Από Βραχωρίου εις Καρβασαράν – Τα χάνια

Από τα Καραβάν – Σεράγια
στα μετεπαναστατικά χάνια
και τη διαμόρφωση πολισμάτων

 

της Λένας Γιαννακοπούλου – Τριανταφυλλίδη
Η Ρίζα Αγρινιωτών | Τεύχος 46

α) Χάνια και χα(νι)τζήδες

Τα χάνια συνιστούν τους οδικούς σταθμούς στα χρόνια της Τουρκοκρατίας που λειτουργούσαν και ως πανδοχεία. Διαμορφώνονται συνήθως ύστερα από υπολογισμούς σε σημεία των οδικών αρτηριών που απείχαν μεταξύ τους τόσο, όσο η χρονική αντοχή των αλόγων που έπρεπε ν’ αλλαχθούν ή να ανανεωθούν με τροφή και ξεκούραση (δηλ. 10 – 12 ώρες).

Στους οθωμανικούς δρόμους οι σταθμοί αυτοί ήταν δύο ειδών: Τα καραβάν-σεράγια που γύρω τους αργότερα κτίστηκαν συνοικισμοί που εξελίχτηκαν σε πόλεις (π. χ. ο Καρβασαράς) και τα κουρσουμλί – χάνια που είχαν περισσότερο χαρακτήρα – πανδοχείου. Και τα δύο εξυπηρετούσαν τον ίδιο σκοπό. Τα πρώτα διέθεταν πολύ ευρύχωρη αυλή, όπου απέθεταν φορτία και υποζύγια. Η αυλή αυτή ήταν κάπως υπερυψωμένη προς τον εξωτερικό τοίχο. Εκεί σχηματιζόταν μια πλατειά και λεία επιφάνεια όπου μπορούσαν να κοιμούνται οι συνοδοί του καραβανιού ή και να μαγειρεύουν πρόχειρα. Στο κουρσουμλί-χάνι υπήρχαν γύρω από την αυλή καταστήματα και πάνω από αυτά μια γαλαρία όπου βρίσκονταν κελιά μοναστηριακού τύπου. Τέτοιου είδους χάνια απαντώνται στους μεγάλους συγκοινωνιακούς κόμβους.

Τα χάνια αυτά χρησιμοποιούσαν ως κατάλυμα συνήθως έμποροι. Αρχικά είχαν το δικαίωμα να μένουν δωρεάν σε αυτούς τους σταθμούς 2-3 μέρες (πρβλ. και λειτουργία των μουσουλμανικών imaret με πανδοχείο, νοσοκομείο κ.λπ.). Τα συνηθέστερα χάνια στους επαρχιακούς δρόμους ήταν απλά μονώροφα ή διώροφα οικοδομήματα με μεγάλους αύλειους χώρους. Χρησίμευαν ως πρόχειρα πανδοχεία με ένα καπηλειό, σταύλο και ένα μεγάλο δωμάτιο στον επάνω όροφο. Σε περιοχές με χριστιανικό πληθυσμό είχαν δημιουργηθεί ιδιωτικά χάνια από Χριστιανούς, συνήθως Ηπειρώτες.[22]

Αυτός ο τύπος οδικού σταθμού διατηρήθηκε και τα μετεπανασταπκά χρόνια. Οδοιπόροι, αγωγιάτες ή καροτσέρηδες μπορούσαν να κοιμούνται στο ισόγειο χωρίς στρώμα και μαξιλάρι (δηλ. στην ψάθα) ή στο ανώγιο με κρεβάτι και στρώμα και μεγαλύτερη φυσικά δαπάνη.

Τα χάνια στο Αγρίνιο (19ο αι.) κατάλοιπα των οδικών οθωμανικών σταθμών δεν είχαν το χαρακτήρα πανδοχείου. Στην πόλη ήδη το 1875 υπήρχαν δύο ξενοδοχεία (ύπνου και φαγητού).[23] Λειτουργούσαν ως σταθμοί για τον ανεφοδιασμό του ταξιδιού σε άλογα και καρότσες. Κάθε χάνι ήταν και ένας βιοτεχνικός μικρόκοσμος για επισκευές, πεταλώματα των αλόγων, αποθήκευση τροφής, προμήθευση εξασκημένων καροτσέρηδων.

