Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετώπισε
ο δήμος του Αγρινίου από την ίδρυσή του
μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα
ήταν το πρόβλημα της ύδρευσης
- επιμέλεια: Λευτέρης Τηλιγάδας
Όπως γράψαμε και σε προηγούμενα κείμενα το Αγρίνιο υδρεύονταν από διάφορα πηγάδια που είχαν ανοιχτεί στις συνοικίες. Σε αυτό το νερό των πηγαδιών απέδιδαν οι κάτοικοι της πόλης τους ελώδεις πυρετούς των μικρών κυρίως παιδιών.
Στο ΕΜΠΡΟΣ της 13ης Νομεβρίου του 1911 βρίσκουμε μια μαρτυρία για την προσπάθεια ανεύρεσης νερού που έκανε ο Μπέλλος εκείνη την εποχή, καθώς και μια αναφορά στους σχεδιασμούς του εκκλησιαστικού συμβουλίου του μητροπολιτικού ναού της Ζωοδόχου Πηγής για την ανακαίνιση και την αύξηση της χωριτικότητάς του.
Για την επίλυση του ζητήματος του νερού, αναφέρει ο συντάκτης του ΕΜΠΡΟΣ, που υπέγραφε όλα τα ρεπορτάζ που δημοσίευε η εφημερίδα από την περιοχή με το ψευδώνυμο Μυήνιος, είχαν γίνει επανειλημμένως μελέτες και πειραματισμοί και μέχρι εκείνη τη χρονιά δεν είχαν δαπανηθεί και λίγα χρήματα από το δημοτικό προϋπολογισμό. Όλοι οι δήμαρχοι είχαν σαν βασικό, και αποκλειστικό μέλημα τους το πρόβλημα της ύδρευσης, χωρίς όμως να έχουν βρει μία κάποια λύση.
Ο Μπέλλος με την επιμονή του και χωρίς να αποθαρρυνθεί από τους δαπανηρούς πειραματισμούς κατάφερε να λύσει αυτό το ζήτημα με την ανεύρεση άφθονου νερού στη θέση Σπηλιά ή Λογγιά, η οποία βρισκόταν γύρω στη μία ώρα από την πόλη κι ήταν πάνω στην όχθη του ποταμού της Ερμίτσας. Όσες δοκιμαστικές εργασίες κι αν έγιναν με οδηγό τις μελέτες του υδραυλικού Σούλη, στέφθηκαν όλες από πλήρη επιτυχία. Ήρθε στο φως αρκετή ποσότητα διαυγούς και άριστης ποιότητας νερού το οποίο προορίζεται να καταστήσει καλότυχο το Αγρίνιο και να το απαλλάξει από τους ελώδεις πυρετού που μάστιζαν τους κατοίκους τους.
Από την επίσκεψη του τέως νομάρχη της Αιτωλοακαρνανίας Δασίου, του μηχανικού Σχοινά και του μηχανικού Μεταξά στο σημείο του αρτεσιανού και από την καταμέτρηση που πραγματοποίησαν η ποσότητα του νερού που βεβαιώθηκε επίσημα ήταν σημαντική και άριστης ποιότητας, όπως αναφέρεται. ΟΙ εργασίες πραγματοποιούνταν υπό την επίβλεψη του μηχανικού της Τριχωνίδας, Παναγιωτόπουλου.
Η όλη δαπάνη της εγκατάστασης και της διοχέτευσης του νερού στην πόλη θα ξεπερνούσε τις 320.000 δρχ, σύμφωνα με τις μελέτες του Σούλη, και το ποσό αυτό θα καλυπτόνανταν με δάνειο το οποίο αποληρώνονταν με συγκεκριμένο έσοδο από το δημοτικό προϋπολογισμό.
Εκτός όμως από το ζήτημα της ύδρευσης που απασχολούσε και τοπική κοινωνία του Αγρινίου εκείνη την εποχή, υπαρκτό ήταν και το πρόβλημα της ανακαίνισης του μητροπολιτικού ναού της Ζωοδόχου Πηγής, το κίριο του οποίου δεν ικανοποιούσε τις απαιτήσεις της αρχιτεκτονικής καλαισθησίας εκείνης τςη εποχής αλλά ούτε και η χωριτικότητά του ήταν επαρκής μετά τη ραγδαία αύξηση του πληθυσμού της πόλης. Το εκκλησιαστικό συμβούλιο, το οποίο αποτελούνταν από τους Δημήτρη Χαλκιώτη, Λεωνίδα Μπουκογιάννη και Διονύσιο Καραγιάννη είχε ήδη αποφασίσει να προβεί στην ανοικοδόμηση και την αύξηση της χωριτικότητας του μητροπολιτικού ναού, αναφέρει το Εμπρός. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς η χρηματική δαπάνη για τη νέα οικοδομή και την τελική αποπεράτωση του έργου θα ανέρχονταν στις 130.000 δραχμές.
Τα εισοδήματα του ναού προέρχονταν κυρίως από ενοίκια αλλά και άλλους πόρους από τους οποίους αν αφαιρούνταν οι δαπάνες της λειτουργίας του έφταναν στις 5.000 δραχμές. Αυτές όμως μπορούν να αυξηθούήταν κατατεθειμένες στην Εθνική Τράπεζα. Το ποσό αυτό με τους τόκους και τα καθαρά εισοδήματα, καθώς και με 15.000 δραχμές που θα έμπαιναν στο ταμείο από την πώληση του υλικού της παλιάς οικοδομής αθα αποτελούσαν σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του εκκλησιαστικού συμβουλίου το αποθεματικό χρηματικό κεφάλαιο για την έναρξη των εργασιών. Το συμβούλιο έχει την πεποίθηση ότι το υπόλοιπο μέρος της δαπάνης των 45.000 δραχμών θα καλύπτονταν με το πέρασμα του χρόνου από τα άλλα εισοδήματα και από τις εισφορές των ενοριτών και των κατοίκων της πόλης οι οποίοι με ζήλο προβλεπόνταν να τρέξουν να δώσουν τον οβολό τους. για ένα έργο που θα στολίζε την πόλη και θα της έδινε μεγάλη αίγλη και επιβλητικότητα.