Το Ζαπάντι των περιηγητών | Οι «Λαλαίοι» της Αιτωλοακαρνανίας



Λευτέρης Τηλιγάδας

Οι περιηγητές για το Ζαπάντι

«Ο Μουσά Αγάς ήταν ένας άλαλος ευνούχος του Σουλτάνου», γράφει ο Τσελεμπί,
«και ίδρυσε το Ζαπάντι στην εποχή του Μωάμεθ του Β΄, του Πορθητή.
Γι’ αυτό και η κωμόπολη ονομάζεται κατ’ ευφημισμόν Ζεμπάν, που σημαίνει γλώσσα»


Όπως είναι γνωστό, πριν από την Επανάσταση του 1821, από την περιοχή μας είχαν περάσει τρεις σημαντικοί περιηγητές που συνέβαλαν όχι μόνο στην τοπική αλλά και στη γενικότερη ιστοριογραφία: ο Εβλιά Τσελεμπί[1], ο Φραγκίσκος Πουκεβίλ[2] και ο Ουίλιαμ Ληκ[3]. Και οι τρεις μάς προσφέρουν πολύτιμες πληροφορίες για το Ζαπάντι, από τα μέσα του 17ου αιώνα έως και τις αρχές του 19ου. Ο πρώτος επισκέφθηκε την κωμόπολη γύρω στο 1667, ενώ οι άλλοι δύο κατά την πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνα.

Σύμφωνα με τον Τσελεμπί[4], το Ζαπάντι υπαγόταν στο βιλαέτι[5] που διοικούσε ο Καπουδάν Πασάς και ανήκε διοικητικά στην περιφέρεια του Κάρλελι (σημερινή Αιτωλοακαρνανία). Η γη ανήκε στον Σουλτάνο και οι κάτοικοι ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλλουν φόρο υποτέλειας. Ήταν έδρα ιεροδικαστή, ο οποίος υπαγόταν δικαστικά στο Βραχώρι· διέθετε επίσης αξιωματικό γενιτσάρων, αγορανόμο και εισπράκτορα του κεφαλικού φόρου. Η ενορία του τζαμιού της Αγοράς ήταν ιδιαίτερα μεγάλη, ενώ ο μιναρές του ήταν χτισμένος με σπασμένα τούβλα και στην αυλή του υπήρχαν θεόρατα κυπαρίσσια. Εκτός από το τζαμί της Αγοράς, υπήρχε και δεύτερο με μιναρέ, το Κιουτσούκ-Παζάρ. Στους μαχαλάδες της κωμόπολης υπήρχαν έντεκα τζαμιά χωρίς μιναρέ, δύο ιεροδιδασκαλεία, τρία σχολεία για μικρά παιδιά, τρία χάνια για ταξιδιώτες και δύο χαμάμ: το ένα στο κέντρο της αγοράς και το άλλο κοντά στο Κιουτσούκ-Παζάρ, σε απόσταση περίπου 1.000 βημάτων από την κύρια αγορά.

Η εμπορική αγορά της κωμόπολης περιλάμβανε συνολικά 57 μαγαζιά, εκ των οποίων τα 50 ανήκαν στη μεγάλη αγορά και τα 7 στη μικρή. Κάθε εβδομάδα πραγματοποιούνταν μεγάλο παζάρι, που προσέλκυε πλήθος εμπόρων και αγοραστών. Ο φόρος που εισπραττόταν από τη λειτουργία του παζαριού αποτελούσε κληροδότημα του Μουσά Αγά προς το τζαμί.

«Ο Μουσά Αγάς ήταν ένας άλαλος ευνούχος του Σουλτάνου», γράφει ο Τσελεμπί, «και ίδρυσε το Ζαπάντι στην εποχή του Μωάμεθ του Β΄, του Πορθητή. Γι’ αυτό και η κωμόπολη ονομάζεται κατ’ ευφημισμόν Ζεμπάν, που σημαίνει “γλώσσα”».

