να πωληθούν και όχι καπνά και ιδίως καπνά σαν τα δικά μας, αρωματικά.
Σήμερα ο καπνεργατικός κόσμος Αγρινίου δεν δύναται να κρατηθεί πλέον κάτω από τέτοιο είδος εκμεταλλεύσεως, δεν δύναται να βλέπη όλους τους καπνεργάτας της χώρας μας να παίρνουν από 40 – 130 δραχμάς και ημείς μόνο 30 – 65 δραχμάς (το τελευταίον παίρνουν ολίγοι μόνον). Και αν προσθέσωμεν τους μήνας της ανεργίας και πάρωμεν τον μέσον όρον του ημερομισθίου βλέπομεν πως το ημερομίσθιόν μας μένει 30-40 δραχμάς το πολύ ενώ των καπνεργατών της Νέας Ελλάδας και των περισσοτέρων της παλαιάς είναι κατά πολύ ανώτερον των 70 – 80 δραχμών κατά μέσον όρον. Για όλους αυτούς τους λόγους απεφάσισαν οι καπνεργάται Αγρινίου να ζητήσουν το ολοφάνερο δίκαιό τους και στον αγώνα αυτών των ημερών μας εδόθηκαν πολλές υποσχέσεις που καμιά δεν πραγματοποιήθηκε. Και οι καπνεργάται πολύ δικαίως κατηγανάκτησαν και η αγανάκτησις αυτή ηνάγκασε να έλθη διά δευτέραν φοράν ο κ. Νομάρχης και ο Νομαρχεύων. Την τελευταίαν φοράν παρουσία όλων των καπνεμπόρων οι αντιπρόσωποι των καπνεργατών και του αντιπροσώπου της ομοσπονδίας μας απέδειξαν πως σε όλα έχομε δίκαιον και μείναμε σύμφωνοι πιστεύσαντες στα λόγια του Νομαρχεύοντος πως στον σχηματισμό μιας άλλης επιτροπής που θα συνήρχετο το πολύ σε δύο ημέρες θα εκανονίζετο το ζήτημα μας. Αλλά αντί δύο επέρασαν εξ ημέρες και ακόμα η επιτροπή δεν συνήλθε και έτσι η αγανάκτησις των καπνεργατών ηυξήθη ακόμα περισσότερο, και πολύ διακαίως, με την μη σύγκλιση της επιτροπής, καίτοι αναφέρθημεν τηλεγραφικώς προς τον κ. Νομάρχην.
Αγαπητοί συμπολίται και βιοπαλαισταί. Ο καπνεργατικός κόσμος Αγρινίου δια της προκηρύξεως του απευθύνεται σε σας όλους που αισθάνεσθε την δυστυχίαν, σας ζητεί να ενώσετε την φωνήν σας με την πεινασμένην φωνήν για να επιβάλουμε στους καπνεμπόρους και στας αρχάς, που αδιαφορούν για την πείνα μας, να γίνουν δεκτά τα αιτήματά μας, να πάρουμε το ολοφάνερο δίκαιο μας κλπ. Το Διοικητικόν Συμβούλιον».
Να σημειώσουμε εδώ, ότι στη διοίκηση του Σωματείου Καπνεργατών Αγρίνιου το 1926, κατά την εποχή δηλαδή των γεγονότων που αναφέρουμε, ήταν ο Ευθύμιος Αναστασίου, (Γραμματέας), ο Ιωάννης Θέμελης, ο Διογένης Βασιλείου, ο Δημήτριος Μάτσας (Ταμίας), ο Φίλιππος Μαυρίδης, ο Πισκόλας Δημήτριος και ο Γεώργιος Στεργίου. Η προκήρυξη αυτή κυκλοφόρησε σε πολλά αντίτυπα ανάμεσα στους κατοίκους του Αγρινίου, παρά το γεγονός, ότι έχει διαταχθεί η κατάσχεσή της.
