.
Νίκος Καπώνης
Το αρχοντικό Σωχωρίτη
Από το συγκρότημα του αρχοντικού σήμερα σώζεται
μόνο τμήμα του ψηλού, οχυρωμένου με τυφεκιοθυρίδες, περιβόλου, ύψους 2 περίπου μ.
και η κεντρική οικία κτισμένη με εμφανή οχυρωματική διάθεση
Ήδη προηγουμένως από το 1979 είχε χαρακτηρισθεί διατηρητέο ως ιστορικό μνημείο τέχνης διότι είναι αξιόλογο δείγμα της αστικής αρχιτεκτονικής του 19ου αιώνα και τα εσωτερικά διακοσμητικά του στοιχεία αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα της λαϊκής τέχνης της περιόδου αυτής. Πράγματι το κτίριο αυτό όχι μόνο από αρχιτεκτονικής απόψεως αλλά και λόγω της εσωτερικής διακόσμησης, αποτελεί ένα σπάνιο μνημείο για την τοπική ιστορία του Αγρινίου, δεδομένου ότι τα παλαιά κτίρια που άφησαν οι Τούρκοι κατεστράφησαν.
Δυστυχώς το κτίριο τούτο παραμένει ασυντήρητο και κινδυνεύει να διαβρωθεί και να καταρρεύσει. Κατωτέρω παραθέτουμε ορισμένα περιγραφικά στοιχεία από την πολύ ενδιαφέρουσα και σημαντική μελέτη του αρχαιολόγου Νίκου Καπώνη με τίτλο «Δύο μνημεία του Αγρινίου του 19ου αιώνα: Ο Άγιος Χριστόφορος και το αρχοντικό Σωχωρίτη», που παρουσιάστηκε στην ημερίδα «Η μνήμη του Επαρχιακού αστικού τοπίου: Το Αγρίνιο μέχρι τη δεκαετία του ’60», που διοργάνωσε το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων στις 23-9-2000 και δημοσιεύτηκε το 2003.
Δυστυχώς ιστορικά στοιχεία για το κτίριο δεν είναι γνωστά. Γνωρίζουμε μόνο ότι αποτελούσε ιδιοκτησία της γνωστής Αγρινιώτικης οικογένειας των Σωχωριταίων που μάλλον μετοίκησαν στο Αγρίνιο μετά την Επανάσταση του 1821 από τα Σωχώρια της Ευρυτανίας. Ως πρώτος ιδιοκτήτης κτήτορας του αρχοντικού φέρεται ο Αθανάσιος Σωχωρίτης.
Από το συγκρότημα του Αρχοντικού σήμερα σώζεται μόνο τμήμα του ψηλού, οχυρωμένου με τυφεκιοθυρίδες, περιβόλου, ύψους 2 περίπου μ., το οποίο διατηρείται στη βόρεια και δυτική πλευρά και η κεντρική οικία κτισμένη με εμφανή οχυρωματική διάθεση. Αρχικά ο περίβολος περιέβαλλε το κτίριο και εκτεινόταν πιθανότατα μέχρι την οδό Μπαϊμπά νότια και μέχρι την οδό Κακαβιά ανατολικά. Στην πλευρά αυτή ανοιγόταν η κεντρική θύρα του περιβόλου με μεγάλη τοξωτή είσοδο – που κατεδαφίστηκε πριν λίγα χρόνια-, ενώ μικρότερη πυλίδα ανοιγόταν πιθανότατα και στη νότια πλευρά. Ο περίβολος ήταν μάλλον οχυρωμένος με τυφεκιοθυρίδες σε όλη την περίμετρό του, όπως υποδεικνύει η παρουσία τους στο σωζόμενο τμήμα του περιβόλου.