Η κωμόπολη αριθμούσε περίπου 300 σπίτια, κακοχτισμένα με χωμάτινους πλίνθους, και περιβαλλόταν από περιβόλια και αμπέλια. Οι κάτοικοι ήταν λίγοι, καθώς το Ζαπάντι δοκιμαζόταν επί τέσσερα συνεχόμενα χρόνια (από περίπου το 1663) από ισχυρή επιδημία. Η επιδημία αυτή απέτρεψε και τον ίδιο τον Τσελεμπί από το να εισέλθει στην κωμόπολη. Όπως σημειώνει: «είναι προτιμότερο όποιος περνά από εκεί να μην το λέει, γιατί οι κάτοικοι των γύρω περιοχών γνωρίζουν πως το μέρος είναι μολυσμένο· και όσοι διασχίζουν την περιοχή κινδυνεύουν να βρεθούν χωρίς κατάλυμα και χωρίς τροφή». Όπως σημειώνει «λόγω της επιδημίας είχαν απομείνει ελάχιστοι άντρες· έτσι, μια γυναίκα ή παρθένα, με πέντε-έξι πουγκιά για προίκα, μπορούσε να παντρευτεί τον καλύτερο μουσουλμάνο. Γι’ αυτό και πολλές μουσουλμάνες ήταν κόρες χριστιανών (Καφίρηδων = απίστων), όπως ήταν το έθιμο στον τόπο αυτό».

Είναι χρήσιμο εδώ να σημειωθεί ότι, όλες αυτές οι πληροφορίες προέρχονται κυρίως από διηγήσεις Οθωμανών του Βραχωριού, καθώς ο ίδιος ο Τσελεμπί δεν επισκέφθηκε ποτέ το Ζαπάντι. Εξ ου και ο λόγος του συχνά είναι προσβλητικός – με εξαίρεση τη θετική αναφορά στα καπνά του Ζαπαντιού. «Το κλίμα της περιοχής είναι βαρύ και το βασικό καλλιεργήσιμο προϊόν είναι το ρύζι. Το προϊόν όμως που έχει κάνει το Ζαπάντι ξακουστό στον κόσμο είναι ο καπνός: πλατύφυλλος, με βαρύ (σέρτικο) άρωμα».

Και συνεχίζει: «Με τη βοήθεια του Θεού, περάσαμε από εκεί και δεν πάθαμε τίποτα. Ίσως επειδή δεν συναναστραφήκαμε κανέναν ντόπιο. Το φιρμάνι του Σουλτάνου, που υποχρέωνε την κωμόπολη να στρατολογήσει στρατιώτες και να τους στείλει στον διοικητή της Παλαιομάνινας, το παραδώσαμε σε έναν μουσουλμάνο αγρότη, στο σπίτι του οποίου διανυκτερεύσαμε, πολύ μακριά από το Ζαπάντι». Στον αγρότη αυτόν ο Τσελεμπί έδωσε 300 γρόσια για τη φιλοξενία και την αγορά ενός αλόγου, και αναχώρησε βιαστικά.

Η κωμόπολη δεν διέθετε τρεχούμενο νερό· οι κάτοικοι έπιναν από πηγάδια. Παρ’ όλα αυτά, η γύρω πεδιάδα ήταν εξαιρετικά εύφορη. Όλοι μιλούσαν και ελληνικά και τουρκικά. Το πιο εντυπωσιακό όμως ήταν η νοοτροπία των κατοίκων, που πλησίαζε περισσότερο εκείνη των «γκιαούρηδων». Φορούσαν ρούχα από τσόχα, οι ηλικιωμένοι φορούσαν λευκά σαρίκια, ενώ οι νεότεροι κόκκινα φέσια και νησιώτικες ενδυμασίες.

«Το όνομα του χωριού», γράφει ο Παπατρέχας[6], «σύμφωνα με την -κατά τον ίδιο- αληθοφανή εκδοχή του Τσελεμπί, προέρχεται από εσφαλμένη απόδοση της λέξης “άλαλος”, δηλαδή “χωρίς γλώσσα”, εξ ου και το Ζεμπάν = “γλώσσα”. Όμως αυτή η εκδοχή δεν ευσταθεί, καθώς ήδη από χάρτη του 1560 το χωριό αναφέρεται ως Zapata. Πρόκειται για τοπωνύμιο σλαβικής ρίζας, με το γνωστό πρόθεμα ΖΑ (όπως Ζακόνα, Ζαμπατίνα, Ζαουρού, Ζάβιτσα κ.ά.) που απαντά ευρέως στη Δυτική Στερεά και αλλού. Συνεπώς, η μετονομασία της Μεγάλης Χώρας σε Ζαπάντι είχε γίνει προ της οθωμανικής κατάκτησης. Ο άλαλος ευνούχος Μουσά Αγάς, πρόσωπο που διέσωσε η παράδοση την εποχή του Τσελεμπί, ήταν είτε πρώτος οικιστής ενός ερημωμένου τόπου, είτε επικεφαλής ομάδας κατακτητών που εγκαταστάθηκαν σε χριστιανικό οικισμό· κατά την άποψή μας, ισχύει το δεύτερο».

