Τυπογραφία & δημοσιογραφία στο Αγρίνιο το 19ο αι. (Μέρος 1ο)

Τυπογραφία και δημοσιογραφία
στο παλιό Αγρίνιο του 19ου αιώνα (Μέρος 1ο)

του Μάρκου Γκιόλια
Πηγή: «Ρίζα των Αγρινιωτών» | Επιμέλεια: Λ. Τηλιγάδας

Γεώργιος Σταυρόπουλος:
Από την Πάτρα στο Μεσολόγγι

 

Η τυπογραφία και η δημοσιογραφία είναι συνυφασμένες με τις οικονομικοπολιτικές ανησυχίες στην πορεία του εξαστισμού μιας κοινωνίας. Αποτελούν τη μαρτυρία και την αυθεντική ταυτότητα των κοινωνικών διεργασιών στους κόλπους της. Είναι το βαθμόμετρο της ανάπτυξής της, η έκφραση της οικονομικής και πολιτισμικής δυναμικής της. Και οι δυο αυτές λειτουργίες εμφανίζονται στο Αγρίνιο αρκετές δεκαετίες μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους.

Ως το 1880 περίπου, το Αγρίνιο δεν παρουσιάζει κάποια αξιόλογη κοινωνική και πολιτισμική ανάπτυξη αστικού χαρακτήρα. Είναι μια αγροτογεωργική κωμόπολη, ένα κεφαλοχώρι, που δεν ξεπερνάει τους 3.000 κατοίκους μαζί με τους συνοικισμούς.[1] Αρκετοί κάτοικοι είναι γαιοκτήμονες και πλούσιοι εισοδηματίες, χωρίς ιδιαίτερες πολιτιστικές καταβολές. Η μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων είναι φτωχοί καλλιεργητές, αγροεργάτες και σέμπροι. Η κωμόπολη ασφυκτιά μέσα στην αγροτοπαραδοσιακή διάρθρωσή της.

Ο εκχρηματισμός της οικονομίας είναι περιορισμένος. Οι γαιοκτήμονες συσσωρεύουν πολύ πλούτο. Αλλά δεν κάνουν επενδύσεις για τη δημιουργία σοβαρών καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Οι δυνατότητες της εμπορικής επικοινωνίας με τα λιμάνια του Μεσολογγίου, του Αστακού και της Αμφιλοχίας δυσχεραίνονται σημαντικά, καθώς το Αγρίνιο «φράζεται» δυτικά από τον Αχελώο και νότια από τις λίμνες Λυσιμαχία και Τριχωνίδα. Μέσα στο πλαίσιο αυτό είναι απρόσφορη η λειτουργία μιας διευρυμένης εμποροχρηματικής αγοράς με δυναμική κοινωνικών μεταστοιχειώσεων.

Οι μεταφορές των προϊόντων από ή προς τα γειτονικά λιμάνια γίνονται με μουλάρια και κάρα κυρίως στους θερινούς μήνες. Ακόμα και το μικρό αγροτικό πλεόνασμα από την αυτοκατανάλωση της τοπικής κοινωνίας παραμένει αδιάθετο εξαιτίας του μεγάλου κόστους των μεταφορικών. Για τους ίδιους λόγους περιορίζεται και η καλλιέργεια του καπνού, που εισάγεται στην περιοχή το 1832. Το καπνεμπόριο είναι στα σπάργανα. Αργότερα αποτελεί ζωτικό κλάδο της τοπικής οικονομίας. Η κωμόπολη δεν έχει υδρευτικό και αποχετευτικό δίκτυο. Οι κάτοικοι υδρεύονται από πηγάδια. Η οικιστική εξέλιξη της κωμόπολης είναι και αυτή ανώμαλη. Κάποιο ρυμοτομικό σχέδιο των Βαυαρών του 1852 μένει νεκρό, γιατί αντιδρούν σφοδρά οι ιδιοκτήτες γαιών. Μόνο μετά το 1880 εφαρμόζεται μερικώς, ενώ το 1869 οριοθετείται η δημοτική αγορά.