Η οικία φαίνεται ότι έχει διαμορφωθεί σε δύο φάσεις. Η αρχική, που καταλαμβάνει και τον όγκο του κτιρίου στη βορειοδυτική πλευρά του οικοπέδου, έχει ορθογώνια κάτοψη διαστάσεων 12×10,30 μ. Σε δεύτερη φάση στη βόρεια πλευρά προστίθεται πυργοειδής επέκταση, λιθόκτιστη κάτω και πλινθόκτιστη με ξύλινο οπλισμό πάνω, που εξέχει του οικείου τμήματος του περιβόλου. Εσωτερικά ο αρχικός πυρήνας του κτιρίου διαρθρώνεται σε τρεις ορόφους. Το ισόγειο αποτελείται από δύο ανισοϋψή επίπεδα. Σχεδόν το μισό εμβαδόν του κτιρίου καταλαμβάνεται από τον ημιυπόγειο ενιαίο αποθηκευτικό χώρο-«κατώι», που φωτίζεται με μεγάλα σιδηρόφρακτα ορθογώνια παράθυρα.
Το υπόλοιπο τμήμα του ισογείου αποτελείται από τον ευρύ εσωτερικό χώρο της ανατολικής θύρας, την κτιστή σκάλα και ένα μεγάλο δωμάτιο πίσω από τη σκάλα. Σε δεύτερο επίπεδο, στο ύψος της οροφής του υπογείου, σχηματίζεται ημιόροφος αποτελούμενος από δύο μεγάλα δωμάτια ακριβώς πάνω από το υπόγειο και ένα ακόμα δωμάτιο, στο επίπεδο του πλατύσκαλου της σκάλας. Μεταξύ των δύο δωματίων μεσολαβεί διάδρομος που οδηγεί από την υπερυψωμένη νότια είσοδο στο πλατύσκαλο της σκάλας. Συνήθως, σε ανάλογα παραδείγματα ορόφων παρόμοιων οικιών, στο μεσοπάτωμα ή «μετζοπάτωμα» στεγαζόταν ο αργαλειός της οικογένειας.
Η ξύλινη σκάλα οδηγεί στον όροφο της οικίας, ο οποίος αποτελούσε και το κύριο ενδιαίτημα της οικογένειας. Περιφερειακά του πλατύσκαλου διαδρόμου ανοίγονταν αρχικά τέσσερα δωμάτια που χρησίμευαν για την κοινωνική και ιδιωτική ζωή των ιδιοκτητών (σαλόνι, «χειμωνιάτικο», υπνοδωμάτια κ.λπ.), τα οποία φωτίζονται με μεγάλα παράθυρα που σχηματίζουν κόγχες στο εσωτερικό.
Στο ανώτερο τμήμα του νεότερου πρόσθετου πυργοειδούς προσκτίσματος σχηματίζονται τρεις χώροι που περιλαμβάνουν το αποχωρητήριο, ένα μικρό χώρο, και την κουζίνα της οικίας. Η τοποθέτηση των χώρων αυτών γίνεται συνήθως εξωτερικά από την κάτοψη του κτιρίου, για να εξυπηρετηθεί η απομάκρυνση των λυμάτων αλλά και για την απομάκρυνση των χώρων αυτών από τα ενδιαιτήματα της οικογένειας για λόγους υγιεινής.
Αξιοσημείωτο στοιχείο είναι ότι στο χώρο υποδοχής του ορόφου και στα δύο μεγάλα νότια επίσημα δωμάτια, οι ξύλινες οροφές φέρουν πλούσιο γραπτό διάκοσμο, με ποικίλες επιρροές από την προεπαναστατική παράδοση αλλά και τις νέες τάσεις του 19ου αιώνα.
Στο «σαλόνι» στο κέντρο της οροφής, σχηματίζεται μεγάλο ξυλόγλυπτο με γεωμετρική διαμόρφωση και γραπτό στεφάνι ανθέων το οποίο περιβάλλεται από πλαίσια που φέρουν διάκοσμο χρυσών ακτινωτών άστρων ή «ήλιων». Στην περίπτωση αυτή η διακόσμηση απηχεί περισσότερο παραδοσιακά πρότυπα της ύστατης μεταβυζαντινής περιόδου, με περισσότερο «ανατολίτικο» πνεύμα κυρίως στον κατασκευαστικό τομέα. Στα επιμέρους όμως διακοσμητικά στοιχεία του γραπτού διακόσμου παρατηρούνται οι επιρροές νεοκλασικών προτύπων του 19ου αιώνα, που επηρεάζονται από άλογες τάσεις στη Β. Ευρώπη με κύριο χαρακτηριστικό την αναβίωση αρχαίων συμβόλων π.χ. οκτάκτινου ήλιου.
