Τζον Κασσαβέτης | Aνυπότακτος και εικονοκλάστης


.

Τζον Κασσαβέτης

Από στόφα ανυπότακτος

Ο εικονοκλάστης του αμερικάνικου cinema
Άφησε την ευκολία και μπήκε  στην περιπέτεια


Ο Τζον Κασσαβέτης (αγγλικά: John Nicholas Cassavetes‎‎, 9 Δεκεμβρίου 1929 – 3 Φεβρουαρίου 1989), ήταν Ελληνοαμερικάνος σκηνοθέτης, σεναριογράφος, παραγωγός και ηθοποιός. Ο Κασσαβέτης ήταν ένας από τους πρώτους σκηνοθέτες που ασχολήθηκαν με τον ανεξάρτητο κινηματογράφο.

Γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη στις 9 Δεκεμβρίου του 1929 και ήταν γιος της Ελληνοαμερικανίδας ηθοποιού Κάθριν Κασσαβέτη (το γένος Δημητρίου), που επρόκειτο να παίξει σε μερικές από τις ταινίες του, και του Έλληνα μετανάστη Νικόλαου Ιωάννη Κασσαβέτη. Τα πρώτα του χρόνια τα πέρασε με την οικογένειά του στην Ελλάδα και όταν επέστρεψε σε ηλικία επτά ετών στις ΗΠΑ, δεν μιλούσε αγγλικά. Μεγάλωσε στο Λονγκ Άιλαντ της Νέας Υόρκης. Παρακολούθησε το Γυμνάσιο του Πορτ Ουάσιγκτον (σήμερα γνωστό ως Γυμνάσιο Πολ Σράιμπερ) από το 1945 έως το 1947 και συμμετείχε στο Port Weekly (σχολική εφημερίδα).

Σπούδασε υποκριτική με τον Ντον Ρίτσαρντσον, ο οποίος χρησιμοποιούσε μια τεχνική υποκριτικής βασισμένη στη μυϊκή μνήμη. Συνόδευσε την υποκριτική του με την κινηματογραφική έρευνα και αφήγηση από τις αρχές της καριέρας του και το δείγμα της δουλειάς χαρακτηρίζεται από τον πειραματισμό, το ρεαλισμό, τον αυτοσχεδιασμό, την έλλειψη μέσων παραγωγής και τη μορφή ντοκιμαντέρ των ταινιών.

Ο Κασσαβέτης θα έπαιρνε την πρώτη του σημαντική δουλειά στην τηλεόραση στην πετυχημένη σειρά «Paso Doble», όπου έπαιξε σε πάνω από 80 επεισόδια, ενώ άρχισαν να καταφθάνουν και οι πρώτες προτάσεις από το Χόλυγουντ. Γρήγορα απέκτησε και τη φήμη του καβγατζή, μαλώνοντας με σκηνοθέτες, σεναριογράφους και κυρίως τους παραγωγούς.

Η Τζίνα Ρόουλαντς την ίδια εποχή τα πήγαινε πολύ καλά στο θέατρο και εκμεταλλευόμενος τη φήμη της, ανοίγει ένα στούντιο για άνεργους ηθοποιούς. Στο εργαστήρι αυτό γεννήθηκε και το πρώτο του φιλμ, «Σκιές» και ίσως η πρώτη ανεξάρτητη παραγωγή στις ΗΠΑ. Μέσα από αυτοσχεδιασμούς νεαρών ηθοποιών, αφηγείται τη ζωή τριών μαύρων αδελφών στο διανοουμενίστικο Μανχάταν. Με την κάμερα στο χέρι, μεγάλο ασπρόμαυρο κόκκο και με αθάνατα κομμάτια του Μίνκους ως μουσική υπόκρουση, γίνεται γνωστός στη Νέα Υόρκη, στα κλαμπ, στα στέκια διανοούμενων.

Το 1959 είναι μία κομβική χρονιά για το μέλλον του, καθώς μπαίνει στους κόλπους των διασημοτήτων παίζοντας τον ντετέκτιβ-πιανίστα Τζόνι Στακάτο, στην ομότιτλη σειρά του NBC.