Σάββατο 7 Αυγούστου 1926
Ενώ η απεργία έμπαινε στην όγδοη μέρα της ήρθε από το Μεσολόγγι στο Αγρίνιο ο Νομάρχης Αιτωλοακαρνανίας, για να εξετάσει επί τόπου την κατάσταση. Την ίδια μέρα το Δημοτικό Συμβούλιο της πόλης συνεδρίασε εκτάκτως, με την παρουσία του δημαρχεύοντος τότε, Λάμπρου Τσιτσιμελή (Ο Δήμαρχος Αντρέας Παναγόπουλος απουσίαζε για διακοπές στον Άγιο Βλάση) για να εξετάσει την κατάσταση και να αποφασίσει τη στάση του.
Λοκ άουτ
Οι καπνέμποροι μπροστά στις αξιώσεις των καπνεργατών για την αύξηση και του ημερομισθίου των γυναικών κήρυξαν λοκ-άουτ.
Αυτό όταν το πληροφορήθηκαν οι εργάτες ζήτησαν από την στρατιωτική αρχή του Μεσολογγίου άδεια συγκέντρωσης το πρωί της Δευτέρας 9 Αυγούστου για να πάρουν αποφάσεις. Η άδεια τους δόθηκε, όχι μέσα στην πόλη, αλλά στη θέση που βρίσκεται σήμερα το εκκλησάκι της Αγίας Σωτήρας στο χώρο του Πάρκου, το οποίο εκείνη την εποχή ήταν εκτός της πόλης και «χέρσο».
Σύμφωνα με τον Παπατρέχα, είναι μάλλον αδύνατον η επιλογή του χώρου να ήταν των καπνεργατών, «αλλά πιθανόν», όπως αναφέρει, «οι καπνεργάτες να ζήτησαν άδεια για να συγκεντρωθούν στην πλατεία της Αγοράς (σημ. πλατεία Ειρήνης), στην οποία από παράδοση πραγματοποιούνταν οι πολιτικές συγκεντρώσεις, αλλά επειδή αυτή η άδεια μάλλον δεν τους δόθηκε, δέχθηκαν ως τόπο της συγκέντρωσής τους την Αγία Σωτήρα.
Δευτέρα, 9 Αυγούστου 1926
«Δικαία απαίτησις: ή 100 δράμια ψωμί ή ένα χρόνο απεργία»
Από τις 6 το πρωί οι απεργοί άρχισαν να συγκεντρώνονται στην Αγία Σωτήρα, όπου ύψωσαν μία μαύρη σημαία πάνω στην οποία είχαν γράψει το κεντρικό σύνθημα της συγκέντρωσης: «Δικαία απαίτησις: ή 100 δράμια ψωμί ή ένα χρόνο απεργία».
Οι συγκεντρωμένοι ήταν περίπου 2.000 και οι στρατιωτικές αρχές για να αποφύγουν την «διατάραξιν της τάξεως», είχαν τοποθετήσει ισχυρή δύναμη της χωροφυλακής λίγο πιο πάνω από το Ταχυδρομείο, στη στροφή του δρόμου Αγρινίου – Αμφιλοχίας, εκεί που σήμερα βρίσκεται η είσοδος του Πάρκου από την Παπαστράτου, ενώ τους εύζωνες του 2/39 συντάγματος κάτω από το εξοχικό κέντρο ΧΑΡΑΥΓΗ (περίπου στη θέση που βρίσκεται σήμερα το Εργατικό Κέντρο Αγρινίου) πάνω στον ίδιο δρόμο.