Έτσι, η διάνοιξη των αμαξιτών δρόμων και οι συγκοινωνίες δημιούργησαν προϋποθέσεις για την ανάπτυξη μιας ιδιαίτερης επαγγελματικής τάξης: προμηθευτές και πωλητές αλόγων, επαγγελματίες καροτσέρηδες, τεχνίτες επισκευής αμαξών, σαγματοποιοί, πεταλωτές κ.λπ. Παράλληλα υπήρξαν και άνθρωποι που είδαν το χάνι ως επιχείρηση και επένδυσαν σ’ αυτό.[24] Συχνά οι ίδιοι ασχολούνταν και με το εμπόριο αλόγων. Τα καροτσέρικα άλογα ήταν πανάκριβα. Αρχικά τα έφερναν από τη Σερβία. Αργότερα τα αγόραζαν από τον κάμπο της Γαστούνης ή από τη Θεσσαλία. Τα θεσσαλικά ήταν μικρά αλογάκια και έσερναν συνήθως μικρά δίτροχα οχήματα.[25] Έμποροι αλόγων στο Αγρίνιο ήταν ο Κ. Ναούμης και Γ. Ξη-ντάρας ή Φαφούτης.

Είναι αξιοσημείωτο, ότι οι χα(νι)τζήδες είχαν μοιράσει τις δουλειές. Κάθε χάνι είχε συγκεκριμένο δρομολόγιο, αλλά και ωράριο που κοινοποιούσε. Έτσι, το δίκτυο συγκοινωνίας στο Αγρίνιο εξυπηρετούνταν από τα χάνια ως εξής:

Δρομολόγιο Αγρίνιο – Αμφιλοχία – Άρτα – Γιάννενα

  1. Χάνι Ευάγγελλου Πολίτη στην πλατεία Χατζοπούλου,
  2. Χάνι Κώστα Ναούμ στα δεξιά της σημερινής οδού Τσαλδάρη μετά την πλατεία Χατζοπούλου.
  3. Χάνι του Κώστα Σούλου, στη σημερινή Πλ. Δημοκρατίας (Μπέλλου), στη θέση όπου σήμερα το ξενοδοχείο Ακροπόλ.
  4. Χάνι Λουκά Σουμέλη προς την οδό Γ. Καραπαπά, όπου και σήμερα οι ιδιοκτησίες Σουμέλη.
  5. Χάνι Γ. Μανούσου στην περιοχή του Αγίου Χριστοφόρου.

Τη συγκοινωνία Παναιτώλιο – Αγρίνιο – Γιάννενα έκανε ο Δημήτρης Γράβαλος από το Παναιτώλιο,[26] ενώ ειδικευμένος Καροτσέρης στο δρομολόγιο Αγρίνιο – Αμφιλοχία ήταν ο Ανδρέας Μαχαλιώτης (αφετηρία Καραπανέικα).

Δρομολόγιο Αγρίνιο-Μεσολόγγι

  1. Ο Γερο-Βραχνιάρης ή Μανθόπουλος από τη Ντούτσαγα.

Είναι εμφανές ότι τα δρομολόγια με τις προς βορράν πόλεις είναι πυκνότερα γιατί την προς νότο επικοινωνία εξυπηρετούσε περισσότερο το τραίνο. Εξάλλου η ληστεία λυμαινόταν τη στενωπό της Κλεισούρας γι’ αυτό απέφευγαν από εκεί τη διακίνηση των εμπορευμάτων, αλλά και τη διέλευση πεζών και αγωγιατών.