 

 

Το καλλιτεχνικό σκηνοθετικό του στυλ φημίζεται για τον αυτοσχεδιασμό των ηθοποιών με τους οποίους συνεργάστηκε και για την ικανότητά του να αφηγείται ρεαλιστικές ιστορίες. Ο κινηματογράφος του Κασσαβέτη απασχόλησε μια σειρά ηθοποιών με τους οποίους διατηρούσε φιλικές σχέσεις για πολλά χρόνια όπως οι: Σέιμουρ Κασέλ, Μπεν Γκαζάρα και Πίτερ Φολκ, καθώς και συγγενικά του πρόσωπα όπως η σύζυγός του Τζίνα Ρόουλαντς (πρωταγωνίστρια των περισσότερών του ταινιών), με τη βοήθεια των οποίων περιέγραψε τις δυσκολίες στη ζωή των μεγαλουπόλεων και διηγήθηκε τις δυσκολίες στη ζωή των ζευγαριών.

Πρώτη σκηνοθετική απόπειρα ήταν η ταινία «Σκιές» (Shadows, 1959), η οποία αποτελεί τον πρόδρομο του αμερικανικού ανεξάρτητου κινηματογραφικού κινήματος. Η πρωτοποριακή του προσέγγιση στηρίχθηκε στον αυτοσχεδιασμό, τη μη συναισθηματική θεματολογία, το σκληρό κινηματογραφικό στυλ και την ανεξάρτητη χρηματοδότηση, που του επέτρεπαν την απαλλαγή από εμπορικούς περιορισμούς.

Οι υπεύθυνοι της Paramount ενθουσιάζονται και πιστεύουν ότι ο Κασσαβέτης έχει αρχίσει να μπαίνει στα κοστούμια του Χόλιγουντ. Τον καλούν να γυρίσει το δράμα «Όταν ο πόθος προστάζει» (1961), αλλά η Αμερική του γυρνάει την πλάτη . Η ταινία είναι μία εισπρακτική αποτυχία και η Paramount λύνει το συμβόλαιο μαζί του αμέσως.

 

 

Αν και ακατανόητο, τον επόμενο χρόνο η United Artists τον καλεί να σκηνοθετήσει το κοινωνικό δράμα «Το παιδί μας σε περιμένει», ένα φιλμ για τη ζωή των αυτιστικών παιδιών, με την Ρόουλαντς, τον Μπαρτ Λάνκαστερ και την Τζούντι Γκάρλαντ. Παρά τους δισταγμούς του, ο Κασσαβέτης, που γνωρίζει από πρώτο χέρι τι σημαίνει μεγάλο στούντιο δέχεται. Ο σκηνοθέτης και μεγαλοπαραγωγός Στάνλεϊ Κράμερ (παρότι εκφραστής ενός κοινωνικού σινεμά, αλλά πάντα ένας «παίχτης» των μεγάλων στούντιο) του αφαιρεί το δικαίωμα να μοντάρει την ταινία του και ο Κασσαβέτης συγκρούεται με σφοδρότητα μαζί του, θέτοντας εαυτόν εκτός των μεγάλων στούντιο του Χόλιγουντ. Μετά την επίδειξη ισχύος από τα στούντιο, ο Κασσαβέτης θα μείνει σπίτι, θα κοιτάξει τα παιδιά του και θα αρχίσει το γράψιμο. Για δυο χρόνια γραφεί συνεχώς, από σενάρια και θεατρικά, μέχρι μυθιστορήματα.

Ο Μακέντρι, ο συνεργάτης του στην παραγωγή της ταινίας «Σκιές» του προτείνει να γυρίσει τα «Πρόσωπα». Τα γυρίσματα κρατούν έξι μήνες και το μοντάζ τρία χρόνια! Στη διάρκεια της περιπέτειας του μοντάζ, θα παίξει σε δυο τρεις ταινίες, ενώ θα προταθεί για το Όσκαρ β΄ ανδρικού ρόλου στην γνωστή πολεμική ταινία του Τζον Όλντριτς «Και οι 12 ήταν καθάρματα» (1967).