Ας δούμε όμως, πώς περιγράφει τα γεγονότα που ακολούθησαν η ανακοίνωση της Γενικής Συνομοσπονδίας των Εργατών:
«[…] Οι απεργοί αφού ήκουσαν τους λόγους των διαφόρων ρητόρων επί της πορείας των αιτημάτων των ήρχισαν να διαλύωνται και κατά μικράς ομάδας να επιστρέφουν ησύχως εις την πόλιν του Αγρινίου. Εις τας διαφόρους όμως εισόδους προς την πόλιν ευρίσκετο παρατεταγμένη στρατιωτική και αστυνομική δύναμις ήτις απηγόρευσε την είσοδον εις τους πρώτους εργάτας, οίτινες μεμονωμένοι είχον φθάσει προ της στρατιωτικής ζώνης. Οι ολίγοι απεργοί παρεκάλεσαν τον επικεφαλής Ταγματάρχην διοικητήν της Χωροφυλακής Αιτωλοακαρνανίας Ζαμπετάκην να τους επιτρέψη την είσοδο, ούτως όμως διέταξε τους υπ’ αυτόν άνδρας, να τους ωθήσουν προς τα οπίσω. Εις μάτην οι ολίγοι αυτοί εργάται τον παρεκάλουν πριν ή οι απεργοί, οίτινες θα ήρχοντο κατόπιν αυτών, συγκεντρώνοντο, οπότε θα υπήρχεν φόβος να δημιουργηθούν επεισόδια. Ούτος όμως παρέμενεν ανένδοτος. Κατά το διάστημα αυτό ήρχισαν να καταφθάνουν καθ’ ομάδας και οι λοιποί εργάται και εργάτριαι, οίτινες και εζήτουν, να τους επιτραπή, να επιστρέψουν εις τας οικίας των. Εις μάτην ο παριστάμενος Μοίραρχος και ο Διευθυντής της Αστυνομίας Αγρινίου Βασιλάκης παρεκάλει τον ως άνω Ταγματάρχην, να επιτρέψη την ελευθέραν είσοδον, αναλαμβάνοντας αυτοί πάσαν ευθύνην. Ο κύριος όμως αυτός εκμανείς, διέταξε τους υπ’ αυτόν άνδρας, να πυροβολήσουν κατά των εργατών, οι οποίοι, ας σημειωθεί, ούτε απόπειραν καν είχον κάμει διασπάσεως της στρατιωτικής ζώνης. Εκ των πυροβολισμών αυτών εύρεν οικτρόν θάνατον ένας πρόσφυξ καπνεργάτης και ετραυματίσθησαν τέσσαρες άλλοι σοβαρώς, οίτινες διέτρεχον τον έσχατον κίνδυνον, αποκοπείσης της δεξιάς χειρός του ενός εξ’ αυτών. Ως να μην ήρκουν όμως αι δολοφονίαι αυταί των αθώων εργατών, ο εις άλλην είσοδον φυλάσσων ανθυπολοχαγός του πεζικού Κ. Κρέτσιας (σ.σ. Κρέτσης) εξαγαγών το περίστροφόν του το εξεκένωσε εναντίον μίας πρόσφυγος καπνεργάτριας την οποίαν άφησε άπνοον. Κατόπιν των ανδραγαθημάτων του ο ήρως των σκηνών αυτών, ταγματάρχης Ζαμπετάκης ανεχώρησεν επ’ αυτοκινήτου εις Μεσολόγγιον, αφήσας τους εργάτας, να περισυλλέξουν τα θύματά του. Και ενώ οι κυρίως υπεύθυνοι και δημιουργοί των σκηνών αυτών περιφέρονται ανενόχλητοι προκαλούντες την αγανάκτησιν των πολιτών, αι αρχαί ήρχισαν να συλλαμβάνουν διαφόρους εργάτας και να τους φυλακίζουν. Την εγκληματικήν αυτήν στάσιν των ανωτέρω δύο οργάνων καταγγέλλομεν προς όλην την κοινωνίαν ενώπιον της οποίας διαμαρτυρόμεθα με όλην μας την δύναμιν, για το σκότωμα αθώων γυναικών και πτωχών προσφύγων και ζητούμεν από τους αρμοδίους την αυστηράν και παραδειγματικήν τιμωρίαν των κοινών αυτών εγκληματιών. Από την ενέργειαν των αρμοδίων η εργατική τάξις αναμένει να μάθη εάν το δικαίωμα της ζωής της εξαρτάται από τον πρώτο τυχόντα αξιωματικόν».