Άλλος αρνητικός παράγοντας είναι η ανομοιογένεια στα ήθη, τα έθιμα και τις νοοτροπίες των κατοίκων, αφού οι περισσότεροι εποικίζονται από γειτονικές περιοχές. Ήδη ο μητροπολίτης Πορφύριος, από το 1836, προσδιορίζει την αγρινιώτικη κοινωνία με τη λέξη πανσπερμία.[2] Πριν από το 1880, το Αγρίνιο έχει ένα μόνο δημοτικό σχολείο, ένα σχολαρχείο[3] και ειρηνοδικείο. Πλήρες Γυμνάσιο[4] ιδρύεται μετά το 1890.

Τα πρώτα σκιρτήματα της αστικής ανάπτυξης στο Αγρίνιο, όπως και στην άλλη Ελλάδα, σημειώνονται με τη διακυβέρνηση της χώρας από το Χαρίλαο Τρικούπη. Ήδη το 1884, ο Δημ. Βικέλας που περιηγείται την περιοχή, διαπιστώνει ότι το Αγρίνιον ευρίσκεται εις πρόοδον[5]. Το 1881 γίνεται η πρώτη σκυρόστρωση του δρόμου Αγρινίου – Μεσολογγίου και τον ίδιο χρόνο πραγματοποιείται η γεφύρωση του Αχελώου.

Το σημαντικότερο όμως έργο, που δημιουργεί κινητικότητα στην τοπική κοινωνία και διευκολύνει το εμπόριο, είναι η κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Αγρινίου – Μεσολογγίου το 1888 και η επέκταση της το 1895 ως το Κρυονέρι. Το Αγρίνιο βγαίνει από την απομόνωσή του. Και ιδού ο Νεολόγος των Πατρών γράφει το 1898 μεταξύ άλλων: «Υπό έποψιν εμπορικής κινήσεως το Αγρίνιον σήμερον κατέχει εν τω νομώ την πρώτην θέσιν είναι πόλις μικρά μεν εισέτι, προοδεύουσα όμως ολοέν χάρις εις την καλλιέργειαν και το εμπόριον του καπνού».[6]

Ο βαθμιαίος εξαστισμός της οικονομίας και της τοπικής κοινωνίας προκαλεί γενικότερες διεργασίες. Δημιουργεί τις δυνατότητες για την ίδρυση τυπογραφίας και την εμφάνιση τοπικού Τύπου στο Αγρίνιο. Τη σχετική πρωτοβουλία αναλαμβάνει ο Γεώργιος Σταυρόπουλος, που έχει σπουδαία τυπογραφική και εκδοτική πείρα αρχικώς στην Πάτρα και ακολούθως στο Μεσολόγγι. Είναι ο πρώτος τυπογράφος και εκδότης εφημερίδας στην πόλη. Η χειρόγραφη εξάλλου εφημερίδα Αχελώος, την οποία βγάζει ο Νικόλαος Λουριώτης το Φεβρουάριο του 1822 στο Βραχώρι,[7] δεν εντάσσεται στην οικονομικά οργανωμένη λειτουργία της τυπογραφίας και δημοσιογραφίας.

Την πρωτοχρονιά του 1880, ο Σταυρόπουλος εκδίδει στο Μεσολόγγι την εβδομαδιαία εφημερίδα «Αιτωλία», που τυπώνεται στο ιδιόκτητο τυπογραφείο του. Καθώς χαρακτηρίζεται στον υπότιτλό της, είναι «εφημερίς πολιτική και των ειδήσεων», με κύριο συντάκτη το δικηγόρο Τιμ. Τσαγκαράκη. Η έκδοση της εφημερίδας διακόπτεται για μικρό διάστημα το 1882. Αργότερα ο Σταυρόπουλος μεταφέρει την έδρα της εφημερίδας στο Αγρίνιο, όπου εγκαθίσταται και ο ίδιος ως μόνιμος κάτοικος. Ακολούθως μεταφέρει και το τυπογραφείο του.

Με τον τρόπο αυτό το Αγρίνιο αποκτά την πρώτη εφημερίδα και το πρώτο τυπογραφείο του. Είναι και τα δυο απτά δείγματα της πορείας του προς τον αστικό εκσυγχρονισμό. Η Αιτωλία εκδίδεται στο Αγρίνιο ως το 1885, αποτελώντας άμεσο όργανο ενημέρωσης της κοινής γνώμης. Πολιτικώς η εφημερίδα υποστηρίζει το κόμμα του Χαριλάου Τρικούπη και αγωνίζεται για την πρόοδο της περιοχής. Προβάλλει τα τοπικά ζητήματα, ενώ ενημερώνει τους αναγνώστες της και για τις γενικότερες εκσυγχρονιστικές προσπάθειες του ελληνικού κράτους. Είναι ένας τοπικός φάρος πληροφόρησης.