Οι μεταφορές είχαν αποδεσμευθεί από την επιβατική συγκοινωνία και εξυπηρετούνταν από άλλα χάνια. Πρόκειται για τα εξής:

Χάνια για την εξυπηρέτηση των μεταφορών

  1. Των Σαπλαουραίων στη σημερινή οδό Ηρ. Πολυτεχνείου (όπου και οι σημερινές ιδιοκτησίες των οικογενειών αυτών).
  2. Των Σωχωριταίων στη σημερινή οδό I. Στάϊκου, όπου και ιδιοκτη-σίες των οικογενειών.
  3. Του Β. Λέκα στα Καραπανέϊκα.

Ενδιάμεσοι σταθμοί στη διαδρομή Αγρίνιο – Γιάννενα ήταν τα χάνια Κουβαρά στη Σφήνα, της Λεπενούς, το χάνι της Αμφιλοχίας κοντά στο πηγάδι, του Κατσούλη στην Άρτα, του Τέροβου και του Εμίν Αγά. Στα τελευταία γινόταν συνήθως αλλαγή των αλόγων, γιατί ο δρόμος ήταν ανηφορικός και κούραζε τα ζώα.[27]

Η διαδρομή Βραχώρι – Καρβασαράς είναι από τις πιο συχνές και προσφιλείς στο αγρινιώτικο κοινό των αρχών του 20ού αι.

 

 

β) Το ιστορικό του Καρβασαρά

Ο Καρβασαράς από στρατιωτικός καταυλισμός και καραβάν-σεράι των χρόνων της Τουρκοκρατίας αναδεικνύεται σταδιακά σε πόλισμα. Είναι αξιοσημείωτο ότι στους περιηγητές της Τουρκοκρατίας (Pouquenville 1814 [28] Leake 1805)[29] ο Καρβασαράς αναφέρεται ως σκάλωμα της γύρω περιοχής με τελωνείο και κάποια μαγαζιά. Από εκεί εξάγονταν τα προϊόντα της γύρω περιοχής σιτάρι, βελανίδι, καθώς και ξυλεία, σανίδες και κτήνη. Συγκεκριμένα χρησίμευε ως σκάλα της Αμβρακιάς, του ακμαίου χωριού ΒΑ του λιμανιού που στην εποχή του Βθ&1<θ (1805) είναι ήδη έρημο. Οι κάτοικοι το εγκατέλειψαν λόγω επιδρομών των κλεφτών ιδιαίτερα την εποχή του Αλή πασά, αλλά και επειδή βρίσκονταν εκτεθειμένοι λόγω της θέσης του στο πέρασμα και τους καταυλισμούς των τούρκικων στρατευμάτων. Οι διενέξεις επίσης με τους γείτονές τους για την εύφορη πεδιάδα ολόγυρα από τη λίμνη Αμβρακία δημιουργούσε διχασμούς και έριδες και όχι σπάνια βεντέτες.

Έτσι, ένα μεγάλο μέρος των κατοίκων κατήλθε νοτιότερα σχηματίζοντας τον Πλατό[30] στο λοφίσκο της Αμφιλοχίας, όπου σήμερα βρίσκεται το εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής. -Ας θυμηθούμε ότι ο Αλή πασάς ήθελε αρνί απ’ τον Πλατό και κρασί από τη Μπαμπίνη-. Από τον Πλατό διέρρεαν πληθυσμοί νοτιότερα στο σκάλωμα του Καρβασαρά που υπό αυτές τις συνθήκες αργότερα διαμορφώνεται σε πόλισμα. Στο χάρτη του 1822 που εξεπόνησε ο επιτελικός των Γάλλων στρατηγός Larie[31] (premiere geograrhe du Roi) δεν αναφέρεται ο Καρβασαράς, ενώ μνημονεύεται αργό-τερα στο χάρτη του Κiepert (1867).[32] Ο Ηeuzy την ίδια περίπου εποχή μνημονεύει δύο άθλια σκαλώματα στον έσχατο μυχό του Αμβρακικού, προφανώς το Λουτράκι και τον Καρβασαρά.[33]