Η ανακοίνωση αυτή της Γενικής Συνομοσπονδίας των Εργατών περιγράφει κάπως διαφορετικά τα γεγονότα, από τον τρόπο τον οποίο τα περιγράφει η εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ στο φύλλο της 10 Αυγούστου, κυρίως στο σημείο εκείνο το οποίο αφορά στην έναρξη της επίθεσης της χωροφυλακής κατά των καπνεργατών. Κοινή παρατήρηση όμως και για τα δύο κείμενα είναι ότι κανένα από τα δύο δεν αναφέρει τα ονόματα των δολοφονηθέντων καπνεργατών.
«Περί την 8ην πρωινήν», αναφέρει το ΕΜΠΡΟΣ, «διάφοροι ρήτορες εξέθεσαν τα των διαπραγματεύσεων με τους εργοδότας και κατέληξαν εις την απόφασιν όπως συνεχίσουν την απεργίαν. Ακολούθως συστάσει του απεργού Ντούβα ήρχισαν να διαλύονται και άλλοι μεν κατηυθύνθησαν εις τον προσφυγικόν συνοικισμόν του Αγίου Κωνσταντίνου και άλλοι προς την πόλιν διά της οδού Αμφιλοχίας – Αγρινίου. Όταν έφθασαν προ της δυνάμεως της Χωροφυλακής ο επικεφαλής αυτής τους διέταξε να διαλυθούν και να κατέλθουν εις την πόλιν ανά δύο. Επειδή δεν υπάκουσαν προεκλήθη συμπλοκή καθ΄ ην ερρίφθησαν πολλοί πυροβολισμοί αποτέλεσμα των οποίων υπήρξεν ο φόνος δύο εργατών και ο τραυματισμός ετέρων δύο. Οι λοιποί εργάται προ της θέας των φονευθέντων εξεμάνησαν και ώρμησαν προς τη στρατιωτικήν ζώνην, την οποίαν αφού διέσπασαν κατήρχοντο προς την πόλην φωνάζοντας: φωτιά – φωτιά! Οι κάτοικοι της πόλεως πανικοβληθέντες έτρεχον να κρυφθούν εις τας οικίας των, ενώ οι φρουροί έτρεχον προς τας τραπέζας προς φρούρησιν αυτών. Τη επεμβάσει των ψυχραιμοτέρων η τάξις απεκαταστάθη, αφού οι απεργοί εβεβαιώθησαν παρά του Δημάρχου, ότι θα επιληφθεί αυτοπροσώπως ανακρίσεων προς τιμωρίαν των πρωταιτίων. Κατά νεωτέρας πληροφορίας οι φονευθέντες είναι ένας μικρός παις και μία γυνή πρόσφυξ.» Τα ονόματά τους, Βασιλική Γεωργαντζέλη, και Θεμιστοκλής Καραμιχάλης.
Από εκεί οι απεργοί κατεβαίνουν την οδό Αγίου Κωνσταντίνου (σημερινή Ηρώων Πολυτεχνείου, όπως μας πληροφορεί ο Γεράσιμος Παπατρέχας, Η Ιστορία του Αγρινίου, έκδοση Δήμου Αγρινίου 1991), φτάνουν στην πλατεία Ζωοδόχου Πηγής, όπου η Διοίκηση της Χωροφυλακής και χωρίς βιαιότητες καταλήγουν στην πλατεία της Αγοράς (σημερινή πλατεία Ειρήνης). Εκεί ο «δημαρχών», Λάμπρος Τσιτσιμελής, ανεβαίνει στον εξώστη της οικίας του Στεροδήμα και καταφέρνει να ηρεμίσει τα πνεύματα, μαζί με το δικηγόρο Παπαϊωάννου, με τη διαβεβαίωση ότι εκείνοι που προκάλεσαν «την χύσιν αδελφικού αίματος, θα τιμωρηθούν αμειλίκτως» και ότι οι απεργοί δεν έπρεπε να προκαλέσουν νέα αιματηρά επεισόδια.