Ο ρόλος του Σταυρόπουλου στο Αγρίνιο της εποχής εκτιμάται ως αυτόχρημα θετικός και επωφελής. Γι’ αυτό και αναγνωρίζεται από τους κατοίκους της πόλης ως ιδρυτής της εν Αγρινίω δημοσιογραφίας και αναμορφωτής της ημετέρας κοινωνίας[8]. Από τα πρώτα βήματα της δραστηριότητάς του στο Αγρίνιο, ο Σταυρόπουλος έχει μόνιμο και αχώριστο συνεργάτη του το Γεώργιο Βλαχόπουλο, τον οποίο αναδεικνύει σε σημαντικό δημοσιογράφο και τον καθιστά μάλιστα κληρονόμο του τυπογραφείου του. Η λειτουργία του τυπογραφείου γι’ αυτόν αποτελεί αίτημα ζωής, φλόγα δημιουργίας.

Aσφαλώς ο Σταυρόπουλος δεν είναι μια τυχαία περίπτωση επαγγελματία, θεωρείται από τους σκαπανείς της ελληνικής τυπογραφίας μαζί με τον Ιωάννη Τόμπρα, τον Ευθύμιο Οικονομίδη, τον Παναγή Ευμορφόπουλο και άλλους. Ο τόπος και ο χρόνος της γέννησής του δεν είναι διακριβωμένοι. Το πιθανότερο είναι ότι γεννήθηκε στο Μεσολόγγι κατά τα πρώτα χρόνια της επανάστασης του 1821. Η άποψη ορισμένων ότι είναι Αγρινιώτης[9], ακυρώνεται από τις πηγές. Στη νεκρολογία, που συντάσσει και δημοσιεύει γι’ αυτόν Αγρινιώτης δημοσιογράφος της εποχής, αναγράφονται μεταξύ άλλων: «Ο γέρων Σταυρόπουλος, επιθυμήσας να φανή χρήσιμος και εν τη ημετέρα κοινωνία, εγκατέλειπε την γενέτειράν του γην και ελθών εγκατεστάθη εις Αγρίνιον, καταστήσας αυτό κέντρον δημοσιογραφικό»[10]. Άραγε, ο δημοσιογράφος εννοεί ως «γενέτειραν» του Σταυρόπουλου το Μεσολόγγι ή την Πάτρα; Σαφώς προκύπτει από διάφορα ιστορικά στοιχεία και γεγονότα ότι πρόκειται για το Μεσολόγγι.

Ποιοι όμως είναι οι δεσμοί του Σταυρόπουλου με την Πάτρα; Την τυπογραφική τέχνη μαθαίνει ο Σταυρόπουλος στην Πάτρα, όπου και παρουσιάζεται ως συνεταίρος με επιφανείς εκδότες – τυπογράφους στα μέσα του ιθ’ αιώνα. Το 1850 ιδρύει τυπογραφική εταιρεία με τον Θ. Αντρόπουλο, όπως μαρτυρεί η κοινή έκδοσή τους στην αχαϊκή πρωτεύουσα: «Θεωρίαι Χριστιανικοί και ψυχωφελείς Νουθεσίαι […]. Έκδοσις νέα υπό Γεωργίου Ζαροκότα ή Ντόμπρου. Εν Πάτραις, τύποις Γ. Σταυροπούλου και Θ. Αντροπούλου, 1850».

Ύστερα από πέντε χρόνια, ο Σταυρόπουλος κάνει νέο άλμα. Το 1855 συνεταιρίζεται με μια επιφανή προσωπικότητα, τον Παναγή Ευμορφόπουλο, εκ των αρχαίων κατοίκων της πόλεως των Πατρών και εις των πρώτων εισαγόντων την τυπογραφικήν τέχνην εις ταύτην,[11] καθώς γράφει το 1890 ο Ιωάννης Καμπούρογλου. Ο Ευμορφόπουλος, που είναι προφανώς και ο δάσκαλος του Σταυρόπουλου, συνδέεται στενά με τον Πατρινό σοσιαλιστή διανοούμενο και πολιτικό Ανδρέα Ρηγόπουλο, προσωπικό φίλο του Karl Marx, του Victor Hugo και του Ιταλού επαναστάτη και συγγραφέα Mazzini[12].