Πρόδηλο είναι ότι συγκροτείται σε πόλισμα με τη μετακίνηση νοτιότερα των κατοίκων της ερημωμένης Αμβρακιάς και του Πλατού, αλλά και ελληνικών πληθυσμών (Ηπειρώτες-Βορειοηπειρώτες) που περνούσαν από την Τουρκοκρατούμενη Ήπειρο στην απέναντι όχθη του Αμβρακικού μετά τη σύσταση του ελληνικού κράτους. Βρίσκεται στο σύνορο οθωμανικού και ελληνικού κόσμου, αλλά γειτνιάζει και με τον επτανησιώτικο κόσμο. Αποτελώντας το σκάλωμα της γύρω περιοχής, αλλά και της ακαρνανικής ακόμα και αιτωλικής ενδοχώρας διευρύνεται σε εξαγωγικό κέντρο κυρίως στο β’ μισό του 19ου αι. υποκαθιστώντας τις μέσω Λουτρακιού και Πρέβεζας εξαγωγές. Έτσι αποτελεί εμπορικό κόμβο ανεφοδιασμού στο α’ μισό του 20ού αι. Επιβατικά και μεταφορικά πλοία κατακλύζουν το μικρό λιμανάκι.

Έμποροι από Βραχώρι, Κατούνα, Κωνωπίνα πηγαινοέρχονται για φορτώσεις κυρίως βελανιδιού και ξηρών καρπών (καρύδια-μύγδαλα) αλλά και σιτηρών που κατεβαίνουν από την ενδοχώρα. Επτανήσιοι έμποροι εγκαθίστανται και αξιοποιώντας τα κτηνοτροφικά προϊόντα δημιουργούν τυροκομεία. Διαμορφώνεται λοιπόν εκεί μια κοινωνία ανοικτή στην επικοινωνία και τις επιδράσεις και διαμορφώνονται προϋποθέσεις για αστικοποίηση. Επίκεντρο της εσωτερικής αγοράς είναι το ετήσιο πανηγύρι του Καρβασαρά στις αρχές Οκτώβρη, που συγκεντρώνει πλήθος κόσμου από την ενδοχώρα Βάλτου και Ξηρομέρου.

Ο «μικρός Καρβασαράς» κατά το δημοτικό τραγούδι κινεί τα νήματα της οικονομικής ζωής στη γύρω περιοχή. Υφάσματα για φορεσιές, παπούτσια και υλικά παπουτσιών και δερμάτων, σιδερικά και αγροτικά εργαλεία προμηθεύονται Βαλτινοί και Ξηρομερίτες απ’ την αγορά του Καρβασαρά είτε με ελάχιστο ρευστό χρήμα είτε με την ανταλλαγή προϊόντων. Εκεί ράβουν φουστανέλες και ντουλαμάδες κι αρχίζουν δειλά τα πρώτα φραγκοραφτάδικα. Οι έμποροι του Καρβασαρά έχουν προσβάσεις και στα γειτονικά πανηγύρια Κωνωπίνας και Κα-τούνας δημιουργώντας ένα ανταλλακτικό εμπορικό δίκτυο. Από το Βραχώρι με τις καρότσες μεταφέρονται αγροτικά προϊόντα για φορτώσεις στα πλοία, ενώ ο θαλάσσιος πλούτος του Αμβρακικού (ψάρια και όστρακα) φθάνουν επίσης με τις καρότσες στην αγορά του Βραχωριού.