Ανεξαρτήτως της ονοματολογίας, αυτό που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ο εξισλαμισμός της κοινότητας και οι σχέσεις της με τις γύρω, ομόδοξες και ετερόδοξες. Είναι γεγονός ότι οι Οθωμανοί του Βραχωριού περιφρονούσαν τους εξισλαμισμένους κατοίκους του Ζαπαντιού, επειδή με την πάροδο του χρόνου ανέπτυξαν δικά τους ήθη, έθιμα και κώδικες ηθικής. Αξίζει να αναφέρουμε, όπως σημειώνει ο Τσελεμπί, ότι οι Οθωμανοί του Ζαπαντιού συνήθιζαν να νυμφεύονται Χριστιανές – χωρίς να είναι σαφές αν αυτό προϋπέθετε και αλλαγή θρησκείας. Η συνύπαρξη, μάλιστα, του χριστιανικού ναού της Κοίμησης της Θεοτόκου με τα δύο μουσουλμανικά τεμένη, καθώς και η εικονογράφηση του ναού ήδη από τον 16ο αιώνα[7], όταν το Ζαπάντι ήταν σε ακμή, αποδεικνύουν την ανεκτικότητα και τη θρησκευτική συνύπαρξη που χαρακτήριζε την τοπική κοινωνία.

Αυτή η πολιτισμική διττότητα –η χρήση και των δύο γλωσσών, τα ενδυματολογικά χαρακτηριστικά, οι μικτοί γάμοι– ήταν οι βασικές αιτίες που οι μουσουλμάνοι του Βραχωριού δεν θεωρούσαν τους Ζαπατιώτες γνήσιους Οθωμανούς, αλλά «ελληνίζοντες» και κρυπτοχριστιανούς. Από την άλλη πλευρά, οι χριστιανικές κοινότητες της περιοχής αντιμετώπιζαν τους εξισλαμισμένους Ζαπατιώτες με περιφρόνηση και θρησκευτικό μίσος, όπως αποδείχθηκε και κατά την άλωση της κωμόπολης.

«Η διαφορετικότητά τους σε σχέση με τις κυρίαρχες εθνικές ομάδες της περιοχής –Έλληνες και Τούρκους», γράφει η Τασούλα Βερβενιώτη[8], «υπήρξε το μεγαλύτερο στίγμα για τους κατοίκους του Ζαπάντι. Αυτή η ιδιαιτερότητα, μαζί με την οικονομική τους ευμάρεια, τους ώθησε στον ηρωισμό, αλλά καταδίκασε την ιστορία τους στη “Μεγάλη Χώρα της σιωπής”. Οι άνθρωποι δυσκολεύονται να αποδεχτούν το ξένο, το διαφορετικό· ακόμη περισσότερο όταν κάτι που θεωρούσαν δικό τους μετατρέπεται σε ξένο. Στην προεθνική εποχή, το κυρίαρχο στοιχείο ταυτότητας δεν ήταν το έθνος αλλά η θρησκεία. Έτσι, στην πολυεθνική Οθωμανική Αυτοκρατορία, παρά το ότι οι κάτοικοι του Ζαπαντιού διατήρησαν τη χριστιανική τους εκκλησία, τα δύο τζαμιά –χτισμένα με σπασμένα τούβλα και περιβαλλόμενα από κυπαρίσσια, όπως σημειώνει ο Τσελεμπί– δεν άλλαξαν χρήση· δεν μετατράπηκαν σε εκκλησίες μετά την ήττα του Ζαπαντιού, αλλά εγκαταλείφθηκαν και ερειπώθηκαν».