Ο Σταυρόπουλος έχει τη δυνατότητα να κινείται σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον. Η συνεταιρία του με τον Ευμορφόπουλο δείχνει και το κύρος του στους ιδεολογικοπολιτικούς κύκλους της πατραϊκής κοινωνίας. Αψευδής μαρτυρία της εταιρικής τους σχέσης είναι οι κοινές τυπογραφικές τους εκδόσεις: «Ελληνικής Αρχαιολογίας Εγχειρίδιον […], υπό Αθανασίου Σ. Ρουσσοπούλου. Εν Πάτραις, εκ του τυπογραφείου Π. Ευμορφοπούλου και Γ. Σταυροπούλου, 1853».

Οι γιοι του Ευμορφοπούλου, Αλέξανδρος και Ηρακλής, είναι και αυτοί διακεκριμένοι τυπογράφοι, φίλοι του Σταυρόπουλου. Όλοι τους παίρνουν ενεργό μέρος στις διάφορες κοινωνικοπολιτικές κινήσεις της πόλης. Ο Αλέξανδρος μάλιστα είναι εκδότης και διευθυντής της αναρχοσοσιαλιστικής εφημερίδας «Επί τα Πρόσω». Άρθρα της αναδημοσιεύει και σχολιάζει αργότερα ο Σταυρόπουλος στο Αγρίνιο[13]. Στο περιβάλλον των Ευμορφόπουλων, κηρυγμένων αντιπάλων του μοναρχικού καθεστώτος του Όθωνα, ο Σταυρόπουλος δέχεται αναμφισβήτητες πολιτικοϊδεολογικές επιλογικές επιρροές. Έχει άλλωστε και ο ίδιος ανάλογους κοινωνικοπολιτικούς προσανατολισμούς. Είναι ανήσυχο και δραστήριο άτομο.

Εκτός από τις τυπογραφικές και εκδοτικές επιδόσεις του, ο Σταυρόπουλος αναπτύσσει και πολιτική δράση στην Πάτρα. Είναι αντιμοναρχικός, αλλά κι επηρεασμένος από τις χριστιανοσοσιαλιστικές ουτοπιστικές ιδέες, που τότε βρίσκουν σημαντική απήχηση σε στρώματα της πατραϊκής κοινωνίας. Μαζί με τον αδερφό του συμμετέχει ενεργά στη δημοκρατική και αντιδυναστική κίνηση της πόλης. Είναι βαθύτατα συνειδητοποιημένος ως πολίτης. Γι΄ αυτό και συλλαμβάνεται από τα όργανα του Όθωνα και εξορίζεται εν τη αλλοδαπή ως επικίνδυνος. Ο αδερφός του δολοφονείται άγρια από βασιλικούς τραμπούκους.[14]

Μετά την επάνοδό του από την εξορία, ίσως κατά τα μέσα του 1858, η παραμονή του Σταυρόπουλου στην Πάτρα είναι σχεδόν αδύνατη. Πιθανόν γιατί φοβάται ακόμα και για τη ζωή του. Έτσι επιλέγει ως τόπο της επαγγελματικής του επαναδραστηριοποίησης το Μεσολόγγι, όπου και φέρνει ιδιόκτητο τυπογραφείο και επίπεδο πιεστήριο, ίσως από την Πάτρα ή την Αθήνα.