Ο Καρβασαράς όμως αποτελεί και θέρετρο, ίσως το πρώτο, των Αγρινιωτών. -Τα νότια παράλια της Αιτωλοακαρνανίας λόγω της ληστείας και του ελλιπούς οδικού δικτύου δεν είναι προσπελάσιμα. Εκεί έρχονται για παραθερισμό οι πλούσιοι του Βραχωριού. Εκεί γίνονται τα πρώτα θαλάσσια μπάνια. Υπάρχουν ειδικές καμπίνες για τα μπάνια των γυναικών μακριά από την παραλία και τα βλέμματα των ανδρών. Ωστόσο Βραχωρί-τισσες με μάξι τουαλέτες αρχίζουν να βολτάρουν και στην παραλία.[34]

Το ταξίδι ως εκεί δεν είναι τόσο επικίνδυνο, ιδίως μετά την κατασκευή της γέφυρας του Αχελώου (1884). Ο δρόμος ήταν σχεδόν έρημος και με ελάχιστους ανθρώπους – το πολύ δέκα- στα καλύβια τους. Μόλις έβγαινε κανείς από το κεντρικό δρόμο του Καρβασαρά κι έπαιρνε τον αμαξιτό για το Βραχώρι είχε την αίσθηση ότι βρισκόταν σε μια χώρα έρημη και άγρια. Τα 3-4 χωριά που αγκαλιάζει το βλέμμα σου στα χαμηλά υψώματα επιτείνουν την αίσθηση της ερημιάς. Χωριό πλάι στο δρόμο δεν υπήρχε, μόνο διάσπαρτες αγροτικές καλύβες και κοντά στη σημερινή Σφήνα, στην αρχή του δάσους Κουβαρά (διασταύρωση του δρόμου προς Μαχαλά) βρισκόταν το χάνι. Συνήθως μια μέρα (12 ώρες) αρκούσε για το ταξίδι. Δάση βελανιδιάς και αριάς εκτείνονταν εκατέρωθεν του δρόμου.

 

 

 

Διαβάστε τη συνέχεια στο link που ακολουθεί:
Από Βραχωρίου εις Καρβασαράν

 

Παραπομπές: 22. Αmο Μehlan, Οι εμπορικοί δρόμοι στα Βαλκάνια κατά την Τουρκοκρατία, (μετάφραση από τα Γερμανικά Έλλης Παπαδημητρίου). Οικονομική δομή των Βαλκανικών λαών, (-επιμ. Σπ. Ασδραχά) Αθήνα (εκδ. Μέλισσα), 1976, σ. 384. | 23. Α. Γιαννακοπούλου – Τριανταφυλλίδη, Το Αγρίνιο του 1875: Οικονομία και Κοινωνία, Ρίζα Αγρινιωτών τχ. 45, Ιούνιος 2002, σ. 46. | 25. Γι’ αυτό τον επαγγελματικό κόσμο υπάρχουν πολλά στοιχεία από την προφορική παράδοση. | 26. F. Gos Lagricoulture en Thessalie, Paris 1884, σ. 31. Πρβλ και Μ. Συναρέλλη, Δρόμοι και λιμάνια στην Ελλάδα (1830-1880), Αθήνα 1988, σ. 21, σημ. 7. | 27. Κ. Μαραγιάννη, Χάνια, κάρα, σούστες, αμαξάδες, εφημ. Ελεύθερος 21-Ιανουάριου2001, σ. 6. | 28. Κ. Μαραγιάννη, Χάνια, κάρα, σούστες, αμαξάδες, εφημ. «Ελεύθερος», 21-Ιανουάριου 2001, σ. 6. | 29. J F. C. Η. L. Pouquenville, Voyage de la Grece, Paris 1826, τ. II, σ. 316. | 30. W,M. Leake, Travels in Northern Greece, τ. IV, σ. 243. | 31. Leake, Travels, αυτόθι. | 32. Chevalier Lapie, Carte de l Empire Ottoman, Paris 1822. | 33. Kiepert, Carte Epire et Thessalie, Berlin 1871.34 L. Heuzy, Le mont Olymre et l A-carnie, Paris 1860, σ. 228. | 34. Στοιχεία από την προφορική παράδοση. | 35. Δημ. Βικέλα, Από Νικοπόλεως εις Ολυμπίαν, (1886) Έκδοση 1979, σ. 35.

 

Φωτογραφία: Χάνι