Ολοκληρώνοντας την ενότητα, και πριν περάσουμε στην αφήγηση της πολιορκίας και άλωσης του Ζαπαντιού, αξίζει να αναφέρουμε ότι σύμφωνα με τον Ληκ, ο οποίος επισκέφθηκε την περιοχή τη Δευτέρα 17 Ιουνίου 1805, η κωμόπολη αριθμούσε 120 σπίτια, τα δύο τρίτα των οποίων ανήκαν σε μουσουλμάνους. Με την καταγραφή αυτή συμφωνεί και ο Πουκεβίλ, ο οποίος ταξίδεψε στην περιοχή την ίδια περίπου εποχή, σημειώνοντας ωστόσο μόνο τον αριθμό των μουσουλμανικών σπιτιών (80), χωρίς να αναφέρεται σε χριστιανικές οικίες.

 

——————————————————————————————————————————————————————–
Υποσημείωση: Οι χρονολογίες που καταγράφονται πριν την 16η Φεβρουαρίου 1923 είναι σύμφωνες με την χρονολόγηση των πηγών. Για την αντιστοίχιση με τη σημερινή χρονολόγηση πρέπει στην αντίστοιχη χρονολογία να προστεθούν 13 μέρες
Παραπομπές: 1. Εβλιά Τσελεμπί, Ταξίδι στην Ελλάδα, Εκάτη, 1991. | 2. Φραγκίσκος Πουκεβίλ, Ταξίδι στην Ελλάδα, Στερεά Ελλάς, Αττική, Κόρινθος, Συλλογή, 1995. | 3. Ουίλιαμ Μάρτιν Ληκ, Ταξίδια στη Βόρεια Ελλάδα, Λονδίνο, J Kodwell, New Bond Street, 1835. | 4. Εβλιά Τσελεμπί, ο.π. σελ. 210-211. | 5. Το βιλαέτι που διοικούνταν από τον Καπουδάν Πασά ήταν το βιλαέτι των νήσων της Άσπρης Θάλασσας (σήμερα Αιγαίο Πέλαγος) ή και βιλαέτι του Αρχιπελάγους. Δημιουργήθηκε το 1554 κι άλλαξε σύσταση πολλές φορές έως το 1912. Παρόλο που λεγόταν των νήσων περιλάμβανε και χερσαία σαντζάκια διάσπαρτα στην Αυτοκρατορία. Το 1600 αναφέρεται ότι είχε 13 σαντζάκια, 1500 περίπου τιμάρια και 130 περίπου ζιαμέτια. Το 1554 είχε τα εξής Σαντζάκια: Σαντζάκι της Καλλίπολης, Σαντζάκι της Ρόδου, Σαντζάκι της Εύβοιας, Σαντζάκι της Μυτιλήνης. Αργότερα προστέθηκαν τα παρακάτω: Σαντζάκι του Κοτζάελι, Σαντζάκι της Μπίγα, Σαντζάκι της Σούγλα, Σαντζάκι της Ναυπάκτου, Σαντζάκι του Κάρλελι (Αιτωλοακαρνανία), Σαντζάκι του Μυστρά, Σαντζάκι της Κύπρου. Τον 17ο αιώνα προστέθηκαν ακόμα τα επόμενα: Σαντζάκι της Χίου, Σαντζάκι της Νάξου και το Σαντζάκι της Άνδρου. | 6. Γερ. Ηρ. Παπατρέχας, Ιστορία του Αγρινίου, ο.π., σ. 128. | 7. Παλιούρας Αθανάσιος, Βυζαντινή Αιτωλοακαρνανία, Εκδ. Αρσινόη, Αθήνα 1985, σελ. 171. | 8. Τασούλα Βερβενιώτη, Ζαπάντ’, η Μεγάλη Χώρα της σιωπής (Η μνήμη του επαρχιακού αστικού τοπίου και τόπου: Το Αγρίνιο μέχρι τη δεκαετία του 60, Συλλογική έκδοση του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Σχολή Διαχείρισης Φυσικών Πόρων και Επιχειρήσεων Αγρινίου και του Δήμου Αγρινίου, Επιμέλεια Κ. Μπάδα, 2000, σελ. 29.

 

Φωτογραφία:
——————————————————————————————————-
Η μνήμη είναι μια δυνατότητα για να διευρύνουμε το μέλλον

και όχι για  να το συρρικνώσουμε στο ήδη ξεπερασμένο παρελθόν