Τον Ιούλιο του 1977 δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα, «Ο Εργαζόμενος», ένα αφιέρωμα με τίτλο, «Πριν από 51 χρόνια. Πώς έγιναν τα γεγονότα σε βάρος των καπνεργατών Αγρινίου στις 9 Αυγούστου 1926». Σ’ αυτό, οι εν ζωή ακόμα το ΄77 Ευστάθιος Αναστασίου (Γραμματέας το 1926 του σωματείου των καπνεργατών), Κώστας Τσακλατήρας, Τάσος Πετρίδης, Θεόδωρος Σταυροθανάσης ή Κατής, Γεώργιος Στρεβενιώτης, Πάνος Γιώτης, Χρήστος Καλύβας κ.ά., οι οποίοι συμμετείχαν στην απεργία εκείνη του Αυγούστου, κατέθεσαν τις προσωπικές τους μαρτυρίες, φωτίζοντας αρκετά σημεία της ιστορίας.
Όπως μας πληροφορεί το συγκεκριμένο δημοσίευμα κεντρικός ομιλητής της συγκέντρωσης εκείνης στην Αγία Σωτήρα ήταν το μέλος της διοίκησης του Σωματείου Καπνεργατών Αγρινίου, Γιάννης Θέμελης.
Το αφιέρωμα, όπως είναι λογικό, αναφέρεται και στους δύο νεκρούς που είχαν οι απεργοί: την Βασιλική, σύζυγο Γεωργίου Γεωργαντζέλη, η οποία ήταν έγκυος, και τον Θεμιστοκλή Νικολάου Καραμιχάλη. Τραυματίστηκαν επίσης βαριά, όπως αναγράφεται, πάνω από 30 καπνεργάτες, μεταξύ των οποίων και ο Π. Τσαμπής, του οποίου κόπηκε το χέρι.
Σημαντική είναι επίσης η πληροφορία ότι ο λαός του Αγρινίου έδειξε μεγάλη συμπαράσταση στους απεργούς, αφού, όπως αναφέρεται, τα μαγαζιά των τροφίμων, δώριζαν ή πίστωναν τους καπνεργάτες. Οι φουρνάρηδες της πόλης έδιναν κι αυτοί δωρεάν καρβέλια με ψωμί, ο δε Αριστείδης Παρθένης, ο οποίος δώρισε τη φωτογραφία της κηδείας της Γεωργαντζέλη και του Καραμιχάλη, που βλέπετε παρακάτω, στο Εργατικό Κέντρο Αγρινίου, μαγείρευε δωρεάν για τους απεργούς στην ταβέρνα του.
Η κηδεία της δολοφονημένης εγκύου, Βασιλικής Γεωργαντζέλη, και του Θεμιστοκλή Καραμιχάλη, που έγινε την επομένη 10 Αυγούστου 1926, αποτέλεσε ένα από τα μεγαλύτερα συλλαλητήρια του τοπικού καπνεργατικού κινήματος, εκείνης της εποχής.
Τις μέρες που ακολούθησαν, αντί να υπάρξει φροντίδα από τις κρατικές και δικαστικές αρχές, έτσι ώστε να τιμωρηθούν οι δράστες αυτών των δύο δολοφονιών, επέβαλλαν την τρομοκρατία και το κυνηγητό κατά των καπνεργατών, οι οποίοι σημειωτέον συνέχισαν την απεργία μέχρι και τις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη. Κάποιοι καπνεργάτες, μεταξύ των οποίων και ο Γραμματέας του σωματείου, Στάθης Αναστασίου, συνελήφθηκαν και εξορίστηκαν.