Ο πάντα ανήσυχος Σταυρόπουλος δραστηριοποιείται αμέσως στην πόλη, θέλοντας να παίξει ρόλο διαφωτιστή της κοινής γνώμης. Συνεταιρίζεται με τον Αναστάσιο Γιαννόπουλο, τον οποίο ο Κωστής Παλαμάς σκιαγραφεί ως εξέχουσα φυσιογνωμία της Ιερής Πόλης του Μεσολογγίου. Γράφει συγκεκριμένα ότι είναι κορυφαίος, αξιοσπούδαστος και ως δικηγόρος και ως δημοσιογράφος και ως λόγιος[15], αλλά και ως δήμαρχος μετέπειτα. Ο Γιαννόπουλος μαζί με τον Ζηνόβιο Βάλβη, το Δημ. Βουλπιώτη και Δημ. Χατζόπουλο, οι δυο τελευταίοι προέρχονται από την Ευρυτανία, είναι διαπρεπείς νομικοί, προικισμένοι χειριστές του λόγου. Συγκροτούν κατά τον Παλαμά Σχολήν δικανικής ρητορείας.[16]

Στις αρχές Φεβρουαρίου του 1859, ο Γιαννόπουλος κι ο Σταυρόπουλος εκδίδουν τα Ελληνικά Χρονικά, σαν συνέχεια της ιστορικής εφημερίδας του Ιακώβου Μάγερ, καθώς γράφουν οι ίδιοι στο προγραμματικό τους άρθρο. Η εφημερίδα εκείνη σημειώνει σταθμό στην ιστορία του Τύπου της Δυτικής Στερεάς. Αρκετά άρθρα και ειδήσεις της αναδημοσιεύονται στον αθηναϊκό Τύπο. Ο γνωστός για τις δημοκρατικές του πεποιθήσεις Αλεξ. Σούτσος έγραφε πως με την εφημερίδα αυτή επανήλθεν εις την ζωήν το ηρωικόν Μεσολόγγιον. Ο φιλελευθερισμός της εφημερίδας είναι διάχυτος.

Η πένα του Γιαννόπουλου και η τέχνη του Σταυρόπουλου δίνουν μιαν άρτια για την ποιότητά της εφημερίδα. Πολλά ζωτικά ζητήματα τίθενται ή βρίσκουν τη λύση τους χάρη στους δικούς της αγώνες: Η αναμόρφωση του λιμανιού στο Μεσολόγγι, που αποτελεί τη σκάλα του διαμετακομιστικού εμπορίου της Αιτωλίας, η διάνοιξη του αύλακα Τουρλίδας, η κατασκευή δρόμων και γεφυρών, η καθιέρωση της εθνικής γιορτής της Εξόδου, η προστασία και ο ευπρεπισμός του «Ηρώου» και διάφορα άλλα οικονομικά και διοικητικά προβλήματα. Η εφημερίδα δεν ανήκει σε κανένα κόμμα. Είναι αδέσμευτη και πάντοτε στην αντιπολίτευση.

Η περίπτωση του Σταυρόπουλου θυμίζει την αντίστοιχη του λαμπαδηφόρου τυπογράφου Δημητρίου Μεσθενέως[17], που έρχεται στο επαναστατημένο Μεσολόγγι το 1824 και θέτει την τέχνη του στη δούλεψη του μαχόμενου έθνους. Μια από τις εκδόσεις του είναι και η ακόλουθη: «Ύμνος εις την Ελευθερίαν, έγραφε Διονύσιος Σολωμός Ζακύνθιος τον Μάιον μήνα 1823 […]. Εν Μεσολογγίω, έκτης τυπογραφίας Δημητρίου Μεσθενέως, 1825».

Αλλά και του Σταυρόπουλου η συμβολή, σε άλλες συνθήκες και σε διαφορετικό χρόνο, δεν είναι ασήμαντη. Η προσφορά του είναι πολλαπλή: τυπογραφική, δημοσιογραφική και εκδοτική. Στο τυπογραφείο του τυπώνεται όχι μόνον η εφημερίδα, αλλά και βιβλία ιστορικού και λογοτεχνικού περιεχομένου.

Ιδού ένας μικρός κατάλογος εκδόσεων του τυπογραφείου του:

  • Πρόδρομος του Απανθίσματος του Ελληνικού Αγώνος, υπό Καρπού [Παπαδοπούλου], αντισυνταγματάρχου και ιππότου του πεζικού στρατού της γραμμής […]. Εν Μεσολογγίω, τύποις Α. Γιαννόπουλου και Γ. Σταυροπούλου, 1859.
  • Λάμπρω, Τραγωδία εις πράξεις πέντε. Ποίημα της Αντωνούσης Καμπουροπούλας εκ Χανίων Κρήτης. Εν Μεσολογγίω, τύποις «Ελληνικών Χρονικών», 1861.
  • Τα κατά Γ. Βαρνακιώτην και ανάκτησις του Μεσολογγίου ιστοριθέντα υπό Καρπού Παπαδοπούλου […]. Η αλήθεια θριαμβεύει. Εν Μεσολογγίω, τύποις Γ. Σταυροπούλου, 1861.
  • Η Παλιγγενεσία της Ελλάδος. Λόγος εκφωνηθείς παρά του αντισυνταγματάρχου και ιππότου κυρίου Καρπού. Εν Μεσολογγίω τη 18 Οκτωβρίου 1863, τύποις «Ελληνικών Χρονικών», 1863.

Δείτε όλα τα μέρη στο link που ακολουθεί:
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΑΣ ΣΤΟ ΑΓΡΙΝΙΟ

Παραπομπές:
1.Γερ. Ηρ. Παπατρέχα, Ιστορία του Αγρινίου, Αγρίνιο 1991, σα. 369, 370,371. θ. Α Θωμόπουλου, Αγρίνιον. ΑΙΕΕ 1(1964), σ. 188. | 2. Σωφρ. Παπακυριακού, Η κατά του Όθωνος στάσις του 1836 εν Αιτωλοακαρνανία. ΔΙΕΕΕ 9 (1926), σσ. 541-544. | 3. Φ. Μάλαινου, Η ίδρυση και η πρώτη λειτουργία του Ελληνικού σχολείου Αγρινίου στις αρχές της δεκαετίας του 1840. Ρίζα Αγρινιωτών, τχ. 12-13 (1993), σσ.6-8. | 4. Πολίτης, φ. 92 (13.4.1891)• φ. 112 (3.9.1891). | 5. Δ. Βικέλα, Από Νικοπόλεως εις Ολύμπιον, Αθήνα 1885, σσ. 173-174. | 6. Νεολόγος, Πατρών, φ. 1365 (23.5.1898), 1,2. | 7. Σπ. Λάμπρου, Χειρόγραφοι εφημερίδες του Αγώνος. ΝΕ1 (1904), σσ. 474-487. Αικ. Κουμαριανού, Ο Τύπος στον Αγώνα, Αθήνα 1971,1, σσ. ιζ’-ιθ’, 23-34. | 8. Πολίτης, φ. 83 (8.2.1891), 1. | 9. Τάκη Λάππα, Ρουμελιώτικος Τύπος, Αθήνα 1959, σ. 117. Ν.Ε. Σκιαδά, Χρονικό της ελληνικής τυπογραφίας, Αθήνα 1982,3, σ, 124. Γερ. Παπατρέχα. Ιστορία τον Αγρινίου, σ, 450. | 10. Πολίτης, φ. 83(8.2.1891),1. | 11. Νέα Εφημερίς, φ. (29.5.1890). | 12. Κ.Θ. Δημαρά, Ελληνικός Ρομαηισμός, Αθήνα 1982, σσ. 355-358, 364, 381, 387, 574. Μάρκου Γκιόλια, το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα και ο Κώστας Χατζόπουλος, Αγρίνιο 1996, σσ.84-86. | 13. Πολίτης, φ. 17 (3.9.1889), 2 φ. 41 (5.3.1890), 3. | 14. Πολίτης, φ. 83(8.2.1891),1. | 15. W [=Κ Παλαμά], Μνημόσυνον (Αναστ. Γιαννόπουλου). Εμπρός, φ. (10.9.1915), 1. Πρβλ. Κ.Σ. Κώνστα, Παλαμικά κείμενα. Νέα Εστία 51 (1952), σ. 379. | 16. Ήλιος, φ. 206 (21.3.1859), 1. Πρβλ. Μπραν [=Στ. Μπράντα], Τα «Ελληνικά Χρονικά», Εμπρός, φ. (8.9.1915), 1 και φ. (11.9.1915), 1. | 17. Ν. Κασομούλη, Ενθυμήματα Στρατιωτικά, 2, σ. 282. Αικ. Κουμαριανού, Ο Τύπος στον Αγώνα, 1, σ. 152. Ν.Ε. Σκιαδά, Χρονικό, 1, σσ. 252-253.
Πρωτοδημοσιεύτηκε στη «Ρίζα Αγρινιωτών»