Στον προθάλαμο το ταβάνι αποτελείται από τετράγωνα ξύλινα φατνώματα με διάκοσμο χρυσών άστρων – «ήλιων». Στο άλλο μεγάλο δωμάτιο ρεαλιστικά ζωγραφισμένα μπουκέτα λουλουδιών σε τετράγωνα πλαίσια-φατνώματα κοσμούν την οικεία οροφή. Η διαμόρφωση των φατνωματικών αυτών των οροφών παραπέμπει σε νεοκλασικά πρότυπα του 19ου αιώνα που επηρεάζονται από ανάλογες τάσεις στη Β. Ευρώπη. Κύριο χαρακτηριστικό των τάσεων αυτών είναι η αναβίωση της αρχαιότητας και τα αρχαΐζοντα σύμβολα, (π.χ. του ήλιου) αλλά και αναγεννησιακών προτύπων (π.χ. ανθοδέσμες πολύχρωμων λουλουδιών). Ο ρυθμός αυτός απηχεί τάσεις που προέρχονται από την επίσημη τάση της αρχιτεκτονικής διακοσμητικής στην Αθήνα και εξαπλώνονται στην επαρχία του ελληνικού Βασιλείου στα μέσα του αιώνα.
Στους υπόλοιπους χώρους οι οροφές είναι απλούστερες και αποτελούνται από πλατιές σανίδες, που ενώνονται με ξύλινα αρμοκάλυπτρα-«κορδόνια». Η μετάβαση από τις κάθετες επιφάνειες των τοίχων στις οριζόντιες επιφάνειες των οροφών γίνεται με τη βοήθεια κοίλων επιφανειών, «των τραχηλωμάτων», κάτω από την επίδραση δυτικών και νεοκλασικών προτύπων του 18ου και 19ου αιώνα.
Η εσωτερική διαμόρφωση του πυρήνα αυτού φανερώνεται εξωτερικά με τη διάταξη των ανοιγμάτων. Στην ανατολική πλευρά, στο επίπεδο της μεγάλης τοξωτής εισόδου με τη βαριά δίφυλλη πόρτα, ανοίγεται το παράθυρο του ημιυπόγειου κατωγίου. Στο επίπεδο του ημιορόφου ανοίγονται ορθογώνια παράθυρα με οριζόντια ανώφλια, κουφιστικά ημικυκλικά τόξα και μικρότερο σιδηρόφρακτο ορθογώνιο παράθυρο πάνω από τη θύρα.
Πάνω από το παράθυρο σχηματίζεται «καταχύτρα» ή «ζεματίστρα» για την ενίσχυση της άμυνας της θύρας. Η καταχύτρα είναι εν μέρει χωνευτή: μέσα στον τοίχο, ενώ εξωτερικά στηρίζεται σε δύο γεισίδες. Το στόμιο της ανοίγεται στο κατώτερο τμήμα του ανατολικού παραθύρου του βορειοανατολικού δωματίου του ορόφου.
Τέλος, στον όροφο ανοίγονται, συμμετρικά τοποθετημένα, από δυο ορθογώνια παράθυρα με οριζόντια λίθινα λοξότμητα ανώφλια και κουφιστικά ημικυκλικά τόξα και ενδιάμεση ίδιας μορφολογίας πόρτα, η οποία οδηγεί στον νεότερο τσιμεντένιο εξώστη καταλαμβάνοντας τη θέση μάλλον και όμοιου παραθύρου ή εξόδου στον αρχικό ξύλινο εξώστη.