 

 

Τον αμέσως επόμενο χρόνο θα γίνει σούπερ σταρ πρωταγωνιστώντας στο θρίλερ «Το Μωρό της Ρόζμαρι» του Ρομάν Πολάνσκι. Τα χρήματα που θα πάρει από την επιτυχία του ως ηθοποιός θα πάνε όλα στην ολοκλήρωση του δικού του φιλμ, ενώ, όπως παραδέχεται και ο ίδιος, περνά τη δημιουργικότερη περίοδο της ζωής του.

Στα «Πρόσωπα», ενώ δίνεται η εντύπωση ότι οι ηθοποιοί αυτοσχεδιάζουν, στην πραγματικότητα υπάρχει ένα σφιχτό και καλογραμμένο σενάριο. Ο Κασσαβέτης ανήκει στους σκηνοθέτες που αγαπούν τους ηθοποιούς και ως εκ τούτου καταφέρνει να βγάλει απ’ αυτούς τον αυθορμητισμό και τις καλύτερες επιδόσεις τους, κόντρα στα στερεότυπα του Χόλιγουντ. Η Ρόουλαντς είναι εκθαμβωτική. Και όμως η ταινία του πάει άκλαυτη στην ειδική προβολή που έγινε στην Καλιφόρνια, για να έρθει και πάλι η Βενετία να του δώσει την ώθηση που χρειάζεται. Επιστρέφει από τη ιταλική πολιτεία των δόγηδων με πέντε βραβεία και η ταινία του γίνεται καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία, ενώ προτείνεται και για το Όσκαρ σεναρίου. Αμέσως μετά γυρίζει τη δραματική κωμωδία «Σύζυγοι» προσθέτοντας στο καστ της ταινίας και τα «άτακτα παιδιά» Πίτερ Φολκ και Μπεν Γκαζάρα. Ακόμη μία ανέλπιστη επιτυχία, για τον Κασσαβέτη, ο οποίος δεν προδίδει τις αρχές του, χρησιμοποιώντας και ερασιτέχνες ηθοποιούς, ψάχνοντας χρήματα από δω και από κει, βάζοντας υποθήκη το σπίτι του, για να ολοκληρώσει την ταινία του.

Ακολουθεί ένας πετυχημένος πυρετός δημιουργίας, που αποτυπώνεται σε ταινίες όπως «Μίνι και Μόσκοβιτς» (1971) με την Ρόουλαντς και τον Σέιμουρ Κάσελ, «Νύχτα Πρεμιέρας», (1977) με τον ίδιο, την Τζίνα, τον Γκαζάρα και τον Φολκ, «Γκλόρια» (1980) με την σύζυγό του εξαιρετική στον πρώτο ρόλο. Εδώ έρχεται και πάλι η αποθέωση από τη Βενετία, απ’ την οποία θα αποπλεύσει με το Μέγα Βραβείο, ενώ για την «Ερωτική Θύελλα» (1984) θα κερδίσει την Αργυρή Άρκτο, στο Βερολίνο. Επίσης, το 1977, θα πρωταγωνιστήσει μαζί με τον Κερκ Ντάγκλας στο εξαιρετικό θρίλερ του Μπράιαν Ντε Πάλμα «Οργισμένος Γίγαντας».

 

 

Τα σοβαρά προβλήματα αλκοολισμού που τον βασανίζουν για χρόνια θα του δημιουργήσουν μεγάλα προβλήματα και στη δημιουργική έμπνευση και η ανάθεση της Columbia για το «Big Trouble», με τους Πίτερ Φολκ, Άλαν Άρκιν, Τσαρλς Ντέρνινγκ, Μπέβερλι Ντ’ Άντζελο, θα αποτελέσει το κύκνειο άσμα του. Έπειτα από τέσσερα χρόνια επώδυνων καταστάσεων, ο Τζον Κασσαβέτης πεθαίνει από κίρρωση του ήπατος. Ήταν 3 του Φλεβάρη του 1989. Έφυγε ένας σημαντικός κινηματογραφιστής του αμερικανικού ανεξάρτητου σινεμά και ένας αδιαμφισβήτητα γνήσιος ανυπότακτος Έλληνας…

 

——–————————————————
Πηγές: https://el.wikipedia.org/ | https://www.ogdoo.gr/
Επιμέλεια Λ.Τ.