Στη νότια πλευρά δεσπόζει εξωτερικά μεγάλη δεκάβαθμη πέτρινη κλίμακα με τοξωτή καμάρα που οδηγεί στην οικεία υπερυψωμένη θύρα. Και στην πλευρά αυτή η εσωτερική διάταξη της οικίας, φανερώνεται με τις σειρές των παραθύρων που υποδηλώνουν την ύπαρξη των ορόφων, γεγονός που ισχύει και για τις άλλες δυο σχετικά αθέατες πλευρές του κτιρίου. Τέλος, το κτίριο στεγάζεται με τετράκλινη κεραμοσκεπή, από την οποία προβάλλει η καπνοδόχος της εστίας του άνω ορόφου.
Το κτίριο είναι δομημένο με τη γνωστή πρασινωπή εγχώρια ψαμμιτική πέτρα που κτίζεται με τη βοήθεια ασβεστοκονιάματος. Στις γωνίες, στα φατνώματα των σιδηρόφρακτων ορθογώνιων παραθύρων και στα περιθυρώματα των εισόδων και των ανοιγμάτων, οι πέτρες είναι λαξευμένες σε ορθογώνιους λιθόπλινθους. Τα κουφιστικά ημικυκλικά τόξα των θυρών και των παραθύρων σχηματίζονται επίσης με λαξευμένους θολίτες. Αντίθετα, στις επιφάνειες των όψεων η δόμηση γίνεται με αδρά κατεργασμένες πέτρες σχεδόν σε οριζόντιες στρώσεις. Σύμφωνα με πληροφορίες των προηγούμενων ιδιοκτητών κτίστηκε μάλλον από συνεργείο Ηπειρωτών κτιστών.
Η έντονη οχυρωματική φύση του συγκροτήματος και του κτιρίου-μοναδική ανάμνηση των οχυρωμένων οικιών των Οθωμανών προυχόντων του Βραχωριού- φανερώνεται από την ύπαρξη των τυφεκιοθυρίδων στο νότιο τμήμα του περιβόλου, των τυφεκιοθυρίδων που ανοίγονται στους τοίχους του κατωγίου και εκατέρωθεν των θυρών, την ενίσχυση της ανατολικής θύρας με εγκάρσια «μπάρα» και από την κτιστή «καταχύτρα» πάνω από τη βόρεια είσοδο. Δυστυχώς, η κατεδάφιση του υπολοίπου περιβόλου και της πιθανότατα ισχυρής και οχυρωμένης επίσης αυλόπορτας δεν επέτρεψε τη διάσωση των στοιχείων της συνολικής οχύρωσης της οικίας.
Μοναδικό βέβαιο χρονολογικό στοιχείο αποτελεί η εγχάρακτη επιγραφή στο υπέρθυρο του ανατολικότερου παραθύρου της βόρειας πλευράς του ορόφου που αναφέρει τη χρονολογία 1872. Σύμφωνα όμως με πληροφορίες των προηγούμενων ιδιοκτητών, κτίστηκε μάλλον στις αρχές της δεκαετίας του 1840. Η παραπάνω μαρτυρία επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η βορειοανατολική πλευρά του κτιρίου, η οποία περιλαμβάνει και το παράθυρο με τη χρονολογία 1872, αποτελεί μεταγενέστερη επέμβαση, όπως αποδεικνύει η διαφορετική μορφή της τοιχοποιίας, η οποία βάσει της επιγραφής χρονολογείται επακριβώς. Στην ίδια φάση πρέπει μάλλον να ανάγεται και η πρόσθεση της πυργοειδούς επέκτασης προς τα βόρεια που εκτείνεται και υπερκαλύπτει τον περίβολο, κάτι που είναι δυνατόν να γίνει μόνο στη φάση μιας περιόδου ησυχίας, όπως ήταν το τρίτο τέταρτο του 19ου αιώνα.
Φωτογραφία:
——————————————————————————————————-
Η μνήμη είναι μια δυνατότητα για να διευρύνουμε το μέλλον
και όχι για να το συρρικνώσουμε στο ήδη ξεπερασμένο παρελθόν